Νίκο Βέλμο λέγεται ότι γεννήθηκες το 1890 στην οδό Νικοδήμου 21 στην Πλάκα. Ο μπαμπάς σου ήταν τσαγκάρης και είχες άλλα έξι αδέλφια. Σε γειτονικό σπίτι έμενε ο Εμμανουήλ Ροΐδης και τού πήγαινες αυγά από το κοτέτσι του φτωχικού σας. Το 1902 παρατάς το σχολείο και αλητεύεις στους δρόμους της Αθήνας, συναναστρεφόμενος ανθρώπους του περιθωρίου. Μικροκλοπές και χασίς σε οδηγούν στη φυλακή. Το 1905 γίνεσαι παιδί θαύμα (έφηβος θαύμα) του ελληνικού θεάτρου. Ανεβαίνεις στο σανίδι με τον θίασο της Αικατερίνης Βερώνη. Σύντομα βρίσκεσαι στο θίασο του Θωμά Οικονόμου ο οποίος ενθαρρύνει την αυτομόρφωσή σου. Στέκεται δάσκαλος που σέβεσαι και δεν ξεχνάς στο υπόλοιπο της ζωής σου. Αργότερα, όταν πεθαίνει ο Οικονόμου, θέλεις να του κάνεις μνημείο. Διακρίνεσαι για τις σαιξπηρικές ερμηνείες σου και διασκευές. Θα γίνεις φιγούρα αμλετική και η αγάπη σου για τον Σαίξπηρ θα σε κάνει να αλλάξεις το πατρικό επίθετο Βογιατζάκης, σε «Βέλμος», σε μια εκδοχή εκφοράς του William με προφορά γερμανική. Παίζεις σε παραστάσεις με τη Μαρίκα Κοτοπούλη και την Κυβέλη. Περιοδεύεις με πολλούς θιάσους σε νησιά του Αιγαίου, στη Σμύρνη και την Αίγυπτο, αποκομίζοντας εμπειρίες που ανοίγουν τον κόσμο στα μάτια σου. Με την υποκριτική καταπιάνονται και οι αδελφές σου, Αριάδνη και Τατιανή. Στο σανίδι παραμένεις κυρίως μέχρι το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1920. Άλλοι λένε ότι έχεις μεγάλο ταλέντο ως ηθοποιός, άλλοι μέτριο.

Αξιοσημείωτη στιγμή αποτελεί το 1918, όταν με τον δικό σου «Στρατιωτικό Θίασο» δίνεις παραστάσεις για φαντάρους στη Θεσσαλονίκη –μέσα στο κλίμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και της επιστράτευσης-, εκεί όπου θα γνωρίσεις και τον πιστό σου φίλο, τον λογοτέχνη Στρατή Δούκα. Είναι από τους λίγους που θα αντέξουν στο χρόνο τον δύσκολο χαρακτήρα σου, όλο δραματικές εντάσεις στη ζωή, όπως και στο θέατρο. Μέσω του Δούκα γνώρισες έπειτα καλλιτέχνες όπως ο Φώτης Κόντογλου και ο Σπύρος Παπαλουκάς. Έχετε κοινές ανησυχίες και αναζητήσεις. Πολλά από αυτά τα γνωρίζουμε σήμερα σε μεγάλο βαθμό και με περισσότερες λεπτομέρειες δια χειρός Νίκου Λογοθέτη, από το βιβλίο «Νίκος Βέλμος (1890-1930), Ο γυιος της απώλειας»: η μοναδική μονογραφία που γράφτηκε για εσένα, μετά από πολυετή έρευνα. Από ένα σημείο κι έπειτα είχες επίγνωση πως έχτιζες το μύθο σου.

Κατά τον συγγραφέα Νίκο Λογοθέτη: «Ο Νίκος Βέλμος (ψευδώνυμο του Νίκου Βογιατζάκη, Αθήνα 1890-1930) ήταν μία από τις πιο ιδιότυπες αλλά και αμφιλεγόμενες και κοινωνικά στιγματισμένες μορφές των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα. Με πρώιμες εμπειρίες περιπλανώμενου αλήτη και παραβάτη του ποινικού νόμου, έζησε ως το τέλος της ζωής του ως αληθινός μποέμ, που, κατά τα γραφόμενά του, τον μάγευαν το κρασί, ο έρωτας και ο πόνος. Ομοφυλόφιλος, ναρκομανής και αλκοολικός, αλλά χαρισματικός και πολυτάλαντος, υπήρξε ακάματος δημιουργός» [1].

