Μήτσος ο Σκοτεινός: Σαν τριαντάφυλλο στο στόμα

Ο Τάκης Σπετσιώτης μας μυεί στον κόσμο του ποιητή Μήτσου Παπανικολάου

,

Στο θλιμμένο κάμπο βρέχει,
βρέχει στις ελιές τις γκρίζες∙
το νερό σα ρίγος τρέχει
από τα κλαδιά στις ρίζες.

 

Διαβάζοντας την ενδιαφέρουσα μελέτη «Τοξικομανία δι’ ηρωίνης» του Δημήτρη Υφαντή, για τη χρήση ουσιών στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, ανάμεσα στις τόσες πολλές πληροφορίες και τα σχόλια, στέκομαι ιδιαίτερα σε μια φωτογραφία απ’ τις αιτήσεις εισαγωγής εξαρτημένων στο Δημόσιο Ψυχιατρείο (Δαφνί).

Η αλλοιωμένη φωτογραφία αίτησης του Μήτσου Παπανικολάου στο Δημόσιο Ψυχιατρείο (Δαφνί) [4.10.’43]

Αλλοιωμένη απ’ την υγρασία και τη σκουριά (προερχόμενη μάλλον από τις καρφίτσες συρραφής της σε κάποιο πιστοποιητικό), απεικονίζει τον ποιητή, κριτικό, μεταφραστή και δημοσιογράφο Μήτσο Παπανικολάου. Βρέθηκε -μαθαίνω- πάνω στην αίτηση εισόδου του στο Δαφνί για αποτοξίνωση στις 4.10.’43. Σπανιότατη, η τρίτη καν η τέταρτη φωτογραφία του που έρχεται στο φως, μαζί με κάνα-δυο σκίτσα που είχα βρει όταν προετοίμαζα το «Μετέωρο και Σκιά». Ρεμπούπλικο, γραβάτα, κάτι χοντρό από πάνω (σακάκι, παλτό;), μαύρη σκιά σκεπάζει τα μάτια του, και κάτω απ’ τη μύτη διαγράφεται επίσης μια σκιά (είναι μήπως μουστάκι;) – δεν μπορώ να διακρίνω. Να φωτογραφήθηκε άραγε στις 4 Οκτωβρίου του ’43, όταν τον συνόδευσε στο Δαφνί για αποτοξίνωση ο συνεργάτης του, διευθυντής του «Μπουκέτου», Νίκος Καμαρινόπουλος; Το πιο πιθανόν. ΄Η να υπήρχε η φωτογραφία αυτή και να χρησιμοποιήθηκε για την εισαγωγή;

Μαθαίνω επίσης ότι, απ’ ό,τι προκύπτει απ’ τα διάφορα πιστοποιητικά του Ψυχιατρείου, χρονολογία γέννησής του είναι το 1898 και όχι το 1900, όπως αναγραφόταν στα μέχρι τώρα βιογραφικά του. Θυμάμαι το 1984, όταν είχα τηλεφωνήσει στο δημαρχείο της Ύδρας, της πατρίδας του, για πληροφορίες, μου ’χαν δώσει την 1η Απριλίου 1900 ως αναγραφόμενη ημερομηνία γέννησης και βάφτισης ταυτόχρονα. «Τώρα θα σας γελάσω…», μου ’χε πει ο γραμματέας, «…ως προς την ημερομηνία γέννησης. Μπορεί να τον δήλωσαν αργότερα, μαζί με τη βάφτιση, το συνήθιζαν αυτό…». Είναι σωστό, το είχα υποπτευθεί ξεφυλλίζοντας την ποιητική ανθολογία «Οι νέοι» του 1922, όπου αναφέρεται ότι τελείωσε το γυμνάσιο το 1916 και την ίδια χρονιά γράφτηκε στα Νομικά – κανείς δεν τελειώνει το γυμνάσιο στα 16. Άσε που νεότερες πληροφορίες δεν τον εμφανίζουν καν στα αρχεία του ΕΚΠΑ, γραμμένο στα Νομικά, ούτε φωτογραφία του ούτε τίποτα, όπως άλλους λογοτέχνες· τον φίλο του τον Λαπαθιώτη λ.χ.

Ο Μήτσος Παπανικολάου σε πολύ νεαρή ηλικία.

