Ο Σώτος δεν ήταν τύπος των ανακοινώσεων. Σκεφτόταν, αποφάσιζε, εκτελούσε. Άμα στεκόταν τυχερός, πρόσθετε στη μυστική του ζωή μιαν αλήθεια πλήρη, πράγμα που σημαίνει ότι είχε την ολοκληρωτική της γνώση μόνο αυτός, και μία ελλιπή, όταν τύχαινε –άθελά του πάντα– ν’ αποκτήσουν γνώση της κι άλλοι –άθελά τους συνήθως. Ένα κόσμημα στη συλλογή των πλήρων αληθειών του θα ήταν ο αφανισμός τού Σπούντι, του σκύλου που αντικατέστησε την υπέργηρη Λόαν, μόλις δύο μέρες μετά από τον θάνατό της. Ο Σώτος μπορεί να ήταν ακόμα στην ηλικία κατά την οποία κανένας σοβαρός άνθρωπος δεν τον έπαιρνε στα σοβαρά, ωστόσο είχε τις απόψεις του, και μία απ’ αυτές θα μπορούσε να συνοψιστεί στη διατύπωση «Ουδείς Αντικαταστάσιμος». Όταν λοιπόν ο πατέρας του έφερε αυτόν που ήδη είχε βαφτίσει Σπούντι και τον πέταξε μέσα στο σπίτι όπως περίπου πετούσαν τα κόκαλα στη Λόαν, ο Σώτος αναρωτήθηκε φωναχτά τι σκατό ήταν αυτό. «Εσύ είσαι σκατό», είπε ο πατέρας, «αυτό είναι ένα θαυμάσιο λυκάκι, που το λένε Σπούντι, και που κάποτε, τότε που οι λέξεις ήτανε…, κάνανε… (ποτέ δεν ήταν καλός στα λόγια ο πατέρας) σημαίνανε τέλος πάντων διάφορα διαφορετικά πράγματα, Σπούντι, λέω, σήμαινε καινούργιος φίλος». «Μα έχουμε τη Λόαν!» διαμαρτυρήθηκε ο Σώτος. «Είχαμε. Ψόφησε. Κι εμείς χρειαζόμαστε έναν καινούργιο φίλο, φύλακα και φκύλο –σκύλο ήθελα να πω». Παρά το μικρό και ταχύτατα αποκαταστημένο σαρδάμ, κάτι σ’ αυτό που είπε άρεσε πάρα πολύ στον πατέρα, γι’ αυτό και σχηματίστηκε στο πρόσωπό του η έκφραση του «βλαμμένου θεού», κατά την άρρητη διατύπωση του Σώτου. «Χμ…, ναι, βεβαίως. Και όλα αυτά, που είναι ήδη πολλά, θα μας τα προσφέρει ο Σπούντι» είπε ο βλαμμένος θεός απευθυνόμενος σ’ όλους και κυρίως στον Σώτο. «Ηλίθιοι» είπε από μέσα του ο τελευταίος, όταν είδε τ’ αδέρφια και τη μάνα του να χαϊδολογάνε τον Σπούντι, ο οποίος το ίδιο βράδυ, ή μάλλον νύχτα, καλύτερα νύχτα, την ίδια νύχτα, θα βρισκόταν πυροβολημένος, αν η καραμπίνα δεν έκανε τόσο θόρυβο, άρα καλύτερα μαχαιρωμένος, αλλά ποιος καθαρίζει μετά τα αίματα, στο πηγάδι πεταμένος, κι άντε μετά να πιεις νερό, άσε που δεν ήταν καθόλου σίγουρο ότι θα πνιγεί –μήπως δεν είχε δει αυτός κουτάβια μια μπουκιά να κολυμπάνε στο ποτάμι παραδίπλα και στη θάλασσα παρακάτω; Στο διάολο με τον μπελά.