Γενικά, μια από τις εντυπώσεις για εσένα, Νίκο Βέλμο, είναι πως μέσα από τη μακρόχρονη εμπειρία σου στη σκηνή, με το πείσμα αυτοδίδακτου που σε διέκρινε, προσπάθησες να φέρεις την τέχνη κοντά στον απλό κόσμο. Κάνοντας διασκευές θεατρικών έργων θέλησες να τα «εκλαϊκεύσεις», προκειμένου να συνδυάσεις τερπνόν και ωφέλιμον, ο κόσμος να καταλαβαίνει το έργο, να ευχαριστιέται, να χειροκροτεί, διαφορετικά οι παραστάσεις παρέμεναν ακατανόητες. Μεταξύ άλλων, διασκεύασες στη δημοτική γλώσσα από την καθαρεύουσα ποιήματα του Δημήτρη Παπαρρηγόπουλου.

Κι αν παρέμενες θεατράνθρωπος, πάλι δεν θα ήταν αρκετά τα παραπάνω για να σε συστήσει κανείς. Οποιαδήποτε προσπάθεια ενός σύντομου πορτρέτου σου καταδικάζεται να παραμείνει ατελής.  Τι να πρωτοπείς για τη συνέχεια;

Ο ιστορικός τέχνης Δημήτρης Παυλόπουλος έγραψε: «Λογοτέχνης, ηθοποιός, σκιτσογράφος (…) Ιδιότυπη προσωπικότητα, αναρχικός, ασυμβίβαστος σαρκαστής των συμβατικοτήτων της εποχής του, γονιμοποίησε πνευματικά την αθηναϊκή κοινωνία της δεκαετίας του ’20. Από τις σελίδες του Φραγκέλιου μεταβάλλεται σε ύστερο μετα-διαφωτιστή∙ κρίνει αυστηρά τους ανθρώπους, γιατί αισθάνεται ότι τους λείπει ουσιαστική παιδεία, τους ψέγει επειδή υποκρίνονται (…)» [2].

Ο Νίκος Βέλμος σε νεαρή ηλικία

Γίνεσαι ποιητής, λογοτέχνης. Τη δεκαετία του 1910 εκδίδεις τις πρώτες σου ποιητικές συλλογές -όπως ο «Ερωτόπαθος τραγουδιστής»- οι οποίες δεν καταφέρνουν να συναρπάσουν τον λογοτεχνικό κόσμο (μάλλον δίκαια εδώ που τα λέμε), πράγμα το οποίο σε απογοητεύει. Ωστόσο, τα πεζά σου –όπως «Η ιστορία ενός παιδιού» που γράφεις όταν φυλακίζεσαι το 1916 μετά από πολιτικό καυγά για τις σοσιαλιστικές σου ιδέες- αξίζουν μια ιδιαίτερη θέση στην ιστορία της λογοτεχνίας. Πέρα από αυτά, γράφεις δοκίμια και άρθρα, όπως περί ποίησης ή της κοινωνικής κατάστασης του ανθρώπου στην εποχή σου, δείχνοντας τα δόντια της πολιτικής κριτικής σου. Αργότερα, θα κρατήσεις στα χέρια σου ένα μαστίγιο, εκδίδοντας από τα τέλη του 1926 έως το 1929 το Φραγκέλιο, μια «λαϊκή φυλλάδα» το αποκαλείς, με κείμενα όπου τέχνη και ζωή συνενώνονται: μετατρέπεσαι σε τιμωρό, σε υπερασπιστή όλων των φτωχών του κόσμου ενάντια στους πλουσίους και τους έχοντες εξουσία, εκφράζεσαι ελευθερόστομα, με πλούσιο υβρεολόγιο συχνά υπό τη μορφή σάτιρας. Αποπνέεις αναρχοχριστιανισμό. Μαζί με το Φραγκέλιο, εκδίδεις και τα Φύλλα Τέχνης, φορώντας τα καλά σου και εκφράζοντας πιο κόσμια τις ιδέες περί τέχνης που υποστηρίζεις, καλλιτέχνες και καλλιτεχνικές αξίες. Σε βλέπουμε ως προπομπό του λόγου περί «ελληνικότητας» της δεκαετίας του 1930. Σε κάθε περίπτωση, με την κριτική σου –πολιτική, κοινωνική, καλλιτεχνική- κατάφερες να αναστατώσεις τόσο πολύ κόσμο που ενέπνευσες εκτίμηση αλλά και για κάποιους απέχθεια.