Ανατριχιαστικά κωμικοτραγικό είν’ αυτό που αναγράφεται στο έγγραφο του Ψυχιατρείου: «Ημερομηνία εξόδου 23-10-43 (απεβίωσε εκ γενικής εξαντλήσεως)». Αλλά και οι λοιπές λεπτομέρειες της ιστορίας του με την ηρωίνη συγκροτούν, από μόνες τους, σωστό μυθιστορηματικό υλικό· θα τις «ευτέλιζε», φρονώ, οποιαδήποτε εκ του ασφαλούς μυθοπλασία ή εικονοποιία. Οι λέξεις, ακόμη και των δημοσίων εγγράφων, είναι μαχαιριές: «…΄Ηρξατο την λήψιν της Ηρωίνης από του έτους 1939, κατ’ αρχάς διά της ρινός, αργότερον δε αποκλειστικώς δι’ ενδοφλεβίων ενέσεων. Την επρομηθεύετο δε εκ των περί το Βαρβάκειον ειδικών εμπόρων…» Πόσο γυμνές είναι, κάποιες φορές, οι λέξεις των δημοσίων εγγράφων, όταν αφορούν τέτοιες παραβατικές ζωές όπως αυτή του Μήτσου! Και πόσο αφήνουν, ώρες- ώρες, πίσω, ώς και τους λιτούς συμβολιστικούς στίχους του: «Ήτανε τ’ όνειρο βαθύ / στη φαντασία / και το σπαθί με το σπαθί / σε συνουσία…», δείχνοντας κάπως σαν ξεθωριασμένο τον ρομαντισμό των εκλεκτών στίχων, με τον ανελέητο, ωμό ρεαλισμό των εμπειριών, των βιωμάτων του ποιητή, που απέφυγε να τα αναφέρει ρητά στο έργο του, που δεν είπε καθαρά με τους στίχους του το δράμα που τον συγκλόνιζε στη σύντομη ζωή του. Επίσης συγκλονιστικό μου είχε φανεί, σ’ ένα «Μπουκέτο» της Κατοχής, ένα σημείωμα (πέντε κουβέντες όλες-όλες) για τον θάνατο του άτυχου νέου, του αρχισυντάκτη τους, μόλις στα 45 του, καθώς και τα «συλλυπητήρια του περιοδικού στη μητέρα του».

Σκίτσο του Μήτσου Παπανικολάου (αγνώστου)

Ελάχιστες είναι οι βιογραφικές πληροφορίες για τον Μήτσο Παπανικολάου. Κάπου αναφέρεται ότι στην Κατοχή μετακόμισε απ’ την Αθήνα όπου έμενε, σ’ ένα μικρό φτωχικό δωμάτιο στην Κοκκινιά με τη μητέρα του, προσπαθώντας να απομακρυνθεί απ’ το πάθος του για τα ναρκωτικά, χωρίς οικονομικούς πόρους, φθάνοντας ώς την εξαθλίωση. Σε μια άγνωστη μαρτυρία που έφτασε στα χέρια μου, αυτήν του Δημήτρη Λιάτσου που μιλάει για την «Πνευματική Κοκκινιά στα χρόνια της σκλαβιάς» , αναφέρεται ότι «μια μεγάλη μορφή των Ελληνικών Γραμμάτων που χάθηκε τόσο πρόωρα, ο ποιητής Μήτσος Παπανικολάου, πέρασε στα σκοτεινά εκείνα χρόνια της κατοχής από την πόλη μας. Η Κοκκινιά στάθηκε το τελευταίο σκαλοπάτι της βασανισμένης του ζωής, αφήνοντας τη μεγάλη παρουσία του στους δρόμους της, κουρελής και ζητιάνος. Τι ήθελε ο Παπανικολάου στην Κοκκινιά; Πολλοί λένε ότι είχε μια αδελφή που καθόταν στις Γερμανικές παράγκες…».

Δεν είχα ακούσει πουθενά ότι ο Παπανικολάου είχε αδελφή. Για τα ονόματα των γονιών του μου είχαν κάνει λόγο στο δημαρχείο Ύδρας το ’84: Όνομα μητρός Αικατερίνη, όνομα πατρός Παναγιώτης, επάγγελμα ράφτης. (Τώρα δεν κόβω και το κεφάλι μου, πέρασαν χρόνια πολλά από τότε, αλλά μάλλον αυτά είναι). Ο Δημήτρης Λιάτσος μεταφέρει και στοιχεία από μια επιφυλλίδα του Κοκκινιώτη ποιητή Μίμη Παπαδίτσα για την «τραγική» γνωριμία του με τον Μήτσο Παπανικολάου, ένα χειμωνιάτικο πρωινό του 1943: «…Τα γραφεία των εφέδρων οπλιτών ήταν γεμάτα από καμιά δεκαριά παλληκάρια ντυμένα με τριμμένα παλτά. Βρισκόντουσαν γύρω από ένα ζητιάνο με μακριά κι ακάθαρτα μαλλιά, κοκκαλιασμένα χέρια και περιτυλιγμένα πόδια με τζίβα… Κάποιος παραμέρισε και μ’ έσυρε κοντά στον ζητιάνο…

