ΑΠ’ ΑΘΗΝΩΝ

ΕΙΣ

ΒΟΥΚΟΥΡΕΣΤΙ

1927

(ΤΡΕΙΣ ΗΜΕΡΕΣ ΜΕ ΤΟ ΤΡΑΙΝΟΝ)

.

Οι ταχείες συγκοινωνίες του αιώνος μας, έφεραν τη χρεωκοπία ενός είδους φιλολογίας που πρωτύτερα, με τα αργότερα μέσα συγκοινωνίας, ήταν πολύ γοητευτικό: των ταξειδιωτικών εντυπώσεων. Τι να πει κανείς που να ενδιαφέρει, από ένα τριήμερο ταξίδι, έστω και αν έχει διασχίσει τη μισή Βαλκανική; Το τραίνο ολόκληρο περνά σαν φάντασμα αμφίβολο μέσα στην ιλιγγιώδη ταχύτητά του, τόσο που ακόμα και τα πιο έκδηλα σημάδια ενός τόπου φεύγουν σαν τα «αδειανά δωμάτια» του ποιητή. Δεν βλέπει κανείς παρά ό,τι είναι μακρυά και τα κοντινά τού ξεφεύγουν ασύλληπτα.

Όμως αλλάζει τόσο η φυσιογνωμία των τοπίων, καθώς προχωρεί το τραίνο προς βορρά, ώστε αν η λεπτομέρειά τους ξεφεύγει, από την χτυπητή διαφορά τους σχηματίζει κανείς μια ιδέα.

Όταν φεύγει κανείς με το Εξπρές Οριάν στις 10 το πρωί, τον πιάνει η νύχτα προτού μπει στο Θεσσαλικό κάμπο. Και η χαραυγή της επομένης τον βρίσκει εντός του Σερβικού εδάφους. Και ποιος περιμένει την χαραυγή για να ξυπνήσει; Εκεί κοντά στη Γευγελή θα του κόψει τον ύπνο ο Σέρβος τελωνειακός υπάλληλος συνοδευόμενος από χωροφύλακα. Θεέ μου τι ύφος για να ρωτήσουν τι έχει μέσα μια κοινότατη βαλίτσα… Και ο χαρτοφύλαξ αυτός; Μαλακώτερα, τέως σύμμαχοι!… Βλέπετε, κομιτατζήδες δεν είμεθα. Ο κ. Μιχαλακόπουλος το λέγει και το ξαναλέγει: είμεθα πρόθυμοι να ξαναρχίσουμε διαπραγματεύσεις… [Μιχαλακόπουλος: υπουργός Εξωτερικών με την Κυβέρνηση Ζαΐμη 1926-1927] Αλλά λέγαμε για τη διαφορά των τοπίων…

Στερεά Ελλάδα. Τραίνο περνά γέφυρα. Βαφιαδάκης Γεώργιος. Αρχείο ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ.

Η νύχτα που μεσολαβεί κόβει τη συνέχεια τυλίγοντας εις το σκότος τους Μακεδονικούς κάμπους. Και από τα κατσάβραχα της Όθρυος, τα γυμνά βουνά με τις ξεπλυμένες πλαγιές όπου το λεπτό κοκκινωπό ή ασπρουλιάρικο χώμα μόλις και μετά βίας τρέφει κάποια υπόνοια χλόης και μερικά ολιγαρκή δενδράκια, βρίσκεται αιφνιδίως καταμεσής του Σερβικού κάμπου με την εύφορον γην. Όπως την οργώνει το αλέτρι που το σέρνουν άνετα, άκοπα, ωσάν να κάνουν τον περίπατό τους μέσα στα χωράφια τα βόδια -τόσον είναι μαλακή- αναποδογυρίζονται οι βωλοί της λιπαροί, κοκκινόμαυροι, λαμποκοπώντας σαν κομμάτια ζεσταμένης σοκολάτας. Θαρρείς πως αν την στύψεις θα βγάλει λίπος. Ό,τι να σπείρεις στους κόρφους αυτής της γης, θα σου το ανταποδώσει εκατονταπλάσιο, κατά την παραβολή του Ευαγγελίου.

