Η επίσκεψη στην Επίδαυρο για την παρουσίαση της τραγωδίας «Πέρσες» του Αισχύλου είχε καθαρά μια συμβολική θέση στα πολιτιστικά αλλά και κοινωνικοπολιτικά τεκταινόμενα με όρους εσωτερικής και εξωτερικής απειλής ως φόντο του ελληνικού καλοκαιριού 2020. Συμβολική γιατί τα τελευταία χρόνια αυτό το θέατρο είναι ένας ανυπεράσπιστος χώρος και λόγω των τελευταίων γεγονότων γίνεται ολοένα και πιο επίκαιρο. Ένας ακόμα συμβολισμός είναι το ίδιο θέατρο και η λειτουργία του μετά από την απαγόρευση κυκλοφορίας ανθρώπων τουλάχιστον αν όχι και ιδεών, Γιατί απαγόρευση είναι η σωστή λέξη και όχι το “λοκ νταουν”.

Θλίβομαι που καλλιτέχνες παριστάνουν τους επαίτες ή υποκρίνονται χάριν των αναγκαίων δημόσιων σχέσεων για την οποιαδήποτε οικονομική ενίσχυση αντί να “πολεμούν” για την ελευθερία μέσω της κριτικής που εμπεριέχει η υποκριτική τους τέχνη.

Θλίβομαι που καταπατούν το ιδανικό που αντιπροσωπεύουν, θλίβομαι που υποκρίνονται, αποδίδοντας στην λέξη το δευτερεύον νόημα της για το υστερόβουλο των πράξεων τους και όχι την κύρια ετυμολογία αυτής της λέξης και μάλιστα με τρόπο κακότεχνο, τονίζοντας τη χυδαιότητα, σε έναν χώρο που κάποτε ήταν ένας ιερός χορός δημιουργίας.

Εν αρχή ην ο χορός ο οποίος αν και αρκούντως συγχρονισμένος και μεθεκτικά ηχηρός, ήταν το μέρος της παράστασης όπου επικεντρώνεται το σοβαρότερο σκηνοθετικό ατόπημα του κ. Λιγνάδη, ο οποίος μας έχει συνηθίσει σε συνεχόμενα άσχημα κρεσέντα. Η χρήση της ερασμικής προφοράς στα χορικά είναι και η απόδειξη στο πόσο καλός αντιπρόσωπος μίας θύραθεν αντίληψης του ελληνικού λόγου είναι ο κος Λιγνάδης ή σε πιο σύγχρονη κακή απόδοση της καθομιλουμένης αυτή η σκηνοθεσία έκανε για κατανάλωση “take away”.

Βέβαια, μιλώντας για την εν λόγω παράσταση υπάρχουν και φωτεινές εξαιρέσεις να καταμαρτυρούν με την παρουσία τους την μερικότητα της παρουσίας άλλων δίπλα τους. Ο Αργύρης Πανταζάρας ως άγγελος δυσάρεστων ειδήσεων, ήταν η ευχάριστη είδηση για άλλη μια φορά, και ελπιδοφόρα για το ελληνικό θέατρο χωρίς να παραλείψω να σημειώσω πως η Λυδία Κονιόρδου έδωσε αυτό που κατέχει στο μέγιστο βαθμό. Οι υπόλοιποι φωνές μου αχνομιλούσαν. Ευτυχώς που υπήρχαν οι υπότιτλοι για να διαβάσω ό,τι δεν άκουγα, σε ένα χώρο του οποίου η ακουστική είναι παγκοσμίως γνωστή.

