Ζαν Λυκ Γκοντάρ: «Η οδύνη είναι η πιο ενδόμυχη γνώση που διαθέτουμε»

Jean-Luc Godard, 3 Δεκεμβρίου 1930 – 13 Σεπτεμβρίου 2022

.

Δια στόματος Γκοντάρ
αποσπάσματα μιας συνέντευξης του 1985 όπου ο Γάλλος σκηνοθέτης πληρώνει την εικόνα του

.

Με την σκηνοθέτρια Αν Μαρί Μιεβίλ, στην αρχή της χρονιάς, αποφασίσαμε να ερευνήσουμε τον αιώνα που αλλάζει. Εμένα πάντα μ’ αρέσει να ερευνώ τα πράγματα, όχι όμως τον τρόπο με τον οποίο συμβαίνουν, αλλά το πότε συμβαίνουν. Κι αυτό έχει σαν αποτέλεσμα οι άνθρωποι να με πλησιάζουνε με δυσκολία, γιατί ενώ αυτοί μιλούν, εγώ σκέφτομαι πάντα πώς γίνεται και μιλούν και θέλω να τους μιλήσω γι’ αυτό. Οπότε αυτοί αμέσως μπλοκάρουν. Λένε πως είμαι κακός χαρακτήρας ή κλειστός τύπος και μετά σταματούν να μου κάνουν ερωτήσεις. Μερικές φορές δυσκολεύομαι πολύ να κάνω μια συνηθισμένη συζήτηση, που μ’ ευχαριστεί πολύ, κάνω πάντα μια διπλή συζήτηση. Είμαι σίγουρος πως ο Βίτγκενστάιν μεθούσε στο καφενείο με τους μαθητές του, μα πως έλεγε κιόλας: «πώς γίνεται και προφέρουμε τη φράση πάμε στο καφενείο

Κι ακόμα βλέπουμε τον Μιτεράν να εύχεται τα πράγματα να πάνε καλύτερα, οι άνθρωποι να πολεμούν λιγότερο, κι αμέσως μετά μαθαίνουμε πως έγινε μια απόπειρα δολοφονίας, ένας φόνος, πως στην Βηρυτό ξανάρχισαν οι εχθροπραξίες. Και κανείς δεν λέει πως όλα έγιναν με τα όπλα που πούλησε η Γαλλία. Ο άλλος έρχεται να ευχηθεί, γιατί; Δεν μπορεί να εύχεται, γιατί θα ‘πρεπε να πει: έχω δύο ευχές να κάνω. Θα εξαφανιζόταν όμως σαν πολιτικός. Κι όλοι οι άλλοι μαζί του. Κι ο καθένας θα έπρεπε να είναι κάπως έτσι μέσα στη δική του ιστορία. Κι αυτό μπορεί να δείξει ο κινηματογράφος, γι’ αυτό προκαλεί πάντοτε το ενδιαφέρον. Ας πούμε όμως πως θα μπορούσε να γίνει και διαφορετικά, πως δεν υπάρχουν τα μέσα για να γίνει, κι ότι δεν το θέλουμε, μα πρέπει να τον λάβουμε υπόψη μας. Κάποια στιγμή οι βάτραχοι εξαφανίστηκαν κι εμφανίστηκε το τάδε πουλί: έτσι θα έπρεπε να είναι τα πράγματα. Διάβαζα κάτι για τα δέντρα: όταν υπάρχει ξέφωτο και φυτεύονται δύο ειδών δέντρα, μετά από δέκα χρόνια το ένα έχει εξαφανίσει το άλλο, οι οξιές εξαφάνισαν τις καστανιές.

Θέλουν να ερευνούν λίγες φυσικές αρρώστιες κι ελάχιστες κοινωνικές. Για τις πολιτιστικές αρρώστιες λένε: προτιμήσεις και χρώματα. Είναι σημείο καλής υγείας ή αρρώστιας; Νομίζω πως σήμερα είναι περισσότερο σημείο αρρώστιας. Πάντα ήταν.

