Ένας ισχυρός σεισμός έπληξε την πόλη των Χανίων στις 16 Νοεμβρίου 1595, ημέρα Κυριακή. Τα συμβάντα περιγράφονται γλαφυρά σε μια επιστολή του 1596 δια χειρός του Βενετού ιατρού Onorio Belli προς τον Alfonso Ragona. Η επιστολή σώζεται σήμερα στη Biblioteca Ambrosiana στο Μιλάνο. Παρουσιάστηκε από τον Gareth Morgan  μεταφρασμένη από τον Στ. Σπανάκη για το επιστημονικό περιοδικό Κρητικά Χρονικά το 1955 (τόμος 9) απ’ όπου και την αλιεύσαμε για να την παρουσιάσουμε.

Ο αποστολέας Onorio Belli είχε διοριστεί προσωπικός ιατρός του γενικού προβλεπτή της Κρήτης Luigi di Antonio Grimani το 1583 και τον συνόδευσε στον γύρο του νησιού. Η εμπειρία αυτή αποτέλεσε και τη βάση της Ιστορίας της Κρήτης του Belli, έργο το οποίο έχει σήμερα χαθεί αλλά διατηρείται με τη μορφή σύνοψης από τον Apostolo Zeno.

Τόσο από το συγκεκριμένο χειρόγραφο όσο και από άλλες πηγές συμπεραίνεται πως μετά τον σεισμό ακολούθησε τσουνάμι.

 

 

 

Στο Μεγαλοπρεπή Κύριο Αλφόνσο Ραγκόνα, Βιτσέντσα, ταπεινή μου εκδούλευση.

Στις 16 του περασμένου μήνα Νοέμβρη στις 12 η ώρα, ημέρα Κυριακή, έγινε σ’ όλο αυτό το νησί, και έξω απ’ αυτό, ένας σεισμός τρομερός και θέλησα να τον περιγράψω στην Αφεντιά σας όσο πιο καλά ξέρω, για να μάθει, ότι αν καμιά φορά ακούσει να λένε, πως σε κάποιο σεισμό οι άνθρωποι έχασαν τα λογικά τους, να μη γελάσει γι’ αυτό κοροϊδευτικά, γιατί όποιος δεν φοβάται σε μια τέτοια συμφορά δεν έχει μυαλό, και μάλιστα όταν βρίσκεται στο σπίτι, όπως εγώ, που έγραφα μια επιστολή στη Βενετία.

Η ατμόσφαιρα ήταν ήρεμη και καθαρή κι η θάλασσα γαλήνια όταν ξαφνικά ακούστηκε ένα βούισμα κι ένα τράνταγμα, σαν να ‘τρεχαν μαζί δεκαπέντε ή είκοσι καρότσες πάνω σε πετρώδικο δρόμο, μ’ ένα μπουμπουνιτό στον αέρα, ένα ρόγχο στη γη κι ένα πάταγο στα σπίτια, ανακατωμένο μαζί με ομίχλη, σκόνη και καπνό, που ‘βγαιναν από τα ερείπια των πεσμένων τοίχων. Όλ’ αυτά δεν μπορώ να τα ονομάσω παρά να τα παρομοιάσω με μια πραγματική κόλαση. Έτρεμε φρικαλέα η γη• έβραζε η θάλασσα• τα σπίτια έσκαζαν• τοίχοι, πέτρες, ασβέστες, χώματα και δοκάρια. Όποιος δεν είδε με τα μάτια αυτή την τρομάρα και δεν άκουσε με τ’ αυτιά του αυτή την τρομερή βοή, δεν μπορεί να νοιώσει ένα τέτοιο μεγάλο τρόμο, φόβο και σύγχυση, που ξεκουφαίνουν τα πάντα με μια φρικτή αρμονία.

Αν το κακό αυτό γινόταν τη νύκτα ή καμιάν άλλη ώρα, πιστεύω πως θα σκότωνε άπειρο κόσμο. Μα, δόξα να ‘χει ο θεός, οι νεκροί  είναι λίγοι. Οι φράγκοι τότε είχαν τελειώσει τη λειτουργία, μα οι ορθόδοξοι λειτουργούσαν και ορκίζονται όλοι, πως άνοιξαν οι θόλοι των εκκλησιών και είδαν τον ουρανό από τις σχισμάδες, που είχαν πλάτος ένα πόδι, πως ξαναγύρισαν και ξανάσμιξαν (οι θόλοι) αν και πολλές εκκλησίες έπαθαν σοβαρά. Ο Άγιος Φραγκίσκος κατερειπώθηκε από τις σχισμές και το καμπαναριό του, λένε πολλοί, ότι το ‘δαν, περισσότερες από τρεις φορές, να εγγίζει πάνω στην εκκλησία της Αγίας Κλαίρης, που βρίσκεται απέναντι. Και το βεβαιώνουν με όρκο. Δεν έπαθε όμως παρά μόνο λίγα στραβώματα του γείσου. Το καμπαναριό του Αγίου Νικολάου των Πρεδικατόρων, που είναι το πιο ψηλό και ήταν ετοιμόρροπο τώρα και πολλά χρόνια, δεν έπαθε τίποτα. Ο πύργος της Πλατείας της Θρησκείας έγινε κομμάτια. Όλα τα σπίτια έχουν κάνει ρήγματα και μερικοί τοίχοι είναι πεσμένοι. Και τα πιο μεγάλα αρχοντόσπιτα και τα καινούργια έπαθαν περισσότερο από τα άλλα. Τα χαμηλά οικοδομήματα δεν έπαθαν. Τρεις γαλέρες που ήταν στο λιμάνι και άλλα πλοία και πλεούμενα σχεδόν βυθίστηκαν.