«Έλα μωρέ Θώτο, μην έχειθ τέτοια μούτρα» τον παρακάλεσε η Χλόη, η ελλιπής αλήθεια τού Σώτου, γιατί όσο κανείς δεν ήξερε ότι δεν τη θεωρούσε αδερφή του, δεν ήταν αδερφή του, πάει και τελείωσε. Όταν όμως, στην αρχή της σχολικής χρονιάς, ο καινούργιος δάσκαλος ταυτοποιούσε τα ονόματα που είχε στο μπλοκάκι του με τα πρόσωπα που είχε στην τάξη του, φτάνοντας στον Σωτήριο Ανδρεόπουλο ούτε που φανταζόταν τι κεραυνό εξαπέλυε στο κεφάλι τού μικρού του μαθητή με την ερώτηση: «Και η Χλόη Ανδρεοπούλου της Έκτης; Αδερφή σου;» Τι κέρδιζε με τον μην απαντά; Τα κοντινά του τριτάκια να τον κοιτάζουν βαριεστημένα και ο δάσκαλος με ανυπομονησία, αυτό κέρδιζε. «Από άλλη μάνα» κατάφερε επιτέλους να ψελλίσει ο Σώτος, κάνοντας χειρότερα τα πράγματα, αφού, παρότι είχε το κεφάλι προς τα κάτω και τα μάτια καρφωμένα στο αφαλό του, μπόρεσε να διαπιστώσει ότι τουλάχιστον άλλοι πέντ’ έξι συμμαθητές του στράφηκαν απορημένοι προς αυτόν. Μάλλον, όταν δεν θέλεις να κοιτάξεις, τότε είναι που βλέπεις πιο καλά, κι έτσι εξηγείται η διαφοροποίηση του αφαλού από κρησφύγετο σε πανοπτικόν, που του επέτρεπε, ή μάλλον του επέβαλλε, την ακούσια επίβλεψη των αντιδράσεων που προκαλούσε κάθε του άμυνα στην εξωφρενική αδιακρισία του δασκάλου, ο οποίος δεν έλεγε να βάλει ένα τέλος σ’ αυτό το μαρτύριο: «Αχά, είστε δηλαδή ετεροθαλή αδέρφια». Τρέχα γύρευε τι σήμαινε το «ετεροθαλή», αλλά όσο η λέξη «αδέρφια» δεν ακυρωνόταν, παρά το καίριο χτύπημα που της κατάφερε ο Σώτος, η παρτίδα δεν παιζόταν καν. Ήταν χαμένη. «Κι από άλλον πατέρα» πρόσθεσε, με την ελπίδα να διαφοροποιηθεί πλήρως από τη «Χλόη της Έκτης», αυτή την ντροπή της οικογένειας, ή τουλάχιστον του Σώτου, αυτό το κατάξανθο στοιχειό, με τα δύο αραιά, να χωράει λούπινο ολόκληρο, και τα κάπως πεταχτά μπροστινά της δόντια, να θυμίζει κουνέλι, και τις αμέτρητες φακίδες στο πρόσωπο και στα μπράτσα, και με τα μάτια τα αλλόκοτα, αφού το ένα ήταν περίπου πράσινο και το άλλο καθαρό καφέ, αηδία σκέτη, αλλά τουλάχιστον μπορούσες να τα αγνοήσεις, σε αντίθεση με τα κουνελίσια δόντια, που μάλλον αυτά ευθύνονταν για το γεγονός ότι η Χλόη δεν μπορούσε να προφέρει τα μισά γράμματα της αλφαβήτου –εντάξει, όχι και τα μισά, το σίγμα πάντως ήταν το μεγαλύτερο θύμα των μπροστινών δοντιών της, κι άμα είσαι γκαντέμης σε λένε Σώτο, αντί για Φώτο ας πούμε, που λέγανε τον μεγάλο του αδερφό. Ναι, μάλιστα, Φώτο τον λέγανε και Φώτο τον φώναζε η Χλόη όταν την έστελνε η μάνα της «να μάσει τα σερνικά απ’ τον δρόμο», ούτε γάτα ούτε ζημιά με τον Φώτο, αλλά με τον Σώτο, υποβιβασμένο σε Θώτο, χαχάνιζε όλη η μαρίδα, τον ξεφώνιζε αγεληδόν και ρυθμικά «Θώωω-τοθ, Θώωω-τοθ», γι’ αυτό ήταν μια νίκη το γεγονός ότι ο δάσκαλος είπε επιτέλους «Α, εντάξει, κατάλαβα, πρόκειται για απλή συνωνυμία, δεν είστε αδέρφια», πύρρειος νίκη βέβαια, αφού οι άνθρωποι έχουν το κακό συνήθειο να φυτρώνουν εκεί που δεν τους σπέρνουν, όπως οι συμμαθητές του Σώτου, μηδενός εξαιρουμένου πλέον, που συνασπίστηκαν εναντίον του φωνάζοντας «Ψέματα λέει, κύριε, αδερφή του είναι», και μάλιστα εις διπλούν και βουστροφηδόν, «Είναι αδερφή του, κύριε, λέει ψέματα» και προς στιγμήν ο δάσκαλος φάνηκε σαστισμένος, αλλά σύντομα είπε το αναμενόμενο «Έλα, έλα, φρόνιμα», προσθέτοντας το τελείως αναπάντεχο «το ίδιο λέει κι ο συμμαθητής σας, απλώς το είπε με… τον δικό του τρόπο». Τους μπέρδεψε όλους, και κυρίως τον Σώτο. Αλλά τι πειράζει; Η δουλειά έγινε, εφόσον και η τάξη ησύχασε και ο Σώτος κράτησε σαν βάλσαμο το κάπως απορημένο αλλά και καθησυχαστικό βλέμμα του δασκάλου του, και κυρίως κράτησε σαν λάφυρο πολύτιμο τη φράση που έκτοτε την επικαλέστηκε μπόλικες φορές σε διάφορες ανακατωσούρες που βρέθηκε μπλεγμένος, όπως τώρα, που η Χλόη κατακρίνει τα μούτρα του, κι αυτός τα υπερασπίζεται επαναλαμβάνοντας για άλλη μια φορά τη μαγική, αποστομωτική του φράση: «Μια χαρά είναι τα μούτρα μου, με… τον δικό τους τρόπο».

