Τι γύρευε ένας Ελβετός ζωγράφος  με το τροχόσπιτό του στην Αθήνα το χειμώνα του 1929; Όσοι ανέβαιναν στο λόφο της Ακρόπολης περνούσαν μπροστά από το κινητό ατελιέ του∙ είχε σταθμεύσει κοντά στα Προπύλαια.

Οι φιλοπερίεργοι πληροφορούνταν ότι «είναι η κατοικία του ζωγράφου κ. Μαρσέλ Αμιγκέ, ο οποίος, χωρίς γυναίκα και παιδιά, περιοδεύει ολομόναχος τον κόσμο μέσα εις το τροχοφόρο σπίτι του, που κινείται με μοτέρ αυτοκινήτου (…)  έχει δε φιλοτεχνήσει πολλούς πίνακες εμπνευσμένους από την ελληνική ζωή της υπαίθρου, από την ελληνική φύση και από τα μνημεία του αρχαίου κόσμου μας» (Εφημ. ΠΡΩΙΑ, 5/12/1929).

Ο Αμιγκέ στα Προπύλαια, 1929

Ποιος, όμως, ήταν ο Μαρσέλ Αμιγκέ (1891-1958); Στην Ελλάδα έλαμψε για μικρό διάστημα χάρη στο ταξίδι του. Είχε καταφέρει να στρέψει πάνω του φώτα παρισινά την περίοδο κυρίως του Μεσοπολέμου. Σήμερα δεν τον γνωρίζει σχεδόν κανείς. Ο Αμιγκέ γεννήθηκε στις 24 Ιουλίου 1891 στην κοινότητα Ollon στην Ελβετία, προτελευταίος γιος σε μια οικογένεια με δέκα παιδιά. Υπήρξε αυτοδίδακτος ζωγράφος από μικρή ηλικία. Αποφοίτησε από την εμπορική σχολή της Λωζάνης και έγινε ταχυδρομικός υπάλληλος. Το 1912 αποφάσισε να αλλάξει ρότα και πήγε στο Παρίσι για να ακολουθήσει βίο καλλιτεχνικό. Παρακολούθησε μαθήματα τεχνών, γνώρισε άλλους ζωγράφους και απασχολήθηκε σε διάφορα εργαστήρια. Τα επόμενα χρόνια εξέθεσε έργα του σε παρισινά σαλόν και κέρδισε την προσοχή τεχνοκριτών. Έπαιζε βιολί και η αγάπη του για τη ζωγραφική συναγωνιζόταν την αγάπη για τη μουσική. Στο ατελιέ του θα σκάρωνε εκδηλώσεις εικαστικές και μουσικές, ενώ η γυναίκα που παντρεύτηκε, η Madeleine, ήταν πιανίστρια. Μπήκε σε θεοσοφικούς κύκλους. Οργάνωσε ακόμη παιδαγωγικές επισκέψεις σε μουσεία συνδυάζοντας την ιστορία της τέχνης με αφηγήσεις από την ιστορία της μουσικής. Δημοσίευσε κείμενα και ανέπτυξε σε διαλέξεις τις θεωρίες του για τη σχέση ήχου και ζωγραφικής.  Θα μπορούσε να είναι  απόγονος του πατήρ Καστέλ που τον 18ο αιώνα είχε αφιερώσει τη ζωή του στη μελέτη της αναλογίας μουσικής και χρωμάτων, σύμφωνα με τον Philippe Junod.  Ο τελευταίος είναι από τους ελάχιστους ανθρώπους που μεταγενέστερα ασχολήθηκε με τη διάσωση της μνήμης του Αμιγκέ.

Μαρσέλ Αμιγκέ

Δύο γεγονότα φαίνεται πως έφεραν τα πάνω κάτω στο σύμπαν του Μαρσέλ Αμιγκέ: το 1928 τον παράτησε η γυναίκα του, ενώ τις πρώτες μέρες του 1929 έφυγε από τη ζωή ο πατέρας του. Τότε ο Μαρσέλ ένιωσε την ανάγκη να ταξιδέψει για να θεραπεύσει τις πληγές του. «Φεύγω, μακριά, μακριά, στην άκρη του κόσμου. Μόνος μου. Κανείς δεν θα ξέρει άλλο νέα μου, εκτός από εσένα», ανακοίνωσε σ’ έναν φίλο του.