Για τον εκδότη Διαμαντή Καράβολα ο Βέλμος και ο βελμικός κόσμος «δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτα πρωτοπόρα κινήματα που εμφανίστηκαν την ίδια εποχή σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ίσως, αν υπήρχε ένα Φραγκέλιο παριζιάνικο ή ένας αλλοδαπός Βέλμος, λόγου χάρη, να ήταν γνωστότερος στη χώρα μας»[8].

Ένα πρωτοσέλιδο του Φραγκέλιου ( Έτος Α’, αρ.φ. 47, 1927). Στο σκίτσο του ζωγράφου Μίμη Βιτσώρη βλέπουμε τον Βέλμο σε μια ταβέρνα, «ανάμεσα σε δυο ρασοφόρους που ξέρουνε και μιλάνε όπως πρέπει για το Χριστό».

Το σπίτι σου το 1928 το μετέτρεψες σε «Άσυλον Τέχνης». Επρόκειτο για τη δεύτερη ιδιωτική γκαλερί στην ιστορία της νεοελληνικής τέχνης, με χαρακτήρα ενάντια στην εμπορευματοποίηση του καλλιτεχνικού γίγνεσθαι που εκείνη τη δεκαετία βρίσκεται στα σπάργανα. Οι εκθέσεις στο «Άσυλον Τέχνης» ξεχωρίζουν, με πρώτη εξ αυτών την έκθεση Γιαννούλη Χαλεπά. Στο μεταξύ θα γίνεις ερασιτέχνης ζωγράφος. Και εμπειρογνώμονας  της κοιμητηριακής τέχνης στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Μέχρι το 1930 και την τελευταία έκθεση που οργανώνεις στο «Άσυλον», για την εκατονταετηρίδα από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους, κατορθώνεις –παρά τα χρέη που συσσώρευσες από τις δραστηριότητές σου- με κόπους, βάσανα και προσωπικές θυσίες, να γίνεις σεβαστός στη μεσοπολεμική Αθήνα. Και τότε η τραγική σου μοίρα σού δίνει το τελειωτικό χτύπημα. Μια ζωή από την αλητεία στο θέατρο, μια ζωή στο περιθώριο αλλά και στο προσκήνιο,  με φτώχεια, απογοητεύσεις, προσωπικά ομοφυλοφιλικά ερωτικά δράματα, οικογενειακές σπαραξικάρδιες ιστορίες –όπως ο χαμός της μικρής ανιψιάς σου Λουΐζας-, και τότε έρχεται κατά τη στιγμή που έχεις επιτέλους επιβάλει στην Αθήνα έναν δικό σου «κόσμο της τέχνης», και τότε έρχεται να σε συναντήσει ο μαυροφόρος δρεπανοφόρος χάρος.

 

Πάνω στο αποκορύφωμα της επιτυχίας του «Ασύλου Τέχνης», πεθαίνεις τη νύχτα του Σαββάτου 5 Ιουλίου προς την Κυριακή 6 Ιουλίου 1930. Είπανε ότι έπεσες θύμα τροφικής δηλητηρίασης εξ ιχθύων και στρειδιών σε μια ταβέρνα κοντά στο Μοναστηράκι. Μια λαϊκή ταβέρνα από αυτές που εξύμνησες τόσο.  Η κηδεία σου έγινε την ίδια μέρα στις 17.30 με πομπή από την οδό Νικοδήμου 21 στο ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στην Πλάκα.  Σε συνόδευσαν μεταξύ άλλων μέλη του σωματείου ηθοποιών, καλλιτέχνες και λόγιοι. Στον ναό ο αρχιμανδρίτης κ. Φοντριέ, συνδεόμενος δια παλαιάς φιλίας μαζί σου, σε  αποχαιρέτησε με εμπνευσμένα λόγια και εξύμνησε την έμφυτη καλλιτεχνική σου διάθεση. Κατατέθηκαν πολλά στεφάνια[3]. Η πρώτη σύντομη νεκρολογία που γράφτηκε ήταν η εξής:

«Ο καϋμένος ο Νίκος ο Βέλμος, ο ιδρυτής του Ασύλου Τέχνης, ο δημιουργός, ο καλλιτέχνης, η δυνατή αυτή φυσιογνωμία, μας άφισε ξαφνικά. Σήμερα είδαμε το αγγελτήριον της κηδείας του. Μέσα εις την ακμήν της δράσεώς του, μιας δράσεως ξεχωριστής και πολυσχιδούς, το τσεκούρι του θανάτου εκτύπησε τον Βέλμο απότομα και τον συνέτριψεν. Ο Νίκος Βέλμος, η αδρά αυτή φυσιογνωμία, δεν υπάρχει πια μέσα εις τον κόσμο της τέχνης και της σκέψεως και του αισθήματος. Το έργον του όμως είναι προωρισμένο να ζήσει επί πολύ, και η πνοή του και άλλους να καθοδηγήσει εις τον δρόμο της τέχνης»[4].

