O πολυβραβευμένος Σερβοαμερικανός ποιητής Charles Simic γεννήθηκε στις 9 Μαϊου του 1938 στο Βελιγράδι και πέθανε στο Νιού Χάμσαϊρ των ΗΠΑ στις 9 του περασμένου Ιανουαρίου. Από τα ποιήματα που παρουσιάζονται εδώ, η «Πέτρα» και το «Ξενοδοχείο Η Αϋπνία», υπάρχουν ήδη μεταφρασμένα στο διαδίκτυο, αλλά αποπειράθηκα κι εγώ μια απόδοση, επειδή τα αγαπώ ιδιαίτερα. Τα πρωτότυπα υπάρχουν επίσης όλα στο διαδίκτυο και μπορεί κανείς να ανατρέξει σε αυτά, με βάση τους αγγλικούς τίτλους τους.

 

Καθρέφτες στις 4 π.μ.
[Mirrors at 4 a.m.]

Πρέπει να τους ζυγώσεις απ’ το πλάι
Σε δωμάτια τυλιγμένα στη σκιά
Μια κλεφτή ματιά να ρίξεις στο κενό τους
Χωρίς να σε πιάσουν στα πράσα
Αντιγυρίζοντάς σου τη ματιά.

Το μυστικό είναι πως
Και το άδειο κρεβάτι βάρος τούς είναι,
Μια προσποίηση.
Πιο πολύ τους ταιριάζει
Η συντροφιά ενός γυμνού τοίχου,
Η συντροφιά του χρόνου και του αιώνιου,

Που, συγγνώμη κιόλας,
Δεν έχουν είδωλο
Όταν θαυμάζουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη,
Ενώ εσύ στέκεσαι εκεί στο πλάι
και μ’ ένα χαρτομάντιλο
σφουγγίζεις κρυφά το μέτωπό σου.

 

Προς τον Ένοικο του Επάνω Ορόφου
[To the One Upstairs]

Αφέντη όλων των αφεντικών του σύμπαντος.
Κύριε παντογνώστη, μηχανορράφε, μαριονετίστα
Κι όλα τα άλλα στα οποία ειδικεύεσαι.
Εμπρός, ανακάτεψε απόψε τα μηδενικά σου.
Βούτα τις ουρές των κομητών στο μελανοδοχείο
Κάρφωσε αστέρια στον ουρανό με το συρραπτικό.

Καλύτερα να διάβαζες τα κατακάθια του καφέ
Ή να ξεφύλλιζες τον Καζαμία.
Όμως, όχι! Σ’ αρέσει να το παίζεις σπουδαίος
Και θρέφεις την περιβόητή σου αταραξία
Καθισμένος πίσω από τη γραφειάρα σου
Δίχως τίποτα στα εισερχόμενα
Τίποτα στα εξερχόμενα
Και όλη την αιωνιότητα μπροστά σου απλωμένη.

Δεν ανατριχιάζεις όταν τους ακούς
Να σε εκλιπαρούν γονατιστοί,
Απευθύνοντάς σου λόγια αγάπης
Σαν σε κούκλα φουσκωτή με ανθρώπινες διαστάσεις;
Πες τους να τα μαζέψουν και να πάνε για ύπνο
Μην παριστάνεις πια ότι είσαι πολυάσχολος
Κι ότι γι’ αυτό δεν τους ακούς.

Άδεια τα χέρια σου, τα μάτια σου άδεια.
Δεν υπάρχει έγγραφο κανένα να υπογράψεις
Ακόμα κι αν ήξερες ποιο είναι το όνομά σου
Ή πίστευες τα ονόματα που για σένα επινοώ
Τώρα που βιαστικά σου γράφω στο σκοτάδι.

 

Πέτρα
[Stone]

Να έμπαινα σε μια πέτρα
Να τι θα διάλεγα εγώ.
Ας γίνει κάποιος άλλος περιστέρι
Ας ξεσκίζει άλλος με τιγρίσια δόντια.
Εγώ θα ήμουν ευτυχής ως πέτρα.

Απέξω, η πέτρα είναι ένα αίνιγμα:
Κανείς δεν ξέρει να το λύσει.
Το μέσα της, όμως, θα πρέπει να είναι ήσυχο και δροσερό
Κι ας την πατάει με όλο της το βάρος μια αγελάδα,
Κι ας την εκσφενδονίζει στο ποτάμι ένα παιδί,
Η πέτρα βουλιάζει, αργά, ανεπηρέαστη
Ως τον πυθμένα του ποταμού
Όπου ψάρια την κουτουλάνε
Και μετά αφουγκράζονται.

Έχω δει σπινθήρες να ξεπηδάνε
Όταν τρίβονται δυο πέτρες μεταξύ τους
Οπότε ίσως να μην είναι σκοτεινά μέσα ·
Μπορεί μια σελήνη να λάμπει
Πίσω από κάπου, όπως πίσω από λόφο –
Ίσα-ίσα φέγγοντας ώστε να διακρίνονται
Οι παράξενες γραφές, οι χάρτες των άστρων
Στο εσωτερικό των τοιχωμάτων.