Ναι, καλά. Την πέρναγε για χαζή τη Χλόη, αλλά μόνο χαζή δεν ήταν. Σ’ όλη τη διάρκεια του δείπνου, βουτούσε ανόρεχτα το παξιμάδι στο τσάι της, σε αντίθεση με τον Σώτο που όχι μόνο ζήτησε και πήρε διπλή μερίδα από το ρόφημα, αλλά βούτηξε κι έναν σκασμό παξιμάδια στην κούπα του κι έφαγε επιπλέον και πέντε ολόκληρες ελιές, από κει που μια ζωή ούτε να τις μυρίσει δεν ήθελε. «Κοίτα μάσες το μπασμένο» είπε ο Φώτος, αλλά ο Σώτος είχε τον σκοπό του. Το σχέδιο εξολόθρευσης τού Σπούντι ήταν μεγαλοφυές αλλά απαιτητικό. Γλίτωνες μεν τη φασαρία που έχει το τουφέκισμα, καθώς και τα αίματα που έχει η σφαγή, και εκμηδένιζες την πιθανότητα να επιστρέψει βρεγμένος αλλά ζωντανός σε περίπτωση που επιχειρούσες τον πνιγμό του σε νερό, είτε γλυκό του ποταμού είτε αλμυρό της θάλασσας. Δεν γλίτωνες όμως τον ποδαρόδρομο, γιατί το νέο σχέδιο του Σώτου προέβλεπε ακριβώς αυτό: δρόμο. Πολύ δρόμο. Με το που θα έπεφταν όλοι για ύπνο, το άγρυπνο παλικάρι θα γλιστρούσε έξω απ’ το σπίτι, έχοντας βεβαίως και το βρομόσκυλο μαζί του, και δρόμο παίρνοντας, δρόμο αφήνοντας, θα κατάφερνε να φτάσει στην Σκοτεινή Καρδιά του Δάσους, κι εκεί, στο πιο ψηλό, στο πιο γερό, στο πιο κακό του δέντρο, θα έδενε τον Σπούντι και θα τον άφηνε βορά στους λύκους, στα τσακάλια, στην πείνα του την ίδια. Χώρια ότι θα βρίσκονταν ήδη γύρω εκεί ο Τρικλοπόδης, ο Μαντρακούκος, ο Καταχανάς, μπορεί κι ο Παγανός με τον Κωλοβελόνη, κι όλοι οι καλικαντζαραίοι, που τέτοιες μέρες γυροφέρνουν το χωριό, και θα κάνανε μια χαψιά τον Σπούντι, ίσως και πολύ πριν να τον αναλάβουνε οι λύκοι, τα τσακάλια, η πείνα του η ίδια. Δεν γίνονται όμως αυτά μ’ άδειο στομάχι. Ούτε με μισογεμάτο. Θέλει να την τυλώσεις καλά, κι ας ξέρεις πως δεν θα μακρύνουν τα ποδάρια σου σε μια νύχτα μέσα, ώστε να διανύσουν γρηγορότερα την απόσταση οι μεγάλες σου δρασκελιές, γίνεται όμως να κρατηθούνε δυνατά, ώστε ν’ αντέξουν τη μακριά νυχτερινή πεζοπορία –τρεις ώρες πηγαιμός, κι άλλες τόσες γυρισμός, προτού να ξυπνήσουν οι άλλοι απ’ τον βαθύ τους ύπνο με τα ρηχά τους όνειρα.

«Άλλη μια ελίτσα για τον δρόμο που με περιμένει απόψε» σκέφτηκε ο Σώτος και άπλωσε το χέρι του για να την πάρει, αλλά απλωμένο έμεινε. Η Χλόη, που ούτε έτρωγε ούτε υπέκυπτε στα παρακάλια των γονιών της να φάει, άρπαξε στον αέρα το χέρι του αδερφού της και το έσφιξε με όλη της τη δύναμη. «Α να μου χαθείς! ’Νταξ’, δεν παίρνω άλλη» είπε ο Σώτος. «Χλόη μου, έχουμ’ ελιές ένα σωρό» είπε η μάνα. «Άσ’ τονε, μωρή, να ντερλικώσει κι άλλο, μπας και σκάσει κι ησυχάσουμε» είπε ο Φώτος. «Γιαελατεφρόνιμολσας» είπε απνευστί ο πατέρας. Ο Σώτος τράβηξε το χέρι του, αλλά η Χλόη κράτησε το δικό της λίγο ακόμα στον αέρα. «Μα δεν βλέπετε τίποτα;» ρώτησε. Όλων το βλέμμα ακολούθησε την προέκταση του χεριού της, μέχρι που βρήκε κυριολεκτικά σε τοίχο, ξερό πέτρινο τοίχο, μιας και στο σημείο εκείνο ούτε ντουλάπι ήταν τοποθετημένο ούτε καδράκι κρεμασμένο. «Τι να δούμε, Χλόη μου;» ρώτησε η μάνα. «Ο Θπούντι κινδυνεύει» είπε η Χλόη. Εκτός απ’ τον Σώτο, οι άλλοι τρεις έκαναν ο καθένας από μια ερώτηση: «Γιατί κινδυνεύει;» ο πατέρας. «Από τι;» η μάνα. «Από ποιον;» ο καταραμένος ο Φώτος. Η Χλόη κοίταξε κατάματα τον μικρό της αδερφό, αλλ’ αυτός πήρε τα μάτια του από πάνω της κι άρχισε να μετράει τα λιοκούκουτσα στο πιάτο του. Η κοιλιά του είχε αρχίσει να τον πονάει, αλλά τον ξεπόνεσε ευθύς αμέσως όταν διαπίστωσε ότι τα κουκούτσια ήταν πέντε, όσα κι οι ελιές που είχε φάει, άρα δεν είχε καταπιεί κάποιο κατά λάθος. Ωστόσο, και καλά εξακολουθούσε να μην νιώθει, ειδικά όταν άκουσε αυτόν τον χτικιάρη τον Φώτο να επιμένει: «Λέγε, μωρή, από ποιον κινδυνεύει ο Σπούντι;» Ο Σώτος κοίταξε την αδερφή του, παρακαλώντας μέσα του να μη συναντηθούν τα βλέμματά τους, όμως, αλίμονο, η Χλόη εξακολουθούσε να τον κοιτάζει.  «Παναγία μου, δεν φτάνει που ’ναι δίχρωμα, τώρα γίνανε και γυάλινα τα μάτια της. Ξουτ, ξουτ από δω» είπαν τα σωθικά του Σώτου, κι η Χλόη, λες και τα άκουσε, έστρεψε το βλέμμα της στον ξερό πέτρινο τοίχο και ψιθύρισε: «Από τη Λόαν. Από τη Λόαν κινδυνεύει».

