[Δύο γυναίκες]

 

Louise Bogan (1897-1970)

love me, love me, love me

Florine Stettheimer (1871- 1944)

 

 

 

 

say you do…

 

Η Louise Bogan (1897- 1970) είναι η πρώτη δαφνοστεφής ποιήτρια των Ηνωμένων Πολιτειών. Κατέκτησε τον εν λόγω τίτλο και μια θέση στη βιβλιοθήκη του Κονγκρέσο το 1945, έχοντας αφιερώσει όλη της τη ζωή στη συγγραφή.  Εκτός από το ποιητικό της έργο, έγινε γνωστή και ως κριτικός λογοτεχνίας.  Ήταν τακτική συνεργάτης του περιοδικού «The New Yorker» στο οποίο δημοσίευσε άρθρα ποιητικής κριτικής και θεωρίας της λογοτεχνίας από το 1931 ως το 1970. Η Bogan θεωρείται σήμερα η πρώτη ποιήτρια της οποίας τον τόνο και ύφος καλλιέργησαν αργότερα η Ανν Σέξτον και η Σύλβια Πλαθ. Όπως κι εκείνες, πάλεψε μια ζωή κόντρα στη χαμηλή αυτοεκτίμηση, θεωρώντας μέχρι το θάνατο της τον εαυτό της δίχως αξία, το έργο της υποδεέστερο. 

Στην Florine Stettheimer (1871- 1944) αποδίδεται ο πρώτος πίνακας γυναικείου γυμνού‒πρόκειται μάλιστα για αυτοπορτρέτο! ‒ που έγινε ποτέ από γυναίκα. Δυο χρόνια μετά το θάνατο της, το Museum of Modern Art εγκαινίασε προς τιμή της την πρώτη αναδρομική έκθεση που έγινε για το έργο γυναίκας ζωγράφου. Υπήρξε  σχεδιάστρια θεατρικών κουστουμιών, ποιήτρια και περιβόητη σοσιαλιτέ στα πιο πρωτοποριακά σαλόνια της εποχής της. Σήμερα θεωρείται ως μια από τις σημαντικότερες φιγούρες του αμερικανικού μοντερνισμού, προπομπός της Pop Art και είδωλο του Andy Warhol. Όμοια με την Emily Dickinson, το έργο της έφτασε στο ευρύ κοινό μετά το θάνατο της, χάρη στην αδερφή της.  

Διαμετρικά αντίθετες εκ πρώτης όψεως, κι όμως συμπληρωματικές, τόσο η Βogan, όσο και η Stettheimer έγραψαν ιστορία, αν και καμιά απ’ τις δυο δεν έγινε ευρύτερα γνωστή. Μια απλή ερώτηση είναι απαραίτητη ‒γιατί;‒, αν και η απάντηση είναι λίγο-πολύ προφανής.  Παρά το ταλέντο τους έπρεπε να αποδεικνύουν συνεχώς την αξία τους, να δικαιολογούν κατά κάποιο τρόπο την απόκλιση του χαρακτήρα τους απ’ αυτό που ο περίγυρος θεωρούσε ως «γυναικείο πρότυπο».  

Παρουσιάζουμε σήμερα λίγα μόνο από τα ποιήματα, τα γραπτά και τους πίνακες που άφησαν πίσω τους οι δυο αυτές γυναίκες, συνοδευόμενα από μερικά λόγια που, σαν καντήλι, σκοπό έχουν να ρίξουν ένα έστω αμυδρό φως διαλύοντας το ‒πάντα άδικο‒ σκοτάδι της λήθης που τυλίγει τη γυναικεία καλλιτεχνική δημιουργία.  Γιατί, είναι περιττό να πούμε πως εν σκοτάδι κείτονται αναρίθμητες ‒ποτέ δεν θα μάθουμε πραγματικά πόσες‒ γυναίκες που έζησαν και ζουν μπροστά από την εποχή τους ή κόντρα στην εποχή τους, τολμώντας ή μη μπορώντας να είναι απλώς ο εαυτός τους.     

 

Σύνθεση – Μεταφράσεις: Νάνσυ Αγγελή 

 

 

Louise Bogan 
.

 

Δεν ξέρω πού μπορεί κανένας απ’ τους δυο μας να στραφεί,

τουλάχιστον στην αρχή, ξυπνώντας απ’ τον ύπνο ο ένας του άλλου.

