Η Ελένη Μαρτίν Βιβάλντι/ Elena Martín Vivaldi γεννήθηκε στη Γρανάδα της Ισπανίας το 1907. Πέρασε την ηλικία των ενενήντα χρόνων και πέθανε στην ίδια πόλη το 1998. Θεωρείται μια από τις πιο γνήσιες λυρικές φωνές της Ισπανικής ποίησης του 20ου αιώνα. Χρονολογικά, η Βιβάλντι ανήκει στην   ίδια   ποιητική   γενιά   με   τον   Λόρκα   (γνωστή   ως «Generación del 27»), κατάγονται μάλιστα και από την ίδια πόλη. Κι ωστόσο, το ποιητικό σύμπαν της Ανδαλουσιανής ποιήτριας δεν μοιάζει με αυτό του περίφημου συμπατριώτη της. Παίρνοντας τη σκυτάλη από τον Χουάν Ραμόν Χιμένεθ και τον Πέδρο Σαλίνας, οι στίχοι της Βιβάλντι είναι μελαγχολικοί, βαθιά ρομαντικοί και εσωστρεφείς. Στα ποιήματά της κυριαρχεί ο υπαρξιακός στοχασμός και η απογοήτευση, ενώ φανερή είναι η επιρροή του Γκουστάβου Αδόλφο Μπέκερ [Gustavo Adolfo Becquer]. Η Βιβάλντι, όμως, δεν ήταν μια πρώιμη ποιήτρια. Εξέδωσε την πρώτη της ποιητική συλλογή το 1945. Για το λόγο αυτό, αλλά και για το προσωπικό, εξομολογητικό ύφος των ποιημάτων της, συνδέεται συχνά με τη μεταγενέστερη ποιητική γενιά του ’50, για την οποία αποτέλεσε έμπνευση και σημείο αναφοράς. Αλλά, παρότι η Ελένη Μαρτίν Βιβάλντι εκτιμήθηκε δεόντως από τους ομότεχνούς της και παρά την υψηλή ποιότητα της ποίησής της, δεν κατάφερε, εντούτοις, να αποκτήσει ευρεία αναγνώριση. Η γυναικεία της ταυτότητα ήταν ο κυριότερος περιοριστικός όρος για το γεγονός πως η ίδια σπάνια συμπεριλαμβάνεται σε ανάλογες ανθολογίες. Όπως πολλές άλλες γυναίκες δημιουργοί στην ιστορία της λογοτεχνίας, υπέφερε από τον ακαδημαϊκό αποκλεισμό και τη μοναξιά που επιφυλάσσει ο χώρος της τέχνης στο γυναικείο φύλο. Κατέφυγε στη λέξη, στη γραπτή κατάθεση αυτού που δεν μπορεί να ειπωθεί, και γι’ αυτό, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, οφείλει να γραφτεί. Η παρατήρηση του Εγώ, καταγράφοντας και καταθέτοντας κομμάτια του συναισθηματικού της κόσμου, αλλά και της φύσης- ο κύκλος της ζωής, τα χρώματα-, αποτελούν τον πυρήνα του ποιητικού σύμπαντός της. Κι έτσι, ακολουθώντας πιστά το δικό της εσωτερικό ειρμό, στην ποίηση της Μαρτίν Βιβάλντι αντανακλάται η μοναξιά, μια «κατοικημένη» όμως μοναξιά, γεμάτη από βιβλία και ιδέες και τα ποιήματα, διαχρονικά, αντιστεκόμενα σε γενεαλογικές κατηγοριοποιήσεις, καθιστούν την έκδοση του έργου της πάντα επίκαιρη· Ή, ίσως, πιο επίκαιρη από ποτέ.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ, ΑΝΘΟΛΟΓΗΣΗ, ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ: ΝΑΝΣΥ ΑΓΓΕΛΗ

