.
{Stranach}*
ανθολογία μνήμης χαμένων ποιητών σε μετάφραση
της Νατάσσας Ρεμούνδου
.
.
Με μια κουήρ ποιητική που αναδιαμορφώνει την γραφή σε αυτό που ο Λίο Μπερσάνι αποκαλεί «ανανεώσιμο καταφύγιο από την σοβαρότητα των σταθερών ταυτοτήτων»,[1] το έργο του Χάρι Κοντολέων (Harry Kondoleon) ταυτόχρονα θεμελιώνει και διαταρράσει το αρχείο της ποίησης του AIDS. Ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, μυθιστοριογράφος, εκπρόσωπος της σύγχρονης αμερικανικής κουήρ λογοτεχνίας και ένα από τα πρώτα θύματα του AIDS, Ο Κοντολέων γεννήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 1955 στη Nέα Υόρκη. Γιός ελλήνων μεταναστών, φοίτησε σε δημόσια σχολεία και αποφοίτησε από το Hamilton College στο Κλίντον της Νέας Υόρκης το 1977. Έζησε για ένα χρονικό διάστημα στο Μπαλί όπου ως υπότροφος του Διεθνούς Εκπαιδευτικού Ινστιτούτου σπούδασε Μπαλινέζικο θέατρο. Το 1981 ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στη Δραματική Σχολή του Πανεπιστημίου Yale. Εκεί ήταν συμφοιτητής με την Frances McDormand, τον David Hyde Pierce, την Harriet Harris, την Kristine Nielsen, και τον Michael O’Keefe με τους οποίους συνεργάστηκε σε θεατρικές παραγωγές. Κέρδισε διακρίσεις και υποτροφίες από τα ιδρύματα Guggenheim, Fulbright, και Rockefeller, και βραβεύτηκε με τα βραβεία Obie, Oppenheimer/Newsday, και Drama-Logue. Το έργο του ήρθε στο προσκήνιο τη δεκαετία του 1980 και περιλαμβάνει τουλάχιστον δεκαεπτά θεατρικά έργα, δύο ποιητικές συλλογές, The Death of Understanding: Love Poems (1987, 1991) και Rudy on Ruby and Nadine, δύο μυθιστορημάτα, The whore of Tjampuan (1988) και το αυτοβιογραφικό, σουρεαλιστικό μυθιστόρημα The Diary of a lost boy (Alfred A. Knopf, 1994) που εκδόθηκε δύο μήνες πριν πεθάνει από επιπλοκές του AIDS στο Μανχάτταν σε ηλικία 39 ετών.

Aπό το 1973 μέχρι και τον θάνατο του το 1994, έγραψε κυρίως ποίηση και θεατρικά έργα που ανέβηκαν σε αμερικανικές και διεθνείς σκηνές: The Brides (1980), The Côte d’Azur Triangle (1980), Rococo (1981), Self-Torture and Strenuous Exercise (1982), The Fairy Garden (1982), Christmas in Mars (1983), Anteroom (1985), Zero Positive (1988), Love Diatribe (1990), The Houseguests (1993), και Saved or Destroyed (1994) είναι μερικοί μόνο από τους τίτλους έργων του. Σε μια κριτική για το Zero Positive, ο Frank Rich γράφοντας για τους New York Times, σημειώνει πως το έργο του Κοντολέων «εγκαταλείπει την κλινική για να μετρήσει την πνευματική θερμοκρασία μιας κοινωνίας διχασμένης ανάμεσα στην κενή απελπισία και την γενναιότητα ενώ παλεύει να σωθεί από έναν ιό-έκλειψη.» Στο