Θα σου πω μια ιστορία αληθινή. Μου την είχε πει η γιαγιά, η μπάμπε- Κατερινιώ. Στο πλάι του Άι-Νικόλα[1], στο Κανάκιανι[2], όταν βρέχει, γίνεται τοριβίρι[3] που κατηφορίζει μέχρι κάτω την παραλία. Εκεί, στου Βασιλείου το κτήμα είναι ένα αλώνι, που το πάτωμά του μοιάζει με αστέρι, για να το βλέπουν τα ξωτικά που πετούν στον αέρα  ψηλά. Το έχουν για σημάδι εκείνα.

Η αγροικία Βασιλείου

     Ένα καλοκαίρι θερίζανε. Ζέστη, κούραση. Ήρθε το βράδυ. Κι είχε ένα φεγγάρι… Μια μάνα είχε ένα κοριτσάκι, νεογέννητο. Έκατσε στο αλώνι να βυζάξει το μωρό. Από την κούραση την πήρε ο ύπνος με το μωρό στην αγκαλιά. Στις 12 το βράδυ σήκωσε έναν αέρα που η μάνα ξύπνησε. Έκανε να φύγει, αλλά άρχισε να ακούει γέλια μέσα από το δάσος. Ο αέρας όλο και δυνάμωνε και σε λίγο εμφανίστηκαν γύρω από το αλώνι νεράιδες. Φορούσαν άσπρα ρούχα που φαίνονταν τα στήθια τους κι είχαν ξανθά μαλλιά, σαν χρυσάφι. Στο κεφάλι είχαν κίτρινα μαντίλια, σταμπωτά με λουλούδια. Σαν τα δικά μας. Η μια πιο όμορφη από την άλλη. Άρχισαν να χορεύουν κύκλο γύρω από το αλώνι. Η μάνα έκανε να φύγει με το μωρό στην αγκαλιά, αλλά δεν την άφηναν. Μια από αυτές άρχιζε να την πλησιάζει και προσπαθούσε να της πάρει το κοριτσάκι από την αγκαλιά.

Γενική άποψη του χορταριασμένου αλωνιού

     Τούτης της νεράιδας κάποτε τής είχε κλέψει το μαντίλι ο αδελφός της γυναίκας. Την είχε στο σπίτι για γυναίκα του κι έκανε παιδιά μαζί της. Το μαντίλι το είχε κρύψει για να μην το βρει η νεράιδα και του φύγει. Κάποτε η νεράιδα βρήκε το μαντίλι, το φόρεσε κι έφυγε και γύρισε πίσω στις άλλες νεράιδες. Στερήθηκε, όμως, τα παιδιά της και τώρα ήθελε να πάρει την ανιψιά του άντρα της για να τον εκδικηθεί.

     Η μάνα το κατάλαβε πως ήταν εκείνη κι έσφιγγε πιο πολύ τη μικρή στην αγκαλιά της. Ο αέρας όλο και μεγάλωνε, το φεγγάρι είχε φτάσει στο γέμισμα και είχε έρθει κοντά στ’ αλώνι. Η νεράιδα τότε την έριξε κάτω και της άρπαξε το μωρό από την αγκαλιά. Το πήρε στα χέρια της και άρχισε να πετάει κυκλικά γύρω από το αλώνι και του δίνει μια και χώνεται στο κέντρο του αλωνιού, μέσα στη γη, μαζί με το μωρό. Αμέσως χώθηκαν και οι άλλες. Ο αέρας σταμάτησε, το φεγγάρι πήγαινε πιο μακριά. Την άλλη μέρα βρήκαν τη μάνα μισοπεθαμένη στ’ αλώνι. Έζησε, πέθανε; Κανείς δεν ξέρει[4].

Η παραπάνω προφορική παράδοση καταγράφηκε το 1998. Αφηγήτρια ήταν η Σοφία Παπαπαναγιώτου από το Αμπελάκι Σαλαμίνας, με το μελωδικό προσωνύμιο Αλαλά. Όλη η ζωή της Σοφιάς, όπως ήθελε να την αποκαλούν (και όχι Σοφία), ήταν μέσα στο  τραγούδι. Ξύπναγε και τραγουδούσε. Πήγαινε αξημέρωτα για χόρτα στους αγρούς και περιμένοντας τις συνομήλικές της να πάνε μαζί, έλεγε κι από ένα τραγούδι έξω από το σπίτι τους μέχρι εκείνες να ετοιμαστούν. Στο μοιρολόι της Παναγιάς, τη Μεγάλη Πέμπτη, στην εκκλησία των Εισοδίων, θρηνούσε στ’ αρβανίτικα: Άντε πάρe, βιν νιe αντάρρe, σσeρ Μeρία τούκε κλιάρe… για σταβρόσνe, για καρφόσνe, ντe ζeμeρe, για θανατόσνe…= Ψηλά  στα άσπρα χώματα η Παναγία με κλάματα… Τον σταυρώσαν, τον καρφώσαν, στην καρδιά Τον θανατώσαν