Δεν ξέρω πώς μπορούμε ν’ αντέξουμε

το ποτάμι που η χρυσή στάθμη του φεγγαριού φωτίζει

ή τα τόσα δέντρα που σείονται μαζί μες στο σκοτάδι.

Θα εύχονταν κανείς να μην είμασταν μόνοι

και η αγάπη να μην διαλύονταν και χάνονταν στον άνεμο‒

Αν και θα με νικούσες

και πάνω σου θα κειτόμουν βαριά.

Louise Bogan [Απόσπασμα]

 

Μια από τις σταθερές θεματικές της Bogan είναι ο φόβος της αισθηματικής απόρριψης. Δυο ήταν τα μεγαλύτερα εμπόδια που αντιμετώπισε από νωρίς κι από πρώτο χέρι δυο προκειμένου να μπορέσει ν’ ανοίξει το δικό της δρόμο στον εκλεκτό κι ανδροκρατούμενο κόσμο της ποίησης: η φτώχεια σε συνδυασμό με τη γυναικεία ταυτότητα.  Καταγόμενη από μια εργατική ιρλανδική οικογένεια, τελείωσε το γυμνάσιο χάρη στην οικονομική στήριξη μιας εύπορης ευεργέτιδας, της οποίας το όνομα καλύπτει επίσης το σκοτάδι της ιστορίας. Έτσι, είχε την τύχη να μαθητεύσει στο περίφημο «Boston Girls’ Latin School», το πρώτο ίδρυμα δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για κορίτσια της χώρας και μετέπειτα να γίνει δεκτή στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης. Δεν ολοκλήρωσε όμως παρά μονάχα τον πρώτο χρόνο της φοίτησης της.  Το 1916 και παρά την ακαδημαϊκή της ευστροφία, τη γυναικεία της καρδιά έκλεψε ένας γερμανός στρατιώτης, με τον οποίο παντρεύτηκε παρατώντας τις σπουδές της. Τον ακολούθησε εκεί που υπηρετούσε και ένα χρόνο μετά απέκτησαν μια κόρη. Σύμφωνα με την ίδια δεν είχαν τίποτα κοινό εκτός από το σεξ και σύντομα τον παράτησε. Το 1918 η Bogan έμεινε χήρα και ξόδεψε το κρατικό επίδομα χηρείας σ’ αυτό που αποτέλεσε το πρώτο της μεγάλο ταξίδι στην Ευρώπη, αφήνοντας τη φροντίδα της κόρης της στους γονείς της. Έζησε για ένα χρόνο στη Βιέννη, μαθαίνοντας πιάνο και διαβάζοντας Τολστόι, Τζόις και Έλιοτ. Κατά την επιστροφή της, μετακόμισε στη Νέα Υόρκη όπου επιδόθηκε στο διόλου εύκολο κυνήγι μιας καριέρας στο γράψιμο. Το 1923 εξέδωσε την πρώτη της ποιητική συλλογή.

Αυτό που η Bogan επιθυμούσε ήταν «να ζήσει σύμφωνα με τη θέληση της» και όπως το έθεσε η Ruth Limmer, διαχειρίστρια των πνευματικών της δικαιωμάτων, «την ενδιέφερε περισσότερο το νόημα και η φύση της κάθε εμπειρίας, παρά τα καθαυτά γεγονότα». «Την απασχολούσε», συμπληρώνει η Limmer, «πάνω απ’ όλα το έργο της, στο οποίο αφοσιώθηκε». Αντίθετα απ’ ότι θα περίμενε κανείς όμως, κρίνοντας από την χειραφέτηση που την χαρακτήριζε στην προσωπική της ζωή, δεν συμμετείχε σε κανένα κοινωνικό ή φεμινιστικό κίνημα της εποχής της, παρά τη δύσκολη πρόσβαση και αποδοχή που είχε ως γυναίκα στο χώρο της τέχνης, ιδιαίτερα κατά τις δεκαετίες του ‘30 και του ’40. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τις περιορισμένες της σπουδές και την ταπεινή της καταγωγή κατέστησαν το ποιητικό της έργο αμφιλεγόμενο, αν όχι υποδεέστερο. Η ίδια φαίνεται να μην ένιωσε ποτέ άνετα με την γυναικεία της υπόσταση, με μια ορισμένη συναισθηματικότητα που είθιστο να αποδίδεται σε όλες ανεξαιρέτως τις γυναίκες, καθώς όχι μόνο δεν δέχτηκε ποτέ να συμμετάσχει σε ανθολογίες γυναικείας ποίησης, αλλά ούτε και δημοσίευε κριτικές για ποιήτριες. Επ’ αυτού, είναι αποκαλυπτικό το ποίημα της με τον εύγλωττο τίτλο «Γυναίκες».