Στις 13 Μαρτίου 1929 άφησε το Παρίσι για να γνωρίσει τον κόσμο, με ένα τροχόσπιτο Renault που βάπτισε «L’Ouvège» ∙ επρόκειτο για υπαρξιακό λογοπαίγνιο από το ερώτημα où vais-je – πού πηγαίνω; Θα κατέληγε στην Βομβάη της Ινδίας, διασχίζοντας Ιταλία, Αυστρία, Ουγγαρία, Γιουγκοσλαβία, Ελλάδα, Τουρκία, Συρία, Ιράκ, Ιράν, Βαλουχιστάν, Παντζάμπ και Κασμίρ. Η επιστροφή του στο Παρίσι στις 29 Δεκεμβρίου 1932 έγινε μέσα σε εορταστικό κλίμα, η γαλλική λέσχη αυτοκινητιστών τον παρασημοφόρησε, ενώ ακολούθησαν έκθεση, έκδοση βιβλίου και ομιλίες για την εμπειρία του ταξιδιού του. Σημειώνεται πως τη δεκαετία του 1920 υπήρχαν και άλλοι τολμηροί –λιγοστοί βέβαια-, κυρίως μέλη αυτοκινητιστικών λεσχών, που επιχειρούσαν το γύρο του κόσμου πάνω σε τέσσερις ρόδες. Ένα σύμπτωμα αποικιοκρατίας.

Ο Μαρσέλ αναζήτησε την έμπνευση ζωγραφίζοντας τοπία, πόλεις, αρχαία μνημεία και σκηνές από τη ζωή. Άλλοτε κυριαρχεί το σχέδιο και άλλοτε πειραματίζεται πιο ελεύθερα με το χρώμα, συνθέτοντας ένα ιδίωμα  εύτακτου κόσμου που θέλει να αποδράσει στην επαναμάγευση.

Αμιγκέ – Σούνιο, 1930
Αμιγκέ – Ψαράδες στο Σούνιο

Στην Ελλάδα ο Αμιγκέ βρέθηκε από τον Οκτώβριο του 1929 έως τον Μάιο του 1930. Στο ημερολόγιό του περιγράφει πόσο κουρασμένος νιώθει από το ταξίδι, φτάνοντας στην Αθήνα στις 8 Οκτωβρίου 1929, μια κούραση που εξανεμίζεται μπροστά στη θέα της Ακρόπολης που τον καταμαγεύει υπό το φως του αττικού ουρανού. Μένει στο ιστορικό κέντρο της πόλης και ανάμεσα στις βόλτες του αναφέρει το Φάληρο, την Καστέλα, τον Πειραιά και το Σούνιο. Πηγαίνει σε νησιά όπως η Μύκονος, η Νάξος και η Σαντορίνη. Έπειτα βρίσκεται στο νομό Αργολίδας. Συνεχίζει την περιπλάνησή του σε διάφορα μέρη. Τον Μάιο του 1930 βρίσκεται στις Δελφικές Εορτές. Ανεβαίνει προς Θεσσαλονίκη κι έπειτα κατευθύνεται προς τη Θράκη για να περάσει στην Τουρκία.

Αμιγκέ – Μύκονος

Αναμφισβήτητα ένας ζωγράφος με κινητό σπίτι-ατελιέ αποτελεί θέαμα αξιοπερίεργο το 1929 στην Αθήνα και όχι μόνο, όπως προδίδουν και ορισμένα δημοσιεύματα της εποχής. Ένα εξ αυτών επιστεγάζει τη γνωριμία μας με τον Αμιγκέ: συνεργάτης της «Βραδυνής» πηγαίνει να τον επισκεφθεί στις αρχές του Δεκεμβρίου του 1929 και μεταφέρει τις εντυπώσεις του ακολούθως:

.