 

Ο Υποβολέας
[The Prompter]

Εκείνος που διαρκώς μου ψιθύριζε
Μέσα στο άδειο θέατρο
Και που τη φωνή του μόλις τώρα άκουσα
Ή φαντάστηκα ότι άκουσα
Χαμένος καθώς ήμουνα στις σκέψεις μου

Θεέ μου, λυπήσου την καημένη μου ψυχή
Ήταν η ατάκα μου
Την οποία δυσκολευόμουν να προφέρω
Γιατί έτρεχαν στη ράχη μου τα ρίγη
Σαν άσπρα ποντίκια

Κι όταν τελικά είπα την ατάκα
Δεν υπήρξε καμία ανταπόκριση,
Είχα ελπίσει τουλάχιστον σ’ ένα παλαμάκι
Ένα συγκρατημένο έστω γελάκι –
Όχι σ’ αυτή τη μεγάλη επέλαση του τίποτα.

 

Εξερευνητές
[Explorers]

Φτάνουν βράδυ
Μέσα στο αντικείμενο.
Δεν τους υποδέχεται κανείς.

Το φως απ’ τα φανάρια που βαστάνε
Τους επιστρέφει
Τον ίσκιο τους.

Κρατούν σημειώσεις:
Ουρανός και γη
Έχουν το ίδιο αδιαπέραστο χρώμα.
Άνεμος δεν φυσάει. Αν υπάρχουν ποτάμια
Θα πρέπει να κυλούν κάτω απ’ το χώμα.
Από τα θαύματα που ψάχναμε, τίποτα.
Κορίτσια ιθαγενή, ούτε ένα.

Ούτε σκόνης ίχνος, άρα συμπεραίνουμε
Ότι κάποιος πέρασε πρόσφατα από δω
Με σκούπα…

Ενώ γράφουν αυτοί, το μικρούλι σύμπαν
Τους ράβει με τη μαύρη του κλωστή.

Στο τέλος, τίποτα δεν μένει
Παρά μια αδύναμη φωνή
Που είτε ανήκει
σε έναν απ’ αυτούς
Ή σε κάποιον που ήταν εδώ από πριν.

Λέει: είμαι ευγνώμων
Που ήρθατε επιτέλους.
Είχα αρχίσει να νιώθω μοναξιά.
Σας αναγνωρίζω. Είστε όλα όσα
Μου διέφευγαν ως τώρα.

Αυτή ας γίνει η δική μου χώρα.

 

Εκεί που σκοτεινιάζει
[Wherein obscurely]

Στο δρόμο με τις κυματιστές λεύκες
Σε τοπίο επίπεδο κι ερημικό
Στο γκρίζο του μακρινού ορίζοντα, εκεί που σκοτεινιάζει
Ένας άντρας και μια γυναίκα προχωρούσαν πεζή,

Κρατώντας ο καθένας τους από μια μικρή βαλίτσα.
Είχαν κουραστεί, είχαν βγάλει
Τα παπούτσια τους και βάδιζαν
στις μύτες των ποδιών, κοιτώντας μόνο μπροστά.

Κάθε τόσο ένα αυτοκίνητο περνούσε με ταχύτητα,
Όπως το συνηθίζουν σε τέτοιες αχανείς
Ευθείες, ολόισιες ως εκεί που φτάνει το μάτι-
Και πόσο αστραπιαία χάνονταν –

Τα αυτοκίνητα, εννοώ, κι έπειτα το ψιλόβροχο
Που ερχόταν παρέα με το δειλινό
Σταλιά σταλιά, και μόλις που φαινόταν πια
Λίγο φως, κι ύστερα ούτε καν αυτό.

 

Ξενοδοχείο Η Αϋπνία
[Hotel Insomnia]

Μου άρεσε η μικρή μου τρύπα
Το παράθυρο έβλεπε σε ντουβάρι.
Κάπου δίπλα υπήρχε ένα πιάνο.
Μερικά βράδια το μήνα
Ένας σακάτης γέρος ερχόταν κι έπαιζε
Το “My Blue Heaven”.

Αλλά συνήθως είχε ησυχία.
Κάθε δωμάτιο και η αράχνη του, βαριά ντυμένη,
Να γραπώνει τη μύγα της μ’ έναν ιστό
Από καπνούς τσιγάρων και ρεμβασμό.
Ο καθρέφτης τόσο σκοτεινός
Που δεν έβλεπα το πρόσωπό μου να ξυριστώ.

Στις 5 τα χαράματα, ξυπόλητα βήματα από πάνω.
Η ‘Τσιγγάνα’ χαρτορίχτρα,
Που έχει το μαγαζάκι της γωνίας,
Σηκωνόταν για κατούρημα μετά από νύχτα ερωτική.
Και, μια φορά, το γοερό κλάμα ενός παιδιού
Τόσο κοντινό, που για μια στιγμή πίστεψα
Ότι έκλαιγα εγώ.

.

.

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Η Τ. Κ. μεταφράζει αγγλόφωνη λογοτεχνία, έχει δημοσιεύσει 3 ποιητικές συλλογές και δεν σκοπεύει να εκδώσει τέταρτη, παρόλο που γράφει ακόμα.