Από κανέναν δεν κινδύνευσε. Ο Φώτος έφταιγε. «Σώτο, ξέρεις γιατί καλικαντζάρια ακούμε και καλικαντζάρια δεν βλέπουμε;» Αυτός και η αναθεματισμένη του φλυαρία. «Γιατί, απλούστατα, σ’ εμάς δω κάτω δεν χιονίζει». Με το που ξάπλωσαν στα κρεβάτια τους, ο Σώτος τάχα μου νυσταγμένος, τον κατάφερε ο αδερφός του και νύσταξε στ’ αλήθεια. «Άμα χιονίζει, μπαμπάκι στρώνει. Πατούν μπαμπάκι, πού ν’ ακουστούν; Τα θωρείς τα διαόλια κατευθείαν μπροστά σου. Ε ρε γλέντια. Βάλε με τον νου σου τι θα γίνει τώρα που όλοι λένε ότι θα το στρώσει μες στη νύχτα». Πραγματικά δηλαδή, από ένα σημείο και πέρα ο Σώτος αναρωτιόταν αν η φωνή που ακούει ερχόταν απ’ τον ύπνο του ή απ’ τον ξύπνιο του. «Ύπουλο πράμα το χιόνι. Ούτε όταν πατιέται ακούγονται φτούνοι που το πατάνε, ούτε όταν πέφτει ακούγεται ελόγου του. Ψιχαλίτσα νά ’ρθει, ένα τίπι-τίπι το ακούς. Με το χιόνι, σου λέει, τίποτα. Απλώς ξυπνάς κι είναι όλα άσπρα. Και ήσυχα. Μέχρι ν’ αρχινήσει ο πόλεμος με τους σατανάδες, που ντωμεταξύ έχουν αριβάρει». Ακόμα κι ένα «Άει στο διάολο, Φώτο», που θέλει να ουρλιάξει, δεν του βγαίνει με τίποτα. «Αλλά μάλλον νικάμε πάντα. Έχεις ακούσει να τα κακάρωσε ποτέ κανείς από καλικάντζαρο;» Έχει ήδη κοιμηθεί. Όσο για τον Σπούντι, έχει προς το παρόν γλιτώσει.

Επίσης, και κάτι άλλο που λένε για το χιόνι είναι πως όταν πέφτει, δεν κάνει καθόλου κρύο. Λίγο πριν, τρεμοκουκουρίζεις. Λίγο μετά, κόβεις καρφοπέταλα, αλλά όσο πέφτει δεν σε κάνει να τρέμεις, πράγμα που σημαίνει πως είναι απορίας άξιο το τρέμουλο του Σώτου στην κουζίνα του σπιτιού –αν και γι’ αυτόν τουλάχιστον θα μπορούσε να υποτεθεί πως τρέμει απ’ την οργή του που τον είχε πάρει τελικά ο ύπνος και δεν πραγματοποίησε μες στη νύχτα το σχέδιο εξόντωσης του Σπούντι. Ο Φώτος, όμως, γιατί τρέμει; Η μάνα γιατί τρέμει; Κι ο πατέρας, αν βρισκόταν ανάμεσά τους, θα έτρεμε μάλλον κι αυτός, παρότι και το τζάκι είναι αναμμένο και το χιόνι, πράγματι, πέφτει έξω απαλά και ζεστά κι αθόρυβα. Όσο πάντως λείπει ο πατέρας, ο Σώτος ρίχνει κλεφτές ματιές απ’ το παράθυρο της κουζίνας που δείχνει στην αυλή: «Ώστε έτσι είσαι» μουρμουρίζει στο χιόνι αυτοπροσώπως. Δεν το είχε ξαναδεί ποτέ. Και ποτέ δεν θα το ξέχναγε. Αυτό το χιόνι. Το συγκεκριμένο. Δεν θα το μπέρδευε με κανένα από τα χιόνια που ίσως αργότερα του έφερνε η ζωή. Κι αν είχε κάποια μικρή ελπίδα πως μπορεί με τον καιρό και να το ξεχνούσε, αυτή εξανεμίστηκε όταν μπήκε ο πατέρας μέσα στο σπίτι, τίναξε το καπέλο του μ’ έναν τρόπο που δεν ήξερες αν το δέρνει ή αν το καθαρίζει απ’ το πεσκέσι τ’ ουρανού, και είπε: «Τίποτα. Ούτε στης Βαγγελίτσας είναι». Η μάνα έφερε τις παλάμες της στα μάγουλά της. «Τη ρώτησες αν ξέρει κάτι; Δεν μπορεί, η καλύτερή της φίλη είναι, κάτι θα ξέρει. Κάτι θα της είχε πει». «Δεν κατέχει. Μ’ ορκίστηκε» είπε ο πατέρας.