σύνολό του το συγγραφικό του έργο σκιαγραφεί την «κρίση αναπαράστασης»[2] της οδυνηρής εμπειρίας του AIDS στην οποία αναφέρεται ο Σάιμον Γουάτνι στην κριτική μελέτη του. Η φωνή των ποιημάτων του ταυτίζεται με την κεντρική γκέι φιγούρα του The Diary of a lost boy (1994) που διηγείται την ιστορία του Χέκτορ Ντίαζ ο οποίος πάσχει από AIDS. Για τον Ντίαζ, όπως και για τον Κοντολέων, είναι η ψυχική παρουσία της νόσου, η υλική υπόστασή της, και ο επικείμενος θάνατος παρά το κοινωνικό στίγμα που γίνονται αναπόφευκτη εμμονή: «Γνωρίζω πόσο αηδιαστικό είναι για τους υγιείς να κάθονται δίπλα σε αρρώστους με όλες τις συνέπειες του πόνου και του θανάτου.» Σε μια συνέντευξή του ο συγγραφέας δήλωσε χαρακτηριστικά ότι είχε βρει τη δύναμη να ολοκληρώσει το μυθιστόρημα «ως ένα προσωπικό επίτευγμα για να αποδείξω πως δεν ήμουν νεκρός.» Στις τελευταίες γραμμές του βιβλίου, ο Κοντολέων εξομολογείται: «Το πρόσωπό μου είναι χωμένο στη λάσπη, αλλά σε διαβεβαιώνω, είναι ένα όμορφο μέρος. Ακόμα και τα μικρά μπολ με ψωμί βουτηγμένο στο γάλα που έχει αφήσει ο Κιμ κοντά στη βελανιδιά για μένα, αποδεικνύουν την παρουσία του Θεού στο γύρω τοπίο. Πρέπει να δίνουμε φροντίδα και τιμές ακόμα και στα μαραμένα λουλούδια, γιατί αν τα εγκαταλείψουμε αποφεύγουμε το θάνατο, και αυτοί ακριβώς είναι οι δεσμοί τούτου του κόσμου. Φόβε φύγε! Σας παρακαλώ, μην με λυπάστε. Πάω σε ένα μέρος συναρπαστικό!»
Στο τέλος της σύντομης ζωής του, ο Χάρι Κοντολέων, τυφλός από το ένα μάτι, σκελετωμένος από την αρρώστια και υποφέροντας από σωματικούς πόνους, βρίσκει καταφύγιο ξανά στην ποίηση. Πεθαίνει κλινήρης στις 16 Μαρτίου 1994, κρατώντας το χέρι του πατέρα του.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΔΡΟΜΟΣ
.
Απόψε βαδίζω προς μια τρομακτική ύπαιθρο
δέντρα αρχαία, νεογέννητα, υψώνονται
σε μονοπάτια που σκιαγραφούν το ταξίδι μου.
Ο αέρας χτυπάει το πρόσωπό μου
και δεν συνάντησα κανέναν
είμαι τόσο μόνος
λέω το σαχλό τραγούδι, κουράγιο τραγουδάω.
Απόψε μου λείπουν πράγματα πολλά
πράγματα βαθιά ξεχασμένα στην διαρκή μετακίνηση,
μου λείπουν άνθρωποι για τους οποίους μόνο έχω διαβάσει κι άλλοι
που έχουν υπάρξει μόνο στα ποιήματα
και σε ιστορίες εξερευνητών
με φωνάζουν
με τη φωνή
των φύλλων και των τάφων.
Πόσα κτίρια και πόσες πόλεις
έχουν εξαφανιστεί από τότε που ξεκίνησα
τον περίπατό μου σήμερα
πόσες ιδέες με προσπέρασαν στο δρόμο
μα δεν σταμάτησα ποτέ
δεν σκέφτηκα ποτέ μια εναλλακτική.
Eίναι κι αυτό κάτι
το τραγούδι σου να λες στο δρόμο,
θάρρος και ζωή,
σφυρηλατεί, σέρνεται, ο άγριος άνεμος τώρα
από ‘δω κι εμπρός.
-Μάρτιος 1981
∴
ΟΜΟΛΟΓΕΙΣ ΤΑ ΠΑΝΤΑ
.
