«παρετο πράγμα και σφάξ` το» είναι ο τίτλος της νέας – μικρού μήκους – ταινίας του Κυρηναίου Παπαδημάτου. Υπότιτλός της: «Μια μέρα από τη ζωή τού μεγάλου μας ρεμπέτη Μάρκου Βαμβακάρη», και είναι βασισμένη σε ένα κεφάλαιο από το μυθιστόρημα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη «Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας». Λίγο πριν την προβολή τής ταινίας στις Νύχτες Πρεμιέρας, ο σκηνοθέτης δίνει μια απολαυστική συνέντευξη στο ΑΣΣΟΔΥΟ.

Το «πράγμα» είναι λέξη του Βαμβακάρη ή του Σκαμπαρδώνη;
Του Σκαμπαρδώνη. Να μιλήσουμε για το διήγημα; Δεν είχα καθόλου στο νου μου ούτε το Βαμβακάρη ούτε το Σκαμπαρδώνη, άλλα πράγματα σκεφτόμουν εκείνη την περίοδο, και μου δίνει μια φίλη το μυθιστόρημα – μόλις είχα τελειώσει ένα βιβλίο του με διηγήματα που μου άρεσε πολύ. Όταν έφτασα σ` αυτές τις σελίδες, κεραυνοβολήθηκα ρε φίλε. Είπα, θέλω αυτό να το κάνω ταινία. Με πήγε πίσω. Σα να σε υποχρέωνε κι η γραφή του Σκαμπαρδώνη να πας εκεί, στις ρίζες του κινηματογράφου. Ήθελα να το αποπειραθώ αυτό. Μ` έκαιγε. Είναι μια κλασική ιστορία. Δεν έχει τερτίπια, δεν έχει εφέ. Έχει μια συγκεκριμένη κατεύθυνση που ή σ` αφορά ή δε σ` αφορά.

Τι σε συγκλόνισε περισσότερο σ` αυτή την αφήγηση; Η άρνηση του Βαμβακάρη να σφάξει τη Μαριώ;
Δεν είναι κάτι συγκεκριμένο αυτό που σ` αρπάζει απ` τ` αρχίδια. Ποτέ δεν είναι κάτι συγκεκριμένο και ποτέ δεν ορίζεται τόσο εύκολα. Βρήκα όλη αυτή την απλότητα μέσα σε μια ιστορία που εμπεριέχει την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης. Μια υποταγή στη μοίρα και του ανθρώπου και του ζωντανού, δηλαδή και των δύο ζωντανών, που δεν ξέρεις τελικά ποιος εξαρτάται από ποιον, και εμένα με βρίσκει πολύ σύμφωνο το ότι δεν ελέγχουμε τη μοίρα μας.

Ποιος την ελέγχει;
Το εργαστήριο που μας κατασκεύασε μάλλον την ελέγχει. Η κατασκευαστική μας ελαττωματικότητα. Είμαστε με προδιαγραφές να πάμε προς την οδύνη και την καταστροφή. Όλα τ` άλλα είναι τεχνάσματα.

