γοργόνα
καταδυόμενη
όχι αφροδίτη
και όχι αρκετά ψάρι
ό,τι άρπαζα
μου έμενε στα χέρια
κι ούτε βυθός μπροστά
ούτε κανένα άλλο τέλος
ό,τι άρπαζα
και βρήκα τα μαλλιά της
έχει φλέβες το νερό
κατακόκκινες
γύρω γύρω απ’ το κεφάλι της
λέει η άβυσσος δεν έχει βυθό
λέει ποτέ δεν θα φτάσεις κάπου
με πήρε μαζί της
μου τραγούδησε
όλο τον δρόμο μέχρι την επιφάνεια
άνυδρα
έτσι φεύγεις όπως φεύγει το νερό
και δεν κάνει κρύο στο κρεβάτι σου
και δεν τρέμω
είμαι το ψάρι που ανεβαίνει το ποτάμι σου
άνυδρα
άνανδρα
τώρα πρέπει να πεθάνω
αλλά είμαι ζωοτόκο και η αγάπη μου
θα μεγαλώσει σαν καρκίνος
θα εκκολαφθεί μες στην κοιλιά μου
θα γεννηθεί να την τρώω ζωντανή
κι εσύ να την προσέχεις
όταν γυρίσεις στο κρεβάτι
θα επαναστατήσω γελώντας ενάντια
στην εξέλιξη των ειδών
κι ούτε θα γίνω πεταλούδα σου
φίδι θα ολοκληρώνομαι ολομόναχη
γλείφοντας την ουρά μου σε τέλειο αδιαπέραστο κύκλο
δική μου μόνο
δική μου
που κάποτε θέλησα
να γίνουμε λίμνη
θαλάσσια χελώνα
(φως
και τα μάτια σου
φως
να πρασινίζουν)
εγώ που γεννήθηκα στην άμμο
μες στη μέση ενός Ιούλιου
ακολούθησα μια υπόσχεση πράσινου
ώς εκεί που κανείς ποτέ
δεν πρέπει να ακολουθείται
τη φόρεσα πάνω στα μάτια μου
μεγάλωνε με χύσια και φιλιά
έπρεπε να το ξέρω
πως αν το πράσινο
ήταν νερό
θα ήταν θάλασσα
κι αν ήταν θάλασσα
θα βάθαινε
(κι αν βάθαινε)
τώρα κολυμπάω στ’ ανοιχτά
που το πράσινο δεν είναι πια
πράσινο
και το μαύρο
δεν ήταν ποτέ φως
(θα βάθαινε μαύρο
και τα μάτια σου
μαύρο
να με πνίξουν)
πηγαίνω με τα ρεύματα
αλλά κάποτε ενήλικη
αυτή τη φορά σωστά
αντίθετα
να κολυμπήσω το νερό
εικόνα εξωφύλλου: «Στην Πηγή» (περί το 1940), του Lionel Wendt