Η ιστορία παίζει παράξενα παιχνίδια. Το έργο σου τις επόμενες δεκαετίες μάλλον θα φυτοζωούσε, με λίγες εξαιρέσεις. Θα μπορούσε να φταίει το ότι παραήσουν «ριζοσπάστης» για το γούστο των γενεών που ακολούθησαν.

Τροφική δηλητηρίαση, λοιπόν;  Διαφορετική είναι η μαρτυρία του Στρατή Δούκα, ο οποίος λέει ότι χτυπήθηκες το 1928 από την επιδημία του Δαγκείου στα νεφρά. Χωρίς να υποπτεύεσαι τα επακόλουθα συνέχισες να πίνεις –τα «έτσουζες» αρκετά- με αποτέλεσμα οι συνέπειες υποχρονίας νεφρίτιδας να εκδηλωθούν ξαφνικά μια εβδομάδα πριν καταλήξεις οριστικά [5].

Τι άλλο έγραψαν οι σύγχρονοί σου ακούγοντας την είδηση του  θανάτου σου; Θα σου μεταφέρω μερικά από τα λόγια τους:

«Δεν υπάρχει Αθηναίος σχεδόν όστις να μην εγνώρισε τον Νίκο Βέλμο, τον ακούραστο δημιουργό, τον καλλιτέχνη, τον αφιλοκερδή και ιδεολόγο, υπό τις εμπνεύσεις του οποίου διαρκώς γινόταν και κάτι καλό για την Τέχνη και τους εργάτες της. Εσχάτως ακόμη είχε κατορθώσει με την ίδρυση του “Ασύλου Τέχνης” να δώσει μια νέα ώθηση και ενίσχυση σε άγνωστους καλλιτέχνες και να τους φέρει σε επικοινωνία με το κοινό που τους αγνοεί»[6].

.

«Ποιος δεν ήξερε τον άνθρωπο με το εκφραστικό πρόσωπο, με τα ζωηρά μάτια, τα γεμάτα θέληση μαζί και όνειρα, με τα μακρυά καλλιτεχνικά μαλλιά και τις ιδιόρρυθμες μπλούζες, που πάντοτε με μια σάκκα στη μασχάλη,-εξωγκωμένη όχι από χιλιάρικα μα από καλλιτεχνικά σκίτσα, σχέδια, ιστορικές εικόνες, αντίτυπα χαλκογραφιών και μνημείων,- έβγαινε από το κάστρο του, το “Άσυλον Τέχνης” της οδού Νικοδήμου, για να γυρίσει τα δημοσιογραφικά γραφεία ή τα ιστορικά μέρη της παληάς Αθήνας και να  εργασθεί και να μοχθήσει για το όνειρό του: την επιβολή του μουσείου του, την έκδοση του ιστορικού του λευκώματος; Το θέατρο, οι τυπογράφοι, οι καλλιτέχνες, οι συγγραφείς, οι δημοσιογράφοι∙ όλοι τον εγνώριζαν και τον συμπαθούσαν τον Νίκο τον Βέλμο, και μόνο η ζωή δεν τον εγνώριζε και του αρνήθηκε πάντοτε και το παραμικρότερο ευνοϊκό βλέμμα της (…) Μπορούσε να ζήσει άνετα με το επάγγελμα του πατέρα του, για τον εαυτό του, και έζησε μέσα στην αγωνία για τους άλλους, κυνηγώντας τη χρυσή χίμαιρα που λέγεται καλλιτεχνικός και πνευματικός κόσμος. Ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Το όνειρο να μείνει όνειρο, με μόνο κέρδος τον εξαγνισμό που φέρνει πάντα η ιδέα που αδερφώνεται με το θάνατο (…)»[7].

.