 

Γυναίκες

Οι γυναίκες δεν έχουν μέσα τους ανυπακοή,

είναι αντ’ αυτού προνοητικές,

ικανοποιημένες μες της καρδιάς τους το σφιχτό ζεστό κελί

τρώγοντας ξερό ψωμί.

Δεν βλέπουνε κοπάδια καθώς βοσκούν το κόκκινο χορτάρι του χειμώνα

Δεν ακούνε

Το νερό απ’ το χιόνι πως κυλάει μες στο κανάλι

Ρηχό και καθαρό.

Καρτερούν, ενώ θα ‘πρεπε να το ρίξουν στα ταξίδια,

σκληραίνουν ενώ θα ‘πρεπε να λυγίζουν.

Στρέφουν κατά του εαυτού τους αυτή τη καλοσύνη

με την οποία κανένας άντρας δεν είναι φίλος.

Δεν μπορούν να σκεφτούν τόσα σιτηρά για ένα χωράφι

ή το καθαρό ξύλο πως τεμαχίζει ένα τσεκούρι.

Η αγάπη τους είναι ένας φλογερός παραλογισμός

Πολύ έντονη ή πολύ άτονη.

Ακούν σε κάθε ψίθυρο που τους μιλά

μία κραυγή κι ένα λυγμό.

Πιθανότατα, όταν στη ζωή αποφασίζουν να ριχτούν έξω απ’ το κατώφλι της πόρτας τους,

να πρέπει απλώς να τ’ αγνοήσουν.

 

Σε σχέση με τη μη συμμετοχή της σε ομάδες ή κινήματα, ξέρουμε για την Bogan πως υπήρξε μοναχικό άτομο.  Η μοναξιά, σε συνδυασμό με τη σκληρή αυτοκριτική που εφάρμοζε, μέρος του εύθραυστου ψυχισμού της, ήταν σύμφωνα με τους μελετητές της, απαραίτητη για την ίδια και το έργο της αν και συντέλεσαν στους πολλαπλούς ψυχιατρικούς εγκλεισμούς της από το 1931 και μετά.

 

Μοναχική Παρατήρηση Κατά Την Επιστροφή Από Τη Διαμονή Στη Κόλαση

Δάκρυα τη νύχτα

στ’ αφτιά σου κυλούν

 

Solitary Observation Brought Back From A Sojourn In Hell

At midnight tears

run in your ears

 

Από την αλληλογραφία της και μια εν μέρει βιογραφία της που έχουν εκδοθεί, γνωρίζουμε σήμερα πως η Louise Bogan νοσηλεύτηκε πολλές φορές για κατάθλιψη καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της και πως πάλεψε μέχρι το θάνατο της κόντρα στην αίσθηση ανικανοποίησης και την απογοήτευση που την κυρίευε, τόσο για την συγγραφική της παραγωγή, όσο και για την μη αναγνώριση αυτής. Δεν είναι τυχαίο που κάποια χρόνια αργότερα, τη δεκαετία του ‘60, τον τόνο και τη θεματική του έργου της Louise Bogan καλλιέργησαν, μεταξύ άλλων, οι ποιήτριες Ανν Σέξτον και Σύλβια Πλαθ. Από το βιογραφικό υλικό αναδύονται τα όχι τόσο ευτυχισμένα παιδικά χρόνια της Bogan τα οποία σημάδεψε ο ασταθής γάμος των γονιών της, οι συχνές μετακομίσεις της οικογένειας λόγω εργασίας και οι απιστίες της μητέρας της. Η ίδια παντρεύεται για δεύτερη φορά το 1925 με τον λογοτέχνη Raymond Holden και ένα χρόνο αργότερα εκδίδει τη δεύτερη ποιητική συλλογή της. Αλλά ούτε αυτός ο γάμος έμελλε να διαρκέσει και διαλύεται οριστικά το 1934 ως αποτέλεσμα του αλκοολισμού και των δυο και των ξεσπασμάτων ζήλειας από πλευράς της Bogan. Το 1933, λίγο πριν τον οριστικό χωρισμό, κερδίζει την υποτροφία Guggenheim που της επιτρέπει να επιστρέψει στην Ευρώπη, αυτή τη φορά περνώντας ένα καλοκαίρι στην Ιταλία και τη Γαλλία.

