«ΕIναιμια τυφλή χελώνα που κολυμπά στον ωκεανό και αναδύεται μία φορά κάθε εκατό χρόνια. Κάπου στον ίδιο ωκεανό, επιπλέει ένα ξύλινο στεφάνι που παρασύρεται από τον άνεμο και τις παλίρροιες. Όσες πιθανότητες έχει η χελώνα να περάσει κατά τύχη το κεφάλι της μέσα από το στεφάνι καθώς αναδύεται, τόσες είναι κι οι πιθανότητες να ξαναγεννηθεί κανείς σαν άνθρωπος.»
Είναι τα πρώτα λόγια που ακούγονται στο «54 / Η Τυφλή Χελώνα κι η Απέραντη Θάλασσα», την ταινία μικρού μήκους της Ισαβέλλας Μαργάρα.


Ο μύθος που ακούγεται στην αρχή της ταινίας βασίζεται σε μια παραβολή βουδιστικής προέλευσης και ουσιαστικά έχει να κάνει με το πολύτιμο της ανθρώπινης ύπαρξης.

Πες με λίγα λόγια την υπόθεση της ταινίας.
Υπάρχει μια γυναίκα που δε σταματάει να τρέχει κι ένας άντρας, άγνωστός της, που ξέρει τα πάντα για τη ζωή της. Η γυναίκα φοράει στο πέτο της μια καρφίτσα χελώνα. Οι δυο τους συναντιούνται αναπάντεχα σ` ένα ασανσέρ που ανεβαίνει προς τον 54ο όροφο. Η ταινία θα `ταν πολύ βαρετή αν όντως αυτή έβγαινε στον 54ο όροφο – αλλά δε θα πω πού βγαίνει.

Γιατί η χελώνα είναι τυφλή ;
Γιατί δεν έχει σημασία να βλέπει. Τον δρόμο της θα τον βρει ούτως ή άλλως.

Την ταινία την ολοκλήρωσες πριν την υγειονομική περιπέτεια που ζήσαμε. Υπάρχει μία φράση στο σενάριο που ηχεί διαφορετικά πια. Είναι το «σπίτι – κέλυφος». Το σπίτι από ιδιωτικός χώρος, χώρος απόλυτης ελευθερίας, έγινε ξαφνικά τόπος φυλακής μας. Κλειστήκαμε στο καβούκι μας, γίναμε χελώνες.
Ο άγνωστος, πριν αρχίσει να μιλάει στη γυναίκα για «σπίτι – κέλυφος», μιλάει για κάποιες μετακινήσεις που εκείνη κάνει: απ` το σπίτι στο σχολείο κι απ` το σχολείο στο σπίτι, αργότερα απ` το σπίτι στη δουλειά κι απ` τη δουλειά στο σπίτι, και καταλήγει τέλος στο «σπίτι – κέλυφος», «κέλυφος – σπίτι». Υπάρχουν διάφοροι τρόποι να το προσλάβεις αυτό: ο ένας είναι ότι κυριολεκτικά πλέον δε μετακινείσαι, η ζωή σου γίνεται οι τέσσερις τοίχοι. Ο άλλος είναι αυτός που λες, ο μεταφορικός: ένα σπίτι μπορεί να είναι ένα κέλυφος προστατευτικό, αλλά μπορεί να γίνει κι ένα χρυσό κλουβί.

