«Και μια φορά κάπου και κάποτε, αγόρι μου, και πάντα αλλού και άλλοτε (κι ευτυχώς, αν μιλάμε για τίποτα πονηρά και χοντρόπετσα τέρατα, δυστυχώς, αν μιλάμε για τίποτα αγαθά κι αραχνοΰφαντα ξωτικά) ήταν ο Ανεμιστήρας…» –τον οποίο, να διευκρινίσω από την πλευρά μου, ούτε στα τέρατα θα τον κατέτασσες αλλά ούτε και στα ξωτικά θα τον προσμετρούσες, κάτι άλλο ήταν αυτός, που ανάθεμα κι αν κατάλαβα όταν άκουσα για την περίπτωσή του. Προφανώς και στην αρχή υπέθεσα ότι η αναφορά ήταν για ένα πράγμα –θαυμαστό, αποτελεσματικό, επιθυμητό, εξωπραγματικό πράγμα, ωστόσο σε κάθε περίπτωση πράγμα. Κατασκευή.  Αντικείμενο. Όταν, λοιπόν, ο άντρας που μας μιλούσε γι’ αυτόν είπε σε κάποιο σημείο της αφήγησής του «Και τότε όλοι καταλάβαμε ότι ο Ανεμιστήρας, αυτή η ολόδροση παρηγοριά του ανελέητου θέρους μας, είχε πεθάνει», πετάχτηκα, ως μη όφειλα, διότι στον εγγονό του κυρίως απευθυνόταν ο άνθρωπος με την ιστορία που έλεγε, κι άρχισα ένα ωραιότατο παραλήρημα, του οποίου η αιχμηρή κορφούλα παλλόταν από την αγανάκτηση για την ανοησία που ακούστηκε, αλλά, κακά τα ψέματα, η περιπλεγμένη ρίζα του ήταν τελείως άσχετη με ό,τι υποτίθεται ότι το προκάλεσε.

Ο τιμωρητικός μου εαυτός, παρά τα τόσα χρόνια που έχουν στο μεταξύ περάσει, θυμάται με κάθε λεπτομέρεια το λογύδριο της συμφοράς που είχα βγάλει τότε. Ναι, θα μπορούσα να το ανακαλέσω λέξη προς λέξη. Άνετα. Όμως, δεν αξίζει τον κόπο και, μεγαλώνοντας, μου είναι πιο εύκολο να ανακαλώ ζόρικες αμαρτίες παρά βλακώδεις χοντροκοπιές. Αρκεί απλώς να πω ότι, με αφορμή εκείνο το «ο ανεμιστήρας είχε πεθάνει», υποστήριξα ότι, «μην τρελαθούμε κιόλας», τα ζώα ψοφάνε και τα πράγματα χαλάνε, μόνο οι άνθρωποι πεθαίνουν. Δεν έλειψαν οι δέουσες υποχωρήσεις: «Εντάξει, κατά τη ζωή κι ο θάνατος, που πάει να πει πως καμιά φορά οι άνθρωποι ψοφάνε (ευτυχώς για τους άθλιους, δυστυχώς για τους εξαθλιωμένους) και τα ζώα πεθαίνουν, ή μπορεί και να “κοιμούνται”, σαν τους μητροπολιτάδες –ίδια ζωάρα κάνουν. Σε κάθε περίπτωση πάντως, τα πράγματα χαλάνε, μόνο χαλάνε, ούτε καν στα παραμύθια δεν τους αξίζει καλύτερη μοίρα».

Το αστείο είναι πως την ίδια ώρα που ξεδίπλωνα τη γυμνασιακού επιπέδου πάρλα μου, άκουγα μια φωνή μέσα μου να επαναλαμβάνει «βούλωσ’ το, βούλωσ’ το, βούλωσ’ το πια, ρε ζωντόβολο» και μάλλον αυτή τη φωνή διέκρινε με κάποιον τρόπο και ο άνθρωπος που του διέκοψα την αφήγηση, γι’ αυτό κι όταν με τα πολλά όντως το βούλωσα, μου απηύθυνε τον λόγο όχι απλώς ήρεμα αλλά σχεδόν τρυφερά.

.

– Αν άκουγες πιο προσεκτικά και δεν σηκωνόσουν κάθε τρεις και λίγο να τηλεφωνήσεις, θα καταλάβαινες ότι ο Ανεμιστήρας δεν ήταν πράγμα. Είχε ψυχή. Και μάλιστα καλή ψυχή.

– Ήταν άνθρωπος;

– Όχι ακριβώς, αλλά του έμοιαζε πολύ.

– Ποιανού;

– Του ανθρώπου.

– Ποιανού ανθρώπου;

– Του κάθε ανθρώπου. Έμοιαζε στον καθένα από μας. Κι ακόμα πιο πολύ: έμοιαζε στον καθένα που ο καθένας από μας αγάπησε με όλη του την καρδιά.