Κι όταν είναι κανείς μόνος, σιωπηλά μόνος,
μ’ αυτή τη μοναξιά, φράγμα και τοίχο,
που δεν σχίζει τη θάλασσα, ούτε σείει το φεγγάρι,
κι ούτε ακόμη κι αυτή η αστραπή θα μπορούσε‒ καθώς λένε οι ειδήμονες
που διαπερνά τα σπίτια και τα έπιπλα
και φτάνει εκεί στο πιο ευαίσθητο σημείο
όπου υπάρχει μια καρδιά που ίσως χτυπά.
Όταν η μοναξιά γίνεται ύλη αδιάφανη
και δεν φωτίζεται ποτέ απ’ το αστέρι,
ούτε καν μια φωνή δεν την αποσυνθέτει
σε μικρά μόρια έκπληξης.
Και δεν χρησιμεύει ένα χέρι που τείνει κανείς,
άγκυρα ή κλαδί γυμνό για ένα πουλί ή ζωή.
Σ’ αυτή τη μοναξιά, όταν λαμβάνει χώρα,
δεν χρησιμεύει η φλόγα.
Όλα είναι σκοτάδι.
Νύχτα, η νύχτα.

Η Elena Martín Vivaldi το 1942.

Elena Martín Vivaldi

Νυχτερινά
[10]

Πρέπει να τα κατανομάσει
όλα κανείς, πριν να΄ναι αργά,
και μείνει δίχως ήχο κάτι
απ’ όσα ονειρευτήκαμε…
ALFONSO CANALES

Να μην λησμονηθεί τίποτα λοιπόν.
Γιατί αν δεν το πω,
αν δεν καταγράψω αυτή την αγωνία,
επισκέπτρια μου προσωπική τούτη τη νύχτα,
μόνη μαζί σου,
βιβλίο ή τραγούδι, καταγγελία
ελπίδας ματαιωμένης,
τσακισμένης απ’ τα πικρά σου λόγια, αδυσώπητα,
αιχμηρά
σαν πυρακτωμένα σίδερα,
σαν σπάθες.
Αν τα χέρια δεν αποτυπώσουν το φόβο στο χαρτί,
το γρήγορο, επιδέξιο, συγχρονισμένο βήμα του χρόνου, αυτού του ατάραχου χρόνου,
απόδειξη ύπαρξης κι απάρνηση τόσης ζωής.
Αν δεν με διαρρεύσω,
αν δεν σπείρω αυτό τον πανικό,
φόβο μη- ύπαρξης πια,
αποστροφή
αυτής της σκόνης, όχι λουλούδι, όχι άρωμα. Άνεμος, τίποτα.

Αχ, αν δεν με αποδομίσω,
με διασκορπίσω σε λέξεις,
και γίνουν τα θλιμμένα μου φύλλα χαλί του φθινοπώρου,
όλα θα είναι λήθη,
το σχήμα τους θα σβηστεί
σαν κάτι που δεν υπήρξε ποτέ,
σαν σιωπή.
Και θα χανόταν, μάταιος, ο πόνος μου στη νύχτα.

Πρέπει να τα κατανομάσει όλα κανείς,
τη θλίψη, την ευτυχία,
το χαμόγελο και το κλάμα,
τον έρωτα, τη λήθη,
το κενό και τα ονόματα,
κι ας ραγίζει η φωνή συνταραγμένη από την απουσία.

.
.

Συνάντηση με τον πόνο μου

Χάθηκε ο πόνος μου
μέσα στη ζήση·
Τι γρήγορα που τον βρήκα!
Ήταν απόγευμα·
έπεφτε καρφιά η βροχή,
μονότονη και απαλή,
ανάμεσα στα μαραμένα φυτά
και στην πορτοκαλιά δίχως άνθη.
Σαν ένα φθινόπωρο φθαρμένο,
ο κήπος δίχως άνθη.
Ήταν Ιούνης και τραγουδούσε
το νερό που έπεφτε
με τη μυστική φωνή του.
Τα χέρια σου ανοίχτηκαν εμπρός μου:
τυλιγμένο μέσα σ’ αλήθειες,
εκεί τον είχες.
Έκλεισα τα μάτια μου· ήταν ο πόνος μου.

.

.