Στα χρόνια που ακολουθούν, η Louise Bogan εργάζεται ως μόνιμη συντάκτης του «The New Yorker» και ως επισκέπτρια καθηγήτρια σε διάφορα πανεπιστήμια. Αν και όχι εντατικά, δεν θα σταματήσει να γράφει ποίηση, εκδίδοντας περίπου μια ποιητική συλλογή ανά δεκαετία και περιμένοντας ως τον θάνατο της, την αναγνώριση που αποζητούσε, μαχόμενη ενάντια στη χαμηλή αυτοεκτίμηση και την αποστροφή που έτρεφε κόντρα στον εαυτό της:

«Είδα το πραγματικό, σχεδόν μαραμένο κι ανόητο πρόσωπο μου, στη βιτρίνα ενός καταστήματος, κάτω απ’ το γυμνό φως του απογευματινού ψιλόβροχου και ρίγησα. Η γυναίκα που πέθανε δίχως να έχει γράψει κανένα σημαντικό έργο. Η γυναίκα που το ‘βαλε στα πόδια».

 

Μέδουσα

Είχα φτάσει στο σπίτι μέσα από μια σπηλιά από δέντρα

κάτω απ’ έναν καθαρό ουρανό.

Όλα λικνίζονταν ‒μια καμπάνα κρεμόταν, έτοιμη κάποιος να τη χτυπήσει.

Ο ήλιος κι η αντανάκλαση στροβιλίζονταν.

Άξαφνα μπροστά μου φάνηκαν τα γυμνά μάτια

και τα συριστικά μαλλιά

μπρος στο παράθυρο, ιδωμένα μέσα από μια πόρτα.

Τα μάτια δίχως βλέφαρα, στο μέτωπο τα φίδια,

στον άνεμο σχηματισμένα.

Δεν είναι παρά μια σκηνή νεκρή για πάντα.

Τίποτα δεν θα σαλέψει πια ποτέ.

Το τέλος δεν θα την κάνει πιο λαμπρή,

ούτε η βροχή θα τη θολώσει.

Πάντα θα πέφτει το νερό ή δεν θα πέφτει,

και η γυρτή καμπάνα θα μένει σιωπηλή.

Πάντα θα μεγαλώνει το χόρτο για σανό,

βαθιά στο χώμα.

Και γω θα στέκομαι εδώ σαν μια σκιά

κάτω απ’ την τέλεια ζυγιασμένη μέρα,

το βλέμμα μου στην κίτρινη σκόνη που ο αέρας σηκώνει

μα δε σκορπά.

 

Λόγια για μια αποχώρηση

Τίποτα δεν ήρθε στη μνήμη, τίποτα δεν έφυγε απ’ αυτή.

Όταν ξυπνήσαμε, κάρα περνούσαν στο ζεστό οδόστρωμα του καλοκαιριού,

οι κάσες των παραθύρων ήταν υγρές απ’ τη νυχτερινή βροχή,

πουλιά σκορπίζονταν και κάθονταν πάνω στις καπνοδόχους

σαν πάνω σε γκροτέσκα δέντρα.

Τίποτα δεν ήταν συνειδητό, τίποτα δεν έδειχνε μακρινό.

Ψιλές καμπάνες σήμαναν τη μια ώρα πίσω απ’ την άλλη,

το απόγευμα ανέδυε ψυχρούλα

και κόσμος συναντιούνταν σε δρόμους που ερήμωναν.

Υπήρχε ένα φεγγάρι και φως σε μια βιτρίνα

και σούρουπο που έπεφτε σαν βιαστικό νερό.

Πιασμένοι χέρι χέρι

με πρόσωπα που νεύουν‒

τίποτα δεν χάθηκε, τίποτα δεν μας άνηκε

καμία προσφορά ούτ’ άρνηση.

 

2.

