Ο Σαρλ Μπωντλαίρ, όπως τον φιλοτέχνησε το 1944 ο χαράκτης Αντώνης Πρωτοπάτσης (1897-1947), μια ξυλογραφία που κόσμησε τότε και το εξώφυλλο της έκδοσης «Άνθη του Κακού» σε μετάφραση του ίδιου του Αντώνη Πρωτοπάτση. [Αρχείο Γιάννη Παπακωνσταντίνου]

Ο Περικλής Γιαννόπουλος δεν εγέρασε. Είτε ετών τεσσαράκοντα είτε ετών τεσσαράκοντα ενός, επέλεξε να βαδίσει προς την αιωνιότητα αιωνίως νέος.

Ο Κάρολος Μπωντλαίρ, έζησε μόλις πέντε έξι χρόνους περισσότερο από τον Γιαννόπουλο, αλλά γέρασε επί τροχάδην. Το 1864, χρεωκοπημένος, αναχώρησε για το Βέλγιο για να πραγματοποιήσει περιοδεία διαλέξεων. Ωστόσο, το ταλέντο του ως διαφωτισμένου κριτικού τέχνης είχε μικρή επιτυχία. Εγκαταστάθηκε στις Βρυξέλλες, όπου επισκέφθηκε αρκετές φορές τον Βίκτωρα Ουγκώ, ο οποίος ήταν εκεί πολιτικός εξόριστος. Από τον Μάρτιο του 1866, ο Μπωντλαίρ υπέφερε από ημιπληγία. Τον Ιούλιο του 1866, τον έφεραν πίσω στο Παρίσι. Τους τελευταίους μήνες του πέρασε σε σανατόρια και γηροκομεία, αν και ήταν μόλις σαράντα έξι ετών. Ο ποιητής κατοικούσε σε ένα καλά φωτισμένο δωμάτιο στην άκρη ενός κήπου, διακοσμημένο με δύο πίνακες του Édouard Manet. Ο ένας ήταν ποτραίτο της  ερωμένης του, ζωγραφισμένο το 1862. Εκεί πέθανε από σύφιλη στις 31 Αυγούστου 1867. Την επόμενη ημέρα, ο Narcisse Ancelle, ο νομικός του σύμβουλος, και ο Charles Asselineau, ο πιστός του φίλος, δήλωσαν τον θάνατο στο δημαρχείο του 16ου διαμερίσματος και υπέγραψαν την ληξιαρχική πράξη θανάτου του.

Η ληξιαρχική πράξη θανάτου του Μπωντλαίρ, στις 31 Αυγούστου 1867.

Ο αδελφικός φίλος του Γιαννόπουλου, λόγιος και καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αναστάσιος Γεννάδιος τον προέτρεψε «παύσε να διαβάζεις Μπωντλαίρ και λοιπά περιττώματα!» Πριν όμως ακούσει αυτή τη συμβουλή, στο μακρινό 1899, μετέφραζε ακόμα από τα όμορφα εκείνα «περιττώματα». Βρίσκεται ακόμα όμως στην πρώτη, φανερά ντεκαντάνς περίοδο της σκέψεώς του ο Περικλής. Στην θερινή, μετάφραση που αναδημοσιεύουμε σήμερα επιλέγει να μεταφράσει ένα ποίημα του Μπωντλαίρ το οποίο πραγματεύεται το γήρας. Πρόκειται για την έκτη από τις Παρισινές Εικόνες των αμαρτωλών Les Fleurs du mal.  Το οποίον γήρας όμως, καθώς περιπλανιέται ο Γάλλος στα βουλεβάρτα του Παρισιού, δεν το θεάται. Θεάται των γηραιών γυναικών το κάλλος, την περασμένη ομορφιά, σε μία περιπλάνηση εκτός τόπου και χρόνου.

Η Επονίνα, κόρη του Θερναδιέρου, από τους ‘Αθλίους’ του Βίκτωρος Ουγκώ.
Εξώφυλλο της εκδόσεως του 1857 των Les Fleurs du mal με χειρόγραφα σχόλια του Charles Baudelaire .
I

Dans les plis sinueux des vieilles capitales,
Où tout, même l’horreur, tourne aux enchantements,
Je guette, obéissant à mes humeurs fatales,
Des êtres singuliers, décrépits et charmants.