Βροχή

Αν η βροχή, εγχειρίδιο νοσταλγίας,
ανοίγει δρόμο μέσα απ’ το γκρίζο.
Αν η βροχή διανύει τα μονοπάτια,
αν χτυπά με δύναμη τις πόρτες,
αν στάζει πάνω σε τζάμια,
αν συντροφεύει, σιωπηλά, τους εραστές,
αν γαληνεύει αυτόν που κλαίει
και γίνεται προσκέφαλο για τους αρρώστους·
Αν παρηγορεί αυτόν που είναι θλιμμένος,
αν επιδένει τις πληγές.
Εγώ την αποζητώ
                                     και την καλώ,
κι ας διαλύεται ύστερα η ονειροπόλησή μου
πάνω στα τζάμια.

.

.

Βροχή με παραλλαγές

Στον Juan de Loxa

Κι ακόμη, είμαι θλιμμένη,
θλιμμένη Ελένη,
με τη βροχή, στη βροχή, λόγω βροχής,
διαμέσου ή υπό τη βροχή.
Η θλίψη μου δεν είναι από λευκή κλωστή,
ούτε από αποκαρδιωμένα «δεν μ’ αγαπά» μαδημένης μαργαρίτας,
ούτε απ’ αυτή τη μουσική (Ραδιόφωνο. Νύχτα. Νυχτερινό.),
ούτε γιατί γνωρίζω ότι ο χρόνος,
δικέφαλος, μετρά διπλά τις ώρες
(ο χρόνος του ρολογιού και- σε χαιρετώ Μπεργκσόν-
ο χρόνος χρόνος)
δεν είναι εποχή νιότης πια, από «μ’ αγαπά»
(αχ, τι θείο δώρο!)
μα εποχή από «δεν μ’ αγαπά», από τελείωσε είναι αργά,
τίποτα δεν μπορείς πια να κάνεις…
(Η γαλήνη του τάφου.
Τι σημασία έχει για τον κόσμο ένας ακόμη νεκρός.)

Ναι, λοιπόν, είμαι θλιμμένη. Θλιμμένη.
Πώς ρέει η βροχή στη θλίψη μου,
στάζοντας στο αδέξιο, μοναχικό μου βήμα.
Πώς κλαίει η βροχή απ’ τους κροτάφους μου,
από τα χέρια μου, τα μάτια και τα χείλη μου
που επιλέχθηκαν απ’ τους Θεούς
για κατορθώματα μες στη ζωή
κι εποποιίες πυρετικές.
Για ν’ αγγίξουν κορυφές εκλέχθηκαν τα χέρια μου
(κόσμος αφής, τρυφερά όρη)
ανοιχτές οι παλάμες, ικέτριες ουρανού.
Ξεχωριστά τα μάτια μου που προείδανε πέρατα,
αβύσσους, ποτάμια, άγνωστες θάλασσες,
μάτια που επαγρυπνούν γι’ αυγές, παραδείσους, δειλινά,
κοίτες του κίτρινου.
Ορίστηκαν μάτια και χείλη,
οχυρά έρωτα,
για παράτολμα εγχειρήματα και για τολμήματα προορισμένα.

Όλα υποβιβάστηκαν, καταπνίγηκαν,
κομμάτια έγιναν, σπασμένα στη βροχή.
(Σκόνη και στάχτη, τσόφλια ονείρων).
Κανείς δεν καταλαβαίνει τούτο το «παζλ», αυτό το, ας το πούμε, κουβάρι.
Στο θολό καθρέφτη της βροχής
όλα, αιμορραγώντας, αντανακλούνται.

Είναι αλήθεια πως είμαι θλιμμένη.
Θλιμμένη, απελπισμένη Ελένη.
(Μα έχω το λόγο μου. Καταραμένη η τύχη μου.)
Μα, ας είναι καλά η βροχή,
μιας που μπορώ
να θυμηθώ αυτούς τους στίχους
Γάλλου ποιητή-
Le seul bien qui me reste au monde
est d´avoir quelquefois pleuré.
Γιατί TRISTESSE τιτλοφορείται στην πραγματικότητα το ποίημα.

.

.

Αυτή η θλίψη

Αυτή η θλίψη είναι δική μου, μόνο δική μου,
κανέναν δεν αφήνω να μπει στην καταχνιά της
φτιαγμένη από μοναξιές, στη σκοτεινή
νύχτα μη νυμφευμένη με τη μέρα.