Σ’ αναπόλησα

Δεν ήσουνα η πόλη που κάποτε επισκέφτηκα,

ούτε ο δρόμος που άφησα πίσω τρέχοντας.

Ήσουν σα σάρκα άχαρος

Και πιο ελαφρύς από πούσι  ή στάχτες.

Ήσουν η φλούδα

και το λευκόχυμο μήλο

το τραγούδι και τα λόγια δίχως μουσική.

 

Έμαθες την αρχή:

Να πηγαίνεις από μένα αλλού.

Να είσαι με κάποιον, να τρως, να χορεύεις, ν’ απελπίζεσαι,

να κοιμάσαι, ν’ απειλείσαι, ν’ αντέχεις.

Θα μάθεις το πώς.

Στο τέλος, όμως, να’ σαι ξεδιάντροπος.

Να’ σαι παράλογος‒ σβήστα όλα με μια μονοκοντυλιά.

Να’ σαι εξωφρενικός‒ μην αφήσεις να μιλήσει κανείς.

Ντύσου το άνθος της σιωπής.

Και φύγε δίχως φωτιά ή φανάρι.

Άσε μια κάποια αβεβαιότητα την αποχώρηση σου να τυλίγει.

.

Florine Stettheimer
.

 

Σε αντίθεση με τη μελαγχολική, συχνά έμμετρη  ποίηση της Bogan, το έργο της ιδιοσυγκρασιακής  Florine Stettheimer είναι εξωστρεφές, λαμπερό και εκρηκτικό. Προκλητική και ανοιχτά φεμινίστρια, γεννημένη στους κόλπους μιας εύπορης μητριαρχικής οικογένειας, η Stettheimer ανέπτυξε ένα προσωπικό στυλ, απόλυτα θηλυκό και πέρα από κάθε κατηγοριοποίηση. Σ’ αυτό απεικονίζεται η ανέμελη και αισθησιακή ατμόσφαιρα της Τζαζ Εποχής και του Μεσοπολέμου. Οι πίνακες της αποτελούν ζωντανά ντοκουμέντα της εποχής της, συνδυάζοντας μεταξύ άλλων στοιχεία Ναΐφ τέχνης με επιρροές από το Συμβολισμό και τον Gustav Klimt. Σ’ αυτούς απεικονίζεται με θεατρικότητα η ράθυμη και επιτηδευμένη σχόλη της εύπορης αστικής τάξης της Νέας Υόρκης τις δεκαετίες του ‘20 και του ’30 στην οποία η ίδια άνηκε. Οι σκηνές, γεμάτες λεπτεπίλεπτες αιθέριες φιγούρες, μοιάζουν ονειρικές, παρότι παρουσιάζουν πραγματικές καταστάσεις. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως η Florine αγάπησε από νεαρή ηλικία το μπαλέτο και το θέατρο. Συχνά, οι καλειδοσκοπικές εικόνες της κάνουν την εμφάνιση τους μέσα από μια θεατρική αυλαία που ανοίγει. Με όχημα την πολυτέλεια και τη γιορταστική ατμόσφαιρα και έχοντας σαν σκηνικά πλούσιους εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους, η Florine Stettheimer έθιξε με ευφυή τρόπο θέματα όπως οι φυλετικές διακρίσεις και η ταυτότητα φύλου, απεικόνισε άφοβα «γυναικεία θέματα» και κατάλαβε από νωρίς την πρόκληση που αποτελούσε το να ζωγραφίζει τα πράγματα από την οπτική πλευρά μιας γυναίκας.  Εμπνευσμένη απ’ τα γυμνά πορτρέτα του Γκόγια και του Μανέ, δεν δίστασε να φτιάξει τη δική της εκδοχή γυμνής μούσας  αντικαθιστώντας το αντικείμενο του πόθου από τον εαυτό της, ενώ σ’ έναν άλλο από τους πιο γνωστούς πίνακες της με τίτλο «Θερινές εκπτώσεις στου Bendel» απεικονίζεται το εσωτερικό του ομώνυμου πολυκαταστήματος της εποχής γεμάτο γυναίκες που, σαν σε χορογραφία, δοκιμάζουν ξέφρενα ρούχα και αξεσουάρ. Οι καμβάδες της είναι πολυεπίπεδοι, πρωτότυποι, προκλητικοί και σαρκαστικοί. Σ’ αυτούς ξετυλίγεται με λαμπρότητα το θέαμα (και το θέατρο) της ζωής, ενώ συχνά οι πρωταγωνιστές είναι κάθε άλλο παρά ανώνυμοι! Έτσι, μπορεί κανείς να διακρίνει μέσα στο πλήθος μιας γιορτής τον Marcel Duchamp να σερβίρει αστακό ή κάποιον περιβόητο κριτικό τέχνης της εποχής να παριστάνει τον κριτή σε μια παρτίδα τέννις. Σ’ άλλον ένα χαρακτηριστικό πίνακα, το εσωτερικό ενός σαλονιού διακοσμεί το γνωστό γυμνό αυτοπορτρέτο της Stettheimer, μόνο που‒ τι ειρωνεία‒ το σώμα της δεν μοιάζει να τραβά το ενδιαφέρον κανενός.