Μα και στον αποκριάτικο χορό πάντα πρώτη, φτιάχνοντας ομοιοκατάληκτα στιχάκια, για να πειράξει τον παπά, τη χήρα, τον τσιγκούνη, τον ψευτοπαλικαρά. Γι’ αυτό και οι συγχωριανοί της από το Αμπελάκι της χάρισαν το μελωδικό παρατσούκλι… Αλαλά.  -Καλύτερο δεν θα μου έβρισκαν, έλεγε η ίδια με καμάρι και γελούσε. Ήταν γυναίκα θαρραλέα· στην Κατοχή, μάλιστα, δεν δίστασε να μεταμφιεστεί σε άντρα και να πάρει τη θέση του αδελφού της, Αγγελή, στα καταναγκαστικά έργα.

Από μικρός την θυμάμαι να κάθεται τα καλοκαιρινά απογεύματα στην αγκωνάρα[5], σε δρομάκι του Αμπελακίου, και να με ρωτά:

-Μανάρι, ποιανού είσαι εσύ; Α, της κυρα-Ευτυχίας από τη Ράχη του Καματερού!
-Τι τάξη πας;
-Πώς τα πήγες στο σχολείο;
-Πού πας;

Την άλλη μέρα, πάλι τα ίδια. Τότε μου φαίνονταν ενοχλητικές οι ερωτήσεις της. Τώρα, τις κάνω κι εγώ!

Η αγκωνάρα της Σοφιάς

Τύχη αγαθή, να προλάβει η Σοφιά μέχρι τα οκτώ πρώτα χρόνια της ζωής της τη γιαγιά της, τη Γεροντιώτενα, την μπάμπε-Κατερινιώ, που γεννήθηκε το 1808 και πέθανε το 1923 σε ηλικία 115 ετών. Η εγγόνα της, η Σοφιά, σαν σφουγγάρι αποτύπωνε στη μνήμη της τις ιστορίες της γιαγιάς της· για τόπους απογερικούς, για λάμιες, για αλουστίνες[6] και βρουκόλακες, για αποκρύψεις θησαυρών, για τη χρυσή κλώσα με τα χρυσά κλωσόπουλα που στέκουν μπροστά από το άγαλμα του Αίαντα, αλλά και για ιστορικά γεγονότα, όπως τη συμμετοχή των Αμπελακιωτών στην Επανάσταση.

Στη Σοφιά οφείλουμε την περιγραφή της απήχησης της είδησης που είχε στον ψυχισμό των κατοίκων του Αμπελακίου ο θάνατος του Καραϊσκάκη και της  νεκρικής  πομπής της σορού του ήρωα εκείνου μέχρι την Κούλουρη, αλλά και την ιστορία με τον βασιλιά Στράτο (Πεισίστρατο) που φύτεψε την ελιά της Όρσας, το ελαιόδεντρο  εκείνο που πιστοποιημένα πια μετρά 2.530 έτη ηλικίας και πλέον.

Η Σοφιά θυμιάτιζε καθημερινά, σαν να ήταν μια αρχαία ιέρεια, ήταν η ίδια φορέας του λαϊκού πολιτισμού του χωριού της, συμμετείχε σε όλα τα παραδοσιακά δρώμενα,  ήταν η γνήσια και τελευταία λαϊκή ποιήτρια του νησιού. Η Σοφιά έφυγε από τη ζωή στα 84, έχοντας απόλυτη πνευματική διαύγεια και δεχόμενη τη φροντίδα των συγγενών της.