Η αποδοχή σου, ακόμη και από «εχθρούς» που είχες κάνει, επισφραγίστηκε σύντομα. Στις 14 Ιουλίου 1930 έγινε η πρώτη σύσκεψη φίλων σου καλλιτεχνών και κάθε ενδιαφερομένου, στο «Άσυλον Τέχνης», για να εκπληρώσουν την επιθυμία που εξέφρασες στην επιθανάτια κλίνη: ήθελες να εκδοθεί το λεύκωμα για την «Παληά Αθήνα» που σχεδίαζες να βγάλεις ο ίδιος. Ανάμεσα στους συγκεντρωθέντες ήταν ο Πρόεδρος της Βουλής Ιωάννης Τσιριμώκος, ο Κωστής Παλαμάς, ο Μιλτιάδης Μαλακάσης, η Αγγελική Χατζιμηχάλη, η Αθηνά Ταρσούλη, ο Παύλος Νιρβάνας, ο Δημήτρης Καμπούρογλους, ο Άγγελος Θεοδωρόπουλος, ο Γιόχαν Ρωμανός, ο Δημήτρης Πικιώνης, η Πολυξένη Δημαρά, ο Δημήτρης Καραχάλιος (Λάμπρος Αστέρης), ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Θωμάς Θωμόπουλος, ο Στρατής Δούκας κ.α.

Μερικούς τούς είχες επικρίνει και σατιρίσει στο Φραγκέλιο. Οι περισσότεροι δεν σου κράτησαν κακία, τους εξανάγκασες να σε αποδεχτούν. Το «κατεστημένο» εναντίον του οποίου καταφερόσουν συνέδραμε οικονομικά προκειμένου το ιστορικό, πολυσέλιδο και πολυτελές λεύκωμα μεγάλου μεγέθους «Παληά Αθήνα», πλέον των 230 σελίδων και με πολλές εικόνες, να εκδοθεί: χορηγοί υπήρξαν ο ναύαρχος Κουντουριώτης, τέως πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, ο Αντώνιος Μπενάκης, ο Δήμος Αθηναίων, η Εθνική τράπεζα, η τράπεζα Αθηνών, η Αγροτική, η ΕΛΠΑ, οι Αφοι Παπαστράτου, οι εταιρείες ΦΙΞ, Μακρή και Ανδρέα Καμπά. 

Αυτό στις μέρες μας θα το λέγαμε «πολιτικό πολιτισμό». Άραγε, Νίκο Βέλμο, έπρεπε να πεθάνεις για να σε αγκαλιάσουν; Κάτι μου λέει ότι δεν θα σου άρεσε ο όποιος «πολιτικός πολιτισμός», επειδή ενέχει μια ειρωνεία και δεν θα προσέφερε παρά μεσοβέζικες λύσεις που δεν τερματίζουν τα κοινωνικά προβλήματα, το κυριότερο από τα οποία, όπως έλεγες, είναι η φτώχεια. Και για εσένα, η τέχνη δεν ήταν ένα αυτόνομο πεδίο ξεχωριστό από τη ζωή, αλλά έπρεπε να συνυφαίνεται με τη ζωή και τη μάχη για το κοινωνικό καλό. Και ξέρεις κάτι νεορομαντικέ πρωτοπόρε Νίκο Βέλμο; Είχες δίκιο.

.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ

 

[1] Λογοθέτης Νίκος, Νίκος Βέλμος (1890-1930) Ο γυιός της απώλειας, εκδόσεις Φαρφουλάς, Αθήνα 2016, σ. 15

[2] Παυλόπουλος Δημήτρης, «Βέλμος (Βογιατζάκης) Νίκος», Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών, εκδοτικός οίκος Μέλισσα, τ.4, Αθήνα 1997, σ. 483

[3] «Νίκος Βέλμος», ΠΡΩΙΑ, 7.7.1930 / «Απέθανεν ο Βέλμος», ΕΛΛΗΝΙΚΗ, 7.7.1930 / «Απέθανεν ο Βέλμος», ΕΘΝΟΣ, 6.7.1930

[4] «Νίκος Βέλμος», ΒΡΑΔΥΝΗ, 6.7.1930

[5]  Λογοθέτης Νίκος, ό.π., σσ.173-175

[6] «Νίκος Βέλμος. Ο χθεσινός νεκρός της τέχνης», ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΤΥΠΟΣ, 7.7.1930

[7] ΛΟΥΜΕΝ, «Ο Βέλμος που πέθανε», ΠΑΤΡΙΣ, 8.7.1930

[8] Καράβολας Διαμαντής, «Φραγκελο-Φαρφουλιές», στην επανέκδοση του Φραγκέλιου, περ.Ο Φαρφουλάς, τεύχη 19-21, εκδόσεις Φαρφουλάς, Αθήνα 2016, σ.209