Ces monstres disloqués furent jadis des femmes,
Éponine ou Laïs ! Monstres brisés, bossus
Ou tordus, aimons-les ! ce sont encor des âmes.
Sous des jupons troués et sous de froids tissus

Ils rampent, flagellés par les bises iniques,
Frémissant au fracas roulant des omnibus,
Et serrant sur leur flanc, ainsi que des reliques,
Un petit sac brodé de fleurs ou de rébus ;

Ils trottent, tout pareils à des marionnettes ;
Se traînent, comme font les animaux blessés,
Ou dansent, sans vouloir danser, pauvres sonnettes
Où se pend un Démon sans pitié ! Tout cassés

Qu’ils sont, ils ont des yeux perçants comme une vrille,
Luisants comme ces trous où l’eau dort dans la nuit ;
Ils ont les yeux divins de la petite fille
Qui s’étonne et qui rit à tout ce qui reluit.

— Avez-vous observé que maints cercueils de vieilles
Sont presque aussi petits que celui d’un enfant ?
La Mort savante met dans ces bières pareilles
Un symbole d’un goût bizarre et captivant,

Et lorsque j’entrevois un fantôme débile
Traversant de Paris le fourmillant tableau,
Il me semble toujours que cet être fragile
S’en va tout doucement vers un nouveau berceau ;

À moins que, méditant sur la géométrie,
Je ne cherche, à l’aspect de ces membres discords,
Combien de fois il faut que l’ouvrier varie
La forme de la boîte où l’on met tous ces corps.

— Ces yeux sont des puits faits d’un million de larmes,
Des creusets qu’un métal refroidi pailleta…
Ces yeux mystérieux ont d’invincibles charmes
Pour celui que l’austère Infortune allaita !

Ο Περικλής Γιαννόπουλος στο Πεδίον του Άρεως (;), Φωτογραφία Σοφίας [Αρχείο Νεοελληνικής Τέχνης “Σοφία Λασκαρίδου”]
.

«Εἰς τὴν γλῶσσαν τοῦ δούλου μοῦ:»

Charles Baudelaire “Les épaves” Προμετωπίδα σχεδιασμένη από τον Félicien Rops, 1866, Amsterdam.


– Ἡ γρηοῦλες» (τοῦ Baudelaire)

Στῶν ἀρχαίων πρωτευουσῶν τοὺς φειδωτοὺς δρόμους, ποὺ ὅλα ὡς καὶ ἡ φρίκη αὐτὴ ἀκόμα στρίβει στὸ γλέντι, τὰ ἀπαίσια κάνοντας κέφια μου, παραμονεύω νὰ περάσουν πλάσματα παράξενα, γερασμένα καὶ θαυμαστά.

Τὰ ξεχαρβαλωμένα αὐτὰ σκιάχτρα γυναῖκες ἦταν μιὰ φορὰ τὰ λέγαν Ἐπονίνες ἢ Λαΐδες ! Σκιάχτρα ξεγκοφιασμένα, καμπουριασμένα, στραβολαιμιασμένα, δὶς τ᾽ ἀγαπᾶμε. ! γιατ᾽ ἔχουν ἀκόμα μέσα τους ψυχή.

Τυλιγμένα σὲ τρούπια φουστάνια καὶ κρύα πανιά, σέρνουνται δαρμένα ἀπὸ τ’ ἄσπλαχνα ξεροβόρια, ἀνατριχιάζοντα στὸ βρόντο τῶν λεωφορείων ποὺ κατρακυλοῦνε μὲ ὁρμή, σφίγγοντα στὸ γκοφό τους σὰ νά ‘τανε φυλαχτά, σακουλάκι κεντημένο μὲ γρίφους ἢ λουλούδια.

Ὁμοια μὲ νευρόσπαστα, ἀπαράλλαχτα κάθ᾽ ὅλα, τροκακίζουν στοὺς δρόμους σουρτα σὰ ζωα πληγιασμένα ἢ χορεύουν ἄθελα χορό – κακότυχα κουδούνια ποὺ κρεμιέται στὸ σχοινὴ τοὺς δαίμονας χωρὶς λυπημό.