Δεν είναι η θλίψη αυτή που είχε
εκλάμψεις ελπίδας μέσα στην πίκρα της,
δεν είναι αυτή που ήταν προϋπόθεση απαραίτητη
για να αλλάξει την αγωνία που ζούσα.

Αυτή η τωρινή, είναι αδιαπέραστη, σφυρηλατημένη
από τον πόνο της ύπαρξης, από τη βεβαιότητα
ότι το όνομά της κλείνει την προφανή

αδιάψευστη αλήθεια. Ότι αδίστακτα
λαβώνει με χέρι ελαφρύ. Δεν ξέρει από αστοχία.
Φτάνει κατευθείαν στην καρδιά.

.
.

Γέφυρα από μοναξιές

Υπάρχουν τόσες πραγματικότητες κρυφές,
κρυμμένες πίσω από την ομίχλη των ωρών δίχως χρόνο.
Υπάρχουν μια, δυο λέξεις, εκατομμύρια λέξεις
που περιμένουν κάποια χείλη να τις εκπλήξουν.
Πουλιά που δεν βρίσκουν το χέρι, κλαδί σχεδόν,
που τη φωλιά τους δείχνει.
Υπάρχουν μουρμουρητά δίχως δάση
για να κατευνάσουν τις διαιρεμένες τους γλώσσες,
δρόμοι χωρίς εκείνο το δέντρο
που σπείρει μια δάδα
κίτρινης νοσταλγίας,
ποτάμια ρωτώντας για όχθη,
θάλασσες που δεν φανερώνουν, αιώνιο, έναν ορίζοντα,
με την αρχαία υποψία των κυμάτών τους.
Απόκληροι άνεμοι, χωρίς καταφύγιο,
αναζητώντας ανεμοδείκτες και μπαλκόνια
για ν’ αποθέσουν την πνοή και το κάλεσμά τους.
Άστρα δίχως ουρανό
για να στεριώσουν το βουβό και περιπλανώμενο δέος τους.
Υπάρχουν μονοπάτια χαμένα
που αγνοούν το πεπρωμένο των βημάτων τους.
Κι υπάρχουν καρδιές που μένουν μονάχες,
φλόγα αναμμένη, ονόματα δίχως απάντηση,
ζητώντας ζωή.

Υπάρχουν φωνές στη γη
που διανύουν ελπίδες.

.
.

Γιατί κάτι χείλη προφέρουν

(Φόρος τιμής στον Vicente Aleixandre)

Το όνομά μου ήταν ο ήχος
κάτι χειλιών…
VICENTE ALEIXANDRE

Γιατί ένα όνομα είναι ένα όνομα,
υπάρχει μόνο
όταν ωριμάζει, καρπός, σε άλλο στόμα,
και γίνεται άρωμα, γίνεται γεύση. Κι απλώνεται.
Ολοκληρώνει τον κόσμο.
                                      Γεννιέται.

Κι είναι πια ένας άντρας, μία γυναίκα. Όχι ένα σύμβολο.
Ο κύκλος κλείνει.
Κάποιος που υπάρχει γιατί τον ονόμασαν τα διαισθαντικά χείλη.
Και πίσω απ’ το όνομα, νιώθει,
                                              ακούει κι ονειρεύεται,
παρίσταται στη δημιουργία, στοχάζεται, καρτερεί
το φως ν’ αποκαλυφθεί.
Αφουγκράζεται τον άνεμο,
                                      κοιτάζει
το φεγγάρι μέσα απ’ την ακακία,
χαϊδεύει τη βροχή και τη δέχεται,
πιστεύει στον πόνο και ζει απ’ τα κίτρινα.
Αγγίζει, και τα χέρια του ξέρουν το σκληρό φλοιό και την αυτάρεσκη
λάμψη της σάρκας.

Και ζει και κοιτάζει, βλέπει. Νιώθει στο σφυγμό του
το φουσκωμένο ποτάμι του αίματος.
Τα πράγματα έχουν γνωρίσματα. Σκιαγραφείται εκείνο το πρόσωπο,
γραμμές που αμβλύνουν την ελπίδα.

