«Τι θέλει εδώ αυτός ο θεατρίνος με τον στραβό μπερέ;»

Ανέκδοτες ιστορίες και ντοκουμέντα για τον Δημήτρη Μπόγρη, έναν λησμονημένο ηθογράφο του ελληνικού θεάτρου

 

Ο Δημήτρης Μπόγρης

γεννήθηκε το 1890 στην Αθήνα, όπου και πέθανε στις 28 Ιουλίου του 1964. Πατέρας του ήταν ο κουλουριώτης, Αναστάσιος Μπόγρης, φαρμακοποιός, και μητέρα του η αθηναία, Ασπασία Μπαϊρακτάρη. Φοίτησε για τρία χρόνια στη Σχολή Ευελπίδων, την οποία εγκατέλειψε για να φύγει στο Παρίσι, όπου και εγγράφηκε στο Πολυτεχνείο της σχολής Ponts et Chaussés, στο τμήμα των Φυσικών Eπιστημών.

Οι βαλκανικοί πόλεμοι δεν του επέτρεψαν να τελειώσει τις σπουδές του. Έλαβε μέρος σε όλες σχεδόν τις μάχες και τραυματίστηκε στη μάχη του Δρίσκου Ηπείρου, όπου να σημειωθεί, σκοτώθηκε και ο γνωστός ποιητής των σονέτων, Λορέντζος Μαβίλης. Στο θέατρο έκανε την πρώτη του εμφάνιση το 1920 με το δράμα Ο γιατρός Μαυρίδης. Άλλα έργα του είναι οι Φουσκοθαλασσιές, το Κορίτσι του Λιμανιού, Αγάπες, Η Δράκαινα, Σκοτεινιά στον Έπαχτο,  κ.ά.

Στιγμιότυπο από την παράσταση «Φουσκοθαλασσιές» στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά τον Φλεβάρη του 1954. Στο ρόλο της Ολυμπίας η Αλίκη Βουγιουκλάκη (Αρχείο Εθνικού Θεάτρου)

Στο νησί της καταγωγής του, τη Σαλαμίνα, ή αλλιώς Κούλουρη, είναι περισότερο γνωστός για το σημαντικού έργο του Τ΄ αρραβωνιάσματα, ένα έργο αυθεντικά κουλουριώτικο, αφού όλοι οι ήρωες ζουν και κινούνται στο νησί. Το θεατρικό αυτό έργο τιμήθηκε με το Κοτοπούλειο και το Αβερώφειο βραβείο και είχε παιχτεί στο ελληνικό κοινό εκατοντάδες φορές τις δεκαετίας του 30′ και 40′ σε σκηνοθεσία τόσο του Δημήτρη Ροντήρη όσο και του Πέλου Κατσέλη. Ως αποτέλεσμα της μεγάλης επιτυχίας ήρθε  και το ανέβασμά του στον κινηματογράφο το 1950 κόβοντας 60.000 εισιτήρια, σε σκηνοθεσία Μαρίας Πλυτά (Πρώτη ταινία του ελληνικού κινηματογράφου με γυναίκα σκηνοθέτιδα).

Σε τακτά χρονικά διαστήματα ο Μπόγρης επισκεπτόταν τη Σαλαμίνα, όπου αρεσκόταν σε βόλτες στην παραλία της. Σπίτι δικό του στο νησί δεν είχε. Γι΄ αυτό τον φιλοξενούσε ο συγγενής του, Κυριάκος Μπόγρης, συμβολαιογράφος. Φιλοξενούταν και στο σπίτι του Τρουποσκιάδη στα Σελήνια. Εκεί, μετά τα γλέντια, απομακρυνόταν σε μια ήσυχη γωνιά και έγραφε. Στο σπίτι αυτό άρχισε να γράφει την Καινούργια ζωή, έργο που το ολοκλήρωσε στα κελιά της Υπαπαντής στο Αμπελάκι. Τη φροντίδα του είχε αναλάβει η συγχωρεμένη η Καλομοίρα του Μαυράκη, η γερόντισσα που πάντοτε τον καλοδεχόταν και δεν του χάλαγε χατίρι.