Ένας Ελβετός ζωγράφος που ταξιδεύει σέρνοντας το σπίτι του

Το εγκατέστησε προ των Προπυλαίων

Μια επίσκεψη εις το τροχοφόρο ατελιέ του κ. Μαρσέλ Αμιγκέ

Ιδού ένας ευτυχισμένος άνθρωπος! Ο Ελβετός ζωγράφος κ. Μαρσέλ Αμιγκέ, ο οποίος ταξιδεύει σέρνοντας πίσω του και το σπίτι του, το νοικοκυριό του, τα υπάρχοντά του, το ατελιέ του! Το ατελιέ του και η κατοικία του είναι ένα μεγάλο αυτοκίνητο, με διπλούς τροχούς, δυνατή μηχανή, διασκευασμένο κατά τρόπο, που γίνεται δωμάτιο ύπνου, σπουδαστήριο και σαλονάκι ακόμη. Είναι σαν λεωφορείο, κλειστό με τζάμια και κουρτίνες και μόνο μπροστά έχει μια μικρή θέση για τον οδηγό. Το εγκαθιστά όπου θέλει, όπου του αρέσει, το μεταφέρει οποιαδήποτε στιγμή του καπνίσει. Τώρα το σπίτι του βρίσκεται προ των Προπυλαίων στην Ακρόπολη, αύριο θα είναι στο Φάληρο, ή στην Πεντέλη ή όπου αλλού θελήσει. Ούτε νοίκι, ούτε σπιτονυκοκοιρά, ούτε φόροι, ούτε Ούλεν, ούτε τίποτε. Βαριέται ένα μέρος; Βάζει εμπρός και πάει αλλού. Στη Βενετία, στη Βιέννη, στις Άλπεις, στο Παρίσι, όπου τού λέγει η καρδιά του.

Μια συνέντευξις

Επισκέφθηκα σήμερα το πρωί τον καλλιτέχνη. Προχώρησα προς το δρόμο κάτω των Προπυλαίων και επειδή ούτε ρόπτρο υπήρχε στο περίεργο σπίτι, ούτε ηλεκτρικό κουδούνι, αναγκάστηκα να χτυπήσω το τζάμι, σκεπασμένο με κουρτίνα. Άκουσα την απάντηση «Κές κε σε;» και την ίδια στιγμή η κουρτίνα ανεσύρθη, ένα κεφάλι ανδρικό με συμπαθή χαρακτηριστικά, με μουστάκια και κοντά κατάμαυρα γένια εμφανίστηκε πίσω από το τζάμι –κεφάλι καλλιτέχνη, όπως έβλεπε κανείς αμέσως. Ήταν ο κ. Αμιγκέ. Μ’ άνοιξε αμέσως. Άλλη ευτυχία. Ζει μόνος. Ούτε σύζυγος, ούτε πεθερά, ούτε παιδιά ή σκυλιά (έχει ένα σκύλο, αλλά δεν τον είδα, είναι καλοαναθρεμμένος, δεν εμφανίζεται στους επισκέπτες όπως οι αθηναίοι συνάδελφοί του, ή μάλλον δεν ρίχνεται να τους φάει) και ούτε υπηρέτρια.

Το εσωτερικό είναι κλεισμένο με χαλιά χωριάτικα στους τοίχους. Σε μια γωνιά ένα τραπεζάκι με ό,τι χρειάζεται για την προετοιμασία ενός λιτού προγεύματος. Στην άλλη γωνιά σωρός από πίνακες. Ο καλλιτέχνης με πυτζάμες με παρακάλεσε να καθίσω και μού προσέφερε σιγάρα αρωματικά, δώρο του βασιλεώς της Σερβίας, που φέρουν μάλιστα και το μονόγραμμά του.

Αληθινός καλλιτέχνης

Ο κ. Αμιγκέ είναι αληθινός καλλιτέχνης. Αυτό το βλέπει κανείς όχι μόνο από τους ωραίες πίνακές του, αλλά το αισθάνεται αμέσως στην ομιλία του.

«Πουθενά», μού λέγει, «δεν είδα τους ανθρώπους να ανήκουν τόσο πολύ στην γη που κατοικούν όσο στην Ελλάδα. Όλα εδώ που βλέπει κανείς α ν ή κ ο υ ν  στη θαυμάσια αυτή γη. Στην Ιταλία δεν το είδα αυτό. Οι Ιταλοί μού φάνηκαν σαν ξένοι προς τη γη τους. Κοιτάζοντας από το μνημείο του Φιλοπάππου ή από την Ακρόπολη γύρω μου, την πόλη, τους ανθρώπους, έχω μπροστά μου την πιο αρμονική εικόνα που θα μπορούσα να φαντασθώ. Προ της Ελασσώνος είδα ίσως το χωριό που έχει τους φτωχότερους, τους αθλιέστερους χωρικούς. Είδα άνδρες με κουρέλια, γυναίκες με μαντήλια λερωμένα, λασπωμένα, που έχασαν το πρώτο τους χρώμα. Λοιπόν και αυτοί ακόμη είναι ωραίοι, είναι ενδιαφέροντες. Σεις μπορείτε να παραπονείσθε για μερικά σημεία της αρχιτεκτονικής στην Αθήνα, για μερικά κτίρια που μπορεί να μη σας ικανοποιούν την καλαισθησία σας, αλλά ένας ξένος βλέπει το σύνολο, τη γενική εικόνα. Και αυτή είναι αρμονική.