Και τα νερά κυλούν άφθονα, ποτάμια, ποταμάκια, ρυάκια, που τα πηδά βιαστικά, καθώς περνά το τραίνο με τρομακτική βοή.

Απέραντοι κάμποι σπαρμένοι με χωριουδάκια κρυμμένα μέσα σε συστάδες δένδρων. Ίδια τα σπίτια, χαμηλά, ισόγεια, με αυλές γεμάτες πολύχρωμα χρυσάνθεμα και στολισμένα απέξω τα παράθυρα και οι πόρτες με γιρλάνδες από αρμαθιές κόκκινων πιπεριών. Είναι οι περίφημες «πάπρικες» των βορείων Βαλκανικών λαών. Πάπιες πλατσαρίζουν μέσα στα βαλτόνερα και τετράπαχοι χοίροι ανασκαλεύουν με το ρύγχος τους τη λάσπη, που τη ζυμώνουν με τα πόδια τους και τα παιδάκια τρέχουν να παραταχθούν για να χαζέψουν το τραίνο που περνά.

Βράνιε (Χωριά στη Σερβία, Bibliothèque nationale de France)

Στην έξοδο ενός χωριού μια συνοδεία πηγαίνει αργά. Εμπρός ένα παιδί κρατώντας εις ένα ξύλο σταυρό καμωμένο από άσπρα χρυσάνθεμα, κατόπιν ο παπάς με το πετραχήλι, ακολουθούν στοχαστικά δυο βόδια σέρνοντας ένα κάρο, που πάνω μερικές γυναίκες σκύβουν σιωπηλές στον πεθαμένο, ύστερα πεζές άλλες γυναίκες και τη συνοδεία κλείνει μια αγελάδα… Κάποια κηδεία.

Το τραίνο προσπερνά γρήγορα, όπως η ζωή τραβά τον δρόμο της, αφήνοντας πίσω χαρές και λύπες… Σε κάποια απόσταση από το χωριό το νεκροταφείο ολάνθιστο, γεμάτο χρυσάνθεμα. Μοιάζει σαν τούρκικο νεκροταφείο με όρθιες πέτρες ψηλές στο κεφάλι κάθε μνήματος…

Οι πόλεις δεν διαφέρουν πολύ από τα χωριά. Χαμηλά όλα τα σπίτια, εκτός μερικών που θάναι, φαίνεται, δημόσια κτίρια. Το ίδιο σχέδιο όλα, ομοιόμορφα.

Και οι άνθρωποι ομοιόμορφοι. Οι άνδρες όλοι φορούν ένα κούκο που μοιάζει με πηλήκιο του Σερβικού στρατού χωρίς γείσο. Όλοι οι Σέρβοι είναι στρατιώτες; Και τα παιδάκια ακόμη καθώς παρατάσσονται εις τη διάβαση του τραίνου χαιρετούν στρατιωτικά. Αν ήταν δυνατόν να ταξιδεύσουν έως εδώ πάνω, όλοι οι Έλληνες θα εγίνοντο υπερπατριώτες.

Τόσο χτυπά άσχημα αυτή η στρατιωτική πειθαρχία και κάτι το βαναύσως αγέρωχο που το διαισθάνεται κανείς σε κάθε Σερβική εκδήλωση. Καταντούν όλα ανυπόφορα. Από τον σιδηροδρομικό υπάλληλο που περνά στο διάδρομο του βαγκόν λι, σιδερωμένος, πανύψηλος, ατσάκιστος, βαρύς, εξουσία -βλέπεις- κι αυτός, έως το παραμικρό χωριατόπουλο… Αυτή η χώρα, αυτοί οι άνθρωποι τόχουν πάρει πολύ επάνω τους. Με το δίκηο τους ίσως… Αλλά γίνεται κανείς έξω φρενών. Νοιώθει κάποια προσβολή ανεξήγητη ίσως, αλλά βαρειά. Έτσι μούρχεται ν’ ανοίξω το παράθυρο του βαγονιού και να τραγουδήσω με βροντώδη φωνή τόσο που ν’ αντηχήσει ο απέραντος Σερβικός κάμπος:

-Είμαι Έλλην, το καυχώμαι! κτλ. Σε καλό μου! Κινδυνεύω να καταντήσω σωβινιστής. Αν υπήρχε τουλάχιστον κι άλλος κανείς Έλλην στο βαγόνι… Όλοι ξένοι. Γερμανοί και Ούγγροι κατά το πλείστον. Μόνο μια γηραιά κυρία με σταμάτησε στο διάδρομο:

-Μήπως ξεύρετε Ελληνικά, κύριε;

Επί τέλους! Ας υποστούμε τη φλυαρία της… ίσως νάναι και προτιμότερο αυτό. Θα εξωτερικεύσει ίσως αυτή μερικές σκέψεις, που εγώ θα δίσταζα πολύ  ν’ αποδώσω στον εαυτό μου. Αλλ’ η ευλογημένη μού άρχισε μια αφόρητη γκρίνια εναντίον της Ρωμέικης κακοριζικιάς. Εδιάλεξε την στιγμήν!…  

Ευτυχώς μετ’ ολίγον εκτύπησε το κουδούνι για πρόγευμα. Εσώθην! Δια μιαν ώρα τουλάχιστον.

Αλλά κατόπιν; Μισή ημέρα ακόμη και η γηραιά κυρία καραδοκεί… Κοίταξα με αγωνία το ρολόγι, όπως ο Γουέλλιγκτον εις το Βατερλώ, την ώρα που ο Ναπολέων εξαπέλυε τον Νέϋν με τους θωρακοφόρους κατά του Αγγλικού πεζικού: «Ή ο Μπλώχερ να φθάσει ή η νυξ».

-Ας φθάσουμε στα Σερβορουμάνικα σύνορα ή ας μας πιάσει η νύχτα…

Το σκότος θα καλύψει τη Σερβία και τη γηραιά κυρία θα την πάρει ο ύπνος…

Σιδηροδρομικός σταθμός Σουμπότιτσα

Υπήρχε -θα πείτε- μια απλούστερη λύση: να κοιμηθεί κανείς, να μη βλέπει, να μην ακούει… Αλλ΄έπρεπε να αλλάξουμε τραίνο στη Σουμπότιτσα κι έμεναν ακόμη οι διατυπώσεις των Σερβορουμανικών συνόρων.

Άλλο ανασκάλισμα των αποσκευών εκεί, στη Ζομπόλια. Αλλά τουλάχιστον ανέπνεε κανείς ελεύθερος.

Δεν είχε ξημερώσει ακόμη και τα ηλεκτρικά του βαγονιού ετρεμόσβυναν. Έτσι φωτίζονται όλοι οι Ρουμανικοί σιδηρόδρομοι; Ο υπάλληλος του τραίνου μας εξηγεί δια μακρών ότι το βαγόνι αυτό έρχεται από το Μιλάνο κι εσώθη η ρεζέρβα του ηλεκτρικού… Υποχρεωτικώτατα δε, με ειδοποίησε ότι το βράδυ έως ότου φθάσουμε εις το Βουκουρέστι τα μεσάνυχτα, δεν θάχει καθόλου φως…

Έστω… Χίλιες φορές προτιμότερη αυτή η αταξία. Κι αυτός ο σιδηροδρομικός υπάλληλος, αξύριστος, στραπατσαρισμένος όπως είναι, πιο υποφερτός από τον σιδερωμένο Σέρβο.

Κι αρχίζουν τώρα οι Ρουμανικοί κάμποι, των οποίων τη μονοτονία διακόπτουν βουναλάκια με την κορυφή χαμένη μέσα στην ομίχλη και στις πλαγιές σκεπασμένες από δάση. Ακακίες κατά μήκος της γραμμής και στα χωριά και στους λόφους ένα είδος δρυός, που στην Ελλάδα το ονομάζουμε «δένδρον» κατ’ εξοχήν. Τα σπίτια με στοές μπροστά, σαν τους νάρθηκες των εκκλησιών και η αυλή τους φυτευμένη με χρυσάνθεμα. Στις στέγες παράταξις από μεγάλα κατακίτρινα γλυκά κολοκύθια.