Γιατί αρχίζει πια ένα όνομα.
Και παίρνουν ξανά μπρος τα ρολόγια του κόσμου,
οι ώρες πάλλονται από λεπτά
πραγματικά και απτά.
Και διαλύονται τα λεπτά σε δευτερόλεπτα,
σφύζοντας στο καθένα ατόφια η ζωή.
Γιατί τώρα είναι αληθινές όλες οι συλλαβές,
μία προς μία εκθαμβωτική σε θαυμασμό κι έκπληξη,
νόημα, όντας.

Γιατί τώρα πια είναι ένας ήχος
αυτό που πριν ήταν σκιά μιας σιωπής:
Γιατί κάτι χείλη προφέρουν.

.
.

Όταν προαναγγέλλεται η Άνοιξη

Σήμερα είναι μια απ’ τις μέρες,
που θα έγραφα ένα μεγάλο γράμμα
και θα πήγαινα έναν μακρύ περίπατο.
Ένα γράμμα στο οποίο θα έλεγα
κάτι που είναι αδύνατο.
Θέλω να πω
αυτό που ένιωσα σήμερα το πρωί
κοιτώντας το δρόμο, συννεφιασμένο, δίχως κρύο και με τη ροδακινιά ανθισμένη.
Γιατί είναι μέρες που δεν νιώθω το ίδιο,
κι ωστόσο,
τίποτα δεν έχει αλλάξει.
Ξέρω ότι σ’ αυτό το γράμμα
δεν θα μπορούσα ποτέ να πω όλα όσα έμαθα λίγο
πριν με τις πέντε αισθήσεις μου.
Κι άλλωστε, δεν μπορώ πια να γράψω ερωτικά γράμματα
ούτε να γράψω σε κάποιο φίλο.
Ας μην αυταπατώμεθα,
ένας καλός φίλος υπάρχει πάντα η πιθανότητα να είναι ερωτευμένος. Μ
όνο το μίσος και η αγάπη ενώνουν και κάνουν τους κόσμους να γυρνούν. (Θυμάμαι ακόμα τον αξέχαστο καθηγητή μου της Φιλοσοφίας.)
«Κι ο Θεός έπλασε τη γυναίκα για να κάνει στον άντρα συντροφιά».
«Και δεν είναι αγαθό ο άντρας να είναι μόνος».
Έτσι είναι λοιπόν και γω δεν έχω πια φίλους. Γι’ αυτό είμαι μόνη
και πρέπει να γράψω ένα μεγάλο γράμμα
και να πω αυτό που ποτέ δεν θα πω, γιατί εγώ δεν έμαθα τις λέξεις.
(Τώρα όμως σκέφτομαι αν θα το διαβάσω αυτό στους φίλους μου.)
Αν και καταλαβαίνω αυτό που έρχεται μαζί με τη μέρα
και με καθιστά κάτοικο της γης:
Αυτό που είναι κρυμμένο
και για το οποίο μόνο ένας μεγάλος ποιητής θα μπορούσε να πει
ή, ίσως, να το γνωρίζει ένας γιατρός ή ένας απόφοιτος της ιατρικής,
ή ο ανώνυμος υπάλληλος γραφείου που σήμερα το πρωί μισεί το γραφείο
κι, ίσως, ακόμα και ο διευθυντής του γραφείου,
ο οποίος, όλα είναι πιθανά, κοιτάζοντας τις σύντομες αράδες κάποιου γραπτού,
υποψιάζεται πως εκεί βρίσκεται καμουφλαρισμένο ένα ποίημα.
Ένα ποίημα που, σήμερα, Καθαρά Δευτέρα, έχει ένα χρώμα ρόδου
ή ένα άρωμα από άνθη αμυγδαλιάς.
Δεν ξέρω πως να το πω
γιατί όταν εκφράζονται τα συναισθήματα
μαδιούνται αργά και…
Τι δύσκολο είναι μετά να τα περιμαζέψεις
παρότι μας μένει το άρωμά τους και τα ψάχνουμε μάταια πίσω από κάθε γωνιά
και πάνω σε κάθε λευκό κομμάτι χαρτί.
Κανείς δεν μπορεί να το καταλάβει.
Γι’ αυτό και για τίποτε άλλο, πρέπει να γράψω ένα μεγάλο γράμμα.
Αλλά εγώ όπως είπα, δεν έχω ούτε ένα φίλο, ούτε, αλήθεια,
μπορώ ν’ αποκτήσω. Ούτε είμαι γι’ αυτό που ονομάζεται ένα μεγάλο πάθος στα μυθιστορήματα.

