.
«Εάν είχα γεννηθεί σε άλλη χώρα θα είχα σταματήσει να γράφω,
όμως πρέπει να υπερασπιστώ την κλειτορίδα των καλλιμάχων.»
.
Τέσσερα λοιπόν βιβλία, έχουμε και δεν έχουμε, από την παραγωγή του Μάξιμου. Οι σύσκιες εκδόσεις του «Ελλέβορου», το ατομικό όχημα του ποιητή για να διανείμει και προσφέρει στίχους του, στέκουν τουλάχιστον από το 2015· και την «Ανθολογία Άγνωστων Γνωστών», ένα είδος γυμνασμάτων πάνω στις προσλαμβάνουσες και στόχους του, που φανερώνει κάτι απ’ την ευαισθησία και την απόλυτή του προσήλωση πάνω στη συνθήκη του απαράβατου – της μεθορίου μεταξύ ιερότητας και σκανδαλισμού της, εκεί όπου συμπάλλεται και θάλλει ο ενδότερος ποιητικός σπασμός.
[…] τις νύχτες τα ποιήματα είναι παράπονα άπονα
τις νύχτες τα ποιήματα είναι ξαφνιάσματα
μετέωρη χόβολη γύρω απ’ τα μάτια των ανθρώπων
Απ’ το μπαλκόνι παρατηρώ κενόσοφα φίδια
να φοβούνται το ένα το άλλο
κι αυτό το αδιάφορό μου βλέμμα τείνει επιτέλους να χαθεί,
στον τόπο που πηγαίνω ακούγεται το κελάρυσμα των δακρύων
κι αισθάνεσαι το τρέμουλο της φροντίδας, πηγαίνω φεύγω έρχομαι
Χαιρετώ τα ρήματα με χαμέρπεια
παρωδώ να περάσει η ώρα η μέρα το ποίημα η μοναξιά
παρωδώ τον εαυτό μου – […]
«Ήμουν δεν ήμουν (σύγχρονη υποσημείωση του Αλμπέρτο Καέιρο)»
Κι έπειτα έχουμε την πολτοποίηση Γαβριηλίδη, κάπου στα μέσα του ’21, όπου χιλιάδες βιβλία, ανάμεσά τους και τα «Εωθινά Βαλς ενός Μόνου», διαλύθηκαν εν όλω μετά τον θάνατο του εκδότη. Το σύγγραμμα εκείνο του Μ.Τ., εκδοθέν το 2016 και το μοναδικό που κυκλοφορούσε στην αγορά, ήταν κι η πρώτη ευθυβόλα του κατάθεση, το πρώτο αναγνώρισμα της εκφραστικής του θέλησης κι ελέγχου. Συμποσούμενων του «Κρεμασμένου» και της «Κεκρυφάλειας», δύο συνθέσεων που παραχωρήθηκαν ομού στους φίλους του και αναγνώστες, συνιστούν το σύνολο των μέχρι τώρα –δυσεύρετων– γραπτών του. Που ζόρικα τα αλιεύεις, παρεκτός κι αν σέρνεσαι από καπνοστεφές παπόρι.
Αλλά θ’ αφήσουμε, εδώ, κατά μέρος τη θύραθεν πραγματολογία του ζητήματος. Ο Μάξιμος εκκινά, ήδη από τα Βαλς του, καίρια στον Κρεμασμένο, κι επιστρέφοντας στην Κεκρυφάλεια, έναν δικό του και τρομερά επίμονο ποιητικό μαραθώνα, έμπλεο της μουσικής της ελληνικής γλώσσας και αφίμωτα ταγμένο στο οραματικό του εἶδον τι.
.
Τα Εωθινά Βαλς ενός Μόνου διαχωρίζονται κατά τριών – πρώτα το τμήμα της εναρκτήριας εκφώνησης του ποιητή, η αυτοπαρουσίαση και γητεμός του σ’ ελευθερόστιχο και φορμαρισμένο στίχο· έπειτα το ερωτικό τραγούδι, το στέλεχος της απώλειας, της απογοήτευσης, του θαυμασμού· και, τέλος, η σουίτα των Βαλς, σε τριανταένα ποιήματα ενός ορμητικού λυρισμού, με την παρένθεση μιας στήλης αποφθεγματικών, πεζότροπων στοχασμών.
