«Στην Ελλάδα δεν είναι συχνές οι πολύχρωμες εικονογραφημένες εκδόσεις», μαθαίνουμε από ένα μονόστηλο το 1922 στην εφημερίδα ΑΘΗΝΑΙ. Ο συντάκτης συνεχίζει: «Εκτός του Λουκή Λαρά του Βικέλα, της μνημειώδους εκείνης εκδόσεως με τις θαυμάσιες εικονογραφίες του Θεόδωρου Ράλλη, δεν εικονογραφήθηκε άλλο Ελληνικό διήγημα ή μυθιστόρημα παρά μόνον παιδικά».
Αν και η πληροφορία δεν είναι απόλυτα ακριβής, ωστόσο δείχνει ότι οι εικονογραφήσεις βιβλίων μυθοπλασίας για ενήλικες αναγνώστες σπανίζουν. Έτσι ο συντάκτης της εφημερίδας υποδέχεται επαινετικά το γεγονός ότι ο συγγραφέας Γρηγόριος Ξενόπουλος (1867-1951) «επέτυχε να εικονογραφήσει το ‘Ο Κακός Δρόμος’, το περίφημο Ζακυνθινό διήγημά του, με είκοσι σκίτσα του Αντώνη Βώττη».
Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για μια έκδοση που βγαίνει τον Απρίλιο του 1922 σε τρεις χιλιάδες αντίτυπα και μάλιστα τα πρώτα διακόσια πενήντα είναι χρυσόδετα. Ο «Κακός Δρόμος» είχε κάνει μια πρώτη εμφάνιση στο περιοδικό Παναθήναια το 1908. Έπειτα κυκλοφόρησε μαζί με άλλα διηγήματα του Ξενόπουλου το 1912. Πλέον όμως εκδίδεται για πρώτη φορά με εικονογράφηση και με ένα σύντομο σημείωμα όπου ο Ξενόπουλος παραθέτει παλαιότερες θετικές κριτικές του διηγήματός του στον Τύπο. Του άρεσαν αυτά και πέθαινε για φήμη.
Ο Αντώνης Βώττης (1890-1970) ήταν σκιτσογράφος, συγγραφέας, σκηνοθέτης και στιχουργός. Συνεργάζεται στα πρώτα του βήματα με σατιρικά και παιδικά περιοδικά: «Ο Ρωμηός» του Σουρή (απ’ τα 1907), «Η Διάπλασις των παίδων» (1906 και μετά), «Η Σημαία» του Πετροβίκη (1909), «Η Ελλάς» του Ποταμιάνου, «Η Πατρίς» του Σίμου, «Η Νέα Εστία» κ.ά. Ο Βώττης στον «Κακό δρόμο» δημιουργεί μια σειρά σκίτσων με βάση την ανάγνωση και τη φαντασία του και όχι τόσο «με τη βοήθεια τοποφωτογραφιών της Ζακύνθου», διευκρινίζει ο Ξενόπουλος.
Από την αναφερόμενη έκδοση του 1922 μεταφέρουμε, για την ιστορία και μόνο, ένα μέρος από την εικονογράφηση, που περιλαμβάνει μεγάλα σκίτσα ολοσέλιδα, μικρότερα μέσα στο ίδιο το κείμενο και σχεδίασμα των κεφαλογραμμάτων κάθε κεφαλαίου.