Ὅσο καὶ ἂν εἶνε συγτσακισμένα, ἔχουν μάτια σὰν τρυπάνι σουβλερά, γυαλιστερὰ σὰν τοὺς λάκκους πού ‘χοῦν κοιμισμένο στὸ σκοτάδι τους νερό, μάτια ἀγγελικὰ κοριτσιοῦ, ποὺ χαζεύει καὶ γελάει σὲ κάθε πρᾶγμα λαμπερό.

– Εἴδατε ποτέ σας, πὼς τὸ φέρετρο γρηὰς καμμιὰ φορά, μοιάζει μὲ μικροῦ παιδιοῦ τὴν κάσα ; Ὁ Χάρος ὁ σοφός, μὲ τίς ἴδιες αὐτὲς κάσες, φτιάνει σύμβολο ἀλλόκοτο καὶ θαυμαστό.

Κί᾽ ὅταν μισοβλέπω ἕναν ἴσκιο ξελυμένον, νὰ περνάῃ, σ᾽τοὺ Παρισιοῦ τὴν πολυάνθρωπη ζωγραφιά, μοῦ φαίνεται πάντα πὼς τὸ ἀδύνατο πλάσμα, πάει ἀγάλι ἀργὰ νὰ ξαναμπὴ σὲ κοῦνια καινούργια.

Ἄλλ᾽ ἂν ἡ θέα τοῦ στραβοδίβολου κορμιοῦ μου θυμίσῃ τὴ γεωμετρία, τότε ψάχνω νὰ βρῶ πόσες φορὲς ὁ τεχνίτης ἀλλάζει τῆς κάσας τὸ σχῆμα, ποῦ τρώει ὅλα αὐτὰ τὰ κορμιά.

– Αὐτὰ τὰ μάτια εἶνε πηγάδια, σκαμμένα ἀπὸ δάκρυα πολλά, χωνιὰ ποῦ ᾽χοὺν μέσα τους μέταλλο κρυσταλλιασμένο, μάτια, γεμᾶτα μυστήριο, μὲ χάριν ἀόρατη γιὰ κεῖνον ποὺ χὲ γιὰ παραμάνα τὴν Ἀτυχία.

Τοῦ ἀρχαίου Φρασκατὶ ἐρωτιάρα Ἑστιάς· της Θάλειας Ἱέρεια, ἀλλοίμονο ! ποὺ τ᾽ ὄνομά της ξέρει μόνος ὁ πεθαμμένος ὑποβολεύς· περιβόητη ξεμυαλισμένη ποὺ τὴ σκίασε ἄλλοτεινὰ στὴ δόξα του τὸ Τιβολί, ὅλες μὲ μεθᾶνε.

Μὰ μέσα σ᾽ αὐτὰ τ᾽ ἀδύνατα πλάσματα, εἶνε μερικά, ποὺ φτιάνοντας μὲ τὸν πόνο τους μέλι, εἶπαν στὴν Ἀφοσίωσι ποὺ τοὺς ἔδινε τὰ φτερὰ τῆς «Ἱππόγρυφε δυνατὲ, ἀναίβασέ μὲ ὼς στὸν οὐρανό! »

Ἀλλη ἄπ᾽ τὴν πατρίδα της μαθημένη στὴ δυστυχία, ἄλλη ἄπ᾽ τὸν ἄντρα της μαρτύρια φορτωμένη, ἄλλη ἀπ᾽το παιδί της Παναγία μαχαιρωμένη, ὅλες θὰ μποροῦσαν μὲ τὸ κλάμμα τους ν᾽ ἀπολύσουν ποταμό !

*

*              *

Ἄχ ! πόσες ἄπ᾽ αὐτὲς τίς γριοῦλες ἐπῆρα στὸ κοντό! Μέσα σ᾽ ἄλλες μιά, τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἥλιος πέφτοντας αἱματώνει μὲ κόκκινες πληγὲς τὸν οὐρανό, συλλογισμένη καθότανε παράμερα σὲ πάγκο, γιὰ ν᾽ ακούσῃ μουσική.

Τοῦ Στρατοῦ τὴ μουσικὴ μὲ τίς μετάλλινες φωνὲς ποὺ γεμίζει κάποτε τὰ περιβόλια μας καὶ χύνει λέγον ἡρωισμὸν στὴν καρδιὰ τῶν πολιτῶν, τὴν ὥρα ποὺ τὰ χρυσωμένα σουρτώματα δίνουν νέα ζωή.