Ξέρουμε, ήδη στα Βαλς – και αυτή είναι μια στόχευση που θ’ αναλύσουμε καθόλο το σημείωμα, πως ο Μ.Τ. τανύζεται μεταξύ διαφόρων επιρροών και παρορμήσεων, λιγότερο και περισσότερο αναμενόμενων για έναν δημιουργό των καιρών του. Η επιλογή του μοντερνισμού στη λογοτεχνία είναι φυσικά αδιαμφισβήτητη – ο Μ.Τ. εκλέγει τη λεκτική απελευθέρωση που σφύριξε η Γενιά του Τριάντα, με τον Ελύτη να προεξάρχει των αφομοιωματικών ενστίκτων του· βασικά στο επίπεδο του ύφους και της υμνητικής τροπής, ωστόσο, παρά σ’ εκείνο του αυθεντικού κοσμοειδώλου.
Η μελάγχολη, κατ’ ευφημισμόν συνήθως «απαισιόδοξη» προοπτική πάνω στον κόσμο, η «άλλη όψη» του ιδεαλισμού και των ένθεων απαιτήσεών του, είναι σίγουρα η φωλέα απ’ όπου τα Βαλς και ο ποιητής τους προμηνύουν. Ο παραιτημένος, αποκαρωμένος από τη σύμπασα μήνιν αισθητικός χώρος του νεοσυμβολισμού και μεσοπολέμου, η αποκαρδίωση που έχει γίνει πεποίθηση και ενίοτε, πάνω στη σχάση της, ισχύς:
[…] Λίγο ακόμη και θα ’μαστε στη γέννησή μας
Στο ίδιο γέλιο του ανέμου
Μπουσουλώντας
Σαν φύλλα από το ένα χώμα στο άλλο
Σαν να ’μασταν από πάντα μαζί
Σαν να ’φτασαν
Τα δάχτυλά σου τ’ αραχνοκέντητο σκοτάδι.
Σ’ αφήνω λοιπόν,
Να γυρίσει η νύχτα μπρούμυτα, σαν αδίδαχτο φως.
«δββ´»
Κατεύθυνση που γίνεται εξάλλου φανερή κι από τα κλασικά στιχουργήματα του βιβλίου· σονέτα, ομοιοκατάληκτα και έμμετρα συνεπή της παραδοσιακής, λόγιας ποίησης κουρνιάζουνε με άνεση στις απαλάμες των Βαλς και άδουν:
Αχ βρε κυπάρισσε, πόσο καιρό σ’ αμέλησα,
στο γλυκοχάραμα, στα τελευταία φώτα,
που ’σβησαν άδολα, όπως τα πρώτα χνότα
μου, άφηναν λίγο από το χθες. Σα μέλισσα
Που ’δε τον κυανόστηθο μελισσοφάγο
να ’ρχεται καταπάνω της κι έγειρε άχαρα
στο ράμφος του, εσκεμμένα κι αχαρα-
κτήριστα, όπως κι εσύ βρήκες εμένα.
Δανείζομαι τον ίσκιο σου. Κοίτα το κύμα
που ρίχνεται στον βράχο, για να γυρίσει στον
ορίζοντα μια μέρα με περίσσιο πλανγκτόν.
Έτσι θα με θυμούνται, σαν ένα θύμα
Της νιότης που πίστευε σ’ ένα ήσυχο πέρα,
στην πτώση και στ’ ανέβασμα του αιθέρα.