Πότε μεγαλώνει ένας άνθρωπος; Πώς; Με τα χρόνια; Μπάαα. Με τα χιόνια. Θα μπορούσε τώρα αυτό να είναι ένα τιποτένιο λογοπαίγνιο, αλλά όχι στην περίπτωση του Σώτου. Μια πρώτη ενήλικη σκέψη την έκανε ήδη όταν έμαθε από τη μάνα του πως η Χλόη εξαφανίστηκε και πως μάλλον είχε πάρει και τον Σπούντι μαζί της. Αν δεν χιόνιζε, θα σκεφτόταν ο Σώτος πως τα πράγματα μες στη νύχτα αντιστράφηκαν; Πώς αυτός ήταν που έπρεπε να έχει εξαφανιστεί με τον Σπούντι και όχι η Χλόη; Και πως, το κυριότερο, αν εξαφανιζόταν αυτός με τον Σπούντι, κινδύνευε ο Σπούντι, αλλά τώρα που εξαφανίστηκε η Χλόη μαζί του, κινδυνεύει η Χλόη; Σιγά μη τα σκεφτόταν όλα αυτά αν δεν έβλεπε με τα ίδια του τα μάτια πόσο μαύρος μπορούσε να γίνει ο κόσμος απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, και πόσο σκληρός, όσο κι αν ο ουρανός φρόντιζε να σκορπάει απ’ άκρου εις άκρον τα πάλλευκα τρυφερά του ξεγελάσματα. Αλλά δεν μασάει απ’ αυτά ο Σώτος. Μεγάλωσε πια. Είναι γεροντότερος κατά τρεις μέρες, όσες τον χωρίζουν απ’ τον θάνατο της Λόαν, και κατά τρεις ώρες, όσες τον θερίζουν με την αγωνία της Χλόης που, όχι, ούτε στην αποθήκη με τα συμπράγκαλα είναι, ούτε στον σταύλο με τα ζώα, ούτε στης Βαγγελίτσας έχει πάει, ούτε στον περίβολο της εκκλησίας χαζολογάει, ούτε στο προαύλιο του σχολείου παίζει με τις κούνιες. Πού αλλού θα μπορούσαν να τη γυρέψουν; Ο πατέρας τούς οδηγεί ως την αυλόπορτα, κι από κει μοιράζει τον αχανή κόσμο στα τρία, κουνώντας τα χέρια του σαν ερασιτέχνης μαέστρος: «Εσύ από δω» λέει στη γυναίκα του. «Κι εσύ από δω» λέει στον Φώτο. «Εγώ θα πάω από δω». «Κι εγώ;» ρωτάει ο Σώτος. «Εσύ θα κάτσεις στο σπίτι. Αν έρθει (ποτέ δεν ήταν καλός στα λόγια ο πατέρας), όταν έρθει η αδερφή σου, να φουλαρίσεις στην εκκλησία και να χτυπήσεις την καμπάνα τρεις φορές».

Πώς άδειασε έτσι το σπίτι; Ένας έφυγε –η Χλόη. Τώρα λείπουν τέσσερις –μαζί με τη Χλόη. Πέντε, αν υπολογίσουμε και τη Λόαν. Η Λόαν πάντως άνοιξε τον χορό. Ανήμερα του Χριστού. Αλλά ο Σώτος δεν είχε παράπονο από τον εαυτό του. Κάθε άλλο. Ούτε καν είχε πλησιάσει στο γιορτινό τραπέζι. Καθόταν εκεί. Στον σταύλο. Μπάστακας. Με τα χέρια τυλιγμένα στον λαιμό της. Στον βρόντο πήγαιναν τα λόγια του πατέρα: «Άσ’ τηνα κι έλα να φας. Τη δυσκολεύεις, δεν το καταλαβαίνεις;» «Σε τι τη δυσκολεύω;» «Να ψοφ-…» (ποτέ καλός, ποτέ καλός), να πεθ-… (ποτέ, ποτέ καλός), «να φύγει, ρε παιδί μου, να πάει στον Παράδεισο και τέτοια». «Μα αυτό θέλω, να την ’μποδίσω να φύγει». «Δεν την ’μποδίζεις. Τη δυσκολεύεις. Στο τέλος θα φύγει». «Γιατί;» «Γιατί έτσι, ρε Σώτο, γαμώ το φελέκι μου. Γιατί έχει σχεδόν τα διπλά σου χρόνια. Γιατί αν ήταν άνθρωπος, θα ήτανε οχτακοσίω χρονώ. Άσ’ τηνα την έρμη να ησυχάσει». Αλλά πού; Μαζί κοιμηθήκανε. Μα δεν ξυπνήσανε μαζί. Και ποιος την πλήρωσε; Η Χλόη, ποιος άλλος; Αυτή έφταιγε, που αγκάλιασε τον Σώτο προσπαθώντας να τον παρηγορήσει: «Μην κλαιθ, Θώτο μου. Ο πατέραθ είπε πωθ του ’χουν τάκθει άλλο». «Τι άλλο;» «Θκυλάκι!»

