.
SOUND OF BLOOD
Σου έλεγα, για κείνον το ποιητή.
Τον ήξερα πολύ καλά.
Αγωνιζόταν με τις λέξεις και
την επιβίωση.
Τις νύχτες μιλούσε
με χαμένους του αγγέλους.
Βάλσαμο η παρέα τους.
Το πρωί, άναβε λιβάνι γλυκά ν’ αποσυρθούν.
Μετά μαγείρευε,
ταξίδευε σε ξεχασμένες μυρωδιές
έκρυβε σκιές στις συλλαβές του,
ζωγράφιζε φτερά στους τοίχους του σπιτιού
κι’ αφουγκραζόταν τις σιωπές της μουσικής.
Κείνο το βράδυ δεν τους περίμενε.
Έφτιαξε με τα χέρια του,
ένα ποίημα τόσο καλό!
Βελούδινο
γκρενά του αίματος.
Κυλούσε αβίαστα
χωρίς εμπόδια στο ρυθμό.
Τόση ήταν η χαρά του,
που άρπαξε δυο φτερά απ’ τον τοίχο
και πήγε να τους βρει.
♦
ΕΚΘΕΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ
Στην ερημιά των περιπτέρων,
χωρίς γυαλιά ηλίου,
στα ρέστα που περίμενες με συστολή
στα ψιλά που δεν βρέθηκαν για τη sχεδία
στους εκδότες που χαμογέλασες
αναγνωρίζοντας αμφότεροι
την έλλειψη αυτοσεβασμού μας,
στην πίσω πλευρά,
κάτω από μια νεαρή μιμόζα,
φτεροκοπούσε απελπισμένα το νόημα
παλεύοντας με τις λέξεις.
♦
ΤΡΙΓΥΡΝΑΝΕ ΤΟΣΑ ΧΡΟΝΙΑ (ΤΑ ΧΕΡΙΑ)
Ήθελα να σε νιώσω, μόνο με τ’ ακροδάχτυλα. Ξεκομμένα από το υπόλοιπο σώμα μου, σαν μικρές ευαίσθητες πατούσες οι ρώγες των δακτύλων, να χόρευαν για λίγο μέσα στις παλάμες σου. Κι ίσως να κούρνιαζαν εκεί για πάντα. Τρόμαξα. Κι έτρεχα να μην σε προλάβω καθώς, εξόριστο είναι πια τώρα το «για πάντα» και ακούγεται απειλητικό.
Ύστερα κοίταζα τα χέρια μου για ώρα και τα γκρίνιαζα. Πάντα πολυάσχολα και πάντα το μέσα άχθος το χάραζαν στο δέρμα. Ήταν σαν τοίχος ασοβάντιστος με χίλια δυο συνθήματα μισοσβησμένα. Να είχαν έστω κρινοδάχτυλα χλωμά, χορεύοντας μπαλέτο επί πιάνου. Γυναικεία δάχτυλα σου λέει… Τι θα σκεφτόσουν! Να χορεύουν διχασμένα ζειμπέκικο μέσα στη παλάμη σου. Το ζεϊμπέκικο είναι μοναχικός χορός. Έχει ένα «αχ» ανελέητο, που κυλάει αδιάκοπα στις φλέβες. Αν δεν το τινάξεις χάμω, μέσα στις στάχτες να το πατήσεις, σύριζα να κόψεις από τον ώμο το καυμό, μπλαβίζει εκεί. Μέσα στου άλλου τη ζεστή παλάμη. Για πάντα.
Γεωργία Καραγιάννη
.
.
Εικόνα: Paco Pomet, Alas, 2011
.
.