«Στούντιο, πάρτυ ή σουαρέ» (1917- 1919)

Τα σουαρέ της Stettheimer συγκέντρωναν πλήθος από επιφανείς και πάσης καλλιτεχνικής ιδιότητας  ανοιχτά ομοφυλόφιλους ή αμφισεξουαλικούς καλεσμένους, παρά το γεγονός πως οι μη ετεροφυλικές σχέσεις ήταν παράνομες εκείνη την εποχή.

Για τη σχέση της Stettheimer με την έκθεση, έχει γραφτεί πως ήταν μάλλον αντιφατική. Η παιγνιώδης προσωπικότητα της έμοιαζε απ’ τη μια εξωστρεφής και κοινωνική κι από την άλλη ντροπαλή και ανασφαλής. Αλλά, ο αυτοσαρκασμός και το χιούμορ, μπορεί να μην ήταν παρά μονάχα άμυνα, η δική της ασπίδα προστασίας μακριά από ιππότες που το βάζουν εύκολα στα πόδια.

Γράφει χαρακτηριστικά σε ένα από τα ποιήματα της και διαλύει τους καπνούς της υπερφίαλης εξτραβαγκάντσας.

Κάποτε

κάποιος

βλέπει το φως μου

σπεύδει στο εσωτερικό

τραγουδιέται

τρομάζει

βγαίνει εσπευσμένα

φωνάζει φωτιά.

Ή μπορεί να συμβεί

να προσπαθήσει να τη σβήσει,

κάτι που ένας φίλος δεν κάνει ποτέ,

παρά την απολαμβάνει

όπως ακριβώς είναι.

Έτσι έμαθα να τη χαμηλώνω

να την κατευνάζω

όταν συναντώ κάποιο ξένο ‒

ανάβω

από ευγένεια ένα απαλό

ροζ φωτάκι

που λέγεται πως είναι

ταπεινό

ή και χαριτωμένο.

Δεν είναι παρά προστασία

κατά της φθοράς

και των δακρύων…

Κι όταν αποβάλλω

αυτόν Τον- Πάντα- Ξένο

ανάβω το δικό μου φως

και γίνομαι ο εαυτός μου.

Τα έργα, άλλωστε, αποτελούσαν για τη Florine Stettheimer κομμάτι του εαυτού της. Η ίδια αρνούνταν να τα πουλήσει ή τα κοστολογούσε με δεκάδες χιλιάδες δολάρια, γεγονός που τα καθιστούσε απούλητα. Δεν είναι άνευ σημασίας το γεγονός πως μετά από μια πρώτη αποτυχημένη νεανική ατομική έκθεση το 1916, τους πίνακες της μπορούσαν να θαυμάσουν σχεδόν αποκλειστικά οι εκλεκτοί καλεσμένοι των σαλονιών της. Σήμερα, ελάχιστοι πίνακες της Stettheimer βρίσκονται σε προσωπικές συλλογές. Οι περισσότεροι δόθηκαν μετά το θάνατο της σε ιδρύματα σ’ ολόκληρη τη χώρα, αποφεύγοντας σε μεγάλο βαθμό, σύμφωνα με τη θέληση της, την εμπορευματοποίηση.

Το σαλόνι- ατελιέ της Florine Stettheimer

Γράφει χαρακτηριστικά η Georgia O’ Keefe σ’ ένα γράμμα της προς τη Florine, «Ελπίζω να γίνεις πεζή, όπως εμείς οι υπόλοιποι, και να εκθέσεις τα έργα σου φέτος»!