Έχω την αίσθηση ότι η ταινία λέει περισσότερα απ` όσα δείχνει. Σα να υπάρχει μια άλλη ιστορία πίσω απ` αυτή βλέπουμε. Πώς σού γεννήθηκε η αρχική ιδέα;
Η αρχική ιδέα ήταν να ασχοληθώ με το ασανσέρ. Είχα πάει να γυρίσω μια ταινία ως ηθοποιός στην Πράγα και μια μέρα που είχα ρεπό πήγα στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης κι είδα εκεί έναν πίνακα που έδειχνε μια γυναίκα μεσήλικα, που φορούσε ένα σχετικά κυριλέ ταγιεράκι και φαινόταν τρομοκρατημένη και κάτωχρη, με ένα βλέμμα στερεωμένο κάπου, και κρατούσε πολύ σφιχτά με τα χέρια της μια μαύρη τσάντα που φαινόταν σα να `θελε να την προστατέψει με νύχια και με δόντια. Στο ίδιο ασανσέρ ήταν ένας νεαρότερος άντρας με στολή εργασίας, πολύ ήρεμος και σχεδόν αδιάφορος μαζί της. Πίσω από το ασανσέρ υπήρχαν ουρανοξύστες μιας μεγάλης ανώνυμης πόλης. Νομίζω πιο πολύ εξεπλάγην όταν είδα τον τίτλο του πίνακα: «Civilization», δηλαδή «Πολιτισμός». Μου δημιουργήθηκε το ερώτημα για ποιο λόγο ονόμασε έτσι το έργο του ο Τσέχος ζωγράφος κι άρχισα να φτιάχνω σενάρια για το από πού τους πήρε αυτούς τους ανθρώπους το ασανσέρ, πού τους πάει και γιατί ο τόσο γενικευτικός τίτλος, που κουβαλάει το φορτίο ενός ολόκληρου πολιτισμού πάνω του. Αυτή τη σκέψη μου τη μετέφερα στον εξαιρετικό, κατά τη γνώμη μου, συγγραφέα Αχιλλέα ΙΙΙ – όσοι δεν τον γνωρίζουν, είναι αυτός που κρύβεται πίσω απ` τη δημοφιλή σελίδα «κομπλεξικό» στο facebook και ο συγγραφέας της συλλογής διηγημάτων με τίτλο «Παραχαράκτης». Γνώρισα λοιπόν τον Αχιλλέα και μοιράστηκα μαζί του αυτή τη σκέψη κι αυτός στη συνέχεια έφτιαξε μια ιστορία που αποτέλεσε τη βάση του σεναρίου στο οποίο δουλέψαμε.
Η δεύτερη αφορμή για την ταινία ήταν μια κηδεία, του πατέρα ενός φίλου μου, μετά την επιστροφή μου απ` την Τσεχία. Μου έκανε τρομακτική εντύπωση το πόσο εξωφρενικά γρήγορα κινούνταν όλα. Υπήρχε μια ουρά από κηδείες που περίμεναν να πάρουνε σειρά, υπήρχε μια τρομακτική πίεση από τους μάνατζερς της εκκλησίας, μια πίεση στο πόσο γρήγορα έπρεπε να τα λέει ο παπάς. Όλα αυτά μού δημιούργησαν την αίσθηση ότι μέσα σ` αυτό το διεκπεραιωτικό άγχος της κηδείας δε μπορεί να συντελεστεί κανένα πραγματικό πένθος, όπως αυτό συντελούνταν παλιότερα, με τα ξενύχτια στο σπίτι του νεκρού, όπου οι άνθρωποι παίρνανε το χρόνο τους γύρω από το συμβάν του θανάτου. Αυτή ήταν η δεύτερη αφορμή της ταινίας, η συνειδητοποίηση δηλαδή ότι ζούμε τόσο απελπιστικά γρήγορα όσο γρήγορα μάς θάβουν. Κι ότι εν πάση περιπτώσει, δε μπορεί να υπάρξει τίποτα συνειδητό αν δεν υπάρξει μια επιβράδυνση, ένα χαμήλωμα ταχύτητας.

Πώς υλοποιήθηκε η ιδέα σου; Πώς διάλεξες συνεργάτες;
Τους ηθοποιούς τούς επέλεξα έχοντας ιδία εμπειρία από την παρουσία τους – στο θέατρο για την Κωνσταντίνα και στο σινεμά για τον Αντρέα. Και για τους δύο, καθοριστικό στοιχείο ήταν μια μαγνητική κατά τη γνώμη μου παρουσία δική τους εκεί που τους είχα δει προηγουμένως. Η Κωνσταντίνα, όποτε τη βλέπω στο θέατρο, τραβάει πάντα την προσοχή μου, δε μπορώ να κοιτάξω άλλον ηθοποιό επί σκηνής. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Αντρέα στις ταινίες – τον είχα δει μόνο μια φορά στο θέατρο. Τους υπόλοιπους συνεργάτες τούς διάλεξα έχοντας δει δουλειά τους, και κάποιους εντελώς διαισθητικά. Για τον Κλαούντιο Μπολιβάρ, που έκανε τη διεύθυνση φωτογραφίας, είχα δει και δουλειά του, που ήταν πολύ ωραία, αλλά καθοριστικό ρόλο έπαιξε και το όνομά του, που μου θύμιζε την Μπολιβαριανή Επανάσταση. Και κάποιες άλλες συνεργασίες που ήρθαν ήταν από αυτές τις κοσμικές συμπτώσεις, που μου βγήκαν σε καλό. Και φυσικά υποστηρικτικοί ηθοποιοί στην ταινία ήταν όλοι άνθρωποι που τους ξέρω και τους αγαπώ πολύ.

Είναι η πρώτη σου ταινία, ε;
Ελπίζω όχι και η τελευταία.