Ένα απ` αυτά τα τεχνάσματα ίσως είναι και το σινεμά. Μίλα μου για το σινεμά σου.
Ο κινηματογράφος που προσπαθώ να κάνω τα τελευταία χρόνια είναι απόλυτα υπόγειος, φτηνός, ανεξάρτητος και μη επιχορηγούμενος. Όλα αυτά μαζί τα λέω για να επιτείνω την ανεξαρτησία του από τους εξωτερικούς θεσμούς και τις δομές – όχι για το πώς εξαρτώμαι εγώ απ` αυτόν κι αυτός από μένα. Οπότε ξεκινώντας απ` αυτή τη σιγουριά και βεβαιότητα ότι δε θα μπορούσα να `χα τις τεχνικές και οικονομικές προϋποθέσεις που θα χρειάζονταν για να γίνει κανονικά αυτή η τανία, έπρεπε να λυθούνε τα δύο πρώτα βασικά προβλήματα. Το πρώτο ήταν ότι έπρεπε να μου δώσει ο Σκαμπαρδώνης την άδεια, χωρίς οικονομικές απολαβές. Μιλήσαμε, είδε προηγούμενες ταινίες μου, και μου είπε: «ελεύθερα αγόρι μου, κάνε ό,τι θέλεις και καλό δρόμο». Ο ένας σκόπελος λοιπόν παρεκάμφθη. Ο άλλος μεγάλος σκόπελος ήταν ο χώρος, τα σφαγεία. Πανάκριβη ιστορία. Αν ερχόντουσαν οι Αμερικάνοι θα `πρεπε να δίνανε χιλιάδες δολάρια για να κλείσουν έναν τέτοιο χώρο για γύρισμα. Άρχισα να μπαίνω στο ίντερνετ, να ρωτάω, να ψάχνω, έχω βάλει στο χαρτί μου 3-4 ονόματα, και δεν αποφασίζω να κάνω αυτό το γαμημένο τηλέφωνο γιατί τρέμω σε μια άρνηση. Από διαίσθηση είχα βρει τα Σφαγεία Παλυβού στα Στύρα Ευβοίας, που είχαν ένα φοβερό «βιογραφικό», που ξεκίναγε απ` τον παππού με ένα σταύλο κι έφτανε στο σήμερα, μέσα σε ένα ρομαντισμό που ήταν σε πλήρη αντίφαση με τον ίδιο το χώρο και τη φύση της δουλειάς που γίνεται εκεί. Όλο το τρέναρα, αλλά ένα απόγεμα παίρνω τηλέφωνο και μιλάω με τον Γιάννη τον Παλυβό. Τον πετυχαίνω να οδηγάει σ` ένα φορτηγό και ν` ακούει λαϊκά τραγούδια κι ο διάλογός μας ήταν ως εξής: «Καλησπέρα, δε με ξέρεις, δεν έχω καμία σχέση με τη δουλειά σου, λέγομαι τάδε, είμαι κινηματογραφιστής και χρειάζομαι τη βοήθειά σου, δηλαδή να μου προσφέρεις το χώρο των σφαγείων, να τον αγιάσω μέσα από τον κινηματογράφο για να κάνω μια ταινία με ελάχιστα λεφτά». Και μου λέει: «Δεν καταλαβαίνω και πολλά ρε φίλε μου απ` αυτά. Εγώ ένα πράγμα θέλω. Να πάρεις το πλοιαράκι, να περάσεις στα Στύρα και να έρθεις να δω τα μάτια σου, να μου τα πεις από κοντά. Αν δω τα μάτια σου και μου τα πεις, δε θα `χω κανένα πρόβλημα ή θα`χω. Ένα απ` τα δύο θα συμβεί».

Αυτό το διάλογο θα μπορούσες να τον είχες κάνει και με το Μάρκο Βαμβακάρη.
Δεν έχω φτάσει ως εκεί, αυτή είναι δική σου αίσθηση. Αφού όμως το πας ως εκεί, το Βαμβακάρη τον συναντήσαμε. Ο πατέρας του Γιάννη Παλυβού είναι ίδιος ο Μάρκος Βαμβακάρης και το ψευδώνυμό του στα Στύρα είναι Μάρκος! Κι ήταν συνέχεια με την επωδό: «Εμείς θα σας βοηθήσουμε να πάει καλά η ταινία, να πάει καλά, να μην έχουμε δώσει τζάμπα το χώρο κι έχουμε ταλαιπωρηθεί κι εμείς κι εσείς».
Μετά την εύρεση του χώρου όμως, εκκρεμούσε η εξερεύνηση του Μάρκου. Απ` την αρχή είχα στο νου μου δυο ηθοποιούς και είχα πει ότι αν δεν είναι κάποιος από τους δύο δε θα `ναι κανένας. Ο ένας από τους δύο ήταν ο Βασίλης Μπισμπίκης. Τον συνάντησα στο Cartel – δε γνωριζόμασταν. Διαισθητική συνάντηση, διαισθητική ανταπόκριση, μια αγκαλιά και πάμε – αφού ήπιαμε κρασιά στο φουαγιέ.

Νιώθω ότι υπάρχει μια κοινή γραμμή ανάμεσα στο «Πράγμα» και στην προηγούμενη ταινία σου, τη «Maniera Greca».
Εγώ δεν είμαι σίγουρος γι` αυτό. Μπορεί και να υπάρχει αλλά δεν είμαι εγώ αυτός που θα το πει. Εγώ δεν έχω κάποια γραμμή συνειδητά, απλά κάθε φορά πράττω κάτι. Δεν το καταλαβαίνω, γι` αυτό μ` ενδιαφέρει αυτό που λες, αν υπάρχει.

Είναι μια θέαση της λαϊκότητας όχι αφ `υψηλού αλλά λίγο στυλιζαρισμένη.
Εννοείς φόρμα. Ναι, και οι δύο ταινίες έχουν φόρμα.

Σε αντίθεση με τον «Πάολο», που είναι πιο πολιτική ταινία. Θα το έλεγες λαϊκό το θέμα του «Πάολο»;
Για μένα σχεδόν τα πάντα είναι λαϊκά.