Να πάρει ο διάολος, τι το ’θελε αυτό η Χλόη; Θα μπορούσε η σκηνή να έχει εξελιχθεί πολύ διαφορετικά. Σούρουπο Χριστουγέννων. Όλη η οικογένεια στον σταύλο. Ανθρώπινη οικογένεια. Με λίγη τύχη, θα μπορούσαν να έχουν ανάμεσά τους έναν φρεσκότατο θεό όμως, αλίμονο, αυτοί είχαν μόνο ένα μπαγιάτικο σκυλί. Μπαγιάτικο αλλά λατρεμένο. Αν δεν πέταγε την κοτσάνα της η Χλόη, θα ακούγονταν αυτά που έπρεπε ν’ ακουστούν («Λόαν μας, ουρά χαρούμενη, ουρά ξεβιδωμένη») κι όχι το παφ απ’ την μπουνιά του Σώτου κατευθείαν στο στόμα της Χλόης («Λόαν μας, αστείο γέλιο») και το άλλο παφ, αλλιώτικο αυτό, κατευθείαν στην καρδιά της: «Μακάρι να ’σουνα μουγκή, αλλά είσαι μόνο χαζή και άσκημη». («Αχ Λόαν μας, εσύ, μόνο καλοσύνη») Είναι να μην πάρει μπρος αυτή η μηχανή. Νά σου κι ο Φώτος τώρα: «Θα σου γαμήσω ό,τι έχεις και δεν έχεις, παλιοαρχίδι, έτσι και την ξαναπειράξεις», και παφ σφαλιάρα στο κεφάλι. («Ω Λόαν μας, τρελό τρεχαλητό») Τυχερός ο Σώτος, γιατί ο φούσκος απ’ τον πατέρα προοριζότανε γι’ αυτόν, αλλά λοξοδρόμησε στον Φώτο όταν είπε αυτά που είπε, και παφ («Λόαν παιχνίδι, Λόαν ελευθερία») «Βούλωσ’ το, λούστρο, γαμώ το βρομόστομά σου» («Λόαν, εμείς τα πάθη κι εσύ το κλάμα σου για μας»). Χέρια ξανά στα μάγουλα: «Σταματήστε όλοι. Τώρα. Ντροπή. Σταματήστε είπα». («Σ’ ευχαριστούμε, Λόαν μας. Κι αντίο. Αχ, αντίο») Ή μήπως όχι «αντίο»; Ο Σώτος για μια στιγμή πίστεψε πως όλος αυτός ο σαματάς ξαναζωντάνεψε τη Λόαν. Είδε την ουρά της να σαλεύει, το σώμα της να κουνιέται. Αλλά τελικά, όχι από μέσα. Απ’ έξω ερχόταν η ζωή της. Απ’ αυτή τη βλαμμένη τη Χλόη, που έχει αγκαλιάσει τη Λόαν και την τραντάζει, γιατί η Χλόη έχει λόξυγκα, κι η καημένη η Λόαν τινάζεται απ’ αυτόν τον γελοίο λόξυγκα, κι αν πραγματικά τα Χριστούγεννα, ο Θεός, τα θαύματα, αν τέλος πάντων κάτι απ’ όλα αυτά υπήρχε στ’ αλήθεια, θα ’πρεπε όντως η Λόαν να ζωντανέψει, έστω για λίγο, έστω και μόνο για να πει: «Δεν είναι λόξυγκας, ρε βλάκα. Λυγμοί είναι».

– Ψτ, κοιμάται ρε;

Ωχ, ο Κοψαχείλης! Αν είναι δυνατόν. Ποιος να το ’λεγε ότι ο Φώτος θα ’βγαινε αληθινός. Το σχεδόν άδειο σπίτι είναι ζωσμένο απ’ τα καλικαντζάρια. Ο Σώτος αγνοεί τον κίνδυνο, αλλά έχουν όλα τους τέτοια ελεεινά χάλια, ώστε λιγότερο θα φοβόταν αν μπορούσε να τα δει, παρά τώρα που τα φαντάζεται να τον καταδιώκουν στον δρόμο που ήταν έτοιμος να πάρει. Ωστόσο πριν, έκρινε συνετό ν’ αφήσει ένα μήνυμα στη Χλόη. Είναι τόσο σκυμμένος καθώς το γράφει, που με το δίκιο του ο Κοψαχείλης τον περνάει για κοιμισμένο. Αλλά ο Κουλοχέρης διαφωνεί:

– Τσ, κάτι γράφει. Τήρα, ρε Γουρλέ.

– Τηράου: «Όταν έρθς, σύρε στην εκλησά. Κρούσε την καμπάνα. Χαρούμενα». Ντιν νταν, ντιν νταν, ντιν νταν, ντιν νταν… Χε χε χεεεεεεε…

– Σκάσε, ρε σαματά!

– Ποιος είσαι συ που θα μου πεις εμένα «σκάσε», ρε;

– Ο Μαντρακούκος. Αυτός είμαι. Τι θες τώρανες;

– Τίποτα. Μια ερώτηση έκανα. Απάντησες. Μερσί. Φίλοι. Τόκα το.