«ρρα´»
Δεν θα ’πρεπε εδώ να βιαστούμε να κατατάξουμε τον Μ.Τ. στους άμεσους επίγονους του νεοφορμαλιστικού ρεύματος – της ποίησης των Λάγιου, Κοροπούλη, Καψάλη κι αρκετών ομοτέχνων τους. Η επιλογή και ανάπτυξη παραδοσιακών μορφών αποτελεί –μέχρι τώρα– ένα εύνοστο γέμισμα του μετωπικού λέγειν του Μ.Τ., μία υπενθύμιση της γλυκιάς καλλιέπειας του πάλαι και των αληθινών κορφών που αυτή κατέκτησε. Γνήσιος κοινωνός των ινδαλμάτων και στοναχών του Καρυωτάκη, του Λαπαθιώτη, του Μήτσου Παπανικολάου, μέλπει σίγουρα και με τη φορά της χείρας τους, μα, πολύ εντονότερα, με τον παλμό της αρτηρίας που την καταφέρει.
[…] Κρύσταλλοι υψηλά ιστάμενοι δείχνουν την ίδια εποχή
Κι ας μη χορταίνει η καταχνιά κι ας
Κλαίνε τα μανουάλια Στέκεται εκεί,
Πάντοτε αμέριμνος σαν κότσυφας·
Σαν τον βρόχο μιας άνεργης καμπάνας που δέχεται
Αβασάνιστα το χαλάζι ο Λόγος
Που ’ναι και το Λασπόλουτρο της ιστορίας
(το ντροπαλό γλωσσίδι ταλαντεύεται νωχελικά) […]
«ΧΧΙ»
Οι καρουζικοί ιριδισμοί θα γίνονται ήδη φανεροί, μέσω του παραπάνω αποσπάσματος των Βαλς, στον προσεκτικό αναγνώστη. Η αμφισημία μεταξύ αντικειμενικών και μεταφορικών σημασιών («το ντροπαλό γλωσσίδι»), προωθούμενη έτσι ώστε ν’ απεικονίζει σχεδόν φυσιοκρατικά κάποιες βαθύτατες, δυσπρόσιτες πνευματικές έννοιες, η απάθεια και αταραξία που προσιδιάζει τον φυσικό, μη–ανθρώπινο κανόνα («ταλαντεύεται νωχελικά», «δέχεται / Αβασάνιστα το χαλάζι ο Λόγος») και η μετατροπή του ευμετάβλητου της Γης, της φαινομενικά άστατης και απρόβλεπτης περιπέτειας των θνητών, σ’ ένα πέραν–του–καλού–και–του–κακού παιγνίδι της τυχαίας φύσης των πραγμάτων («Που ’ναι και το Λασπόλουτρο της ιστορίας»).
.
Τούτες οι συντεταγμένες είναι ιδιαίτερα σημαντικές, γιατί μας μεταφέρουν με μιαν άνεση στο κομβικό σύνθεμα του Κρεμασμένου, της μακροπνοότερης και πλέον τολμηρής κατάθεσης του Μ.Τ. Γραμμένος, σύμφωνα πάντα με τον Ελλέβορο, μεταξύ των ετών 2012 – 2021 και τυπωμένος τη χρονιά της ολοκλήρωσής του, Ο Κρεμασμένος είναι μια ανοιχτή, κεχηνυία αναμέτρηση του ποιητή με την ίδια του την πίστη – την πίστη στην ποίηση, τον σαρκωμένο περίκοσμο της Δημιουργίας, τη μοίρα, την κένωση και τα γεγονότα ανά την τριβή των.
[…] οι τρεις αρχαίοι σοφοί με τα ψευδώνυμά τους: Άναξ, Πάναξ, Ζάναξ, όποιος
όπου νομίζετε, κάνουν μια τσάρκα στην ιστορία σα να πηγαίνεις έως το περί-
πτερο της εωθινής σου οδού για μία παγοκρυσταλλίδα ή έως το καφενείο
για να φυγαδεύσεις τις έγνοιες σου σ’ ένα ποτηράκι αποσταγμένου
μέλλοντος (υποκρίνοντας τον Ιππόλυτο) ή έως το νεφελτζίδικο του
ουρανού να παραγγείλεις μία ποικιλία σύγνεφων για δυο νεκρούς (με
μπόλικους ηλιοκαμένους σωρείτες) ή έως τα εσαεί διαθέσιμα κουτσουρε-
μένα κυπαρίσσια που συνηθίζεις να δραματοποιείς – ένας δικέφαλος
Πιτζίοτο υπερασπίζεται το νι του έθνους – ούτως ή άλως υπαγορεύει κι
εκμεταλλεύεται όποιον εαυτό μου διαγράφει μία έλλειψη και διαγρά-
φεται ταυτόχρονα, απαράλλαχτη ερημιά απ’ την κοιλιά έως το μόλις και
μετά βίας τώρα – ίσως είμαι απλώς ο σπίκερ του υποσυνείδητου, σε αυτό
το μαυσωλείο των υποθέσεων, που φυλάει ο Τάλως αγκαλιάζοντας κάθε
ένδειξη ιδέας που πάει να ξεπηδήσει.