Μέχρι τώρα ο χειμώνας δεν είχε και
μεγάλη σημασία. Οι μπλε σταλακτίτες
δεν ήταν ανάποδος βάλτος
και όταν ο ουρανός έγινε σμπαράλια,
ποιός κοίταξε; Τώρα το ρολόι με τον κούκο
κάνει το δικό του: είμαστε σαν
συνεπιβάτες τρένου σε ακινητοποιημένο όχημα:
όλα όσα είπε τα πιστεύω:
οι νύχτες γίνονται κορναρίσματα που φθίνουν
μέσα σε μια σήραγγα σε μέρη όπως, ας πούμε, η Φινλανδία
όπου δεν έχουν μέρα. Δεν έχω μέρα
ούτ’εγώ. Ένα γράμμα
με ξεκάθαρες αρνήσεις κάθεται σαν
αρραβωνιαστικιά στην άκρη των ποδιών μου.
Πήγαν στράφι οι αμαρτίες.
Τα χείλη που πήραν λάθος φιλιά
να καυτηριαστούν.
Ο ασθενής θα επιζήσει.
Με τις τρίχες θα παίξω και τα δόντια της χτένας σου.
Κι αυτό θα καταμετρηθεί ως τρυφερότητα. Σε κάποιο μέρος
βιώνεις την κατάρα της αυτάρκειάς σου.
Οι ζεστοί μήνες μακραίνουν, προτείνουν και συμβουλεύουν,
«Άναψε όσες φωτιές χρειαστεί
για να συνεχίσουν να πιστεύουν οι πιστοί τω πνεύματι».
Η καλύβα μου μικρή και ανεπαρκώς εξοπλισμένη.
Όταν κλαίω το ταβάνι στάζει, τα ποντίκια κλέβουν ψίχουλα
στα άδεια ντουλάπια και το θρόισμα των ελάτων που λυγίζουν
με κάνει να λαχταράω μια βαλίτσα μαζί και ένα εισιτήριο για τη Φλόριντα.
Αν ανάψω ένα κερί ίσως υποχωρήσουν οι ιθαγενείς
με τα τομαχόκ και τα τομ-τομ τους
παίζοντας στον ρυθμό της σάμπα τις ευέλικτες απιστίες σου.
Έξω στο χιόνι, πάνω σ’ ένα καβαλέτο
έχω ζωγραφίσει μια πίστα παγοδρομίου
όπου οι χορευτές ξεγελιούνται και πνίγονται.
Ό,τι ήταν να δοθεί δόθηκε.
Σε παρακαλώ γύρνα πίσω.
Οι καρδινάλιοι μιλάνε για το μεγάλο λιώσιμο των πάγων.
Τα κοράκια έγιναν μύστες που βλέπουν την πίστα
λιμνούλα και μέσα της να κολυμπάμε εσύ κι εγώ. Ή αυτό
ή θα πεθάνω στο σιδηροδρομικό σταθμό,
άλλο ένα χαρακτηριστικό του χειμώνα,
αίφνης παγωμένος ανάμεσα σε χνάρια πουλιών.
∴
.
ΑΝΑΚΑΤΕΥΕΙΣ ΤΗ ΣΟΥΠΑ
.
Ανακατεύεις τη σούπα σαν να
λες, «Φτάνει ως εδώ». Ανήσυχος, βλέπεις από το παράθυρο μια μπόρα
που περνάει λες και την σιγοντάρουν δημοτικά τραγούδια
για την ξενιτιά. Στις μέρες μας φτάνει κανείς σε Αδιέξοδο
με ιλιγγιώδη ταχύτητα.
Δευτερόλεπτα μετά από το Ξόρκι,
ο Aγαπημένος κατέρχεται
σε μια βραχώδη κοιλάδα, με τα σάλια του να τρέχουν, ολομόναχος.
«Τελειώνει ο χρόνος μου», λέει ο κομήτης,
καθώς συνθλίβεται τα Χριστουγέννα και κρεμιέται
πάνω σε δέντρα αειθαλή. Ο χρόνος συμπιέζει όσα κεντίδια
παλεύω να τελειώσω έτσι που τα υφάσματα γίνονται
σκληρές πετσέτες για δείπνο. Παίζει ένας δίσκος θλιβερός.