– Να σας συστήσουμε τον κύριο Μήτσο… κι ύστερα έστρεψε το πρόσωπό του από μένα, ρωτώντας με το ύφος του τον ανθρώπινο εκείνο μπόγο, για να πληροφορηθεί το επώνυμό του.

-Παπανικολάου ονομάζομαι…

-Μα εσείς, εσείς ο Μήτσος Παπανικολάου; Ψιθύρισα.»

Και συνεχίζει ο Παπαδίτσας αναφέροντας πως
«τον πήρε απ’ το μπράτσο και τον πήγε στο ζαχαροπλαστείο του Καραμαργιού, όπου ο Παπανικολάου του απήγγειλε ποιήματα του Μιλόζ.» Ύστερα από μερικές μέρες ο Παπαδίτσας πήγε ξανά στο ζαχαροπλαστείο. «Πέρασε εκείνος ο πρεζάκιας», του είπε ο ζαχαροπλάστης, «και μου είπε να σου πω ότι θα πάει στο Δαφνί….»

περιοδικό Νέα Γράμματα, Ιούνιος 1924

Αυτά τα λίγα για την πικρή μοίρα του -κατά κάποιο τρόπο- συμπατριώτη μου Μήτσου Παπανικολάου. Πέρασα την εφηβεία μου στην Ερμιόνη (πατρίδα των γονιών μου), απέναντι απ’ την Ύδρα, όπου γεννήθηκε ο ποιητής, και κάθε φορά που το πλοίο της γραμμής Ερμιόνης-Πειραιώς έπιανε το λιμάνι της ΄Ύδρας, της πατρίδας του, δεν έπαυα να τον σκέφτομαι, μαζί με κάποιους στίχους του: «Οι ναύτες τραγουδάνε στο καράβι / τραγούδια με φωνή θαλασσινή / κι η επιθυμία ανάβει, ανάβει, ανάβει».

Αλλά, χαζεύοντας συχνά στο διαδίκτυο δημοσιεύματα για την Ύδρα, στενοχωριέμαι που, νά, αναφέροντας τους καλλιτέχνες που συνδέονται μ’ αυτήν, πέφτω πάλι μόνο στον Σαχτούρη, στον Χατζηκυριάκο-Γκίκα, τον Περικλή Βυζάντιο και δεν συμμαζεύεται. Τι σου είναι η κοινωνική αναγνώριση λοιπόν! Πρέπει να είσαι τουλάχιστον η Σοφία Λόρεν στο «Παιδί και το Δελφίνι» ή κάτι ανάλογο για να σε αναφέρει το κατεστημένο. Κι εκείνο το γέννημα της Ύδρας, ο εραστής τόσων ωραίων πραγμάτων, Μήτσος Παπανικολάου; Στην ιστορία λίγες μονάχα γραμμές βρίσκονται γι’ αυτόν… – θα έλεγε ο Καβάφης. Για την παραβατική ζωή του και το τραγικό της τέλος στα 45 του στην Αθήνα κανείς επίσημος δεν καταδέχεται να τον μνημονεύσει· χρειάζεται να «είσαι Αλεξανδρεύς» για να μην επικρίνεις, να γνωρίζεις από «ορμή του βίου», από «θέρμη, ηδονή υπερτάτη», κι αυτά είναι ψιλά γράμματα για τους κουμπωμένους ανθρώπους – πού να αψηφήσουν τις προκαταλήψεις για τα στιγματισμένα περιθώρια, τα εγκαταλειμμένα και παρατημένα στη μοίρα τους άντρα εγκληματικών υπάρξεων και μόνο.