Ποιος είχε φέρει τι; Το χιόνι τούς καλικάντζαρους ή οι καλικάντζαροι το χιόνι; Όπως και να ’χει, όταν ο Σώτος άφησε το σημείωμά του στο τραπέζι κι έφυγε, βολίδα, για τη Σκοτεινή Καρδιά του Δάσους, και χιόνι είχε στρωθεί, να του δυσκολεύει τα βήματα, και καλικάντζαροι είχαν εξαπλωθεί, να του φοβίζουν την καρδιά. Από μια άποψη, καλύτερα. Όχι για το χιόνι. Για τους καλικάντζαρους. Θα ’ταν πολύ βαρετό να παρακολουθεί κανείς ένα παιδί που του καρφώθηκε στο μυαλό ότι η αδερφή του, με κάποιον μαγικό τρόπο, είχε καταλάβει όχι μόνο τι σκόπευε να κάνει αλλά και πού θα το πραγματοποιούσε. Δεν σκέφτηκε, ο ανόητος, ότι η Χλόη, προκειμένου να σώσει τον Σπούντι, δεν θα πήγαινε στο ίδιο μέρος που ο αδερφός της το είχε διαλέξει για να τον αφανίσει. Αλλού θα πήγαινε. Κι ευτυχώς, γιατί αυτό το αλλού ήτανε πιο κοντά από τη Σκοτεινή Καρδιά του Δάσους και συγχρόνως προς την ίδια κατεύθυνση, ωστόσο μια άλφα απόσταση έπρεπε να τη διανύσει ο Σώτος, κι άμα βάλουμε και τη δυσκολία που προκαλούσε η χιονόπτωση, μία η άλλη ερχόταν η όλη επιχείρηση από άποψη χρόνου, πάει να πει δυο τρεις ώρες στο νερό, και δυο τρεις ώρες που το μόνο που ακούς είναι ουχχχχχχ χχχχχου απ’ το λαχάνιασμα του Σώτου, δεν είναι κι ό,τι πιο συναρπαστικό. Τουλάχιστον με τα καλικαντζάρια μπορούσες να σκοτώσεις τον χρόνο, και μάλιστα αυτόν που εμείς συνήθως τον λέμε άδηλο.

Παραλίγο, βέβαια, να λοξοδρομήσουν, γιατί ο Περίδρομος είχε λαχανιάσει πριν καλά-καλά να ξεκινήσει η καταδίωξη του Σώτου: «Κοίτα πιλαλητό που σου το ρίχνει ο ζέβζεκας. Αδέρφια, δεν πάμε καλύτερα στης Βαγγελίτσας να φάμε κάνα κουραμπιέ και να παίξουμε με την κουραμπιεδόσκονη;» «Θα συμφωνήσω με όλη μουχ την κουρασμένη μουχ καρδιά μουχ» είπε ασθμαίνοντας ο Βατρακούκος. «Να  πάτε εσείς» άστραψε και βρόντηξε ο Μαντρακούκος. «Εγώ έχω δουλειά» και, φλαπ, τρώει σαβούρδα ο Σώτος –μάντεψε από ποιον… «Αχ, μάταια, μάταια όλα», αρχίνησε το κλαψούρισμα ο Κοψομεσίτης, «αφού στο τέλος θα τη βρει την αδερφή του και θα την πάει στο σπίτι και θα ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς χειρότερα». Αυτό τώρα ήταν χτύπημα κάτω από τη μέση. Ακόμα κι Παρωρίτης, που η σχέση του με τα λόγια ήταν σαν τη σχέση του με τον χρόνο, ανύπαρκτη, μίλησε όσο ποτέ τις τελευταίες πολλές χιλιάδες ώρες: «Ε, και; Θα την εύρει σήμερα, θα τήνε χάσει αύριο». «Ε, όχι κι αύριο» εξανέστη ο Κοψομεσίτης. «Σχήμα λόγου» εξηγήθηκε ο Παρωρίτης. «Έλα, ρε καλλιτέχνη» τον ειρωνεύτηκε ο Κωλοβελόνης, κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή, κρακ, ένα κλαδί πεύκου έσπασε απ’ το βάρος του χιονιού κι έπεσε στο κεφάλι του Σώτου, χωρίς ευτυχώς να τον τραυματίσει σοβαρά. «Μόνο εγώ δουλεύω, μου φαίνεται» είπε με νόημα ο Μαντρακούκος. «Πες τα, αρχηγέ» λιβάνισε ο Μαλαγάνας. «Αχ, τσάμπα ο κόπος μας, λέω εγώ», άρχισε πάλι τη μίρλα ο Κοψομεσίτης. «Στο Δάσος που τώρα πάει κλαίγοντας, θα ξαναπάει γελώντας. Κάτω απ’ τη γη εμείς θα τρώμε τα νύχια μας, κι αυτός θα πίνει, θα καπνίζει, θα χορεύει». «Μη σκας του λόγου σου, και κλάμα έχει να ρίξει γοερό όταν ψοφήσει ο Σπούντι» τον παρηγόρησε ο Καταχανάς, αλλά ο Κωλοβελόνης έφερε πάλι την καταστροφή: «Δυστυχώς, αδέρφια, θα γελάσει όμως, όταν η Χλόη βγει, συμφορά μας, η καλύτερη γυμνάστρια του χ-…» «Αχ, γυμνήστριααααα! Μη μ’ αναστατώνεις τώρανες» πετάχτηκε ο Μαλαπέρδας. «Εκεί το μυαλό σου εσένανε» ξαναπήρε τον λόγο ο Κωλοβελόνης. «ΓυμνΑστρια είπα, ρε σιχαμένε. ΓυμνΑστρια. Η καλύτερη του χωριού και των περιχώρων». «Πάλι καλά που δεν θα γίνει τραγουδίστρια, χοχοχο, να τραγουδάει, χεχεχε, Ω Θόλε Μίο, θα κθανάρθειθ, δεν μπορεί παρά μια μέρα να κθανάρθειθ, χαχαχα» είπε ξεκαρδισμένος ο Μαγάρας. «Σκάσε, ρε γελοίε» πετάχτηκε ο Καταχανάς. «Και σκάστε όλοι σας», πρόσταξε. «Όλα καλά θα πάνε, αφού η Χλόη θ’ αρρωστήσει άσχημα». «Ναι, αλλά θα τη γλιτώσει» είπε δειλά ο Πλανήταρος. «Και να ’ταν μόνο αυτό! Το ότι θα παντρευτεί πώς το ’χεις; Ε ρε γέλια και χαρές στον γάμο της» ο Στραβολαίμης. «Και κλάματα, όμως, όταν ο Φώτος φύγει για τα ξένα να δουλέψει» ο Τρικλοπόδης. «Αχ, τι τα θες, τσατάλια τα νεύρα μας απ’ τα γέλια τους όταν ο Σώτος γίνει μπαμπάς» ο Κουλοχέρης. «Τουλάχιστον θα ’χουμε τη χαρά να κλάψουνε κι οι τρεις, όταν ο πατέρας τους πάει στα θυμαράκια» παρηγόρησε ο Παγανός. «Και θα πλαντάξουν, όταν η κακορίζικη η μάν-…» πήγε να υπερθεματίσει ο Κατσικοπόδαρος, αλλά «Σκασμός, σατάπ και τσιμουδιά, και πιο πολύ εσύ» τον έκοψε ο Μαντρακούκος. «Αφήτε τις κουβέντες και πιάστε δουλειά, το θήραμα αλαργεύει» διέταξε αμέσως μετά. «Σιγά το κελεπούρι» είπε θιγμένος ο Κατσικοπόδαρος. «Αλαργεμένο είναι. Της Χλόης η κόρη, η στερνή, τον κουβαλάει στο Δάσος κι ακούει τις σαχλαμάρες του: Αχ, τι καλή και όμορφη που ήταν η μαμά σου. Κι ο Φώτος, καλός και όμορφος κι αυτός. Μου λείπουν, ξέρεις. Όλοι. Ακόμα και το πρώτο-πρώτο μας σκυλάκι, η Λόνα μας. Σου έχω μιλήσει για τη Λόνα; “Λόαν, ρε θείε. Λόαν τη λέγανε, όλο την ξεχνάς” του λέει εκείνη μπουχτισμένη. Ναι, αγάπη μου, έχεις δίκιο. Λόαν. Λόαν τη λέγανε, μυξοκλαίγεται ο ξεφτίλας. Α πα πα πααα, τον ουρανό να μου ’ταζες, άνθρωπος δεν γινόμουνα. Κάλλιο καλικαντζάρι που ’μαι γω, να ’ρχομαι μέσα από τη γη και να τον κοροϊδεύω».    