(σελ. xlviii )
Αυτή η συνειρμική, παρορμητική, καταλογάδην φόρμα είναι που αποκλειστικώς συνέχει το πυκνό, εβδομηντασέλιδο περίπου σύγγραμμα· κάθε μία και πιθανή δυνατότητα των τάσεων του ποιητή, είτε σε λογοπαίγνιο, είτε σε καγχασμό, στη βαθεία, λυρική ενατένιση, στις λόγιες–ποπ, απόκρυφες–χθαμαλές αναφορές – όλα τους συμπλέκονται και διαγκωνίζονται θηριωδώς στον καλπασμό των κατά ριπάς φράσεων.
Δεν πρόκειται για μία ουδόλως εύκολη ανάγνωση, φυσικά, μα ούτε και για μία αμέριμνη σύλληψη εν τέλει· η ρητή (ρητή με την ποιητική έννοια, η διατρέχουσα) πηγή του συνθέματος είναι η ίδια η αποτυχία και απόγνωση της γλωσσικής πράξης, το διαβολικό σήμα της γέννησης και ύπαρξής της.
Ο βρόχος του εικοστού πρώτου Βαλς που είδαμε παραπάνω είναι ο ίδιος που κατατρύχει και πλάθει εξάπαντος τον Κρεμασμένο – είναι το σχοινί της γλώσσας, του Λόγου, και η νεκροζώντανη βιοτή του είναι το σύνολο των ποιητικών του πράξεων· των ποιημάτων που σταλάζουν από το σώμα του, ποτέ τους αρκετά και πλήρη της αρχέγονης, αλάνθαστης πνοής, ωσεί αποδείξεως του άφευκτου τιμήματος της θνητής αγχόνης, της λαλιάς του.
[…] αλλά ένα αγαπημένο φύλλο μπορεί να ξεκινήσει
την πτώση του, αν είναι πράγματι το τρυφερότερο – δηλαδή άμα παραλ-
ληλίζεσαι με τη νεύρωσή του – πριν σε προφτάσει κείνο το απόσπασμα
του σώματός σου, που θυμίζει φθινόπωρο, τις ελεγείες του κοντινότερου
δάσους, μία συνθήκη χελιδονιού, μονοσύλλαβες αχτίδες αναπόταμα του
θανάτου, πρωτόγνωρες χειρονομίες σκουληκιών που καθώς ερμηνεύ-
ονται από ζιζάνια με ύφος ως μία βραδύπορη αναγέννηση ή μία μίμιση
ρωμαϊκής θρηνολογίας, αναπαύονται σε πετροχώματα, ονειρεύονται ένα
στρέμμα νευρώνων που διατηρείται από μία απολιθωμένη βροχή που
σχεδόν – θα έλεγε κανείς περιπαιχτικά – απειρίζει την υγρασία της
ανθρωπότητας (μα πόσο ζηλευτός ο ρεαλισμός!). Ε κούταβε ανθρωπό-
τητα, πίνε το γαλατάκι του σύμπαντος, να ξεπεράσεις το ύψος τού «έτσι
κι έτσι» (όλοι οι υποθετικοί μας εδώ γελούνε).
