#1

 

Το χώμα έχει τους δικούς
του τους ρυθμούς,

Το δάσος τους δικούς του.

Το κύμα όταν παφλάζει
σιωπηλά πάνω στα φύκια,

Κι η σελήνη όταν φρικιάζει
τον Ιούλη μες στη νύχτα,

τους δικούς της τους ρυθμούς ακολουθεί.

Οι άνθρωποι βαριοί, ακατανόητοι.
Πλέον βαριοί κι ακατανόητοι,
πλέουν μες στο σύμπαν∙

σάμπως τα πτώματα, προτού
αυτά μουλιάσουν στην
αρμύρα του επίχρυσου αφρού
της μαύρης θάλασσας,
μια νύχτα με φεγγάρι,

–πιάνουν πάτο.

Μιας και τ’ αυτιά τους
δεν ακούν:

Τους μελαγχολικούς βόγγους του Γκιώνη,
που σα φαντάσματα της φύσης του,
πένθιμης κι εκδικητικής,
γυρεύουν το αίμα που ξοδέψαν, πίσω πάλι.

Για πάντα άραγε έχασε τ’ ανθρώπινο αυτί
την ικανότητα να πιάνει
τις συχνότητες εκείνες,

τους ρυθμούς που τρεμοπαίζουνε
ανάμεσα στα δέντρα,
τα τριζόνια και τους γρύλλους
και τα πλάσματα στο χώμα που φωλιάζουν;

Κι αν όλα είν’ γύρω μυρωδιά
κι όλα συναίσθημα αναπάντεχο
για του ανθρώπου την καρδιά,

–που αν αισθανόταν
τους ρυθμούς τους
ξεχασμένους–

με πικρή ταχυκαρδία
θα ’χε σπάσει υπνωτισμένη.

Μιας κι όλα είν’ τρόμος
για τα μάτια του φαντάσματος,
όπως το φάντασμα είναι τρόμος
για τα μάτια των παιδιών.

Το αίμα μέσα στα μηνίγγια μας.
το ξένο αίμα στην κοιλιά μας.

Το αίμα ανάμεσα στα πόδια μας,
το αίμα μέσα στα χασάπικα
όνειρά μας.

Ένας πηχτός κόκκινος κόσμος
ο ανθρώπινος, μια μηχανή αίματος
που αλέθει στην παλέτα της γεώσφαιρας·

απομυζώντας χρώματα τρελά, υβριδικά κι εν
τέλει ανήμπορα να εκφράσουνε σε βάθος
ή και σε μεταφορά, το νόημα του κόσμου

που έτσι άδικα διαφεύγει
απ’ τον χαμένο πια
ανθρώπινο ρυθμό.

 

από την ανέκδοτη συλλογή, «Η Αυγή των Ματιών»

 

#2

 

Η γειτονιά αερίζεται,
με γλυκό καλοκαιρινό αέρα.

Οι ανεμιστήρες κουράζονται,
τα πόδια των κοριτσιών,
ξυπόλητα, σέξυ.

Τα νιάτα εκνευρίζουν,
τα τριάντα καταθλίβουν,
τα σαράντα∙

εμ, τα σαράντα,
κύματα∙

τα πενήντα, τα εξήντα

–που ακόμη να ξέρω∙

τα γεράματα φαίνονται,
συχνά, παραληρούν∙

μα κανείς δεν έχει
αυτό που θέλει,
και κανείς δεν έχει

–λεφτά·

και κανείς ελευθερία
και κανείς και κανείς
και κανείς.

Μετά την ακράτεια,
μετά τη λιτότητα,
η γειτονιά θα διδαχθεί
ισορροπία∙

τη διδάσκει, μας διδάσκει,
η Φύση·

αναστημένη, δεν πειράζει,
ας το πούμε:
Οιονεί.

Ν.Γ., ’22

 

εικόνα εξωφύλλου: «Ο Γκιώνης πάνω στο Μνήμα» (περί το 1836), του Caspar David Friedrich

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

«Θέρος»: Επτά Ολιγόστιχα του Χάρη Φραντζή

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Ο Νικόλας Γκόγκος, γεννήθηκε στην Αθήνα· έκτοτε, βραδυπορεί· γράφει, μεταφράζει λογοτεχνικά, σκαρώνει τραγούδια κι αγαπά τα εικαστικά· θα τον βρείτε κι εδώ: nicholasgogos.wordpress.com