Για αρκετές χιλιάδες χρόνια κυλούσε στην Αθήνα ένα ποτάμι που δεν το λέγαν Ιλισό, ούτε Κηφισό, ούτε Ηριδανό. Το παράδοξο όνομά του ήτανε Κυκλόβορος. Διέσχιζε την καρδιά της αττικής πεδιάδας σαν γιγαντιαίο φίδι, όλο μισοφέγγαρα και ελιγμούς (ίσως κάπου εκεί να κρύβεται και η ετυμολογία του ονόματός του). Εκκινούσε από τα Τουρκοβούνια, έσκιζε εις διπλούν τα πεδία της σημερινής Κυψέλης και του Γκύζη, έπειτα ενωνόταν και έγλειφε το σημερινό Πεδίο του Άρεως, κατηφόριζε ενιαίος στην οδό Μάρνης (πρώην οδός Κυκλοβόρου), ώσπου άλλοτε λίμναζε στην πλατεία Βάθης (σύμφωνα με τον Κώστα Μπίρη) και ενίοτε έφτανε ως τον Κεραμεικό και πέρα (σύμφωνα με τον Χάρτη Kurtius – Kaupert) ακουμπώντας τον Κηφισό προς την Ιερά Οδό.

Το κύριο χαρακτηριστικό αυτού του ποταμού ήταν ο ήχος του καθότι πρέπει να αποτελούσε το πιο άγριο και θορυβώδες ποτάμι της Αθήνας, χειμαρρικής έντασης, και πρωταγωνιστής του φυσικού ηχοτοπίου. Το γεγονός αυτό το μαρτυρά σε μας ο Αριστοφάνης στους «Ιππείς» του σε μιαν αναφορά του στον πολιτικό δημαγωγό Παφλαγόνα: «ἅρπαξ, κεκράκτης, Κυκλοβόρου φωνὴν ἔχων», δηλαδή «άρπαγας, φωνακλάς — η φωνάρα του ίδια με τον Κυκλόβορο» (στίχος 137).

Δεν πρόκειται για μια απλή αναφορά. Στο σημείο αυτό ξεκλειδώνει όλο το νόημα του έργου. Βρισκόμαστε στο τετράστιχο όπου αναδύεται η βέβηλη αριστοφανική ιδέα: για να νικήσεις έναν πρόστυχο πολιτικό, έναν φαύλο και φωνακλά σαν τον Κυκλόβορο, θα πρέπει να εφεύρεις έναν φαυλότερο, πιο φωνακλά, πιο πρόστυχο. Και βάζουν μπρος το σχέδιο. Με λίγα λόγια ο Κυκλόβορος στέκει ως κεντρική και θεμελιώδης παρομοίωση για ένα από τα πιο αντιεξουσιαστικά αρχαία κείμενα.

Και κάπως έτσι, φαυλότητα την φαυλότητα, προστυχιά την προστυχιά, φτάσαμε στον 21ο αιώνα. Τα ποτάμια θάφτηκαν. Οι παρομοιώσεις μας έχασαν τη φυσικότητά τους. Ο χείμαρρος που επικρατεί στην πόλη είναι ο ήχος της εξάτμισης.

Μέχρι οι όροι να αντιστραφούν, μέχρι να σωπάσουν οι Παφλαγόνες του πολιτεύματος και να ακουστούν οι ήχοι των ποταμιών ξανά, μπορούμε να πάρουμε μια ιδέα για το ποιόν του Κυκλόβορου μέσα από την σπάνια αυτή υδατογραφία, η οποία ζωγραφίζεται πάνω στα Τουρκοβούνια και αποτυπώνει την ανάγλυφη χαράδρα του ποταμού σε όλη της τη μεγαλοσύνη, επιτρέποντάς μας να αποκτήσουμε εικόνα από το μητρικό τοπίο της Αθήνας.

Ζωγραφικό: James Skene, 1841, British Museum | Εύρεση και ταυτοποίηση: Σαμσών Ρακάς

.

 

.

 

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Ο Σαμσών Ρακάς γεννήθηκε το 1981 και ζει στην περιπλανώμενη Αθήνα (http://academia-romantica.edu.gr/). Ο «Ούτις» (εκδ. Υποκείμενο) είναι ο προσωπικός του Θεός.