οι φούρκες

αν ο χειμώνας είναι αρκετά κρύος
τα σκυλιά του χωριού παγώνουν και τα κοκαλιάρικα σώματά τους
μοιάζουν με εκθέματα μουσείου για μήνες
αν φυσήξει τσουχτερός άνεμος
τους πέφτουν οι ουρές
και στέκουν κατακρεουργημένα

σε τέτοιους χειμώνες αγέλες
λύκων κατεβαίνουν από τα βουνά
γιατί δεν υπάρχουν σκύλοι να ειδοποιήσουν
σε τέτοιους χειμώνες
οι φούρκες πολλαπλασιάζονται στα τζάκια
και μολύνουν τους χωρικούς σαν εποχική γρίπη

η γιαγιά λέει ότι πάντα έτσι ήταν
οι φούρκες χώνονται στο στόμα σου όταν δεν το περιμένεις
ύστερα μετά τα μεσάνυχτα πηγαίνουν από τη μια λυκοφωλιά στην άλλη
και τα παιδιά των λύκων μεγαλώνουν στις μήτρες των γυναικών

δεν πρέπει να ξεγελαστούμε λέει η γιαγιά
απ’ τα παιδικά πρόσωπα που φοράνε
το λυκίσιο μέσα τους μεγαλώνει πιο γρήγορα απ’ το ανθρώπινο
αργά ή γρήγορα
θα δαγκώσουν

το βιβλίο των ονείρων

άμα δεν καθόμαστε καλά
η μάνα μάς φοβερίζει

γκριζότριχοι με κοφτερά δόντια άγριοι
πεινασμένοι αφηνιασμένοι
λυσσασμένοι λύκοι
με ματωμένες μουσούδες
θα μας κυνηγήσουν

βρέχω το κρεβάτι μου
με ιδρώτα και ούρα
στους εφιάλτες μου
τους πέφτουν τα δόντια
και η μάνα λέει
πως δεν μπορεί παρά να σημαίνει
ότι κάποιος
θα πεθάνει
πάλι

κληρονομικές ασθένειες

μια σούστα κάτι δαχτυλίδια και μερικά νομίσματα
φάνηκαν στην ακτινογραφία του στομαχιού της γιαγιάς
κοιτούσαμε ώρα την εικόνα χωρίς να καταλήγουμε
αν η τρέλα είναι κληρονομική ή την κολλάς

για χρόνια μετά δεν μας πλησίαζε
ήταν μισή γιαγιά μισή ελαφίδα
με λασπωμένες οπλές
φοβόμασταν ότι θα μας λέρωνε τα ρούχα
θα φύτευε μέσα μας φθινοπωρινούς σπόρους
που θα μας κάλυπταν σαν ζιζάνια

κρατώντας τους όρκους του πατέρα μου
πίσω απ’ τον αφαλό της
μου είπε πως είχε πάει με πολλά αγόρια κι ελάφια
μια φήμη λέει ότι μια φορά την βρήκαν
μέχρι και με τον παπά
δίπλα στο ρυάκι

οι θάνατοι των κουνελιών

φυλάξαμε προσεκτικά τον θάνατο μέσα στα ζώα
τα ταΐσαμε άχυρο και φρεσκοκομμένο γρασίδι
ύστερα αφαιρέσαμε τον θάνατο από μέσα τους ανώδυνα
με μία μόνο χαρακιά κάτω απ’ τον λαιμό

τα δέρματα των κουνελιών τεντώνονταν πάντα στη γέρικη καρυδιά
σαν τεράστιο πανωφόρι
και δίπλα στο γούνινο κοστούμι
οι μύες που ξεγυμνώναμε
μας κάρφωναν με το βλέμμα ντροπιασμένοι
και λικνίζονταν με το φύσημα του ανέμου

η μητέρα βρήκε το σώμα του πατέρα
άκαμπτο δίπλα στο κλουβί των κουνελιών
ένα πρωινό του σεπτέμβρη
με την υποψία του αξιώματος
που σπάνια έχουμε στο μυαλό μας

ο θάνατος που ταΐζουμε στους άλλους
καμιά φορά
γυρίζει πίσω

.

.

Μετάφραση από τα αγγλικά: Μαρουσώ Αθανασίου
Monika Herceg, Αρχικές συντεταγμένες, εκδόσεις Θράκα, 2022

Η Monika Herceg, γεννημένη το 1990 στο Sisak της Κροατίας, είναι ποιήτρια, θεατρική συγγραφέας και επιμελήτρια. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές: Početne koordinate (Αρχικές συντεταγμένες, 2018), Lovostaj (Κλειστή εποχή, 2019) και Vrijeme prije jezika (Χρόνος πριν από τη γλώσσα, 2020). Έχει λάβει έξι εθνικά βραβεία για τις ποιητικές της συλλογές και δύο εθνικά βραβεία για τα θεατρικά της έργα: Gdje se kupuju nježnosti (Από πού να αγοράσεις τρυφερότητα, 2020) και Ubij se, tata (Σκοτώσου, μπαμπά, 2020).

Τα ποιήματα που παρουσιάζονται εδώ είναι επιλεγμένα από την πρώτη συλλογή της Početne koordinate (Αρχικές συντεταγμένες), η οποία συνεχίζει να αποσπά επιδοκιμαστικές κριτικές από την έκδοσή της το 2018. Η συλλογή είναι αυτοβιογραφική. Αντλεί τα θέματά της από τις πρώτες παιδικές αναμνήσεις της ποιήτριας στο μικρό αγροτικό χωριό της Κεντρικής Κροατίας όπου ξεσπά ο πόλεμος τη δεκαετία του 1990. Από την ιστορία μιας οικογένειας στης οποίας το σπίτι δεν υπήρχαν βιβλία και το χαρτί το χρησιμοποιούσαν μόνο για να ανάψουν φωτιά, όπως λέει η ίδια.