Ίδιες και μεγαλύτερες ζημιές έκαμε στο Ρέθυμνο και στο Χάνδακα και σ’ όλο το νησί. Ακόμη και στο Αρχιπέλαγος, σ’ όλα τα νησιά, έκαμε πολύ σημαντικές ζημιές. Στη Μήλο μάλιστα, μερικές βάρκες που έρχονταν από τη Ρόδο, πενήντα και περισσότερα μίλια μακρυά στη θάλασσα, κόντεψε να βουλιάξουν. Με λίγα λόγια κάθε χρόνο γίνονται σεισμοί αισθητοί, μα σε σύγκριση με τούτο, εκείνοι είναι τίποτα.

Αμέσως ύστερα από τη μανία του σεισμού οι ορθόδοξοι έτρεξαν κι έκαναν λιτανεία με τους σταυρούς, σ’ ολόκληρη την πόλη κι έξω, ανακατεμένοι, άνδρες, γέροι, νέοι, γυναίκες και κοπέλες, φωνάζοντας δυνατά: Κύριε ελέησον! Κύριε ελέησον! με μεγάλη ευλάβεια, που προξένησαν συγκίνηση σ’ όποιον τους άκουε και τους έβλεπε. Αμέσως τότε συμφιλιώθηκαν και τακτοποιήθηκαν έχθριτες που υπήρχαν από πολλά χρόνια και απόδειξαν πως φοβούνται την οργή του Κυρίου. Οι Φράγκοι την ερχόμενη μέρα άρχισαν τις λιτανείες μαζί με τους Ορθόδοξους και νήστεψαν τρεις μέρες και σχεδόν όλοι εξομολογήθηκαν κι’ εκοινώνησαν• μα δεν παρατηρήθηκε σ’ αυτούς τόση μετάνοια όσοι στους Γραικούς. Ακόμη και οι χωρικοί που δεν πηγαίνουν ποτέ στην εκκλησία, που ποτέ ή ελάχιστες φορές ακούουν τη λειτουργία, νήστεψαν και έκαμαν λιτανείες από το ένα χωριό στο άλλο. Και αυτοί οι Εβραίοι νήστεψαν τρεις μέρες.

Διηγούνται διάφορα περιστατικά και διάφορα θαύματα μα ένα πράγμα αξιοσημείωτο συνέβη. Ένας νέος βρισκότανε έξω από την πόλη, στην αμμουδιά• το νερό της θάλασσας φούσκωσε, τον έφτασε και του ζεμάτισε ολόκληρα τα πόδια, σαν να ήταν βραστό νερό• υπόφερε πολύ μα δεν πέθανε.

Η αφορμή του σεισμού αυτού πιστεύω να ήταν η φοβερή ξηρασία που υπάρχει αυτό το φθινόπωρο και το χειμώνα• τον Νοέμβρη έκανε περισσότερη ζέστη από τον Αύγουστο, και τώρα ακόμα είναι πιο πολύ ζέστη από το Μάρτη και δεν έβρεξε μέχρι τις 6 του Δεκέμβρη με το παλιό. Γι’ αυτό υπήρχε μεγάλος φόβος, γιατί μέχρι τότε δεν είχαν αρχίσει ακόμη να σπέρνουν, πράγμα ασυνήθιστο σ’ αυτό το κλίμα. Παρ’ όλ’ αυτά, αν βρέξει κάμποσες φορές και σπείρουν, μια και δεν τελείωσε ακόμη ο Μάρτης, και ο Απρίλης βρέξει δυο ή τρεις φορές, θα είναι καλά. Μα αν εξακολουθήσει η ξηρασία αυτή θα πεθάνει ο κόσμος από την πείνα. Εδώ υπάρχει μεγάλη έλλειψη από όλα τα πράγματα. Το στάρι έχει 6 λίρες το μουζούρι, πράγμα ασυνήθιστο, γιατί τ’ άλλα χρόνια είχε 3. Κρέας δεν βρίσκεται, γιατί από την ξηρασία που πέρασε, ψόφισαν τα ζώα από την πείνα, επειδή έχουν τη συνήθεια να τα συντηρούν πάντα στην εξοχή, όπου τρων όλο το χειμώνα τα χόρτα που φυτρώνουν με τις βροχές του Οχτώβρη. Μα μέχρι τώρα τα πάντα είναι καμένα• ούτε το χόρτο δεν φαίνεται ακόμη, εκτός αν ξεπροβάλλει τώρα-τώρα από το χώμα.

Τελειώνοντας μ’ αυτό σας φιλώ τα χέρια. Στην Τουρκία είναι μεγαλύτερος λιμός, γιατί η εσοδεία ήταν χειρότερη: έχουν πόλεμο, πείνα και πανούκλα και παρ’ όλ’ αυτά δεν έχουν τελειωμό.

 

Από τα Χανιά στις 22 του Γενάρη 1596.
Δούλος της Αφεντιάς σας
Ονόριο Μπέλι