(Αν και μερικοί αφελείς πιστεύουν το αντίθετο.)
Έτσι, δεν μπορώ παρά να κάνω έναν μακρύ περίπατο,
κι ύστερα το βράδυ, πρώτα ο Θεός,
να κλάψω για μια σιωπή από ψευδαισθήσεις,
γιατί δεν μπόρεσα να βγω σήμερα το πρωί,
μ’ αυτά και μ’ αυτά, λόγω βροχής, και για όλα όσα σωπαίνω.
Μα, που μπορώ να κάνω αυτόν τον περίπατο;
Τόσο κουρασμένη από ορίζοντες,
φθαρμένους στο ενδιάμεσο των ωρών
και τελειωμένους από καιρό;
Νομίζω πως πρέπει να γράψω ένα γράμμα
κι αφού το σκίσω
να ρίξω τα πέταλά του έξω απ’ αυτά τα θλιμμένα παράθυρα café, κλειστά.

Ναι, νομίζω πως πρέπει να γράψω το γράμμα αυτό.

.
.

Ξημέρωμα

Αυτή είναι η ύστατη ώρα,
όταν η ψυχή κρύβεται μες στις σκιές
μιας μέρας που ο θάνατος δεν άνοιξε δρόμο,
αλλά όπου η ζωή έκλεισε όλες τις πόρτες
κι έμειναν μόνες οι λέξεις,
στο περιθώριο μιας όχθης που δεν έχει
χέρια γλυκά από αφρούς,
ούτε ανάβουν οι φάροι- τα μόνα άστρα-
ούτε επιστρέφουν πλοία μ’ απαντήσεις λευκές,
ούτε ο άνεμος έχει φωνή ταραγμένου κλαδιού,
ούτε υπάρχουν φεγγάρια στους νερόλακκους να σημαίνουν
μελωδίες γαλάζιες αγρύπνιας.
Ούτε οι άνθρωποι αποχαιρετούν με χαμόγελα,
ορθώνοντας και πίνοντας, την ελπίδα.

Αυτή είναι η ύστατη νύχτα,
όταν δεν νιώθει τίποτα κανείς,
Όταν η αφή δεν ψάχνει για γωνιές
να σβήσει την οργή της από έρημο.
Αυτή είναι η ύστατη ώρα,
όταν δεν λέει τίποτα κανείς,
όταν η φωνή σωπαίνει
κι ο ποιητής, κουρασμένος, δεν ακούει το μήνυμά της.

.
.

Άλλη μια Κυριακή

(διαβάζοντας ένα βιβλίο της Virginia Woolf)

Κι είναι και πάλι Κυριακή.
Και το απόγευμα γερνά,
κι έχει μια καρδιά πονεμένη από ονόματα,
πληγωμένη από ματαιώσεις,
και μια σιωπή που αγρύπνησε από ανώνυμα βήματα,
γκρίζος σφυγμός του σπιτιού.
Και είμαι μόνη
                             και διαβάζω
ένα βιβλίο:

                             ψυχή
που μένει γυμνή
και μιλάει για την ανάμνηση,
για τη ζωή που περνά,
για τους ανθρώπους που υπάρχουν, παρά την ιστορία τους·
Για προβλήματα και περιστατικά ασήμαντα,
για πράγματα που, ωστόσο,
αποθέτουν ένα τρέμουλο πάνω στα χείλη.