Όμως με το παρόν αξίζει να σταθούμε στην ερασμική προφορά και να αποπειραθούμε να αποκωδικοποιήσουμε την σημειολογία της στην συγκεκριμένη παράσταση. Γενικά, η ερασμική απόδοση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας είναι μια προσπάθεια να οικειοποιηθούν οι ξένοι την γλώσσα που δεν κατέχουν ακόμη και να την συλλαβίζουν. Με το άκουσμα της έχουμε την εντύπωση ότι εντρυφούμε όχι στα ελληνικά, αλλά σε μία ξένη γλώσσα, εξωτικά συγγενή της Αγγλικής ή της Γερμανικής, κάτι που καθιστά την προφορά αυτή οικεία και «αποδεκτή» από κάθε ημί-εγγράμματο και οριενταλιστικά αγγλομαθή του κόσμου. Οι Ερασμιακοί αγνόησαν την προφορά των Ελλήνων που ήταν διάσπαρτοι σε όλη την Ευρώπη, επιμένοντας οι τελευταίοι στην δική τους -ζώσα- εκδοχή ελληνικότητας μετά την οριστική πτώση της Κωνσταντινούπολης. Με αυτούς τους όρους πολιτικής αδυναμίας αλλά όχι και πολιτισμικής καχεξίας, οι τότε Έλληνες παροικούντες στην Εσπερία αδυνατούσαν να συστήσουν με ένα συλλογικό και οργανωμένο τρόπο ένα ηχηρό πολιτικό κέντρο του ελληνισμού, ο οποίος βρισκόταν σε μία από τις δυσκολότερες φάσεις της ιστορίας του λόγω ενός άλλου εξ Ανατολών κινδύνου από τους Πέρσες. Παρʼ όλα αυτά, στην εισήγηση του Έρασμου υπήρξαν εμπεριστατωμένες αντιδράσεις και η προφορά αυτή δεν έγινε ούτε άμεσα, ούτε αμαχητί αποδεκτή από τους λόγιους Έλληνες και ελληνιστές της Ευρώπης.

Όπως και ο Έρασμος προσπάθησε να οικειοποιηθεί κάτι που δεν γνώριζε έτσι και εδώ οι σύγχρονοι ελληνόφωνοι θιασώτες του μορφικά οικειοποιούνται εργαλεία στα οποία δεν μετέχουν ως προς την ουσία τους, επικαλύπτοντας ένα μείζον θέμα ελευθερίας με την θύραθεν σκηνοθετική ματιά του Λιγνάδη. Συγκεκριμένα, οι ερασμικοί έμαθαν τα αρχαία ελληνικά όχι σε επαφή με τον ελληνόφωνο κόσμο της μεσαιωνικής περιόδου αλλά από ένα ντόμινο από γαλλικές ή γερμανικές μεταφράσεις και ίσως και μέσα από τις δικιές του σκοπιμότητες για μία συνέχεια αερογέφυρας τους με την Αρχαιότητα. Έτσι, λοιπόν, εκείνοι οι Ευρωπαίοι, όντες κακοί μαθητές των κειμένων και καθώς ο τρόπος σκέψης αυτών των κειμένων, δεν ήταν δικός τους, δεν ήταν δυνατόν να προσεγγίσουν την ελληνική γλώσσα παρά μόνο κατά γράμμα- σπαστά και συλλαβιστά- δίχως να μπορώ να τους καταλογίσω κάτι για αυτό. Όμως, το πνεύμα αυτής της γλώσσας είναι η λυρική πολύτροπη συνέχεια της και όσο και αν ξεχνάτε ή θέλετε να ξεχάσετε αυτός είναι ο σπόρος μέθεξης και στο πνεύμα των κειμένων μέσω των διφθόγγων, μία επίσκεψη στη διάκριση εκείνου που γράφεται και εκείνου που σημαίνεται έξω από το περιοριστικό και αποκλειστικό πεδίο της γραφής.

Άλλωστε, αυτό καλείται να υπηρετεί η ελληνική γλώσσα που ξαναέρχεται επί σκηνής μέσα από τις κλασσικές τραγωδίες. Όμως, κάτι τέτοιο δεν συμφέρει ακριβώς γιατί εδώ και αρκετές δεκαετίες στην Επίδαυρο έχει στηθεί μία ολόκληρη φιλοκερδής επιχείρηση στο όνομα μίας αντιφορμαλιστικής ασυνέχειας που απλά καμώνεται με δάνεια ρούχα μία μεταποίηση που κουρελιάζει αντί να προσθέτει πρωτοποριακά στη σύγχρονη πρόσληψη της αρχαίας τραγωδίας. Όταν καταργείς την κλασσική παιδεία, είναι φυσικό να δέχεσαι άκριτα ό,τι άχρηστο προωθείται ως καλλιτεχνική εμπροσθοφυλακή από την πιο απλή έως την πιο σύνθετη εκδοχή της. Όλα αυτά που βλέπουμε κατά συρροή είναι μια οκνηρή κακοτεχνία ελλείψει φαντασίας. Ας αφήσετε το κυνήγι του κέρδους χάριν της αναζήτησης της δυσκολίας που συνιστά προϋπόθεση της ευμορφίας, χωρίς η ευκολία της ασχήμιας να αναβιβάζεται σε κάτι της ώρας δόκιμο άρα και ωραίο ως λιτό και απέριττο. Οι Πέρσες του Λιγνάδη κατουσίαν έγιναν ένα θέαμα για άλαλες μάζες πολυεθνικές ώστε να πουλήσουν παγκόσμια, για διπλωματικούς και εμπορευματικούς λόγους υπακούωντας σε ο,τι προστάζει η παγκόσμια γεωπολιτισμική αγορά θεάματος δηλαδή φίλαυτους πελάτες-θεατές  ή αλλιώς ακριτοθεατές της μοναξιάς τους.