Αυτόγραφο ποιήματος του Μήτσου Παπανικολάου

Παρόλα αυτά, πολλοί αγαπούν ακόμη τους στίχους του Μήτσου και κάποιοι τους μελοποιούν, όμορφα κιόλας – νέοι κυρίως. Ούτε κι εγώ τους έχω λησμονήσει, μέχρι και σήμερα, 79 χρόνια απ’ τον θάνατό του, που μου ζητήθηκε απ’ το ΑΣΣΟΔΥΟ ένα μικρό κείμενο για τον ποιητή. Τους μνημονεύω, όπως και παλιά, κάθε που έπιανε το καράβι το λιμάνι της Ύδρας, απ’ την Ερμιόνη, απ’ όπου ταξίδευα προς τον Πειραιά:

Μητέρα
φορούσες το τριανταφυλλί σου φόρεμα
στο δρόμο του βουνού προς τη θάλασσα –
στο νησί της πατρίδας…

Κι ούτε πρόκειται ποτέ να τους λησμονήσω, τέτοιους ζεστούς στίχους, γεμάτους τόσο οικείες εικόνες – είναι σαν να κουβαλώ ένα πολύτιμο κειμήλιο απ’ την οικογένειά μου.

 

Τάκης Σπετσιώτης

 

Σ.τ.Σ.: Ευχαριστώ την κ. Τίνη Κανίδη και τον κ. Αργύρη VanBrussel για την παραχώρηση αρχειακού υλικού.


 

 

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

 

ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΒΟΥΗ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ

Μέσα στη βουή του δρόμου
ήταν να ’βρω τ’ όνειρό μου
να το βρω και να το χάσω
κι ούτε πια που θα το φτάσω.

Μια στιγμή πέρασε μπρος μου
κι ήταν η χαρά του κόσμου,
η χαρά που μας ματώνει
σαν οι πιο μεγάλοι πόνοι.

Πέρασε όπως περνούνε
όσα δεν θα ξαναρθούνε
πουλιά που έχουν φτερουγίσει
σύννεφα μέσα στη δύση.

Κι άφησε στο πέρασμα του-
πέρασμα ζωής, θανάτου-
στην καρδιά μου σα σφραγίδα
ω… την πεθαμένη ελπίδα.

Μιαν ελπίδα πεθαμένη
που μας ζει και μας πεθαίνει
κι όλο μας τραβάει ’δω κάτου
ως την πόρτα του θανάτου.

Όνειρο γλυκό και ξένο
και παντοτινά χαμένο,
σε κρατώ στο νου μου ακόμα
σαν τριαντάφυλλο στο στόμα.

Όταν πέρασες με πήρες
κι όλες μου άνοιξες τις θύρες
με το μαγικό κλειδί σου
του χαμένου παραδείσου.

(1927)

 

ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ

Ο βοριάς πλαταγίζοντας ξεδιπλώνει σημαίες,
παραμονεύουν τέρατα στους δρόμους,
έχει σκεπάσει η θάλασσα τις προκυμαίες·
το παραμύθι ξαναζεί με τους γλυκούς του τρόμους.

Λαχτάριζα την ώρα αυτή μήνες, μέρα τη μέρα-
την κλειστή κάμαρη, τη λάμπα την αγαπημένη.
Ανάλλαγη, σαν είκοσι χρονών, είναι η μητέρα·
τα μάτια της χαμογελούν, το στόμα της σωπαίνει.

Ήμουν θλιμμένος, άρρωστος, χωρίς χαρά κι ελπίδα
περιπλανήθηκα στη γη, χρόνια πολλά, πολλά…
Μα απόψε απ’ τα ταξίδια μου γύρισα στην πατρίδα
και βρήκα τη μητέρα που χαμογελά.

Είναι όλα πάλι γνώριμα μες στο σπιτίσιο βράδυ:
Η κάμαρη, τα πράματα, το φως και το σκοτάδι.
Φωνάζει απ’ έξω ο άνεμος με τα χίλια του στόματα
ονόματα κι ονόματα…

Μα κι η βροχή μού φαίνεται σα ν’ απαγγέλλει στίχους,
παράλληλη και ρυθμική καθώς πέφτει στη γης.
Είμαι καλά στους τέσσερις της κάμαρής μου τοίχους:
Έφτασα στο λιμάνι της στοργής.

(1939)

 

ΦΑΥΝΟΙ

Θα χορέψουμε στο φως των άστρων,
θα τρέξουμε ξυπόλητοι στην άσφαλτο του δρόμου,
στα φώτα των αυτοκινήτων που θα ’ρχονται
θα κοιμηθούμε στα ψηλά χόρτα κοντά στους βατράχους.

Θα μείνουμε μόνοι.

Έπειτα θα ’ρθουν τα φιλήματα να κλείσουνε τα μάτια μας,
τα χέρια θα ενώσουμε στον ύπνο
και το πρωί θα ξυπνήσουμε πεθαμένοι.

(1938)

Μήτσος Παπανικολάου

 

.