Τέλος καλό, όλα καλά. Τα μεν καλικαντζάρια έχασαν χρόνο με τις φλυαρίες τους, κι ο δε Σώτος δεν χρειάστηκε να πάει ως τη Σκοτεινή Καρδιά του Δάσους, γιατί απλούστατα είδε τη Χλόη, με τον Σπούντι στην αγκαλιά της, να κάθεται πολύ πιο έξω, στο Φωτεινό του Δέρμα, και συγκεκριμένα κάτω από το πιο ψηλό, το πιο γερό, το πιο καλό δέντρο αυτής της περιοχής. Ο Σώτος είχε τόση μύξα στα ρουθούνια του και τόσα δάκρυα στα μάτια του και τόσο λαχάνιασμα στα πνευμόνια του, ώστε απλώς στάθηκε μπροστά στην αδερφή του χωρίς να λέει ή να κάνει τίποτα. Η Χλόη πήρε λιγάκι θάρρος: «Μην του κάνειθ κακό, μωρέ Θώτο. Δεν φταίει αυτόθ. Ήτανε να γίνει. Κι εγώ λυπήθηκα για τη Λόαν. Κι ακόμα λυπάμαι. Να θκάθω είμαι. Αλλά δεν φταίει αυτόθ. Δεν κθέρω ποιοθ φταίει. Εθύ κθέρειθ;» Ο Σώτος ανασήκωσε τους ώμους του. «Πάμε σπίτι μας, Χλόη» της είπε μόνο. Κι αυτή τον ακολούθησε. Χωρίς αντίρρηση. Ή φόβο. Σαν υπνωτισμένη. Κι αν τον ρωτούσε κανείς πώς τα κατάφερε, έτοιμη θα την είχε την απάντηση: «Με τον δικό μου τρόπο».

–––––––––––––––––––– *****––––––––––––––––––––

   .

Εικόνα:  Francisco Goya – The Dog (c.1819-1823)

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Η Μ.Σ. γεννήθηκε και ζει στην Κυπαρισσία. Οι «Προϊστορίες» (Μωβ Σκίουρος, 2016) είναι το πρώτο της βιβλίο.