Τέλος, αγαπημένος ποιητής του σκηνοθέτη, ο Ελύτης, * είπε “Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου” κάτι που δεν έχετε κατανοήσει κε Λιγνάδη μέσω της ανατίμησης της εράσμιας προφοράς. Βέβαια και σε αυτό ως μιμητές των δυτικών ερχόμαστε δεύτεροι καθώς οι πρωτοπόροι τυμβρωρύχοι της Αρχαιότητας που προπαγανδίζουν την εράσμια προφορά είναι τα ακαδημαϊκά ιδρύματα διεθνούς εμβέλειας τα οποία εντρυφούν στη συστηματική μελέτη της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Η ελληνική γλώσσα είναι ανάδελφος γιατί δεν έπαψε ποτέ να μιλιέται και να γράφεται καθως επίσης δεν κατέστη ποτέ νεκρή γλώσσα όπως τα λατινικά, εξού και διαθέτουμε ακόμη ζωντανές τοπικές διαλέκτους χωρίς να έχουμε ελληνογενείς γλώσσες. Αυτή η ίδια η γλώσσα συνιστά την μόνη συνέχεια της ελληνικής παρουσίας στο Αιγαίο τότε και σήμερα και όχι η φίλαυτη σκηνοθετική προπαγάνδα της διαφορετικής προφοράς που μας καθαγιάζει στα μάτια της πολιτισμένης Δύσης έναντι της βάρβαρης -παρελθοντικής ή σύγχρονης- Ασίας. Μπορεί ο κίνδυνος δημογραφικής ή γεωπολιτικής εξάλειψης να ήταν πάντα ο όποιος εξ Ανατολών Άλλος, η αγωνία όμως μη πολιτισμικής ισοπέδωσης και διατήρησης της ελληνικότητας ως κάτι μη εξωτικό αφορούσε πάντα το σύνδρομο κατωτερότητάς μας ως προς την Δύση.

ΥΓ: Αυτοί που ακολουθούν τη διπλωματική οδό της σιωπής πάλι κακό κάνουν. Γιατί πολλοί ξέρουν να στεναχωριούνται ανέξοδα για μνημεία που καταστρέφονται ή που έχουν συληθεί από τρίτες χώρες και τους σύγχρονους τυράννους τους σε ρόλο Ξέρξη ενώ εδώ κανένας ελληνόφωνος αστικοδημοκράτης δεν σεβάστηκε την απελεύθερη νεοελληνική θυμέλη. Στην Επίδαυρο τα τελευταία χρόνια λατρεύονται μόνο τα είδωλα καθώς η ξενομανία δεν κοιτά πατρίδες παρά μόνο διεθνείς καριέρες και παρτίδες ισχύος.

*(αναφορά στην θεατρική εκδοχή του ιδίου, γιατί κανένας δεν είδε τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα του Σέξπιρ, 2016)

 

φωτογραφία εξωφύλλου: ΕΛΙΝΑ ΓΙΟΥΝΑΝΛΗ (monopoli.gr)

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Γεννήθηκα στην Κρήτη και σπούδασα στην Κεφαλλονιά γεωπόνος. Ασχολούμαι με την ποίηση και έχω εκδώσει ένα βιβλίο, με τίτλο "διστυχοι αφορισμοί". Ζω στην Αθήνα.