Ή με το Μετρό ή με την Αγάπη

Μια βόλτα στα Εξάρχεια του 1859

 

Κοιτώ τη φωτογραφία με τρόμο.

Ο γυμνός λόφος του Στρέφη, στέκει σαν θυμέλη στο κέντρο του περίκλειστου αττικού λεκανοπεδίου, σε μία από τις πρώτες αποτυπώσεις του σε φωτογραφικό φακό, το 1859. Μπροστά του η έρημη πεδιάδα των Εξαρχείων με μερικούς χωματόδρομους και μονοπάτια να έχουν χαραχτεί κυρίως για τις ανάγκες της μεταφοράς φορτίου από το νταμάρι που λειτουργούσε εκεί για πολλά χρόνια.

Κοιτώ τη φωτογραφία με νοσταλγία.

Τι νοσταλγώ όμως; Θέλω να εισβάλλω στο τοπίο για να καταλάβω. Θέλω να περπατήσω την πρωτόλεια χαρακιά της Καλλιδρομίου. Να πιάσω μια χούφτα αρχέγονης άμμου και να την φυσήξω στον αέρα. Προς τα πού φυσάει άραγε τη μέρα της φωτογραφίας; Πατίνια, ποδήλατα, αεροπλάνα, αυτοκίνητα, τραίνα. Πρόοδος θα πει να εφευρίσκεις τρόπους να μην πατάς στο έδαφος. Το περπάτημα είναι δείγμα πολιτισμικής καθυστέρησης. Και μας έπεισαν για αυτό. Πρέπει το χρήμα να κυκλοφορεί γρήγορα. Μα εγώ θέλω να καθυστερήσω. Να παραδοθώ στο χασομέρι μου. Θέλω να εισβάλλω στο τοπίο και να ξαπλώσω στην αδιαμόρφωτη πλατεία Εξαρχείων. Να κοιτάξω τον ουρανό –να είχε άραγε σύννεφα εκείνη τη μέρα;- και να με πάρει ο ύπνος γλυκά. Όμως, πώς να κρύψω το από πού έρχομαι; Σύντομα ένας εφιάλτης θα με επισκεπτόταν. Θα έβλεπα τον χώρο να στενεύει απειλητικά. Να γεμίζει άχαρα κτίσματα. Μια στρατοπεδικού τύπου κατοίκηση θα με κύκλωνε. Θα με κατάπινε ο συνωστισμός, η καταστολή κι η ασφυξία. Και θα ξύπναγα στη δυστοπία του 21ου αιώνα.

Κοιτώ τη φωτογραφία με απορία.

Τι ήχος να επικρατεί εκείνη τη στιγμή στο τοπίο; Υπάρχει κάποιος που αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο του ερχόμενου μέλλοντος; Ακούγεται από κάπου το Πνεύμα του Τόπου να φωνάζει στη γλώσσα του «βοήθεια»; Πώς είναι να βαδίζεις σε μια Αθήνα χωρίς να ακούς τον ήχο της εξάτμισης; χωρίς να σε καταπονεί το στρες της επιβίωσης; χωρίς να σε παρασύρει η ανούσια πολυπλοκότητα του πολιτισμού; χωρίς να σου βγάζει στην επιφάνεια τον πιο κακό σου εαυτό;

Κοιτώ τη φωτογραφία με ελπίδα.

Αν ένωνες όλους τους ήχους από μπουλντόζες, μπετονιέρες και τρυπάνια που έχουν παραχθεί στον τόπο, μέχρι πού θα έφτανε ο κρότος; Κλείνω τα μάτια. Ονειρεύομαι το ωστικό κύμα να προκαλεί σοκ στις συνειδήσεις των ανθρώπων. Η ιστορία κάνει αναστροφή. Το κέρδος χάνει τα νοήματά του. Η ιστορία αποεπενδύεται. Τώρα διακρίνεται καθαρά: η γραμμική και αέναη εξέλιξη είναι μια γιγαντιαία αυταπάτη. Η πρόοδος συνιστά μια πορεία καταστροφής και η τελική φάση της προόδου είναι ο αφανισμός. Στιγμή αφυπνιστική. Σκάβουμε την άσφαλτο να βρούμε τα ποτάμια. Οι επενδυτές αυτοπυρπολούνται στα προαύλια των Mall. Τα σώματα ασφαλείας αποχωρούν άρον άρον με βάρκες από το Φάληρο. Οι άστεγοι καταλαμβάνουν τα πεντάστερα ξενοδοχεία. Οι τράπεζες, τα απόλυτα σύμβολα του μαφιόζικου καπιταλισμού, μετατρέπονται σε σχολές μπαλέτου. Ο Άρειος Πάγος κι η ΓΑΔΑ γίνονται βοτανικός κήπος. Οι Αμπελόκηποι αποχτούν όντως αμπέλια και κήπους. Όλη η Αθήνα πεζοδρομείται. Μ’ ακούς; Δεν θα πάω με το Μετρό σήμερα. Θα πάω με την Αγάπη. Κι αν αργήσω λίγο παραπάνω είναι που, επιτέλους, έρχομαι αληθινά.

Σου φέρνω δώρο και μια φωτογραφία.

 

 

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Ο Σαμσών Ρακάς γεννήθηκε το 1981 και ζει στην περιπλανώμενη Αθήνα (http://academia-romantica.edu.gr/). Ο «Ούτις» (εκδ. Υποκείμενο) είναι ο προσωπικός του Θεός.