Αὐτὴ ἴσια ἀκόμα κι ὑπερήφανη, μὲ τὴν αἴσθηση τοῦ φερσίματος τοῦ καλοῦ, ἀχόρταγα ρούφαγε τὸ γοργο καὶ πολεμόχαρο τραγούδι τὸ μάτι της ἄνοιγε κάποτε, σὰ μάτι γέρου ἀετοῦ, τὸ μαρμαρένιο μέτωπο τῆς, φαινότανε φτιασμένο γιὰ τὴ δάφνη!

*

*              *

Τέτοιες τραβᾶτε στωικές, χωρὶς παράπονο κανένα, μέσα στὸ χάος τῶν ζωντανῶν πολιτειῶν, μητέρες μὲ καρδιὰ αἴματωμένη Μαγδαληνὲς ἢ Παναγίες ποὺ σὲ χρόνια περασμένα τ᾽ὄνομά σας εἶχαν ὅλοι στὸ στόμα.

Σᾶς ! ποὺ ἤσασθε ἡ χάρι ἢ ἠ δόξα μιὰ φορά, κανεὶς δὲ σᾶς θυμᾷται πειὰ! Μεθυσμένος διαβάτης κάνοντας τάχα ἔρωτα σᾶς βρίζει περνῶντας στὶς φτέρνες σας χοροπηδάει σιχαμένη μοσχομάγκα.

Σκιὲς ζαρουκλιασμένες, φοβισμένες, μὲ τὴν ντροπιασμένη σας ζωὴ καὶ τὴ ράχι σκυφτὴ ριζώνετε στοὺς τοίχους·  καὶ κανεὶς ἀλλόκοτη Μοῖρα ! δὲ σᾶς χαιρετάει πειά, ἀνθρώπινα ἐρείπια γιὰ τὴν αἰωνιότητα ὡριμασμένα.

Ἀλλὰ ᾽γὼ ποὺ σᾶς παραφυλάω μὲ ἀγάπη ἀπὸ μακρυά, μὲ μάτι ἀνήσυχο στὸ περπάτημά σας στυλωμένο ποὺ τρεκλάει, ἀπαράλλαχτα σὰ νὰ ᾽μουνα πατέρας σας ! ὧ μαγεία ! νοιώθω χωρὶς νὰ τὸ νοιώθετε κρύφιες ἡδονές.

Βλέπω ν᾽ ἀνθίζουν ἡ νεανικές σας μανίες, ξαναζῶ τὶς περασμένες σας μέρες ὁλόμαυρες ἢ φωτεινές, κί᾽ ἡ καρδιὰ μοῦ πληθυσμένη γλεντάει ὅλες σᾶς τὶς κακίες ! ἡ ψυχή μου λάμπει ἀπὸ ὅλα σας τὰ καλά !

Ἐρείπια ! δική μου φαμελιά ! Ὦ, μυαλὰ ἀδελφικά, σᾶς κάνω κάθε βράδυ ἐπίσημο ἀποχαιρετισμό ! Ποιός ξέρει ποῦ θὰ βρίσκεσθε αὔριο πρωί, Εὔες ὁγδοηκοντάρες ποὺ ἀπάνου σᾶς ἁπλόνουνται βαρειὰ τὰ νύχια τοῦ Θεοῦ φρικτά ;

Νεοέλλην
περ. «Κυριακάτικη», ἀρ. 33, 27-6-1899

 

 

 

 

Σκίτσο του Λεονάρντο Ντα Βίντσι

΄

Διαβάστε επίσης:

Η Μελαγχολία του Παρισιού

.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Ο Ηλίας Κολοκούρης είναι Υπ.Διδ. Νεοελληνικής Φιλολογίας και μαθαίνει ελληνικά από ξένους. Η τρέχουσα έρευνά του και διατριβή έχει τίτλο Αντανακλάσεις της αρχαιότητας στην πεζογραφία του νεοελληνικού Αισθητισμού (1890-1910). Όσκαρ Ουάιλντ Γυναίκες του Ομήρου- Ελληνισμός (εισαγωγή-μετάφραση) εκδόσεις Καστανιώτη, 2021. Modern Greek For Classicists & Greco Moderno Per Antichisti εκδόσεις Paideia, 2020. Προσπαθεί να μειώσει ταχύτητα στο www.slowgreek.com.