Κι όπως συνήθως συμβαίνει, ουδείς προφήτης στον τόπο του, όταν έβαλε υποψηφιότητα για βουλευτής, υποστηρίχθηκε ελάχιστα από τους συμπατριώτες του. Ο Γέρος της Δημοκρατίας, Γεώργιος Παπανδρέου, απόρησε με τις ψήφους που έφερε τότε ο Μπόγρης και του τόνιζε συχνά πως δεν τον υποστήριξαν οι Κουλουριώτες. Φυσικό, αφού μόλις τον έβλεπαν… έλεγαν, τι θέλει εδώ αυτός ο θεατρίνος με τον στραβό μπερέ;

Δημήτρης Μπόγρης. Ένας θλιμμένος ευθυμογράφος (Αρχείο Εθνικού Θεάτρου)

Την απαξίωση αυτή δεν την αντιμετώπισε μόνο εν ζωή ο Μπόγρης αλλά και μετά τον θάνατό του από αθηναϊκούς θεατρικούς κύκλους. Λίγους μήνες μετά την απώλειά του η κληρονόμος των πνευματικών του δικαιωμάτων, Εύα Ραγκούση, είχε προτείνει να ενταχθεί στο δραματολόγιο του Εθνικού Θεάτρου το έργο του Φανάρια στο δρόμο. Προτείνεται, μάλιστα,  από την ίδια πως, για να μην γίνεται σύγχυση με την κινηματογραφική ταινία Κόκκινα φανάρια, καλό θα ήταν να μετονομαστεί το έργο και να λάβει τον τίτλο Ξημερώνει στις κερασιές, γεγονός που δεν είναι γνωστό στους κριτικούς της θεατρικής λογοτεχνίας. Τον Μάρτη του 1965 η Ραγκούση έλαβε επίσημη απάντηση από τον τότε Διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, Ηλία Βενέζη, ότι δεν ενδείκνυται η εγγραφή του έργου αυτού στο δραματολόγιο της Εθνικής Σκηνής.

Σε μια τετρασέλιδη, απαντητική της επιστολή, σταλμένη τον Ιούνιο του 1965 στη  Διεύθυνση του Τμήματος Θεάτρου του Υπουργείου Παιδείας, η Ραγκούση ρίχνει φως στους λόγους της περιθωριοποίησης αυτής του Μπόγρη. Ευθύνες αποδίδονται στον ηθοποιό Αλέξη Μινωτή και στον συγγραφέα Άγγελο Τερζάκη, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από εκείνη ως διώκτες του Μπόγρη, που τον περιέπαιζαν χρησιμοποιώντας  ειρωνικό ύφος όποτε αναφέρονταν σε εκείνον.

 

Διαβάστε εδώ το τετρασέλιδο ντοκουμέντο

 

Πάντως, τις πιο όμορφες αναμνήσεις από τον Δημ. Μπόγρη είχε κρατήσει στη θύμησή της η τελευταία ανιψιά του, Αφροδίτη (Βίτα) Σοφρά-Βιλλιώτη. Όταν αναφερόταν σε αυτόν μιλούσε για έναν υπέροχο άνθρωπο με μεγάλα μάτια, που ξεχώριζε για τη σεμνότητα, τη συνέπεια, την εντιμότητα. Αθόρυβος, δημιουργικός, με το χαμόγελο, ανυποχώρητος. Λάτρευε τη Σαλαμίνα και πικραινόταν για την άναρχη δόμηση. Συχνά ανέβαινε στους μύλους για να συνεχίσει τη συγγραφή κάποιου θεατρικού έργου. Είχε ζητήσει μάλιστα να του παραχωρηθούν οι μύλοι για εξωραϊσμό, πράγμα που δεν του επιτράπηκε.

Λεπτομέρεια φωτογραφίας (Αρχείο ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ)

Στην Κατοχή υπέφερε. Έχασε τον στενό του φίλο Αττίκ. Και πόνεσε πολύ για τις εκτελέσεις των συμπατριωτών του στην παραλία από τους Γερμανούς. Όταν η ανιψιά του τού διηγήθηκε με τρόπο ζωντανό και παραστατικό την εκτέλεση, ήταν σαν να έβλεπε μπροστά του κινηματογραφικά όλη τη σκηνή. Η περιγραφή αυτή τον οδήγησε στη συγγραφή του έργου Οι Ούνοι επέρασαν από την Ελλάδα, του οποίου η ύπαρξη σήμερα αγνοείται.

 

Τι κι αν έφυγε! Ο Δημήτρης ταξιδεύει μέσα μου και η αύρα του με συντροφεύει, έλεγε.

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Με ξεγέννησε μαμμή στο Καματερό της Σαλαμίνας το καλοκαίρι του 1969. Διαβάζω έγγραφα του 17ου και του 18ου αιώνα και βρίσκω στοιχεία της μικροϊστορίας των τόπων. Σε ένα από τα χρόνια της διδασκαλίας μου έτυχε να είμαι συνάδελφος με τον καθηγητή που με άφησε στην Α΄ Λυκείου.