– Αχά… (Παύση. Σάστισμα. Περισυλλογή. Αδιέξοδο.) Οκέι, παραιτούμαι!

.

Δεν καταλάβαινα τίποτα. Προφανώς είχα χάσει καίρια σημεία της αφήγησης, με αποτέλεσμα ένα σωρό από παρανοήσεις. Οι εξηγήσεις που πήρα, μάλλον με μπέρδεψαν περισσότερο παρά με διαφώτισαν. Μήπως να παρακαλούσα να έλεγε την ιστορία από την αρχή; Μπα, δεν είχα τόσο θάρρος. Αλλά κυρίως δεν είχα εμπιστοσύνη στον εαυτό μου: ακόμα κι αν ζητούσα να επαναληφθεί το παραμύθι, ακόμα κι αν γινόταν δεκτό το αίτημά μου, πάλι δεν θα καταλάβαινα τίποτα, διότι εκείνη τη στιγμή, την ώρα ακριβώς που είπα αυτό το καταραμένο «παραιτούμαι», και για χρόνο που δεν έχω ιδέα πόσο μπορεί να διήρκεσε, όχι πάντως πολύ, ίσως λίγα δευτερόλεπτα ή ελάχιστα λεπτά, όχι περισσότερο, κατάλαβα ότι χάνομαι (αν αυτή είναι η λέξη), με τρόπο όμως που δεν θύμιζε το χάσιμο κάποιου που λιποθυμά (υποθέτω, δεν έχω λιποθυμήσει ποτέ), ούτε τον τρόπο που, υποθέτω πάλι, κάποιος μαστουρώνει (δεν έχω μαστουρώσει ποτέ), αλλά με τον τρόπο που κάποιος κυριολεκτικά χάνεται, σ’ έναν δρόμο ή σ’ ένα δάσος, και νιώθει τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν, όχι γιατί δεν έχει άλλες, αλλά γιατί γνωρίζει πως κι οι δυνάμεις που του απομένουν θα ξοδευτούν στη λάθος προσπάθεια, διότι πλέον δεν παίζει με τις πιθανότητες αλλά αντιμετωπίζει το αποτέλεσμα, δεν έχει το χάος για εχθρό του αλλά για συνθήκη του, εκεί μέσα θα περιφέρεται, κι όποια κατεύθυνση και να πάρει, θα καταλήγει κάθε φορά στο λάθος σημείο, που δεν του είναι κι ολότελα ξένο, δεν του είναι ολότελα ανοίκειο, κι αυτό ακριβώς είναι το δράμα του, ότι τα λάθος σημεία στα οποία φτάνει μοιάζουν πολύ με τα σωστά στα οποία θα ήθελε να φτάσει, κι όλα αυτά τα λάθος σημεία στο σύνολό τους δεν του συστήνουν έναν ανεπιθύμητο μα καινούργιο τόπο, τον οποίο καλά θα κάνει να μάθει ν’ αγαπά, αλλά του θυμίζουν μιαν επιθυμητή μα χαμένη περιοχή, την οποία καλά θα κάνει να μάθει να ξεχνάει. Ευχαρίστως. Αλλά πώς; Μια ολωσδιόλου ξένη γλώσσα, ας πούμε, τη μαθαίνει κανείς από την αρχή˙ μα πώς ξεμαθαίνει όλες αυτές τις λέξεις που γνωρίζει, ωστόσο ο συνδυασμός τους λειτουργεί τόσο κρυπτογραφικά, ώστε πάλι μια ξένη γλώσσα να είναι το αποτέλεσμα;

Όχι, δεν μου έφταιγε ο Ανεμιστήρας που δεν ήταν ο ανεμιστήρας έτσι όπως τον ήξερα –ή τουλάχιστον δεν μου έφταιγε μόνο αυτός. Μου είχαν φταίξει προηγουμένως πολλά άλλα πράγματα, με πρώτο το νησί στο οποίο βρισκόμουν, γιατί ήταν μεν το νησί που ήθελα, δεν είχα πάρει λάθος πλοίο, όμως δεν ήταν το νησί που είχα θελήσει όταν το κύκλωνα στον χάρτη λίγους μήνες πριν. Νησί κι επιθυμία θα ταυτίζονταν αν είχε έρθει μαζί μου κι ο Γιώργος, ο οποίος, παρεμπιπτόντως, δεν είχα ιδέα πού βρισκόταν και δεν ήθελα με τίποτα να πιστέψω ότι μπορεί να ήταν στο σπίτι του και να μην σηκώνει το τηλέφωνο βλέποντας ότι ο κωδικός ήταν από το νησί που μαζί είχαμε κυκλώσει στον χάρτη και μαζί, υποτίθεται, θα επισκεπτόμασταν. Αυτός εξάλλου ήταν και ο λόγος που σηκωνόμουν κάθε λίγο και λιγάκι για να τηλεφωνώ, διότι δεν υπήρχαν τότε κινητά τηλέφωνα, υπήρχαν κινητοί άνθρωποι, υπερκινητικοί στην περίπτωσή μου, μέσα-έξω στο ουζερί, μέχρι να καταφέρω να βρω επιτέλους τον Γιώργο και να τον παρακαλέσω είτε να μου υποσχεθεί ότι θα έρθει, κι εγώ να τον περιμένω, είτε να μου επιβεβαιώσει ότι δεν θα έρθει, κι εγώ να σηκωθώ να φύγω. Ούτε τον Γιώργο κατάφερα ν’ ακούσω από το τηλέφωνο του μαγαζιού, ούτε τον Ανεμιστήρα να παρακολουθήσω από το στόμα του μαγαζάτορα –αυτός ήταν ο αφηγητής, κι ο ντροπαλός εγγονός του ο βασικός ακροατής, ασχέτως αν ακούγαμε κι οι πέριξ του τραπεζιού τους λιγοστοί πελάτες.