Για μένα ο πολιτιστικός λιμός στη βιομηχανική Ευρώπη και την Αμερική είναι: ένα τεράστιο άγχος των ανθρώπων, που δεν το ομολογούν, και που τους οδηγεί στον κορεσμό από αυτό που ονομάζουν εικόνες, όπως και με τις σοκολάτες. Και για μένα αυτό έχει απόλυτα άμεση σχέση με τη φυσική πείνα. Αν πω σ’ έναν τεχνικό της τηλεόρασης: «Θα κάνετε αυτά στους τίτλους», αυτό θα προκαλέσει τόσους θανάτους παιδιών στην Αιθιοπία. Ο λόγος δεν είναι ότι τα χρήματα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν διαφορετικά, αλλά η σχέση είναι άμεση. Ο παλιός νόμος του Λαβουαζιέ ισχύει ακόμα: αυτό που γίνεται εδώ, αλλάζει με τον ίδιο τρόπο κάπου αλλού.

Η τηλεόραση είναι η συντήρηση του άγχους. Οι άνθρωποι είναι υπεύθυνοι γι’ αυτό ή δεν είναι, υπάρχει όμως σταθερά ένα άγχος που ορισμένες φορές είναι πολύ δυνατό. Γι’ αυτό θα πρέπει να βγάλουμε το άγχος απ’ το σώμα και να μην το ξαναβάλουμε. Και τότε το σώμα μπορεί να πάει στη Μεσόγειο. Προφανώς θέλει πολλή δουλειά, νιώθουμε πολύ μεγάλη μοναξιά όταν δεν έχουμε τηλεόραση σπίτι μας, μερικές στιγμές υποφέρουμε. Εμένα μ’ αρέσει πολύ να βλέπω τη σαπουνόπερα Ντάλας. Μελετάω τις στιγμές. Κι εγώ έχω ανάγκη να διώξω το άγχος. Για πολύ καιρό φοβόμαστε την έλλειψη ποιότητας, στην τηλεόραση όμως το στοιχείο αυτό έχει γίνει αποδεκτό. Νιώθω μια περιέργεια γι’ αυτή την εποχή αλλαγής, όπου φοβόμαστε λιγότερο την έλλειψη της ποιότητας.

Είναι αυτή που μας κερδίζει κι όχι οι εικόνες. Αν ήταν οι εικόνες, οι άνθρωποι δεν θα μπορούσαν να βλέπουν αυτά που βλέπουν.

Τα στρατόπεδα θα πρέπει να είχαν κινηματογραφηθεί από του Γερμανούς, οπότε κάπου θα πρέπει να υπάρχουν τα αρχεία.

Άλλα έχουν κινηματογραφηθεί από τους Αμερικάνους, κι άλλα από τους Γάλλους, μα δεν τα δείχνουν, γιατί τα πράγματα θα άλλαζαν. Και δεν πρέπει ν’ αλλάξει τίποτα. Προτιμούν να λένε: αυτό, ποτέ πια. Όταν το λένε, είναι σίγουροι πως ποτέ πια δεν θα ξαναγίνει αυτό. Όμως το ποτέ πηγαίνει μαζί με το πάντα, κι έτσι το ποτέ σημαίνει πάντα. Χωρίς λογοπαίγνιο.

Στην τηλεόραση όμως το θέμα δεν είναι πια να δείξουμε τα πράγματα, το θέμα είναι να μιλήσουμε, δε ξέρω ακριβώς τι, είναι ένα είδος γλυκιάς διαστροφής.  Είναι ο θρίαμβος του ναζισμού: ό,τι έκανε και ο Χίτλερ. Έχουμε καταφέρει σήμερα μ’ όλους τους ανέργους και τον τρίτο κόσμο να κάνουμε ό,τι δεν κατάφερε ο Χίτλερ στα στρατόπεδά του, να κάνουμε δηλαδή τους ανθρώπους να δουλεύουν για το τίποτα. Και κάνουν αυτό που στο τέλος συνειδητοποίησαν οι ναζί: πως δεν μπορούν απολύτως να μην πληρώνουν τους ανθρώπους, γιατί πεθαίνουν και πρέπει να απαλλαχθούν από τα πτώματα, κι αυτό τρώει πολύ το χρόνο της παραγωγής.