Τα ταξίδια του

Ήρθε με την τροχοφόρο κατοικία του από το Παρίσι. Πόσο χρειάστηκε για το ταξίδι δεν μπορεί να υπολογίσει, διότι έκανε πολλούς σταθμούς. Ξεκίνησε τον περασμένο Μάρτη [1929]. Έμεινε στην Ουγγαρία, στην Αυστρία, στο Βελιγράδι ένα μήνα τυχών πολλών τιμών και περιποιήσεων εκ μέρους του βασιλέως Αλεξάνδρου, στη Μακεδονία παντού.

-Με τι ταχύτητα ταξιδεύετε;

-Όταν είναι καλοί οι δρόμοι κάνω 80 χιλιόμετρα την ώρα.

-Στην Ελλάδα;

-Είμαι ευχαριστημένος να κάνω 50 χιλιόμετρα την ημέρα!

Στα Φάρσαλα

Φαντάζεστε τι τράβηξε στους δρόμους μας. Τέσσερις πέντε φορές το αυτοκίνητο το έσυραν κάρα με μουλάρια, μια δε φορά, στα Φάρσαλα χωρικοί για να τον βγάλουν από ένα δρόμο όπου σφηνώθηκε εργάστηκαν δυόμιση ώρες. Αλλά, ο καλλιτέχνης δεν παραπονείται φυσικά. Είναι τόσο μαγεμένος από την ελληνική φύση, ώστε αυτές οι περιπέτειες δεν σημαίνουν κάτι γι’ αυτόν ή μάλλον έχουν και αυτές το γούστο τους σαν μια αλλαγή.

Μερικά έργα του

Έχει ήδη διανύσει 7.000 χιλιόμετρα, τον Μάιο θα αναχωρήσει επιστρέφοντας δια της οδού της Θεσσαλονίκης. Θα μείνει στη Θεσσαλονίκη, θα πάει στην Κωνσταντινούπολη, τον δε χειμώνα θα επισκεφθεί τη Βαγδάτη. Από εκεί θα προχωρήσει στις Ινδίες όπου θα περιηγηθεί δια μακρών. «Από μικρό παιδί», μου λέγει, «το όνειρό μου ήταν να επισκεφθώ, να γνωρίσω, να μελετήσω δυο χώρες κυρίως: την Ελλάδα και την Ινδία».

Είχε την καλοσύνη να μού δείξει μερικά έργα του. Κατόρθωσε να αρπάξει την ψυχή του ελληνικού τοπίου, την οποία ερμηνεύει με πολλή ευγένεια. Οι Έλληνες χωριάτες του είναι Έλληνες, πολύ περισσότερο από τους χωριάτες πολλών Ελλήνων ζωγράφων. Το φως είναι ελληνικό. Σε ένα έργο που παριστά το Ερεχθείον, μια ευτυχής αντίθεση με έναν ουρανό ανταριασμένο στο βάθος, τα μάρμαρα λαμποκοπούν, δείχνουν όλο το θαμβωτικό μεγαλείο τους. Η ελληνική ψυχή υψούται γαλήνια, ασάλευτη φλόγα εμπρός στην αντάρα εκείνη. Ο ναός της Απτέρου Νίκης τη νύχτα έχει όλη τη θρησκευτική υποβλητικότητα της αττικής νύχτας.

Οπωσδήποτε τα έργα του μαρτυρούν τον καλλιτέχνη που μελέτησε, αγάπησε το θέμα του, άφησε την ψυχή του να επικοινωνήσει μ’ αυτό βαθειά πριν το πραγματευθεί.

Δ.Σ.

Εφημερίδα ΒΡΑΔΥΝΗ

.

Αμιγκέ – Μυκήνες
Αμιγκέ -Τοπίο στην Τουρκία, 1930
Αμιγκέ – Κωνσταντινούπολη
Αμιγκέ – Ηλιόλουστη θέα, νεκροταφεία στην Κωνσταντινούπολη
Αμιγκέ – Γάμος ινδικός, 1932

.

.

Πηγές

Philippe Junod, Marcel Amiguet – Peintre, mélomane et aventurier, Infolio Éditions, 2013

Marcel Amiguet, Seul Vers L’ Asie – Quatre ans en camion automobile, Éditions Victor Attinger, 1934