                                                 Και είμαι μόνη,
και θα ήθελα
το τηλέφωνο να μιλούσε,
να μιλούσαν οι ξένοι,
να παρέλαζαν εικόνες,
οι μελλοντικές και απούσες.
Εικόνα,
               συντροφιά,
φωνές που μπλέκονται.
Και είναι Κυριακή.
Και όπως πάντα είναι αργά.
Πρέπει να αρνηθώ στο κλάμα
την ανακούφισή του από μαξιλάρι
απογορευμένη η παρηγοριά του
δια των νόμων αυτής της ώρας.
Και πρέπει να σταθώ όρθια,
να αποστρέψω το βλέμμα,
αποκηρύσσοντας τον εύκολο κίνδυνο της θλίψης,
αρνούμενη την επιδέξια
μηχανορραφία της,
                                 την πλεκτάνη της.
Μα είναι πια νύχτα. Γράφω
‒και είμαι μόνη ‒ κι ο κόσμος
βογγά. Υπάρχουν δρόμοι, κίνηση,
ερωτευμένοι, διαβάτες,
                                    οι πόλεις.

Υπάρχει ένας άνθρωπος,
                                   κι άλλος άνθρωπος,
περισσότερος πόνος,
                                   γέλια, φώτα.
Υπάρχουν εγκλήματα, αγωνίες.
                                   Και συγκρούονται
στον αέρα λέξεις δίχως νόημα.

Και είμαι μόνη, είναι Κυριακή,
ένα τσιγάρο…, κι άλλο,
ένα συγκράτημα χεριών
που ανακαλύπτουν, σφίγγουν την μοναξιά.
Είναι η ζωή. Πυκνή σελίδα, λευκή,
ξέχειλη,
          σκισμένη,
                    βρώμικη από λάσπη·
Εκπληκτική,
            καθάρια,
πηγή, σχεδόν ποτάμι.
                            Ζωή.

Δεν υπάρχει πια απόγευμα. Είναι Κυριακή,
κι ακούω
ξανά τη σιωπή.

.
.

Ginkgo Biloba
(Χιλιετές δέντρο)

Ένα δέντρο. Ωραία. Κίτρινο
του Φθινοπώρου. Κι ακτινοβόλο
ανοίγεται προς τον ουρανό, λαίμαργο
για περισσότερο φως. Φωνάζει τη λάμψη του
στον κήπο. Κι απλά, ελεύθερα, το χρώμα του σκορπίζει
μπρος στον ουρανό. Σαν φλόγα
υψώνεται, ανάβει, φωτίζει
το παλιό του αίμα. Κυριαρχεί
|σ’ ολόκληρο τον αέρα, κλαδί το κλαδί.
Ολόκληρος ο αέρας, κλαδί το κλαδί,
πυρπολούνται από την κίτρινη
πληρότητα του δέντρου. Λάμπει
αυτό που, γαλάζιο μόνο, φλέγεται
από μια χρυσή φωτιά: Φωτοστέφανο.
Όχι σημαία. Χαρμόσυνη πηγή
χρώματος: Καρφώνει αναδυόμενο
το χρυσαφένιο του κατάρτι στον ουρανό.
Μέσα από τόσους αιώνες η λαχτάρα του
έρχεται ως εμάς. Φως της Ανατολής.

Κίτρινο. Δεν φαντάζεται ακόμα
τον άνεμο, τον διασκορπισμό
των φύλλων του, σβηστή
πια η φωτεινότητά του. Πλησιάζει
το γκρίζο απόγευμα. Ούτε μαντεύει
τη μοναξιά του, αυτή τη θλίψη
των κλαδιών του.

                                             Ήτανε σιγουριά,
χαρά- Φθινόπωρο!-. Φάρος
φωτός.

                                             Εγκατάλειψη
έπειτα. Που είναι η ομορφιά σου;

.
.


Όλα τα ποιήματα είναι από την ανθολογία «Κάτι χείλη προφέρουν» [Unos labios dicen], Eκδ. Universidad de Granada, 2007

Πηγή εικόνων: περιοδικό IDEAL

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
H Νάνσυ Αγγελή συχνάζει στο διαδίκτυο. Διαβάζει, γράφει και μεταφράζει από τα αγγλικά, τα ελληνικά και τα ισπανικά. Έχει εκδόσει δυο συλλογές διηγημάτων και έχει συμμετάσχει σε ανθολογίες για το μικρό διήγημα. Στον ελεύθερο χρόνο της, διαβάζει, γράφει και μεταφράζει. Contact info: nancyangeli1@hotmail.com