Δεν είναι πως θέλω να φανώ μετά Χριστόν προφήτης, ωστόσο η αλήθεια είναι πως ήξερα μέσα μου ότι ο Γιώργος δεν πρόκειται να έρθει στο νησί, κι ούτε ποτέ θα ερχόταν μαζί μου όπου κι αν πήγαινα. Εδώ που τα λέμε, ακόμα και ο τρόπος που είχαμε κυκλώσει το νησί στον χάρτη θύμιζε από πλευράς μου κάποιον που προσπαθεί να οριοθετήσει μια ζώνη ασφαλείας, αλλά ο καημένος ο Γιώργος ήταν λες και πέρναγε θηλιά στο λαιμό του, γι’ αυτό και πριν καν να στεγνώσει το μελάνι του δικού του κύκλου, μου πρότεινε να βρω άλλη παρέα για το νησί, γιατί αυτός δεν θα μπορούσε, δηλαδή γενικότερα δεν μπορούσε, «δεν ξέρω αν καταλαβαίνεις, Ράνια μου» (καταλάβαινα), «θέλω να πω, δεν πάει άλλο, ρε συ», γενικότερα μιλώντας είπε ότι το έλεγε, δηλαδή δεν αναφερόταν μόνο στις διακοπές του καλοκαιριού που ερχόταν, «καταλαβαίνεις, έτσι;», αλλά γενικά, πολύ πιο γενικά μιλούσε, «πες, ρε συ, κάτι», κι είπα ότι εγώ, «πολύ ειδικά μιλώντας», θα πάω σ’ αυτό το νησί, «ο κόσμος να χαλάσει, εγώ θα πάω», και πήγα, χωρίς να χρειαστεί να χαλάσει ο κόσμος, ένας ανεμιστήρας μόνο χάλασε, αλλά κι αυτός κανονικός δεν ήτανε, κι ούτε είχε χαλάσει για όλους. Όσοι άκουγαν γι’ αυτόν, χωρίς να πρέπει να τηλεφωνούν σε κάποιον Γιώργο, μια χαρά καταλάβαιναν περί τίνος πρόκειται, μόνο εγώ δεν είχα καταλάβει, διότι δεν καθόμουνα στην ησυχία μου και εννοούσα να φέρομαι όπως ένας άνθρωπος που κάτι ή κάποιον περιμένει, που κάτι ή κάποιον, έστω νευρικά κι αδέξια, διεκδικεί, από κεκτημένη ταχύτητα μάλλον, μιας και δέκα συναπτά έτη όπου κι αν πήγαινα ήταν μαζί μ’ αυτόν που τώρα, μάταια, από ένα μικρό πανέμορφο νησί (γενικά μιλώντας), απ’ του διαόλου τη μάνα (εξειδικεύοντας), αναζητούσα στο τηλέφωνο, ενώ, σημειωτέον, προ της εν λόγω ένδοξης δεκαετίας δεν είχα πάει πουθενά και με κανέναν, που σημαίνει πως τέλειωσα το σχολείο μου στην επαρχία μου, βρέθηκα στο Οικονομικό μου στην Αθήνα μου και με το που πάτησα για πρώτη φορά το πόδι μου στο Πανεπιστήμιο επιβεβαίωσα ιδίοις όμμασι, κι εκ των υστέρων βιώμασι, ότι αυτό που λέμε «κεραυνοβόλος έρωτας» όχι μόνο υπάρχει, αλλά και διαρκεί, διότι δέκα χρόνια, είτε γενικά είτε ειδικά μιλώντας, δεν τα λες και λίγα, «ρε Γιώργο, γαμώτη μου!»