(σελ. xi)
Εδώ θ’ αναφανεί και ο συγκερασμός των ιδιοτήτων, επιρροών και βάσεων του Μ.Τ.: η λατρεία και εξύψωση του ελληνικώς λέγειν, η πρόκριση του ρομαντικού κενού της Φύσης που εκτυπώνεται ως ποίηση απ’ το αναμαλλιασμένο της αποπαίδι, η σύγκρουση και πλεύση αναμεταξύ των γλωσσικών πατεράδων της Ιστορίας.
Είναι ένας ιδεόκοσμος πολύ κοντά στο όραμα του Καρούζου περί ποιητικής πράξης, με τη διαφορά πως ο Μ.Τ. δεν επαναπαύεται ουδόλως σε κάποιον ημιφιλοσοφικό ησυχασμό περί της μοίρας των πραγμάτων και της σκέψης. Το όραμά του είναι αχόρταγα ρομαντικό, ο φακός του αδυσώπητα εξπρεσιονιστικός και εταστικός, ο προορισμός που θέλει να προφτάσει αμείλικτα συνταιριασμένος με τα πάθη που τον προλαμβάνουν. Δεν υπάρχει καμία λήξη αυτής της περιπέτειας, πέρα από το ίδιο το αιματηρό ποίημα.
[…] Τι περιμένετε; Κανείς δεν
πρόκειται να ξεπεράσει το γέλιο μου. Αλίμονο, ένα σύννεφο γαργαλάει
το φως που αποπλανάται από την τυχάρπαστη και αστεία ιστορία μου.
[…. Στραγγίζεις ένα άστρο και λούζονται μονάχα κάτι εικόνες, ικανές να
σε κάνουν να αναθεωρήσεις τον εαυτό σου. Σε μία από αυτές γλυκά που
αφήνει ο μέσα χρόνος το εξώτατο, μ’ άδροσες τρύπες που θυμίζουν τα
μαύρα φραγκοστάφυλλα πριν τους ορμήξουν τ’ ανώριμα χείλη ενός
Παιδιού. Πες άστραμμα και τελείωνε, είναι η λέξη να ξεφύγεις από εκεί
μέσα (παράξενε θάνατε, ιώδες λεμονοθύμαρο, την ευλάβεια είχες για
καταγωγή και των μεσαζόντων μυών την ανιδιοτέλεια).
(σελ. xxiv)
.
Ο ποιητής επιστρέφει γράφων, κατά τον Ελλέβορο, το 2020 στην Κεκρυφάλεια – το ιδιόρρυθμο, αρχαίο όνομα του νησιού Αγκίστρι στον Σαρωνικό. Ένα αισθαντικό, περισσότερο νηφάλιο και χορτασμένο, δεκάτμητο σύνθεμα προκύπτει, εν είδει προσκυνήματος και τάματος συνάμα. Ο Μ.Τ. εδώ εμφαίνει σε ό,τι έχει ήδη κατακτήσει στο επίπεδο της υφολογικής εξάπλωσης και μετριασμού, στην ακρίβεια μεταξύ νέων μεταφορών και του σημασιολογικού ζυγίσματός τους:
[…] Λες και υπήρξαμε όλοι,
Λες και υπήρξε νησίδα, σα να έγραφα
Εγώ αυτές εδώ τις λέξεις.
Πέτρες απάνω σε πέτρες, φύλλα
Μέσα σε φύλλα, λέξεις απάνω στο σώμα
Που γνωρίζουν την ουσία του ήλιου
Και όχι τον ήλιο: σώμα πανάμωμο μητέρας
Που θηλάζει φως και κατέχει
Το φωτοστέφανο ενός χειροποίητου κόσμου.
Μάλιστα: Θαλασσωμένος.
Κι ίσως, πράγματι, να μην είχε υγρασία,
Να μην σήμαινε κάτι ο θάνατός μας,
Αλλά ανάμεσα από τον έναν Θεό στον άλλον,
Θα αγρυπνάει
Πάντα μια θάλασσα ασήμαντη,
Που οι κακόμοιροι, δεν έτυχε να γνωρίσουν.
