Μεγαλεμπόρου εγγονός. Γιος εύπορων γονιών. Δερματεμπορική ΑΕ. Όλοι περίμεναν να μεγαλουργήσει. Επένδυσαν σε σπουδές εξωτερικού. Δυσκολοπρόφερτο ουαλικό κολέγιο. Γρήγορα αποφοίτησε. Ο πρώτος δικηγόρος σε τρεις γενιές. Ήξερε το χρέος. Πήγε φαντάρος. Γύρισε. Πήρε την άδεια. Υπήρχε γι’ όλα ένα πλάνο.

Του χάρισαν χαρτοφύλακα δερμάτινο. Tuscany Leather. Δώρο αποφοίτησης. Του έκαναν δωρεά ημιώροφο σαράντα τετραγωνικών σε ημικεντρικό στενό. Ελπήνορος 19. Σχεδόν όροφος, λίγο πιο σκοτεινός, σίγουρα πιο χαμηλοτάβανος απ’ τα γραφεία επιφανών γιατρών και συμβολαιογράφων του μεγάρου. Να ξεκινήσει απ’ τα χαμηλά. Να μάθει με τα λίγα, όπως ο βυρσοδέψης ο προπάτωρ. Ήδη αυτά που του χαρίστηκαν ήταν πολλά.

Απάγκιασε στη γιαγιά, τη διδασκάλισσα. Ένα δωμάτιο. Μια θέση στ’ άδειο τραπέζι. Θέα εντός στις κορνίζες των εκλιπόντων· στο σαλόνι, στην κουζίνα. Θέα απ’ το παράθυρο στο φαλακρό βουνό, το σύνορο της πόλης στο βορρά. Κι ο νότος αδυσώπητα υγρός και ταραγμένος.

Καθάρισε τον ημιώροφο. Έβαψε. Μετέφερε απ’ την αποθήκη του δερματέμπορα παππού γραφείο καρυδένιο.  Στην μικρή βιβλιοθήκη του πάλιωνε ο ποινικός κώδικας. Το αστικό δίκαιο σκονιζόταν ανέγγιχτο. Πήγαινε κι ερχόταν με τον χαρτοφύλακα. Έκανε εντύπωση το ακριβό δέρμα. Τον έσφιγγε στο χέρι. Μούσκευε το χερούλι του τέσσερα χρόνια. 

Τα ακριβά δερμάτινα παπούτσια του τρίφτηκαν στα στενά. Τ’ αντικατέστησε με δερματίνη τούρκικη. Το κοστούμι της αποφοίτησης, φόρμα εργασίας για πελάτες κι αίθουσες δικαστικές, γέμιζε με αθέατες οπές. Η δασκάλα γιαγιά μπάλωνε. Συγκρατούσε τη φθορά. Έκρυβε τα μυστικά του απ’ τους κριτές.

Ήταν όμορφος. Με ελαφρά κύφωση μετά τα εικοσιπέντε. Η πλάστιγγα του δικαίου τού τσάκιζε την πλάτη. Έτσι έλεγε. Έτσι έπραττε. Άφηνε υποθέσεις. Έκοβε αμοιβές απ’ τους φτωχούς. Ένιωθε, αναπόδραστα, δικός τους.

Ήταν τριάντα δύο και μισό, όταν σταμάτησαν να περιμένουν. Το ανακοίνωσαν επίσημα οι απέλπιδες γεννήτορες. Δεν ήξερε ότι υπήρχε προθεσμία. Είχε τελειώσει ο χρόνος. είπαν. Δεν ήθελαν να είναι τιμητές ή χορηγοί του. Οι συμφοιτητές αγόραζαν ρούχα επώνυμα, παπούτσια χειροποίητα, γραφεία στο ρετιρέ. Έκαναν γαμήλιες δεξιώσεις σε πεντάστερα ξενοδοχεία. Αυτός καθάριζε μόνος τον ημιώροφο. Κι ο χαρτοφύλακας ξέφτιζε στις γωνίες.

Τo ’βλεπε στα μάτια τους. Ήταν δικό τους αίμα, αλλά ξένος. Δεν θα γινότανε ποτέ ισάξιός τους. Τον ξεπερνούσε η γενιά του, η πολλά υποσχόμενη της νέας χιλιετίας. Η χώρα που έκανε σπριντ στις παγκόσμιες αγορές με το brand “EU”.

Ο ημιώροφος έγινε σπίτι του. Στρίμωχνε το ράντζο δίπλα στο παράθυρο και χάζευε κάργιες και περιστέρια να γαζώνουν τον ουρανό του στενού. Ψάρευε υποθέσεις στο αίθριο και τα κυλικεία των δικαστηρίων. Μικροαπατεώνες και πρεζόνια. Κοιμόταν αγκαλιά με την επισφάλεια.

Έφτασε να προσπέσει στον υπάλληλο του 415. Εξηντάρης συμπονετικός, δυο χρόνια πριν την σύνταξη που έκανε ότι δεν έβλεπε την τριμμένη καμπαρντίνα, τον χαρτοφύλακα που ’χε αλλάξει χρώμα. Του πρότεινε φίλο μεγαλοδικηγόρο, να δουλέψει με μηνιάτικο. Πήρε τηλέφωνο μπροστά του. Μίλησε με συμπάθεια, θερμά. Ήθελαν συστάσεις, βιογραφικά, ιστορίες επιτυχίας. Για να γράφει αγωγές, να σηκώνει τηλέφωνα, να ξεροσταλιάζει στα υποθηκοφυλακεία. Ένα πεντακοσάρι στο χέρι. Χάριν γνωριμίας.

Ανέβηκε δύσκολα τον μισό όροφο. Ξάπλωσε στο ράντζο. Δεν τέλειωνε η μέρα κι αύριο θα γινόταν τριάντα τρία. Πήρε ένα κοπίδι και ξεθηλύκωσε τις φλέβες του καρπού που επέμεναν να χορηγούν ζωή. Ο καιρός κρύωνε κι οι σχηματισμοί των πουλιών ήταν πιο βίαιοι. Δεν είχαν πια χάρη. Ήθελαν να ξεφύγουν απ’ το στενό, αλλά η θάλασσα μπροστά ήταν απέραντη και το βουνό από πίσω πολύ ψηλό. Τα φτερά τους δεν άντεχαν μεγάλα ταξίδια.

Έσυρε δίπλα του στο ράντζο, σαν κτέρισμα, τον ταλαιπωρημένο χαρτοφύλακα. Το δέρμα χάιδεψε. Σχεδόν ανθρώπινο. Έβλεπε απ’ το χέρι του να πέφτει κόμπος-κόμπος το κόκκινο υγρό πάνω στην επαγγελματική σου σάκα. Δεν σκέφτηκε τα χρόνια, όσα άφηνε. Μόνο το αίμα του. Τουλάχιστον, να πήξει μες στις χαραγματιές. Του δέρματος το χρώμα ν’ αλλάξει.

Δώρα Κασκάλη


 

φωτογραφία εξωφύλλου: «Γουόλ Στριτ» του Paul Strand (1915)

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Πλατφόρμα μάχης για την επανοικειοποίηση του ρεμβασμού.