Συμβαίνουν αυτά. Πονεμένες ιστορίες, να φάν’ κι οι κότες. Ερωτικά πονεμένες ιστορίες, να φάει όλο το ζωικό βασίλειο. Εκείνο το μεσημέρι, όμως, στο ουζερί του νησιού δεν αισθάνθηκα να χάνομαι επειδή είχα χάσει τον Γιώργο. Ήταν πολύ πιο σύνθετο και «υπερβατικό», ας πούμε, το χάσιμο στο οποίο βυθίστηκα, κι αυτό γιατί συνειδητοποίησα αίφνης πως η περιοχή που καταλάμβανε ο Γιώργος άδειαζε απ’ αυτόν και γέμιζε ταχύτατα από πληροφορίες ή, ακόμα καλύτερα, από «σημεία» που, είτε κατά μόνας είτε συνδυαστικά, οργάνωναν για μένα μια πραγματικότητα, που δεν γνώριζα αν είναι όντως καινούργια ή αν την έκανε καινοφανή ο τρόπος που πλέον με έκανε να βλέπω τον κόσμο η αποκοπή μου από τον Γιώργο, αλλά κυρίως δεν γνώριζα αν όλη αυτή η σημειακή διαμόρφωση είχε στη βάση της οργάνωσής της και στον πυρήνα της πρόθεσής της την ειρωνεία ή την παρηγοριά –ή μήπως και τα δύο;

Αν έχουν οι σχέσεις ένα μότο, τότε το μότο της σχέσης μου με τον Γιώργο θα ήταν μια φράση δική του, που μου την είχε πει δύο φορές μετά από ισάριθμους καβγάδες σχετικά με την επιλογή της βραδινής μας εξόδου, που είχαν σαν αφετηρία ένα τρελό μουλάρωμα και σαν κατάληξη το να βρεθεί ο καθένας μας εκεί που με τόση λύσσα διεκδικούσε. Είχα πάει εκεί που ήθελα, όμως αυτός είχε έρθει λίγο μετά εκεί που ήμουν, γιατί «Αν στο μέρος που βρισκόμαστε δεν είμαστε μαζί, τότε βρισκόμαστε στο λάθος μέρος». Αυτό θα ήταν το μότο μας, κι αυτό είχα γράψει στο χαρτάκι που του έδωσα λίγες μέρες πριν φύγω για το νησί, κι αυτή ήταν η ελπίδα μου, ότι και μια τρίτη φορά θα έρθει εκεί που είμαι, θα διαβάσει το σημείωμα κι η μαγική φράση θα κάνει το θαύμα της, κι αυτή η φορά, η τρίτη φορά, θα είναι η καθοριστική, γιατί θα είναι το τελευταίο εμπόδιο που, αν το υπερβούμε, μετά δεν θα έχουμε να φοβόμαστε τίποτα, αρκεί να ακουστεί το μότο μας και μια τρίτη φορά –και θ’ ακουστεί. Υπάρχει οιωνός αίσιος, τον βλέπω εμβρόντητη γραμμένο στα πλαϊνά του πλοίου που θα με πάει στο νησί: «TRITON». Περίεργο όνομα για πλοίο, αλλά ποιος νοιάζεται; Αυτό που έχει σημασία είναι ότι «TRITON» σημαίνει «τρίτον», τρίτον θαύμα, τρίτον μέρος, που θα αποδειχτεί το σωστό μέρος γιατί θα είμαστε μαζί με τον Γιώργο, κοιτάζω ήδη να τον διακρίνω μεταξύ των συνεπιβατών που ανεβαίνουμε στο πλοίο, σχεδόν σταματά η καρδιά μου όταν πράγματι τον βλέπω να προπορεύεται, είναι αυτός, σπρώχνω, διαγκωνίζομαι, πλησιάζω, είμαι έτοιμη να τον αγγίξω, αλλά με σταματά η φωνή του, πολύ διαφορετική, αλλά και το προφίλ του είναι προφίλ άλλου ανθρώπου, τον βλέπω πλέον καθώς στρέφεται να πει στον διπλανό του, πιο πολύ γκρινιάρικα παρά ανήσυχα, «Όχι πάλι, ρε πούστη μου, με τον σκυλοπνίχτη τον Τρίτωνα».