Στην παραπάνω προφορική παράδοση μας διασώζονται πολλά λαογραφικά στοιχεία που αντικατοπτρίζουν τις αντιλήψεις των ανθρώπων που ασχολούνται με τη γη σχετικά με τις νεράιδες. Οι μεταφυσικές αυτές οντότητες ταυτίζονται από την Ελληνική Λαογραφία με τις Νύμφες και συγκεκριμένα με τις Νηρηίδες. Μάλιστα, στην παράδοση αυτή καταγράφονται και αντιλήψεις περί των υπερκόσμιων, μαγικών δυνάμεων που έχουν τα φυσικά στοιχεία (νερό, αέρας), αλλά και τα στοιχεία του σύμπαντος (ήλιος, σελήνη).

Στο μυαλό του απλού ανθρώπου της ελληνικής υπαίθρου οι νεράιδες είναι μαγικά πλάσματα με ανθρώπινη εμφάνιση, μαγικές δυνάμεις, αιθέρια και εξωτική ομορφιά και με τάση για σαγήνη και παραπλάνηση. Κατά τους βυζαντινούς χρόνους μια παράδοση αναφέρεται σε μια ομάδα αγγέλων που εξεγέρθηκαν και ο Θεός διέταξε τις πύλες του Παραδείσου να κλείσουν. Εκείνοι που ήταν μέσα στον Παράδεισο παρέμειναν άγγελοι· όσοι ήταν στην Κόλαση έγιναν δαίμονες, ενώ εκείνοι που πιάστηκαν μεταξύ τον δύο κόσμων έγιναν νεράιδες[7].

Ως λέξη η νεράιδα παραπέμπει στο νερό. Γι’ αυτό και η προφορική παράδοση της Σοφιάς ξεκινάει με την ύπαρξη του κατηφορικού, ορμητικού χειμάρρου (τοριβίρι), του φυσικού δηλαδή εκείνου στοιχείου, στο οποίο κατοικούν οι υδάτινοι αυτοί θηλυκοί δαίμονες. Το αλώνι είναι το μέρος εκείνο που ο άνεμος υποβοηθά το λίχνισμα του σιταριού ή του κριθαριού, αφού με την έντασή του θα διαχωρίσει την ήρα από το στάρι, δηλαδή το χρήσιμο από το άχρηστο (βλέπε και την ευαγγελική παραβολή περί των ζιζανίων, Ματθαίος, 13.24). Όμως, ως τόπος απογερικός (από+αέρας), ενοικούν σε αυτόν δαιμονικές δυνάμεις που προκαλούν κατά τη λαϊκή αντίληψη τους καταστροφικούς ανεμοστρόβιλους[8].

Λεπτομέρεια του δαπέδου του αλωνιού. Διακρίνονται δύο από τις ακτίνες του άστρου.

Το δάπεδο του αλωνιού είναι ακτινωτό· με άλλες δηλαδή πέτρες, διαφορετικού χρώματος ή σχήματος, αποτυπώνεται ένα άστρο. Το άστρο αυτό είναι σημείο αναφοράς για τα ξωτικά (για να το βλέπουν τα ξωτικά που πετούν στον αέρα  ψηλά. Το έχουν για σημάδι εκείνα), είναι η δίοδος για τον Κάτω Κόσμο, αφού προς το τέλος της προφορικής παράδοσης η νεράιδα θα εισέλθει με το υφαρπαχθέν παιδί στον Άδη (του δίνει μια και χώνεται στο κέντρο του αλωνιού, μέσα στη γη, μαζί με το μωρό).

Ο ήλιος συμβάλλει κι εκείνος με την άνοδο της θερμοκρασίας στην πρόκληση κούρασης. Η μητέρα-θερίστρια έχει μαζί το νεογέννητο μωρό της· είναι λεχώνα. Η υψηλή θερμοκρασία, η κούραση από τη γεωργική εργασία αλλά και ο θηλασμός συμβάλλουν στην εξάντλησή της. Το φεγγάρι έχει ήδη κάνει την εμφάνισή του στον σκοτεινό ουρανό και έχουμε ήδη εισέλθει στις λεγόμενες μικρές ώρες (μετά τις 12 το βράδυ), κατά τις οποίες οι όποιες μαγικές-εξωπραγματικές διαδικασίες και ενέργειες έχουν καλύτερο αποτέλεσμα.

