Ο Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος, γιός του γνωστού ιστορικού, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 8 Σεπτεμβρίου του 1843. Σπούδασε νομικά, έγινε διδάκτωρ της νομικής σχολής και πετυχημένος δικηγόρος. Τον βασάνιζε διαρκώς μιά βαθύτατη εσωτερική μελαγχολία. Έγραψε σε μία φρικτή υπερκαθαρεύουσα μηδενιστικά ποιήματα και αναρχικά δοκίμια. Ενα εξ’ αυτών, η «Απολογία Ληστού» είναι απολαυστικό και θα άξιζε τω όντι τον κόπο να πέσει στα χέρια των ληστών Παλαιοκώστα. Θεωρείται πρόδρομος του Καρυωτάκη. Πέθανε από εγκεφαλική συμφόρηση, ή κατ’ άλλους από συγκοπή καρδίας σε ηλικία 30 ετών την ώρα που κατηφόριζε την οδό Ιπποκράτους. Στο ποίημα που διασκεύασα πήρα πολύ μεγάλες ελευθερίες. Εν τούτοις πιστεύω πως δεν απομακρύνθηκα ρούπι από την γενική του αίσθηση // Χ. Κ.

.

 

ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΦΑΝΟ
ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟΥ

του Δ.  Παπαρρηγόπουλου

Απόδοση – παράφραση – προσαρμογή – αλλαγή φώτων εν γένει: Χρήστος Κανελλόπουλος

 

 

Εν μέσω πένθους σαν τη γλυκιά την ευτυχία έχω τη γνώμη

τ’ αστέρια που την ατέρμονη πορεία τους τραβάνε

μοιάζουν με στέμα λαμπερό στης νύχτας την κατάμαυρη την κόμη

μοιάζουν με φάρους που ως την αθανασία οδηγάνε.

 

Αλλά για δες εκεί μακριά προς το νεκροταφείο

στο βάθος του ορίζοντα πώς φέγγει ένα καντήλι,

όλους εκείνους που προσμέτρησαν τον βίο

λες πως τους προσκαλεί να γίνουν φίλοι.

 

Καντήλι, καντηλάκι μου που προστατεύεις τους νεκρούς και τις σκιές σκορπίζεις

το φως σου ρίχνεις το θαμπό στον θάνατο απάνω.

Ποιό χέρι ήρθε και σ’ άναψε τους τάφους να φωτίζεις;

Θα σε νιώθω άραγε κι εγώ; Θα με φυλάς κι εμένα όταν πεθάνω;

 

Λάμψε στη νύχτα την κακιά τους ζωντανούς να σκιάζεις,

μέτρα τις μαρμαρόπλακες, τους πεθαμένους μέτρα

είναι πολλοί, αμέτρητοι, φτωχή καρδιά τρομάζεις

κι από τον φόβο προσπαθείς να γίνεις πέτρα.

 

Σε ποιό ημερολόγιο ο θάνατος μετριέται;

Τι ειν’ η ζωή του καθενός στο διάβα των αιώνων;

Σβήνει σαν το λιανό κερί, σαν σβήσει λησμονιέται

ο χρόνος προς τον θάνατο καταμετράται μόνον.

 

Θάνατος ειν’ η συγκοπή και η αποπληξία,

θάνατος και η λησμονιά όταν κανείς δεν σε θυμάται.

Ψεύτρα ζωή απατηλή χωρίς καμιάν αξία

και όμως ποιός αναχωρεί και δεν λυπάται;

 

Ξεχνούνε ξέρεις κι οι νεκροί, τους ζωντανούς ξεχνούνε

η λήθη σαν το σάβανο το παρελθόν τυλίγει

οι τεθλιμένοι συγγενείς αδιάκοπα πενθούνε

τα λατρεμένα πρόσωπα πο’χουν για πάντα φύγει.

 

Καντήλι μου ταλαίπωρο, ενώ τα φώτα τ’ άλλα

φωτίζουν φίλων συντροφιές που πίνουνε αψέντι

εσύ σε λάκκους της φτωχολογιάς και μνήματα μεγάλα

σκορπίζεις το χλωμό σου φως κι ο χάρος κάνει γλέντι.

 

Εμάς μας τρώει η μαύρη γη που βγάζει τα λιθάρια

Μας περιμένει ο νεκροθάφτης με τα πόδια απλωμένα στο γραφείο

Σβήνει μιά άρρωστη βροχή του βίου μας τα χνάρια

Κερνά η λήθη τη σιγή μες το νεκροταφείο.

 

Παράδοξο συμπόσιο, ασάλευτο, βουβό

ένα άγαλμα ειρωνικά σηκώνει το ποτήρι

και «εις υγείαν» λέγοντας πίνει κρασί στιφό

κοινή η μοίρα των θνητών άνθρωπε κακομοίρη.

 

Καντήλι, το φως σου ρίχνε στοργικά στα νεκρικά μνημεία,

πόσοι πολλοί κοιμήθηκαν χωρίς κανένα χάδι

θα ’ταν ακόμα ζωντανοί  – αμφιβολία καμία –

αν κάποιο χέρι στοργικό τους χάιδευε ένα βράδυ.