Εμείς είμαστε οι μόνοι που παρατηρήσαμε πως η ανακάλυψη, η δημιουργία, γίνονται πάντα αναλογικά. Ίσως αυτό ν’ αλλάξει. Η ψηφιακή με ενδιαφέρει σαν ιδιαίτερη περίπτωση, ή σαν τεχνική, όχι σαν θεωρία. Κι όμως η ψηφιακή γίνεται θεωρία και η αναλογική εξαφανίζεται. Σίγουρα υπάρχει μια έντονη αντίσταση της φύσης, αλλά τα δέντρα παραδείγματος χάριν εγκαταλείπουν τον αγώνα. Τα δέντρα λειτουργούσαν αναλογικά ανάμεσα στη γη και το ουρανό, εγκαταλείπουν όμως εδώ και τριακόσια χρόνια. Όλα τα δάση καταστρέφονται. Εδώ μάλλον λιγότερο, γιατί υπάρχει περισσότερος άνεμος. Είναι σαν το καρκίνο. Η ψηφιακή μπορεί να εφαρμοστεί για τη θεραπεία του, όχι όμως και να για να βρεθεί πώς δημιουργείται. Ο κινηματογράφος είναι μια προβολή προς τα έξω και προς τα μέσα, και η τηλεόραση δεν έχει καμιά σχέση μ’ αυτό.

Το να γυρίσεις την ταινία αυτή, σημαίνει ν’ ακολουθήσεις ένα άστρο. Οι βοσκοί το ακολούθησαν, επειδή πίστευαν με τον δικό τους τρόπο, κάποιος σίγουρα τους είχε μιλήσει, και μετά κάποια μέρα πρέπει να το ένιωσαν… Κι εγώ ρωτούσα τους τεχνικούς μου αφελέστατα: κι εσείς ποιο άστρο ακολουθείτε; Ο καθένας μπορεί να μιλήσει γι’ αυτό, ακόμα και σ’ ένα πρώτο επίπεδο: ποιες είναι οι φιλοδοξίες σας, οι στεναχώριες σας. Για να συνειδητοποιήσει πως ακολουθεί ένα άστρο, σύμφωνα όμως μ’ ένα μύθο. Αλλιώς βαριέται κι αυτό γίνεται ιδιαίτερα κουραστικό, γιατί βρίσκεται εκεί για να υπακούσει σ’ ένα μάγο, που είναι τα πάντα εκτός από μάγος.

Ζούμε σε μια εποχή, όπου γίνεται πόλεμος ανάμεσα στην πληροφορική και την οδύνη, για το ποια θα έχει την εξουσία. Αντίθετα θα έπρεπε να συμφωνήσουν λίγο οι δυο τους. Η οδύνη είναι η πιο ενδόμυχη γνώση που διαθέτουμε πέρα απ’ την ταυτότητα. Ή είναι η ορατή ταυτότητα που δεν κατονομάζεται. Η ιστορία του γέρου Εβραίου που μεταφέρεται από έναν SS για να τουφεκιστεί και που περπατά στο χιόνι, που πέφτει και σταματά. Κι ο SS αρκετά ευγενικά του λέει: μα μπορώ και να σε τουφεκίσω εδώ παππού, αν θέλεις, δεν χρειάζεται να προχωρήσεις άλλο. Κι ο άλλος: α, όχι, όχι, όχι, θα τα καταφέρω.

Ο Απόστολος Παύλος, νομίζω, έλεγε πως η εικόνα θα εμφανιστεί εξ ολοκλήρου στην Ανάσταση. Όχι την τεχνική ανάσταση του Χριστού, αυτός πλήρωσε για μια εικόνα. Είμαστε όλοι μας απόγονοί του, χωρίς να υπάρχει τίποτα θρησκευτικό σ’ αυτό. Κι εγώ αναρωτιέμαι πώς θα πληρώσω την εικόνα μου. Κι αναρωτιέμαι: αν πληρώνω κάθε μέρα, θα έχω να πληρώσω λιγότερα.


 

Πηγή: Ζαν Λυκ Γκοντάρ, Πάθος – Όνομα Κάρμεν – Χαίρε Μαρία, μτφρ: Θάλεια Σκανδάμη, Αιγόκερως: Κινηματογραφικό αρχείο, Αθήνα 1991     [Συνέντευξη στον Αντουάν Ντελόρ και την Κλαιρ Παρνέ, L’ autre Journal, No 2, Ιανουάριος 1985]

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Πλατφόρμα μάχης για την επανοικειοποίηση του ρεμβασμού.