Τα μαραμένα από το φθινόπωρο φύλλα των δένδρων έχουν πάρει ένα χρώμα κοκκινόχρυσο, σε μερικά μάλιστα αμπέλια τα έτοιμα να πέσουν φύλλα είναι κόκκινα φλογάτα. Κάπου-κάπου κατάμαυροι συστάδες κέδρων.

Μ’ όλον που είναι φθινόπωρο η σπαργή της γόνιμης αυτής γης φουντώνει ασυγκράτητη. Σε μερικά μέρη περνούμε από καπνοτόπια, όπου ο καπνός βλαστάνει ψηλός σαν τα ηλιοτρόπια και με μεγάλα πράσινα φύλλα. Απ’ αυτόν εδώ φαίνεται γίνονται αυτά τα άθλια τσιγάρα που πωλούν στους σταθμούς -άχυρο σωστό.

Όρσοβα

Πλησιάζουμε προς την Όρσοβα και να, εκεί κάτω κάτι γυαλίζει ωσάν θάλασσα. Είναι ο Δούναβις, που τον περάσαμε βιαστικά χθες τη νύχτα στο Βελιγράδι. Πλατύς, ήρεμος, ο γέρω-Δούναβις, που σαν τον Ομηρικό ήρωα «πολλών ανθρώπων ίδεν άστεα», μάς παραστέκει δεξιά μας έως ότου να φθάσουμε στο Τούρνο-Σεβερίνο. Από την άλλη όχθη είναι η Βουλγαρία. Σλέπια είναι αραγμένα στο Τούρνο Σεβερίνο για τη μεταφορά της ξυλείας, που είναι στοιβαγμένη σε σωρούς -βουνά ολόκληρα- κατά μήκος της όχθης.

Κατόπιν αποχαιρετούμε τον Δούναβη, το τραίνο κλίνει προς βορρά. Ανεβαίνει τώρα σε βουνά κατάφυτα. Για μια στιγμή, μέσα από την ομίχλη προβάλλει ο ήλιος. Εμφανίζεται ξεθωριασμένος και κρύβεται πάλι ντροπιασμένος από το χάλι του…

Είχε δίκαιο ο σιδηροδρομικός υπάλληλος. Το βαγόνι έμεινε χωρίς φως. Οι συνταξιδιώτες, Τρανσυλβανοί κατά το πλείστον, προμηθεύονται σπερματσέτα από την Κραϊόβαν και εις το φως των συζητούν σχολιάζοντας κάποιο επεισόδιο.

Στο γειτονικό διαμέρισμα ένας λοχαγός, για να επιδειχθεί σε δυο κυρίες, έκαμε επεισόδιο με το σιδηροδρομικό  υπάλληλο, διότι ήθελε και τους δυο στρατιώτες που είχε ορδινάντζες εις την πρώτη θέσιν, ενώ είχαν βγάλει εισιτήρια τρίτης και δεν εδέχετο να πληρώσει τη διαφορά. Επί μισή ώρα διήρκησε ο καυγάς. Και τα επ’ αυτού σχόλια απασχόλησαν τους συνταξιδιώτες μέχρις ότου εφθάσαμεν, τα μεσάνυχτα, εις το Βουκουρέστι. Από τον τρόπο που συζητούσαν κατάλαβα ότι οι άνθρωποι είναι ασυνήθιστοι σε τέτοιου είδους στρατιωτικές γενναιότητες…

Κ. Θ. ΠΑΠΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

Νοέμβριος 1927, ΠΡΩΙΑ

Βουκουρέστι, 1927 (Μέρος αεροφωτογραφίας, wikimedia)

 

 

Διαβάστε επίσης:

Περιήγηση στα φοινικόσπαρτα βουλεβάρτα του Καΐρου (1919)

.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Πλατφόρμα μάχης για την επανοικειοποίηση του ρεμβασμού.