Τα φυσικά στοιχεία μετέχουν στην όλη αφήγηση και υποβοηθούν στη δραματοποίηση της σκηνής. Ο αέρας αρχίζει και δυναμώνει (Στις 12 το βράδυ σήκωσε έναν αέρα που η μάνα ξύπνησε… ο αέρας όλο και δυνάμωνε…), στοιχείο που προμηνύει την εμφάνιση κάποιων δαιμονίων, συγκεκριμένα των νεραϊδών. Αρχικά ακούγονται τα γέλια τους και ύστερα βρίσκονται όλες μαζί στο αλώνι. Η ενδυμασία τους είναι τυπική και ταιριάζει με όλες σχεδόν τις προφορικές παραδόσεις του λαού μας· είναι λυγερόκορμες, όμορφες, χρυσομαλλούσες, ντυμένες με διάφανα φορέματα, ώστε να διαγράφεται το γυμνό σώμα τους.

Χαρακτηριστικό είναι και το κεφαλομάντηλο, απαραίτητο στοιχείο της ενδυμασίας τους. Η αφαίρεσή του από κάποιον άντρα σήμαινε την πλήρη απώλεια των μαγικών τους δυνάμεων (Τούτης της νεράιδας κάποτε της είχε κλέψει το μαντίλι ο αδελφός της γυναίκας). Η αφαίρεση αυτή του μαντιλιού είναι ένα σύνηθες μοτίβο των λαϊκών παραδόσεων που αναφέρονται στις νεράιδες, όπως και στην παρακάτω που ακολουθεί και προέρχεται από την Αιτωλία: Ένας μια φορά ήθελε να παντρευτή και να πάρη γυναίκα μια πολλή όμορφη. Δεν εύρισκε όμως και ήτανε πολύ στενοχωρημένος. Ρωτώντας, έμαθε από μια γριά πως οι Νεράϊδες είναι οι ομορφότερες γυναίκες του κόσμου. Αλλά για να μπορέση και πάρη γυναίκα Νεράϊδα, πρέπει να της πάρη το μαντήλι. Τα μαντήλια ‘ς τις Νεράϊδες είναι τα φτερά τους. Πήγε λοιπόν και αυτός σε ένα αλώνι όπου μαζευόντανε Νεράϊδες και χόρευαν. Ήρθαν οι Νεράϊδες κρεμάσανε τα μαντήλια τους ‘ς το στρίγυρο και άρχισαν το χορό. Αυτός με ένα μακρύ λουριό μπόρεσε και πήρε από το στρίγυρο ένα μαντήλι. Τελείωσε ο χορός. Οι Νεράϊδες πήρανε τα μαντήλια τους από το στρίγυρο και γινήκανε άφαντες. Εκείνη που της πήρε το μαντήλι έμεινε. Γύρευε το μαντήλι της αλλά που; Είδε εκείνον τον άνθρωπο που της το πήρε και τον ακολούθησε για άντρα. Ζήσανε μαζί κάμποσα χρόνια και φκειάσανε και παιδιά...[9]

Μπορούμε να ισχυριστούμε πως η αφαίρεση αυτή του μαντιλιού έχει και ευρύτερες, κοινωνιολογικές προεκτάσεις, καθώς αντικατοπτρίζει τη θέση της γυναίκας γενικότερα. Η αφαίρεση του μαντιλιού μιας γυναίκας από έναν άντρα σήμαινε πως είχε συνευρεθεί μαζί του και πως πλέον ο άντρας εκείνος ήταν εφεξής ο ρυθμιστής της ηθικής της, αν δηλαδή θα την παντρευόταν ή αν θα την περιέπαιζε εκθέτοντάς την στον στενό κύκλο του χωριού.

Χρειάζεται, ακόμη, να επισημανθεί, πως στην παράδοση αυτήν η αφηγήτρια θέλει να προσδώσει μια δόση αλήθειας, αναφερόμενη στα κίτρινα σταμπωτά κεφαλομάντηλα των νεραϊδών που ομοιάζουν με εκείνα της καθημερινής γυναικείας φορεσιάς της Σαλαμίνας (Στο κεφάλι είχαν κίτρινα μαντίλια, σταμπωτά με λουλούδια. Σαν τα δικά μας).

Με τον κυκλικό χορό τους οι νεράιδες σημειώνουν τον λεγόμενο μαγικό κύκλο. Αυτός ο κύκλος αφ-ορίζει το αλώνι, που είναι ο χώρος που τους χαρίζει ασφάλεια, προστασία και ενδυνάμωση, από τον γύρω χώρο των ανθρώπων, από τον οποίο απουσιάζουν όλες αυτές οι εξωπραγματικές ικανότητες των νεραϊδών.