Αλλά, η Florine, παρότι ήταν πλούσια, δεν ήταν άτρωτη. Για την ίδια λέγεται πως ήταν συνήθως ολιγομίλητη, παρά το πλήθος που συχνά την περιτριγύριζε. Προτιμούσε περισσότερο να παρατηρεί, παρά να συμμετέχει ενεργά στη γιορτή.

Για την εμπορική, ας το πούμε έτσι, εσωστρέφεια της, οι στίχοι όπου παραλληλίζει τον εαυτό της μ’ έναν καμβά προς πώληση είναι αποκαλυπτικοί και αποτελούν ένα σχόλιο όχι μόνο πάνω στη φύση της τέχνης, αλλά και στη γυναικεία ταυτότητα.

«Πορτρέτο της μητέρας μου» (1925)

Ο Πίνακας Που Δεν Αγάπησε Κανείς

Ήμουν πάλλευκος

Με μετέτρεψες σε χρωματιστό τρόπαιο

Με αποκάλεσες πρωτότυπο και αυθεντικό

Τη δημιουργία σου

Kαμιά κορνίζα δεν ήταν αρκετά καλή για μένα

Από ασήμι‒ ακόμα και από χρυσό

Ένας λαμπρός περίγυρος ήταν όλα όσα χρειαζόμουν

Κι ύστερα με πούλησες σε κάποιον άλλο.

 

Όπως έγραψε μεταγενέστερα η κριτική, στην περίπτωση της Stettheimer, «η επιφάνεια είναι το βάθος». Έτσι, μέσα σε λαμπερούς διάκοσμους, η Florine απεικόνισε στους μνημειώδεις καμβάδες της πολύπλοκα θέματα που παραμένουν ταμπού μέχρι σήμερα, όπως η σεξουαλικότητα και οι φυλετικές διακρίσεις. Το 1920 στο έργο της με τίτλο «Asbury Park» παρουσιάζει Αφροαμερικανούς να απολαμβάνουν τον ήλιο στην αμμουδιά του Νιου Τζέρσεϊ παραβιάζοντας τον διαχωρισμό σε ζώνες για μαύρους και λευκούς. Θεωρείται ένας από τους πρώτους πίνακες λευκής ζωγράφου στον οποίο η ανατομία της μαύρης φυλής δεν παρουσιάζεται ως καρικατούρα. Στο έργο «Lake Placid» του 1919, η Stettheimer ζωγράφισε τον εαυτό της μαζί με φίλες της από διάφορες θρησκείες σε μια τοποθεσία γνωστή ως προπύργιο του αντισημιτισμού, ενώ σε ένα άλλο της έργο γνωστός χορευτής του ρωσικού μπαλέτου εμφανίζεται έχοντας αντρικό και γυναικείο σώμα μαζί.

«Asbury Park South» (1920)
«Lake Placid» m(1919)

Εκτός απ’ την ζωγραφική, αξιομνημόνευτη είναι επίσης η συμβολή της Stettheimer και στο θέατρο. Στα μέσα της δεκαετίας του ‘30 αναλαμβάν

ει τα κουστούμια της πρωτοποριακής όπερας «Four Saints in Three Acts» το κείμενο της οποίας είχε γράψει η Gertrude Stein. Πρόκειται για ένα πρωτόγνωρο για την εποχή θέαμα, καθώς για πρώτη φορά συμμετέχουν σ’ αυτό αποκλειστικά μαύροι καλλιτέχνες σε ρόλο αγίων. Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως η Stettheimer ήταν η πρώτη που αξιοποίησε καλλιτεχνικά το σελοφάν χρησιμοποιώντας το ως υλικό στις διακοσμήσεις και τα θεατρικά σκηνικά και κουστούμια.

«Η Georgette χορεύει». Κουστούμι για όπερα (1912)

To 1938, στην πρώτη έκθεση ζωγραφικής του Νέου Κόσμου στην Ευρώπη, η Georgia O’ Keefe και η Florine Stettheimer είναι οι δυο μοναδικές γυναίκες που συμμετέχουν, ενώ το 1946, δυο χρόνια μετά το θάνατο της Stettheimer και με επιμελητή το στενό της φίλο και καλλιτεχνικό της alter ego, Marcel Duchamp, το «Museum of Modern Art» φιλοξενεί την πρώτη αναδρομική έκθεση αφιερωμένη στο έργο της. Πρόκειται για την πρώτη αναδρομική έκθεση του μουσείου που έγινε ποτέ στο έργο γυναίκας ζωγράφου.