Αποθαρρύνθηκες καθόλου;
Όχι, ίσα -ίσα μού άνοιξε η όρεξη γι` αυτή τη δυστυχισμένη τέχνη του κινηματογράφου.

Γιατί δυστυχισμένη; Για τα λεφτά;
Ο Ταρκόφσκι έλεγε ότι είναι δυστυχισμένη η τέχνη του κινηματογράφου επειδή εξαρτάται πάρα πολύ από το χρήμα. Κι η αλήθεια είναι ότι χωρίς ένα υπολογίσιμο ποσό χρημάτων, ταινία μεγάλου μήκους δε μπορείς να κάνεις. Στις μικρού μήκους, μπορείς να το «κλέψεις» λίγο, με πολλή αποφασιστικότητα και πολλή εφευρετικότητα. Αλλά στις μεγάλου μήκους δε μπορείς να το «κλέψεις». Επίσης χαρακτηριστική είναι η φράση του Μπερτολούτσι, που έλεγε ότι «ο κινηματογράφος είναι η τέχνη τού να παίρνεις λεφτά και να τα μετατρέπεις σε ποίηση». Δε μπορείς ποτέ να ξεφύγεις απόλυτα από τη δικτατορία των χρημάτων στον κινηματογράφο. Σαφέστατα υπάρχει και ταξική κατανομή και ταξική προέλευση των δημιουργών του κινηματογράφου. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν ή δεν έχουν υπάρξει άνθρωποι που προέρχονται από κατώτερα στρώματα και ασχολούνται μαζί του, αλλά αυτοί είναι πολύ λιγότεροι από αυτούς, για παράδειγμα, που ασχολούνται με τη συγγραφή, που χρειάζονται ένα χαρτί κι ένα μολύβι, κι είναι ίσως η πιο δημοκρατική τέχνη. Απ` την άλλη μεριά όμως η Ιστορία αποδεικνύει ότι άμα βρεις τον τρόπο να το πεις, θα το πεις μ` αυτό που έχεις, κι ότι πολλές φορές όσο πιο πολύ αυξάνονται τα χρήματα που έχεις, τόσο μειώνεται η ικανότητά σου να τα χρησιμοποιείς και η ευρηματικότητά σου στο πώς τα χρησιμοποιείς. Οπότε θέλω να πιστεύω ότι μπορούμε να λέμε ό,τι θέλουμε να πούμε, μ` αυτά που διαθέτουμε αυτή τη στιγμή. Κι ενδεχομένως οι περιορισμοί μας κι οι ατέλειές μας να είναι στην πραγματικότητα τα εφόδιά μας.

Σ` έναν κόσμο πλημμυρισμένο πια απο εικόνες, έχει νόημα το σινεμά και ειδικά μια ταινία μικρού μήκους; Ο καθένας γυρίζει βιντεάκια, «ταινίες μικρού μήκους», κάθε μέρα. Κάποιος θα μπορούσε να χαρακτηρίσει και την ταινία σου βιντεάκι και κάποια στιγμή, όταν αυτή κάνει την πορεία της στα φεστιβάλ και τη βάλεις στο vimeo ή στο youtube, θα τη βλέπει την ώρα που χαζεύει περιμένοντας το τρόλλεϋ.
Πιθανότατα αυτό θα γίνει. Δεν έχω καμία αυταπάτη ότι δε θα γίνει αυτό. Και, για να πω την αλήθεια, αν τη δει κάποιος περιμένοντας το τρόλλεϋ, δεν ξέρω αν αυτό αφαιρεί ή προσθέτει κάτι στην αξία της. Θα ήταν ευτύχημα πάντως να νιώσει την ανάγκη να επανέλθει σε συνθήκες πιο ήσυχες. Το «νόημα» που έχει το σινεμά είναι το νόημα που μπορεί να έχει μια προσευχή στη μέση της νύχτας. Μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή, μπορεί και να περάσει και να μην ακουμπήσει. Όλα είναι εν δυνάμει κι όλα εξαρτώνται από σένα. Είναι αλήθεια πως τεχνικά, όλοι μπορούμε πλέον να γυρίσουμε μια ταινία – καλό είναι! Όμως αυτό που θα διαχωρίσει το σινεμά από το βιντεάκι είναι το παίδεμα που υπάρχει πίσω από την κάθε μια εικόνα που θα ξεπροβοδίσουμε στην οθόνη. Αυτό το παίδεμα δεν έχει καμία σχέση με το τι τεχνολογικό οπλοστάσιο χρησιμοποιείς ή ποια πλατφόρμα. Είναι το επώδυνο απόσταγμα ενός βλέμματος.