Στο κατάστρωμα, αρμενίζοντας στην πιο άγνωστη θάλασσα του κόσμου, ας την έλεγαν Αιγαίο κι ας την είχαμε οργώσει με τον Γιώργο όλα τα καλοκαίρια του κοινού μας βίου, σκεφτόμουν πως, μέχρι να φτάσω στο νησί, έχω εννέα ολόκληρες ώρες να προσπαθήσω να θυμηθώ αν ο Τρίτων ήταν θεός ή τέρας, μα κυρίως να χωνέψω το ότι σε καμία περίπτωση δεν ήταν «τρίτον θαύμα». Κάτι σε «θαύμα» όμως πρέπει να συντελούνταν κοντά μου, δίπλα μου, σχεδόν κολλητά μου, στο ίδιο λευκό παγκάκι που καθόμουν, αφού σχεδόν σε έκσταση ο διπλανός μου αναφώνησε: «Ω! Ω, θεέ μου, δεν το πιστεύω! Le genou de Claire!» Στράφηκα και τον κοίταξα: ψηλός, ευτραφής, μουσάτος, με γυαλιά οράσεως, περίπου συνομήλικος. Μάλιστα. Στράφηκα και προς τα κει που κοιτούσε: κορίτσι στην εφηβεία, κάθεται σε λευκή πλαστική καρέκλα, φορά ψάθινο καπέλο, έχει διπλωμένα τα γόνατα πάνω στο κάθισμα και τα χέρια τυλιγμένα γύρω από τα πόδια της. Δεν φορά γυαλιά ηλίου. Κοιτάζει αφηρημένα, ίσως βαριεστημένα, δυο νεαρά αγόρια που, καθισμένα οκλαδόν στο δάπεδο του καταστρώματος, παίζουν stratego. Κοιτάζω ξανά τον διπλανό μου, ο οποίος πλέον κοιτάζει εμένα, θαρρείς και κάτι περιμένει να κάνω, αλλά με το χέρι του δείχνει προς την κοπέλα. Επαναλαμβάνει εκστασιασμένος: «Le genou de Claire!»

.

– Ακούγονται Γαλλικά αυτά. Δεν ξέρω Γαλλικά. Δεν καταλαβαίνω τι μου λες.

– «Το γόνατο της Κλαίρης!»

– Κλαίρη τη λένε την κοπελίτσα;

– Ποια «κοπελίτσα»; Εδώ μιλάμε για Ρομέρ! Αυτή τη στιγμή βλέπουμε πλάνο του Ερίκ Ρομέρ!

 – Αχά…

.