Σκληρός δίσκος και η βελόνα που
παίζει με όλους μας.
Λαχανιάζω και το Μανχάταν βγάζει μια κραυγή.
Η Eau de Cologne κρεμάμενη.
Ανακατεύεις τη σούπα. Το άλλο χέρι
ελεύθερο για αποχαιρετιστήριο λόγο. To κουτάλι
βιαστικό σαν κουπί. Αντίο. Θα παντρευτώ
την πλύστρα στη γκραβούρα του 19ου αιώνα
στο χωλ. Θα παντρευτώ την
κάμπια με το γούνινο τρίχωμα στην
πλακόστρωτη αυλή. Θα παντρευτώ τον Ιησού. Τον περιμένω
ούτως ή άλλως να εμφανιστεί και να επαναδιατυπώσει τα πάντα,
να μοιράσει νέους χάρτες και πυξίδες,
να στρώσει τραπέζι, να γεμίσει τα άδεια πιάτα
και να προσευχηθεί, να κάνει την ερημιά κάπου να τελειώσει.
∴
H ΞΕΔΙΑΝΤΡΟΠΗ ΕΡΩΤΗΣΗ
.
Ρωτάω τώρα και οι κρόκοι
λένε για πρώτη φορά πως
νιός δεν είμαι, όμως θα
ξαναγίνω.
Πού υπάρχουν ιδανικές θερμοκρασίες
και δρόμοι που οδηγούν σε μοναστήρια
που ξεχειλίζουν με πλουμέριες
και μοναχοί με μαϊμουδόφατσες, τόσο αγνοί που
είναι ξεβράκωτοι;
Τώρα που είμαι εγώ θεός βλέπω
άθεους σε κάθε σταυροδρόμι.
Έχει η αγάπη εκτελέσεις τόσες
όσες τα έπιπλα σε ένα κουκλόσπιτο.
Έχει πλατεία δική της και ξιφολόγχες μινιατούρες.
Η αγάπη μου είπε Ω! αγάπη μου
είπε Ω, είσαι ο θεός μου.
Και όπου κι αν κοίταξα
τα πουλιά και οι τσαγκάρηδες
δίσταζαν. Ούτε στη δουλειά δεν μπορούσα να πάω
δίχως να με γελάει το ερωτικό τραγούδι των δέντρων.
Δεν μπορούσα ούτε μαξιλάρι να βάλω στο προσκέφαλό μου.
Έπρεπε να το αγκαλιάσω σαν Πιστός,
λες και ο Θεός τη νύχτα θα το γέμιζε ξανά με αίμα.
Ω! λέω, ω!
Έχω γίνει σαράβαλο,
ταλαίπωρα τα μάτια,
και κάθε μέρα το μοναστήρι
μοιάζει να ξεμακραίνει και
σε κάθε σταυροδρόμι ο θεός μοιάζει
όλο και πιο ανέφικτος
και θέλω να κάνω την
ξεδιάντροπη ερώτηση
αλλά φοβάμαι μην είμαι άθεος
φοβάμαι το πιο μικρό πουλί
που γελάει μέσα απ’το μαξιλάρι μου
Φοβάμαι και την πλατεία
με τους στρατιώτες μου που περιμένουν
εκεί σαν μοναχοί.
.
∴
.
*([στρον-έκχ] Stron–ekh)
Στη γαελική γλώσσα η λέξη υποδηλώνει το σφύριγμα ή το μουρμουρητό της θάλασσας σε έναν όρμο όταν το νερό ορμάει και μετά ανασύρεται ξανά.
.
[1] Leo Bersani. Forms of Being: Cinema Aesthetics, Subjectivity. Bloomsbury, 1985.
[2] Simon Watney. Policing Desire: Pornography, AIDS, and the Media. University of Minnesota Press, 1997: 9.