 

Άστρο των τάφων θλιβερό το φως σου τρεμοσβήνει

εκεί στα κυπαρίσια τα ψηλά αποκάτου.

Φυσάει αέρας παγερός. Μόνος μου έχω μείνει.

Πες μου τι με παρατηρείς ως οφθαλμός θανάτου;

 

Δεν τον φοβάμαι. Ίσια μπροστά στον θάνατο καμαρωτός πηγαίνω.

Την δυναμή του δεν υμνώ από αδυναμία.

Το φίλημά του το ψυχρό ατάραχος προσμένω.

Ποιός την γαλήνη δεν ποθεί μετά την τρικυμία;

 

Ξημέρωσε και η αυγή χαμογελά με χάρη.

Την ευτυχία γύρεψα να βρω και να τη ζήσω.

Μα δεν τη βρήκα, με γονάτισαν τα βάρη

και θα γυρίσω το πλευρό και θα ψοφήσω.

 

Μέλλον! παιγνίδι της φθοράς, της τύχης ειρωνία,

λέξη που σηματοδοτεί την πάροδο του χρόνου.

ή από άλλη οπτική γωνία

βαρόμετρο του ανθρώπινου του πόνου.

 

Μέλλον! μιά λέξη που θα πει την έλλειψη παρόντος,

ηχώ ονείρων, αρμαθιά πιθανοτήτων,

μιά αντανάκλαση ωχρή του παρελθόντος,

και ματαιότης ματαιοτήτων.

 

Εκεί που πας αμέριμνος η συμφορά σε βρίσκει

αγάπες, έρωτες, φιλιά στον άνεμο σκορπίζουν

στον κάτω κόσμο σ’ υποδέχονται οι ίσκιοι

και λίγα κίτρινα χαρτιά μένουν να σε θυμίζουν.

 

Ιδού το μέλλον: η ρυτίδα και το χάδι του θανάτου,

το ένα δάκρυ το πικρό που τ’ άλλο δάκρυ φέρνει.

Τινάζει ο καθένας μας ψηλά τα πέταλά του

κι έρχεται ο χάρος  και τον παίρνει.

 

Μόνος μου με το φως αυτό του καντηλιού παρέα

τ’ απομεινάρια μιάς ζωής χαμένης περιφέρω.

Ήταν καλά, γελάσαμε, περάσαμε ωραία.

και τώρα έρχομαι εδώ λουλούδια να σου φέρω

 

Όταν σωθεί το λάδι σου καντήλι τι θα γίνεις;

Τι; Θα σβηστείς; καλύτερα! ας πέσει το σκοτάδι

Στην πολιτεία των νεκρών τζάμπα το φως σου χύνεις.

Καντήλια δεν χρειάζονται στον Άδη.

 


ΕΞΑΡΧΕΙΑ / ΜΑΤΙ ΑΤΤΙΚΗΣ / ΙΟΥΛΙΟΣ 2006

 

 

Εδώ το ποίημα στην πρωτότυπη μορφή του 1866

 

Εμφανίζεται όρθιος ο Παπαρρηγόπουλος το 1872, λίγους μήνες πριν πεθάνει (από την έκδοση των ποιητικών απάντων του – Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, 2006)

 

 

 

______

ΒONUS

Πάντα υπήρχαν φωνές που ουρλιάζανε στα μούτρα του παρόντος. Όμως το άσχημο με τις φωνές είναι πως σπάνια φτάνουν στους επόμενους. Διαλύονται σε μια ιστορική ηχώ. Ένας αντίλαλος μονάχα μένει να αρθρώνει κάτι από το χαμένο νόημα. Μόνο που στην περίπτωση του ποιητή Δημήτριου Παπαρρηγόπουλου το νόημα διασώθηκε ατόφιο διότι η φωνή του αποτυπώθηκε στο χαρτί. Ανήλικος ήταν ακόμη όταν ο γιος του ιστορικού θεμελιωτή του ελληνικού έθνους, έγραψε και εξέδωσε το 1861 ίσως το πιο λυσσασμένο κείμενο της ελληνικής γραμματείας: τις «σκέψεις ενός ληστού ή η καταδίκη της κοινωνίας». Διαβάζοντάς το νηφάλια, και αγνοώντας κάποιους ιστορικούς αναχρονισμούς, θαρρείς πως είχε την ενόραση να δει όλο το θρήνο της μέλλουσας καπιταλιστικής μητρόπολης και με λέξεις που αγγίζουν ένα ιδιότυπο και πρώιμο αντάρτικο πόλης, να επιτεθεί με μανία στις δομές της κοινωνίας του: το νόμο, την επιστήμη, την κατανάλωση, τον ορθολογισμό.

 


 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Γεννήθηκε στην Αθήνα. Λέγεται Κουνελόπουλος ή Κανουλόπουλος, ή Κιτρινόπουλος, ή Κανελλόπουλος, ή Αλκης Κρέας, ή όπως αλλιώς διάβολο τον αποκαλούν όσοι τον γνωρίζουν. Γράφει και γράφει και γράφει και γράφει. Γράφει και παίζει. Ενίοτε τραγουδά. Κυρίως τους στίχους του.