Λοιπόν, αυτός ήταν ο Τζώρτζης, το κελεπούρι του ταξιδιού μου προς το νησί, που εννέα ώρες μετέτρεψε τον σκυλοπνίχτη Τρίτωνα σε πλωτή Σινετσιτά, αφού έβλεπε διαρκώς να περνάνε μπροστά του, ω θεέ του, φελινικές φάτσες, ροσελινικά βλέμματα, παζολινικά σώματα, αλλά και μπεργκμανικές φωτογραφικές συνθέσεις, ταρκοφσκικές εσωτερικότητες και δεν συμμαζεύεται, γιατί ο Τζώρτζης λάτρευε το σινεμά, το ευρωπαϊκό κατά βάση, και το ήξερε καλά, ας ήταν τελικά μόνο είκοσι τριών, γιατί τόσο ήταν, απλώς μεγαλόδειχνε, ενώ εγώ μικροέδειχνα, ε όχι, δεν μου φαινόταν ότι είμαι τριάντα παρά δύο, «όμως, γιατί το λες έτσι και δεν λες είκοσι οχτώ;», «διότι στα δεκαοχτώ δεν είσαι ούτε καν είκοσι, αλλά στα είκοσι οχτώ είσαι σχεδόν τριάντα, δεν είσαι είκοσι και οχτώ, είσαι τριάντα παρά δύο, αν η ηλικία μου ήταν ώρα, έτσι θα τη λέγανε», «χαχαχα, τελικά είσαι πολύ βλαμμένο», θέλω να πω ότι αναπτύξαμε οικειότητα, κι έτσι έμαθα ότι τελειώνει το Πολυτεχνείο, για να κάνει το χατίρι των γονιών του, αλλά μετά μάντεψε πού θα διαθέσει όλο του το είναι, ενώ αυτός έμαθε για μένα ότι με λένε Ράνια, από το Ουρανία, ναι, κι ότι με βλέπω να καταλήγω στα πάτρια για να αναλάβω το λογιστικό γραφείο των γονιών μου, «“Ουρανία λογίστρια”: κάτι μου κάνει τώρα εμένα αυτό», «Σε πολλούς, υποθέτω, γι’ αυτό και θέλω να με μνημονεύει η ανθρωπότητα ως Ράνια οικονομολόγο και όχι ως Ουρανία λογίστρια», «χαχαχα, τελικά είσαι πολύ αφασία», κι όλα αυτά τα χάχανα κι οι αμοιβαίες εξομολογήσεις, εν μέσω διαολεμένα επιτυχών φιλμικών προσομοιώσεων, μόνο και μόνο επειδή ο Τζώρτζης μού πρωτοσυστήθηκε ως Γιώργος, που όμως οι φίλοι του τον λένε Τζώρτζη, κι εγώ έσπευσα αυτομάτως να συγκαταλεχθώ στους φίλους του και τον είπα Τζώρτζη, γιατί μέσα σ’ αυτό το πλοίο, κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού δεν γινόταν να πω κανέναν άλλο Γιώργο παρά μόνον αυτόν που έλειπε, κι ο οποίος (ο Τζώρτζης, όχι ο Γιώργος) από τα οχτακόσια λιμάνια (λέμε τώρα) που θα έπιανε ο Τρίτων, θα κατέβαινε στο τελευταίο, σ’ αυτό που πήγαινα κι εγώ, «χαχαχα, μαλάκα μου, σοβαρά;», και θα συνέχιζε το βιολί του κι εκεί, γιατί ήδη την άλλη μέρα, πηγαίνοντας στο παραθαλάσσιο ουζερί, ναι, το ίδιο ουζερί στο οποίο λίγο μετά θ’ άκουγα και δεν θ’ άκουγα για τον Ανεμιστήρα, κι ενόσω το δικό μου μάτι είχε κολλήσει στην ταμπέλα του μαγαζιού γυρεύοντας το λάθος, ο Τζώρτζης αναφωνούσε κοιτάζοντας προς την παραλία «ω θεέ μου, Βισκόντι, Βισκόντι!», στράφηκα δεξιά, προς τα εκεί που έδειχνε ο Τζώρτζης, ένα αγόρι ημίγυμνο, μόνο με το μαγιό, ξανθά σπαστά μαλλιά ως τους ώμους, βλέπουμε την πλάτη του, ό,τι φτάνει ως πληροφορία από το άλκιμο κορμί και τη χαρίεσσα κίνησή του προδίδει μια σπάνια ομορφιά, «Τάτζιο, Τάτζιο» επαναλαμβάνει τώρα ο Τζώρτζης, μα εγώ στρέφομαι και πάλι στην ταμπέλα του μαγαζιού, «είναι ο εγγονός μου, το Τασγιούδι μου» λέει ο μαγαζάτορας στον Τζώρτζη, «υπάρχει λάθος εδώ» σκέφτομαι κοιτάζοντας σταθερά την ταμπέλα, «Αναστάσηδες κι οι δύο, αλλά εμένα με φωνάζουν Ανέστη κι αυτόν Τάσγιο», ο Τζώρτζης πιάνει το κεφάλι του, «Έι, Παρά Θίν’ Αλός θα έπρεπε να λέει η ταμπέλα κι όχι Παρά Θίν’ Άλλος» φωνάζω στον μαγαζάτορα, μα αυτός, σαστισμένος, νιώθει τον Τζώρτζη να τον ταρακουνά και να του λέει «Τάτζιο, Τάτζιο τον λένε τον εγγονό σου», «Έι, υπάρχει λάθος εδώ, μ’ ακούτε;», αλλά τελικά υπήρχαν πολλά λάθη ή, τέλος πάντων πράγματα που δεν κουμπώνανε μεταξύ τους, ενώ θα μπορούσαν, κάτι ερχόταν πάντα και ματαίωνε τις αναμενόμενες συνάψεις, έκανε τα στοιχεία των συνδέσεων να λοξοδρομούν και να ζευγαρώνουν εντέλει με την πιο απίθανη εκδοχή, μόνο και μόνο για να σε εκτοξεύσουν στο τρομερό πεδίο της ξενότητας και του ανοίκειου, εκεί που ούτε καν ο ανεμιστήρας δεν είναι ανεμιστήρας, «δεν κατάλαβες καλά, Ράνια, ας πρόσεχες για να καταλάβαινες», κι είναι όλα αυτά που έχουν προηγηθεί, ο Τρίτων και το τρίτον, ο Γιώργος και ο Τζώρτζης, το Παρά Θίν’ Αλός κι ο Παρά Θίν’ Άλλος, ο Τάτζιο και ο Τάσγιος, όλα αυτά είναι που ευθύνονται για κείνο το χάσιμο που μίλησα στην αρχή και όλα αυτά είναι που με ώθησαν αμέσως μετά το χάσιμο σε κάτι που τότε μ’ έκανε να ντρέπομαι αλλά σήμερα (πώς αλλάζει ο άνθρωπος) βρίσκω πως ήταν υπέροχο που δεν πίεσα τον εαυτό μου κι έβαλα τα κλάματα, «τι έχεις, ρε κορίτσι;», αφέθηκα να κλάψω μπροστά σε όλους γι’ αυτό το δάσος των ακατάληπτων νευμάτων που είχα μπλεχτεί, γι’ αυτά τα ξέφωτα που μόλις τα πλησίαζες βυθίζονταν στη σκοτεινή τους αμφισημία, «μη μου πεις ότι κλαις επειδή δεν κατάλαβες γι’ αυτόν χαζοανεμιστήρα», για όλα τα μικρά ξεγελάσματα που πολλές φορές το βάρος τους δεν ξεπερνά έναν ασήμαντο παρατονισμό ή μια μικρή αβλεψία ή μια συμπτωματική συνωνυμία ή μια πανάλαφρη ασυνταξία ή κι όλα αυτά μαζί, αρκεί στο τέλος να προκύψει η φάρσα που είναι η ζωή μας, «χαζοπαράμυθο, μωρέ, απ’ αυτά που μόνο ο εγγονός μου αγαπά ν’ ακούει», αρκεί να νιώσεις ηλίθιος, μάταιος, λίγος και τελικά οχληρός με τα κλάματά σου που έφεραν λύπη στον Τζώρτζη, ανησυχία στον παππού και φρίκη στον εγγονό, την πλέον αινιγματική και δυσοίωνη φιγούρα, που σε κοιτά αλλόκοτα, έχοντας καλύψει και με τα δυο του χέρια το μισό του πρόσωπο, κι αφήνοντας μόνο εκτεθειμένες, κάτω από τα τοξωτά του φρύδια, δυο τρύπες γεμάτες από σκούρο κάστανο και πικρό μέλι.