«Ι»
Μα πάνω απ’ όλα γίνεται φανερό το επέκεινα του Κρεμασμένου, του οραματικού φορτίου των Βαλς και της Ανθολογίας. Ο ποιητής διέτρεξε τον κόσμο και τον χώρο που προοριζόταν, έγινε ένας γνωστικός της αποκάλυψής του, πέρασε τη δοκιμασία που μέσα απ’ την ίδια του την ποίηση έχει μεταλάβει. Η Κεκρυφάλεια είναι οιονεί εξωστρεφότερη, έτοιμη να εξαγγείλει την ανάπλαση του θεωρείν του κόσμου που ο ποιητής εκπλήρωσε σε στίχους:
[…] Τι γεύση έχει το σκοτάδι; Τι γεύση το χαμόμουρο που
υψώσαμε σαν θρήσκευμα στον ουρανό; Νεκροί που περιμέ-
νουμε τον διορισμό μας, ανεφάρμοστοι του εαυτού μας,
δίχως να μας έχει αγγίξει αντωνυμία καμία, τραβούμε
ακόμη τον ιστό στα βάραθρα της ερημιάς, μ’ έναν βαθύ-
τερο πόνο στον καρπό από το βάρος του κενού, ή την
ανάσταση της νοσταλγίας.
Σύντομα θ’ αφαιρεθούμε στην ομορφιά. […]
«VI»
Καθώς οι ελυτικές και καρουζικές προσλαμβάνουσες φτάνουν επίσης εδώ σε μιαν ευδιάκριτη ισορροπία· την παραχώρηση δηλαδή μιας θρήσκας αγκαλιάς εν κόσμω, με τη γλώσσα να εκπνέει ως μόνη ειλικρινής διαπίστευση αυτής της περιπτύξεως:
[…] Ένας άγνωστος ίσκιος θα κλέψει
Τότενες τη φωνή μας κι η μουσική
Που οι πάντες λησμονήσαμε, θα απλωθεί ως κίνδυνος
Στη λέξη, στο κύτταρο
μία απειροελάχιστη ρήξη του γαλαξία,
Που φτάνει με το παραπάνω
Για να ανασάνει απ’ την αρχή η καταιγίδα. […]
«VII»
*
Ο Μάξιμος έχει καλπάσει ανά των βιβλίων του, εξελισσόμενος, υψιπέτης και συχνά σαρωτικός των λέξεων που εξοπλίζεται. Η σχέση του και δεσμός του με το άγημα της ελληνικής, του λόγιου παρελθόντος και της εκπληκτικής του συγκέντρωσης πάνω σε σκοπό και μέσο, είναι ένα μυρωδικό της σπάνεως, ένα φανταστικό τονωτικό της επιβίωσης και βουλιμίας των τεχνών του τόπου όπου ξεπροβάλλει.
Είναι μυριάδες τα ζητήματα που δεν πρόλαβα ή δίσταξα ν’ αγγίξω στο σημείωμα· η θέση της Ειρωνείας στα γραπτά του, με μία κοσμογονική σχεδόν έννοια, η φυτική, εξισωτική υφή του κέντρου του θανάτου, η παλαιική όψη πάνω στην Ιστορία και τις αχτένιστες διακλαδώσεις της – κι άλλα πολλά ακόμη εορταία.
Μα κύριος λόγος και για τη δική μου εγκράτεια δεν στάθηκε η ένδεια των δεδομένων – τουναντίον, ο ποταμός του φουσκονεριάζει απροκάλυπτα και ανερώτητα, κι ένας καλός δύτης θα κομίσει πάντοτε φωνήν για τους χρησμούς του.
Μα ο ποταμός βροντά και σαρωθριάζει ακόμη, κουβαίνοντας στο διάβα του θαμνά κι απορριζώματα, κι οι εκβολές, αν όποιες, μέλλουν να παρασύρουνε μακρύτερα σαν μυστικό τη σημασία.
εικόνα εξωφύλλου: «Ελλέβορος ο Μέλας», από το Βιβλίο της Φύσης του Konrad von Megenberg (1309-1374)