Αλλά, παρά τις πρωτιές, το αντισυμβατικό της πνεύμα ή την απόλυτη αφοσίωση στο έργο της, η Florine Stettheimer, παρέμεινε άγνωστη έξω απ’ τα τείχη του σαλονιού και του στενού της κύκλου. Οι πίνακες της, όμοια με τα ποιήματα της, ήταν μοναδικοί, χωρίς να ανήκουν σε κανένα από τα κυρίαρχα ρεύματα της εποχής της. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την άνοδο του αφηρημένου εξπρεσιονισμού και του μινιμαλισμού που επικράτησαν στον ανδροκρατούμενο χώρο της τέχνης τις επόμενες δεκαετίες, έκανε το θηλυκό και ονειρικό της έργο να ξεχαστεί, πριν ανακαλυφθεί ξανά και πάρει τη θέση που του αξίζει στους καταλόγους των μουσείων ως ιέρεια και χειραφετημένη μούσα του μοντερνισμού, γεννήτωρ της por art.

«Οικογενειακό Πορτρέτο ΙΙ» (1933)
Η Stettheimer, στ’ αριστερά, ντυμένη αντρικά και κρατώντας στο χέρι μια παλέτα.

Για τη γυναίκα αυτή που φορούσε παντελόνια προκειμένου να έχει την ελευθερία κινήσεων που ήταν απαραίτητη για τους πίνακες μεγάλων διαστάσεων, που στα οικογενειακά πορτρέτα απεικόνιζε τον εαυτό της με σμόκιν και που αρνήθηκε πεισματικά το γάμο, γιατί τη στένευε χειρότερα κι από κορσές, μια φράση που ειπώθηκε μετά το θάνατο της είναι χαρακτηριστική, ένδειξη πως οι ταλαντούχες γυναίκες δεν είχαν ποτέ πολλές επιλογές: «Δεν ενέπνεε αγάπη ή τρυφερότητα, ούτε καν φιλική ζεστασιά, προκαλούσε όμως σεβασμό, θαυμασμό και ενδιαφέρον».

Κάτι είναι όμως κι αυτό, έτσι δεν είναι;

«Αυτοπορτρέτο με παλέτα» (η ζωγράφος και ο Φαύνος, 1915)


«Ζωγράφισα την έκσταση της στιγμής
σε ζεστούς, χρυσούς τόνους…»

F.S.

 

«Ανοιξιάτικες εκπτώσεις στου Bendel» (1921)

 

«Κυριακάτικος περίπατος» (1917)

 

«Διαγωνισμός ομορφιάς»(1924)
«Natatorium Undine» (1927) ή απολαυστική ονειροφαντασία: Η Florine και η αδερφές της ανάμεσα σε γυμνές γυναίκες ξαπλωμένες μέσα σε αχιβάδες σαν άλλες Αφδροδίτες, υπό τους ήχους μιας τζαζ μπαντας και άνδρες σε ασκήσεις αερόβιας γυμναστικής ή κάνοντας μασάζ στις κυρίες.
Η σειρά «Cathedrals» ή Καθεδρικοί Ναοί (1929- 1942) απεικονίζει τους τέσσερεις πυλώνες της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής της μητρόπολης της Νέας Υόρκης που αποτελούν τα μουσεία  «Museum of Modern Art» (αριστερά), «The Metropolitan Museum of Art» (στο κέντρο) και «Whitney Museum of American Art» (δεξιά). Ένα πλήθος από κριτικούς τέχνης, γκαλερίστες και φωτογράφους, μεταξύ αυτών και η Florine, συνωστίζονται μπροστά στις πόρτες τους.

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
H Νάνσυ Αγγελή συχνάζει στο διαδίκτυο. Διαβάζει, γράφει και μεταφράζει από τα αγγλικά, τα ελληνικά και τα ισπανικά. Έχει εκδόσει δυο συλλογές διηγημάτων και έχει συμμετάσχει σε ανθολογίες για το μικρό διήγημα. Στον ελεύθερο χρόνο της, διαβάζει, γράφει και μεταφράζει. Contact info: nancyangeli1@hotmail.com