Από τη μεγάλη οθόνη όμως ως την οθόνη του τηλεφώνου υπάρχει μια τεράστια απόσταση.
Απολύτως. Και η βασική απόσταση που υπάρχει είναι αφενός στην ησυχία κι αφετέρου στην ύπαρξη συνέχειας, στο μη διακοπτόμενο μιας εμπειρίας. Για μένα το ερώτημα στην εποχή μετά τον κορωνοϊό δεν είναι το κατά πόσο θα επιβιώσει το σινεμά. Το σινεμά, όπως και το βιβλίο, είναι ένας πολύ ισχυρός τρόπος για να λέμε ιστορίες. Αυτό που μ` αποσχολεί είναι κατά πόσο αυτή η αλλαγή κλίμακας από τη μεγάλη οθόνη στη μικρή οθόνη…

…στην ελάχιστη οθόνη…
… ή στην ελάχιστη οθόνη, θα σημάνει και μια μετατόπιση από την ενασχόληση με τις μεγάλες ιδέες στο κουτσομπολιό, θα σημάνει μια μετατόπιση στο λαϊκισμό, στο απλοϊκό. Για μένα αυτό είναι το ένα διακύβευμα. Και το άλλο, μιας και ενδεχομένως στο μέλλον η επικοινωνία μας θα γίνεται κατά βάση μέσω υπολογιστών, μέσω διαδικτύου, μέσω μη φυσικής παρουσίας, κατά πόσο αυτό θα σημάνει ότι πλέον το φυσικό καμβά του σινεμά, που είναι το ανθρώπινο πρόσωπο, θα το παρατηρούμε όλο και λιγότερο. Θα σταματήσουμε να δίνουμε βαρύτητα σ` αυτό το ανεπαίσθητο, που δε μπορεί να οριστεί με λέξεις. Εκεί είναι η αξία και η μοναδικότητα του σινεμά: ν` ανακαλύπτει αυτό το ανείπωτο, αυτό το ενδιάμεσο, αυτό το αχαρακτήριστο, αυτό το εν δυνάμει. Αυτό είναι που τρέμω να μη χαθεί από την έλλειψη παρατηρητικότητάς μας στο μέλλον λογω τής μικρής οθόνης.

Η ταινία σου θα προβληθεί σε Φεστιβάλ τους επόμενους μήνες – Δράμα, Νύχτες Πρεμιέρας, Θεσσαλονίκη. Τα Φεστιβάλ αυτά θα γίνουν με τη φυσική παρουσία θεατών ή διαδικτυακά;
Ας ελπίσουμε, με φυσική παρουσία.

Μες στην καραντίνα είχες γράψει ένα ποστ για μια ανακοίνωση του Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σαράγεβο, που έλεγε περίπου: «εμείς φτιάξαμε το Φεστιβάλ μέσα σε αντίξοες συνθήκες, μέσα στον πόλεμο, και δε θα δεχτούμε την ψηφιοποίησή του». Θύμισέ μου αυτή την ιστορία.
Έλεγαν ότι το Φεστιβάλ τους γεννήθηκε σε συνθήκες έλλειψης ηλεκτρισμού, έλλειψης νερού, και ενώ στα κτίρια κυκλοφορούσαν ελεύθεροι σκοπευτές. Εφόσον είχαν επιβιώσει λοιπόν σ` αυτές τις συνθήκες, θα βρουν έναν τρόπο να επιβιώσουν και μέσα στον κορωνοϊό. Μέσα σ` εκείνο το χάος των ακυρώσεων είχα βρει την ανακοίνωση του Φεστιβάλ του Σαράγεβο τη μόνη γειωμένη τοποθέτηση και τη μόνη τοποθέτηση οργανισμού που να συνάδει με το ρόλο του. Στον αντίποδα, το θέατρο που είχε γεννήσει ο Μπρεχτ στη Γερμανία, τη δεύτερη – τρίτη βδομάδα μετά την καραντίνα ξήλωσε το 60% των καρεκλών του και άφησε δύο δύο καρεκλίτσες, με αποτέλεσμα η όψη του να είναι ενός πεσμένου ελέφαντα στο έδαφος που μουγκρίζει και χαροπαλεύει.