Όταν συνήλθα από τα κλάματα και γενικά από όλη εκείνη την ένταση που μου προκάλεσαν οι ίδιοι μου οι συνειρμοί, κατάλαβα πως δεν με χωράει ο τόπος, και δεν με χωρά επειδή ακριβώς τον νιώθω άδειο (άλλη ειρωνεία κι αυτή), κι αποφάσισα να φύγω την επόμενη κιόλας μέρα, το απόγευμα, μιας που ήξερα πως τότε υπάρχει δρομολόγιο. Πράγματι, το άλλο πρωί, πολύ νωρίς, κατέβηκα στο ουζερί για καφέ αλλά και για να διευθετήσω τα διαδικαστικά με τον Ανέστη, αφού είχα νοικιάσει ένα από τα τρία δωμάτια του σπιτιού πάνω από το μαγαζί του, που ήταν κι αυτό ιδιοκτησίας του. Τα πρακτικά διεκπεραιώθηκαν γρήγορα, κι αυτός είχε χρόνο και διάθεση για κουβέντα, αλλά κι εγώ περιέργεια να μάθω τι στην ευχή ήταν αυτός ο Ανεμιστήρας. Ομολογώ πως εντυπωσιάστηκα από τον κοφτό τρόπο με τον οποίο ο Ανέστης αρνήθηκε να δώσει εξήγηση στις απορίες μου: «Εγώ, άμα δεν είναι το Τασγιούδι μου μπροστά, δεν κάθομαι να λέω παραμύθια».

.

– Βρίσκω εντυπωσιακό πάντως ότι του αρέσουν ακόμα τα παραμύθια. Θα ’ναι πια καμιά δωδεκαριά χρονών –όχι;

– Τόσο είναι. Και δεν είναι μόνο ότι του αρέσουν. Ελευθερώνεται με αυτά.

– Τι σημαίνει «ελευθερώνεται»;

– Ξεχνιέται. Αυτό σημαίνει.

– Από τι;

– ………

– Από τι;

– Τον έχεις δει, Ράνια, τον Τάσγιο;

– Ναι, κι είναι πανέμορφος. Ο Τζώρτζης λέει πως όλα, ακόμα και τ’ όνομά του, θυμίζουν έναν ήρ-…

– Τον-έ-χεις-δει-Ρά-νια-τον-Τάσ-γιο;

– Για να το λες έτσι, μάλλον όχι, ε;

– Με ρωτάς; Τον βρίσκεις όμορφο, ενώ δεν ξέρεις καν αν τον έχεις δει;

– Ναι… Είναι περίεργο, μόνο τα μάτια του μπορώ να ανακαλέσω στη μνήμη μου.

– Γιατί μόνο τα μάτια του επιτρέπει να βλέπουν οι άλλοι. Το Τασγιούδι γεννήθηκε με μονόπλευρη σχιστία χείλους, αυτό που μάλλον θα το ξέρεις ως λαγόχειλο. Έχει κάνει ήδη μια επέμβαση, όμως χρειάζεται κι άλλη, διορθωτική. Μ’ εμάς δεν έχει πρόβλημα, αλλά μπροστά στους ξένους έχει διαρκώς τα χέρια του στο στόμα. Ξέρεις πότε τα κατεβάζει; Όταν απορροφάται από τα παραμύθια που του λέω, όταν αποξεχνιέται. Πρέπει να τον δεις, Ράνια, όταν συμβαίνει αυτό. Το πουλάκι μου, χαλαρώνει τα χεράκια του και τα απομακρύνει από το πρόσωπό του. Άλλες φορές χρησιμοποιεί τις παλάμες του για να στηρίζει το αφηρημένο του κεφάλι κι όχι για να κρύβει το κακοποιημένο του πρόσωπο. Πάντα φροντίζω να ’ναι κι άλλοι στο μαγαζί, πελάτες, νοικάρηδες, ξένοι σαν κι εσένα και τον Τζώρτζη. Θέλω να βλέπω τον μικρό να φανερώνεται ανάμεσά τους. Το φεγγάρι ολόγιομο όταν βγαίνει στον ουρανό δεν μου φαίνεται τόσο όμορφο όσο ο Τάσγιος όταν βγαίνει ολόκληρος στον κόσμο. Και τι χαρά, βρε Ράνια, τι χαρά θα πάρω όταν βρω επιτέλους το παραμύθι που θα του λύσει τα χέρια. Να τον δω κάποτε να διασχίζει έναν δρόμο γεμάτο άγνωστους ανθρώπους, κι ανάμεσά τους ο Τάσγιος να περπατάει αργά κι ανέμελα, έχοντας τα χέρια του στις τσέπες, τίποτ’ άλλο δεν ονειρεύομαι.