Το χείλος του αλωνιού

Η μία από τις νεράιδες δείχνει απειλητικές διαθέσεις έναντι στη μητέρα και, μάλιστα, στο παιδί της (Μια από αυτές άρχιζε να την πλησιάζει και προσπαθούσε να της πάρει το κοριτσάκι από την αγκαλιά). Η αιτιολογία είναι σαφής· ο αδελφός της γυναίκας αυτής είχε αφαιρέσει το μαντίλι από τη νεράιδα κι επομένως εκείνη είχε απολέσει όλες τις μαγικές της ικανότητες (Τούτης της νεράιδας κάποτε της είχε κλέψει το μαντίλι ο αδελφός της γυναίκας. Την είχε στο σπίτι για γυναίκα του κι έκανε παιδιά μαζί της). Η τυχαία ανεύρεσή του από τη νεράιδα και η νοσταλγία της νεραϊδοζωής της την οδηγούν στην απόφαση να εγκαταλείψει τα παιδιά της (Κάποτε η νεράιδα βρήκε το μαντίλι, το φόρεσε κι έφυγε και γύρισε πίσω στις άλλες νεράιδες).

Κατά τη διάρκεια της επίθεσης της νεράιδας προς τη γυναίκα η αύξηση της έντασης του αέρα συντείνει στην αύξηση της δύναμης της νεράιδας (Ο αέρας όλο και μεγάλωνε). Περισσότερο, όμως, στην αύξηση αυτήν συμβάλλει το φεγγάρι, το οποίο είναι ολόγιομο (πανσέληνος) και  έχει πλησιάσει το αλώνι (το φεγγάρι είχε φτάσει στο γέμισμα και είχε έρθει κοντά στ’ αλώνι). Η αλλοίωση της ισορροπίας του σύμπαντος, καθώς πλέον η σελήνη φαίνεται να έχει βγει από την τροχιά της και να βρίσκεται πάνω από το αλώνι, είναι το απώτατο σημείο παροχής δύναμης για τη νεράιδα της ιστορίας μας. Γι’ αυτό και τότε αρπάζει το παιδί από τη γυναίκα, το περιφέρει κυκλικά σαν λάφυρο και χάνεται μαζί του στο κέντρο του αλωνιού (Το πήρε στα χέρια της και άρχισε να πετάει κυκλικά γύρω από το αλώνι και του δίνει μια και χώνεται στο κέντρο του αλωνιού, μέσα στη γη, μαζί με το μωρό).

Οι συμβολισμοί σε αυτό το σημείο της αφήγησης είναι πολλοί. Κατά τη λαϊκή αντίληψη η γη οργώνεται-γονιμοποιείται από το υνί-μόριο του γεωργού· είναι το χθόνιο σκοτεινό αιδοίο που γεννάει αέναα τη ζωή και από την άλλη μια βουλιμική κανιβαλιστική κοιλιά που τρέφεται με ανθρώπους για να χορτάσει και να ξαναγεννήσει[10]. Το κέντρο του αλωνιού-αστεριού είναι το σημείο εκείνο που τα επίπεδα του Επάνω και του Κάτω Κόσμου αλληλοκαλύπτονται, μιας και τόσο η ζωή όσο και ο θάνατος φαίνονται ως μια αναγεννητική μαγική διαδικασία. Το μωρό γεννήθηκε από το αιδοίο μιας μητέρας. Τώρα, όμως, η γη-αιδοίο το δέχεται στα σπλάχνα της, για να συνεχίσει να ζει στον Κάτω Κόσμο, σε μιαν άλλη διάσταση. Το μοτίβο της ανάποδης γέννησης είναι εμφανές στην αφήγηση αυτή.

Πιθανότερο, επίσης, είναι το σημείο αυτό της προφορικής παράδοσης να απηχεί μία παλιά παράδοση του 12ου αιώνα, σύμφωνα με την οποία το παιδί αυτό θα αποτελέσει προϊόν ανταλλαγής για μια νεράιδα που της έχουν αφαιρέσει το μαντίλι και αναγκαστικά ζει στον Επάνω Κόσμο. Τα παιδί εκείνο καλείται αλλαξοπαίδι[11].

Τέλος, με τη μείωση της έντασης του αέρα και τη σταδιακή επαναφορά της σελήνης στην αρχική της θέση τα πράγματα επανέρχονται στη φυσιολογική τους πορεία (Ο αέρας σταμάτησε, το φεγγάρι πήγαινε πιο μακριά).