Κατά την πλοκή του βιβλίου, η Χριστίνα και η Χρυσούλα μεγάλωσαν μαζί σε ένα καντούνι στη Ζάκυνθο. Η Χριστίνα ήταν φτωχή, εργατική, άσχημη και με τα μυαλά μέσα στο κεφάλι ενώ η Χρυσούλα κάπως πιο ευκατάσταση, τεμπέλα, όμορφη και πέτρα σκανδάλων. Οι δυο φίλες λίγο πριν από το κατώφλι της ενηλικίωσης θα μαλώσουν για την καρδιά του ίδιου άντρα και η φιλία τους θα παύσει. Οι ερωτικές περιπέτειες της Χρυσούλας συνεχίστηκαν τα επόμενα χρόνια με άλλους αγαπητικούς ενώ η Χριστίνα έπαθε ψύχωση και την παρακολουθούσε κρυφά λέγοντας ότι η παλιά της φίλη «πήρε τον κακό τον δρόμο». Η παραστρατημένη θα έφτανε να γίνει αστεφάνωτη νύφη ενός παντρεμένου άντρα με το όνομα Γιώργης Αλεξόπουλος. Μέχρι που εμφανίστηκε ο Νιόνος που έμενε στον Πύργο, ο αδελφός της Χριστίνας, ο οποίος θα ερωτευτεί και θα θελήσει να παντρευτεί τη Χρυσούλα. Η Χριστίνα δεν μπορεί να το δεχτεί και απειλεί ότι θα αυτοκτονήσει. Τελικά Χρυσούλα και Νιόνιος παντρεύονται και πηγαίνουν να ζήσουν στον Πύργο. Όμως ο γάμος δεν θα κρατήσει. Λένε ότι ο Νιόνιος κακομεταχειρίζεται τη Χρυσούλα. Και αυτή θα φύγει και θα ζήσει με έναν πλούσιο άντρα στην Αθήνα. Η Χριστίνα δεν αυτοκτόνησε αλλά πέρασε ένα διάστημα ηθικής κρίσης γύρω από το τι θα πει καλός και κακός δρόμος. Ανέγγιχτη μέχρι τότε, αποφασίζει να μπει στον «κακό δρόμο» και να αναζητήσει ερωτική συντροφιά. Θα ανταποκριθεί ο Γιάννης, που ανέλαβε να κρατά το μαγαζί που κάποτε διατηρούσε η οικογένεια της Χρυσούλας. Με τα πολλά, όταν η Χρυσούλα θα γυρίσει για να επισκεφθεί το νησί, μέσα στην εκκλησία του Αγίου Διονυσίου τυχαία οι δυο φίλες θα συναντηθούν και θα υπάρξει συμβολική συμφιλίωση. Στο τέλος η Χριστίνα παντρεύεται τον Γιάννη.
Αν σκεφτήκατε ότι η πλοκή μοιάζει ετεροχρονισμένα με τούρκικο σίριαλ δεν πέσατε πολύ μακριά. Τη δεκαετία του 1930 το βιβλίο του Ξενόπουλου θα γινόταν ταινία ελληνοτουρκικής παραγωγής, σε διασκευή για το σενάριο από τον Ναζίμ Χικμέτ. Γυρίστηκε στην Κωνσταντινούπολη, στην Αθήνα, στην Πάτρα και τη Ζάκυνθο από τον σκηνοθέτη του Εθνικού Θεάτρου της Τουρκίας Μουχσίν Ερτογρούλ. Επρόκειτο μάλλον για την πρώτη κινηματογραφική συμπαραγωγή των δύο χωρών. Το υπέρογκο κόστος της έφτασε τα 5 εκατομμύρια δραχμές. Πρωταγωνίστριες ήταν δυο μεγάλες κυρίες του θεάτρου, η Μαρίκα Κοτοπούλη και η Κυβέλη στους ρόλους της Χριστίνας και της Χρυσούλας αντίστοιχα. Προβλήθηκε στην Ελλάδα το 1933 ως πλήρως ηχητική και ομιλούσα ταινία. Δεν άφησε εποχή και ούτε ξεχώρισε στις κριτικές. Θεωρήθηκε μάλιστα πολύ τολμηρή. Απ’ όσο τουλάχιστον γνωρίζουμε η ταινία δεν σώζεται σήμερα.
Ας δούμε για το κλείσιμο ορισμένα ακόμα σχέδια του βιβλίου.