.

Δεν ήταν γραφτό ν’ ακούσω καμιά ιστορία ολοκληρωμένη από το στόμα τού Ανέστη. Μέχρι νωρίς το απόγευμα περιφερόμουν στο νησί με τον Τζώρτζη, κι όταν επέστρεψα στο σπίτι είχα πλέον πολύ λίγο χρόνο για να ετοιμάσω τα πράγματά μου. Ωστόσο στάθηκα για λίγο κάτω στο ουζερί να δω μια τελευταία φορά την εικόνα που ποτέ δεν θα ξεχνούσα στη ζωή μου: ανάμεσα στ’ άγνωστα πρόσωπα των λιγοστών ως συνήθως πελατών, ο Ανέστης να λέει μία από τις ιστορίες του στον Τάσγιο, ο οποίος προς το παρόν παρακολουθεί μισοκρυμμένος και βλοσυρός. Είναι νωρίς ακόμα. Μόλις τώρα ξεκινά η νάρκωση: «Και μια φορά κάποτε, αγόρι μου, και βεβαίως άλλοτε, ήταν ο Ευκάλυπτος κι η Μαργαρίτα. Ο ένας ήταν κηπουρός κι η άλλη ήταν οικουρός. Κάθε μα κάθε φορά που ο Ευκάλυπτος πήγαινε στους κήπους του, έλεγε στη σύντροφό του: “Το πιο πιθανό είναι ότι θα επιστρέψω, αλλά εσύ καλά θα κάνεις να μη με περιμένεις”. Και κάθε μα κάθε φορά “Το πιο πιθανό είναι ότι θα σε περιμένω, αλλά εσύ καλά θα κάνεις να μην επιστρέψεις” του απαντούσε αυτή. Για χρόνια συνέβαινε το πιο πιθανό και όχι αυτό που καλά θα έκαναν να κάνουν. Η Μαργαρίτα περίμενε κι ο Ευκάλυπτος επέστρεφε…»

Τι μπορεί να μεσολάβησε στο σκάρτο τέταρτο που έλειψα μέχρι να κατέβω ξανά στο μαγαζί με τα μπαγκάζια μου στο χέρι; Σίγουρα κάτι δυνατό. Κάτι που κάνει τους ανθρώπους να εμπιστεύονται, έστω κι αφηρημένα, το πρόσωπό τους στους άλλους. Κάτι που κάνει τη γαλήνη να επιστρέφει στο ανατέλλον πρόσωπο ενός μαγεμένου αγοριού. Κάτι που κάνει την γκριμάτσα που δεν διάλεξες να μετατρέπεται σε έκφραση που ποτέ δεν θα ’θελες να φύγει από πάνω σου. Μ’ αυτήν ακριβώς την έκφραση σε βλέπω, Τάσγιο μου, να περιφέρεσαι στον κόσμο, με τα χέρια στις τσέπες κι έχοντας πλέον καταλάβει ότι αν υπάρχει κάτι που σε δύναμη ξεπερνά ακόμα και την ομορφιά, αυτό δεν είναι άλλο από τη λαχτάρα τής επινόησής της. Όσο για μένα, ούτε που πρόσεξα πώς λέγανε το πλοίο που με πήρε από το νησί σου. Έφτασα αφηρημένα ως το κατάστρωμα, κι είχα ακόμα τόση χαρά που σε είχα αντικρίσει ολόγιομο και ακέραιο, ώστε ούτε που διανοήθηκα να διαμαρτυρηθώ για την ειρωνική ακίδα που επεφύλασσε σε μένα το τέλος του παραμυθιού που ελευθέρωσε εσένα: «Και μετά απ’ όλα αυτά λοιπόν, αγόρι μου, “Το πιο πιθανό είναι ότι θα επιστρέψω, αλλά εσύ καλά θα κάνεις να μην με περιμένεις” είπε, όπως πάντα, ο Ευκάλυπτος. “Το πιο πιθανό είναι ότι θα σε περιμένω, αλλά εσύ καλά θα κάνεις να μην επιστρέψεις” απάντησε, όπως πάντα, η Μαργαρίτα. Έγινε αυτό που καλά θα έκαναν να κάνουν, με τη διαφορά ότι ποτέ κανείς δεν έμαθε αν ήταν η Μαργαρίτα που δεν περίμενε ή ο Ευκάλυπτος που δεν επέστρεψε».

.

.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Η Μ.Σ. γεννήθηκε και ζει στην Κυπαρισσία. Οι «Προϊστορίες» (Μωβ Σκίουρος, 2016) είναι το πρώτο της βιβλίο.