Από τα παραπάνω φαίνεται πως η προφορική τούτη παράδοση είναι αρκετά παλιά και ίσως ανάγεται στους μεταβυζαντινούς χρόνους, κατά τους οποίους χτίζονταν ακτινωτά αλώνια σε αγροτικού χαρακτήρα περιοχές. Η θέση αυτή ενισχύεται και από το εκκλησιαστικό τοπωνυμικό Μετόχι, όπου βρίσκεται το αλώνι της Σαλαμίνας, και συνδέεται με το Παλιομονάστηρο (16ος αι.) και την Ιερά Μονή του Αγίου Νικολάου Λεμονίων (μέσα 18ου αι.) στο δάσος των Κανακίων.

Με αφορμή την Πανσέληνο του Σεπτεμβρίου, ή αλλιώς το Φεγγάρι του Θερισμού, τούτες τις ημέρες ήρθε στο νου μου η Σοφιά και οι ιστορίες της. Αν η Αλαλά ζούσε θα μας έλεγε η ίδια βλέποντας το φεγγάρι περί νεραϊδών και δη με ρυθμό τραγουδιστό. Όσο λέμε ιστορίες ο κόσμος εξακολουθεί να γυρνά.

 


[1] Πρόκειται για την Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου Λεμονίων (1742), στο δάσος των Κανακίων.

[2] Κανάκιανι (το), στα νεότερα χρόνια καλείται Κανάκια (τα). Δασώδης περιοχή στα νότια της Σαλαμίνας όπου και ο ομώνυμος παραθαλάσσιος οικισμός.

[3]τοριβίρι, λέξη αρβανίτικη, που σημαίνει ορμητικός, κατηφορικός χείμαρρος.

[4] Η καταγραφή έγινε τον Μάιο του 1998, στο σπίτι της Σοφιάς. Μέθοδος: απλή καταγραφή.

[5] Αγκωνάρες= λιθόπλινθοι, που προέρχονταν από την Αρχαία Πόλη Κόλουρις, η οποία γειτνίαζε με το Αμπελάκι. Τοποθετούνταν εξωτερικά των οικιών και χρησίμευαν ως κάθισμα.

[6] Ή αλλιώς, μεσημεράδες. Πρόκειται για δαιμόνια που εμφανίζονται κατά τις μεσημεριανές ώρες.

[7] Φαίδων Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, τόμ. Δ΄, σελ 239.

[8] Μαρία Μέξια, Νεράϊδες και Αγερικά: Διηγήσεις από χωριά της Κορινθίας, στο Ο αέρας πηγή ζωής, κίνησης και καθαρμού, Πρακτικά Επιστημονικής Συνάντησης, 15-17 Δεκ 2000, Αθήνα 2003, σελ. 122-123.

[9]http://repository.kentrolaografias.gr/xmlui/handle/20.500.11853/295714, προφορική παράδοση από την Αιτωλία, συλλογέας ο Δημήτριος Λουκόπουλος

[10] Ελένη Ψυχογιού, «Μαυρηγή και Ελένη, Τελετουργίες Θανάτου και Αναγέννησης, Χθόνια Μυθολογία, Νεκρικά Δρώμενα και Μοιρολόγια»,  έκδ. Κέντρου Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, Αθήνα 2008, σελ 37-40 και Αικατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη, «Προσωποποίηση της γης. Γη-γυναίκα», στο Η Γη-Μήτρα ζωής και Δημιουργίας, Πρακτικά Επιστημονικής Συνάντησης, 19-21 Μαρτίου 2004, Οργάνωση: Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, Φίλοι Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, Αθήνα 2008, σελ. 227-231.

[11] Katharine Briggs, Origin of fairies στο The Nature of the British Fairies of Medieval and Folk Literature an Annotated Bibliography 1900-1983, σελ. 320.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Με ξεγέννησε μαμμή στο Καματερό της Σαλαμίνας το καλοκαίρι του 1969. Διαβάζω έγγραφα του 17ου και του 18ου αιώνα και βρίσκω στοιχεία της μικροϊστορίας των τόπων. Σε ένα από τα χρόνια της διδασκαλίας μου έτυχε να είμαι συνάδελφος με τον καθηγητή που με άφησε στην Α΄ Λυκείου.