Μπορείς να το δεις απ` την αστεία του πλευρά. Πραγματώθηκε η αποστασιοποίηση.
Δε νομίζω ο Μπρεχτ να εννοούσε έτσι την αποστασιοποίηση! Βρήκα τρομακτική αυτή την απόφαση, αν όχι για τίποτε άλλο, για ένα μόνο λόγο: για την ταχύτητα με την οποία πάρθηκε. Εν μέσω μιας κατάστασης δεν υπήρξε η ψυχραιμία της αποστασιοποίησης, της αναμονής. Η μόνη ψύχραιμη στάση μέσα σε μια τέτοια κατάσταση είναι η αναμονή. Αν δεν ξέρεις πώς να τοποθετηθείς, καλύτερα να μην τοποθετηθείς καθόλου. Το τρομακτικό λοιπόν ήταν η αποκαθήλωση χωρίς να έχεις τη συνολική εικόνα. Όπως επίσης τρομακτικό ήταν το γεγονός ότι άνθρωποι που πεθαίνανε στο Μπέργκαμο εν μέσω της πανδημίας, για πρώτη φορά στην Ιστορία δεν αξιώθηκαν μια ανθρώπινη τελετή θανάτου, πράγμα το οποίο υπό οποιεσδήποτε άλλες συνθήκες θα αποτελούσε κοσμοϊστορικό γεγονός. Και παρ` όλο που διαφώνησα σε διάφορα σημεία με τα κείμενα που δημοσίευσε ο Αγκάμπεν εν μέσω της πανδημίας, για τον ίδιο λόγο, δηλαδή για την ταχύτητα με την οποία τοποθετείσαι πάνω σε κάτι που δε γνωρίζεις, επιβεβαιώνοντας την άποψή σου εκ των προτέρων για τα πράγματα…

…Νομίζω ότι υπέταξε την πραγματικότητα στη σκέψη του αντί να προσαρμόσει τη σκέψη του στην πραγματικότητα.
Ναι, αλλά παρ` όλ` αυτά τού δίνω απόλυτο δίκιο στο σημείο του τελευταίου του άρθρου, ότι δεχτήκαμε πρακτικά ν` αφήσουμε άταφους τους νεκρούς μας, στο όνομα ενός φόβου που θα `πρεπε να μπορούμε να τον διαχειριστούμε αν θέλαμε να κινήσουμε αυτό που λέγεται ζωή.

Αφού πιάσαμε τα υγειονομικά θέματα, μίλα μου και για την ιδιότητά σου ως γιατρού: πώς συμβιβάζεται με το σινεμά, με το θέατρο; Εναι μια διέξοδος;
Η ενασχόλησή μου αυτή έγινε επειδή αρχικά πίστευα μέσα μου ότι έρχεται σε πλήρη αντιπαράθεση με την ιδιότητά μου ως γιατρού κι ότι καταστρέφω μέσω της καλλιτεχνικής μου δουλειάς την μικροαστική μου καταγωγή που με οδήγησε στην Ιατρική. Καταστρέφω δηλαδή το πακέτο «Ιατρική, γαλλικά και πιάνο». Πέρασα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα που πίστευα ότι αυτές οι ιδιότητες είναι εκ διαμέτρου αντίθετες μεταξύ τους. Τώρα ίσως οδεύουν σε έναν συμβιβασμό, λόγω της εκατέρωθεν θεραπευτικής λειτουργίας τους. Οδηγήθηκα όμως ως γιατρός αναπόφευκτα κάποια στιγμή στο ερώτημα: τι σημασία έχει να συμβάλω στο να παραταθεί η ζωή ενός ανθρώπου αν δεν πρόκειται να συμβάλω με κανένα τρόπο στο να αλλάξει το περιεχόμενο αυτής της ζωής; Τι σημασία έχει να ζούμε περισσότερο αν δεν πρόκειται να ζούμε διαφορετικά;


H ταινία θα παρουσιαστεί στα πλαίσια του Εθνικού Διαγωνιστικού Προγράμματος του Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας, 20-26 Σεπτεμβρίου. Οι ταινίες του Φεστιβάλ της Δράμας θα είναι φέτος διαθέσιμες και διαδικτυακά για την Ελλάδα, στην πλατφόρμα
https://www.dramafilmfestival.gr/online-festival/

Η ταινία θα παρουσιαστεί επίσης στην Αθήνα στις Νύχτες Πρεμιέρας την Τρίτη 29/9/2020 και στο Thessaloniki International Short Film Festival 17-19 Οκτωβρίου.

Οι συντελεστές

Ηθοποιοί ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΤΑΚΑΛΟΥ | Σκηνοθέτης / Παραγωγός ΙΣΑΒΕΛΛΑ ΜΑΡΓΑΡΑ | Screenplay ΙΣΑΒΕΛΛΑ ΜΑΡΓΑΡΑ | Story ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΙΙΙ | Συμπαραγωγοί ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, COSMOTE TV | Διεύθυνση Φωτογραφίας CLAUDIO BOLIVAR GSC | Μοντάζ ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ | Μουσική ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