Βρίσκεις μια γοητεία στη λαϊκότητα;
Δε νομίζω ότι είναι ψαγμένο, εξακριβωμένο, επί τούτου. Αν προκύπτει κάτι τέτοιο είναι επειδή αυτό τελικά αυτή τη στιγμή είμαι και μπορώ να κάνω. Αυτό προκύπτει κι αυτό μπορώ να κάνω σε σχέση με το πώς προσεγγίζω μια ταινία. Όχι επειδή έχω στόχευση να το πετύχω. Αυτό που μ` ενδιαφέρει σίγουρα στον κινηματογράφο είναι η πρόβλεψη των πραγμάτων. Απεχθάνομαι βαθιά την τυχαιότητα, σιχαίνομαι τις ταινίες που πατάει κάποιος ένα rec, πυροβολάει ασύστολα κι ό,τι πιάσει. Η πρόβλεψη και σύνθεσή μου στην προσέγγιση μιας ιστορίας υπάρχει απόλυτα μέχρι εκεί που θα σπάσει από τη φύση της πραγμάτωσης της ταινίας. Δηλαδή όταν έρθει η ώρα των γυρισμάτων, συμβαίνουν πάρα πολλά εκτός των δικών σου προβλέψεων. Υπάρχει ένα ζωντανό περιβάλλον γύρω της και υπάρχει πάντα ένα λάθος που καραδοκεί σε οτιδήποτε. Αυτό είναι κάτι που αποζητώ. Δηλαδή να περιμένω το λάθος και να μου δίνει τη λύση σ` αυτό που δεν έχω προβλέψει και ν` ανοίγει την πρόβλεψη. Η αρχική πρόβλεψη, αυτό το κάδρο που σχεδιάζεις για να μπει η ιστορία σου και οι συνεργάτες σου, και αυτοί να δώσουν τα χρώματα, να δώσουν την κίνηση, αυτό είναι το ζητούμενο για μένα. Η πρώτη πρόβλεψη δεν είναι ανώδυνη, έρχεται μετά από πολύ στύψιμο του εγκεφάλου. Και μετά είμαι ανοιχτός να το αναθεωρήσω όσο οι καινούριες συνθήκες το απαιτήσουν.

Πάντως άλλο ένα κοινό στοιχείο των δύο ταινιών σου για τις οποίες μιλάμε είναι η μουσική, και μάλιστα μια μουσική που ήταν περιθωριακή στον καιρό της: το ρεμπέτικο και το σκυλάδικο – άσχετα αν μετά από χρόνια όλα λειαίνουν κι αποκτούν μια άλλη αξία.
Εμένα προσωπικά δε μ` αρέσει η μουσική στον κινηματογράφο και ποτέ δε μπορώ να σκεφτώ ένα συνθέτη που θα `ρθει να ντύσει σαν περιτύλιγμα την εικόνα. Είμαι πιο κοντά στο «Δόγμα 95», που αφήνει τη μουσική έξω απ` τον κινηματογράφο. Δεν ξέρω πώς το έχω καταφέρει τελικά όλες οι ταινίες μου να έχουν μουσική, αλλά μ` ένα πολύ πειρακτικό τρόπο. Δηλαδή η «Maniera» στην πραγματικότητα δεν έχει μουσική. Ο φιλμικός και ο ρεαλιστικός της χρόνος είναι η διάρκεια δύο τραγουδιών σε ένα μπουζουξίδικο. Δεν ακούς δύο τραγούδια αλλά το φυσικό ήχο σε ένα μπουζουξίδικο, επειδή αυτά εκεί τραγουδιούνται. Άρα στην πραγματικότητα δεν έχω κάνει χρήση μουσικής στη «Maniera». Απλώς είμαστε στα μπουζούκια και βαράει στ` αυτιά μας η μουσική που παίζεται εκεί. Το ίδιο και στο «Πράγμα»: δεν έχει καθόλου μουσική. Απ` τη στιγμή όμως που ήθελα να κάνω έναν κινηματογράφο που να πηγαίνει λίγο πίσω, έκανα μια παραχώρηση: δε μιμήθηκα ακριβώς, αλλά έκανα μια αναφορά σ` αυτόν τον παλιό κινηματογράφο που χρησιμοποιούσε τη μουσική μ` αυτό τον τρόπο. Σαν παίγνιο το είδα. Και το δικαιολόγησα βάζοντας αυτή τη μουσική σαν μαστουροκατάσταση στον εγκέφαλο του Μάρκου. Δηλαδή πάλι είναι σαν να μην υπάρχει. Το ίδιο συμβαίνει και στις άλλες ταινίες μου. Ο «Πάολο» χτίστηκε έχοντας στο νου μου ένα τραγούδι που κυκλοφόρησε στο ίντερνετ λίγο μετά την δολοφονία του Λάμπρου Φούντα από μπάτσους στη Δάφνη το 2010. «Θα ξανάρθω σε πέντε γενιές». Μετά από δυο χρόνια ψαξίματος καταφερα να επικοινωνήσω με αυτόν τον καταπληκτικό τραγουδοποιό και άνθρωπο, τον Άγγελο Παπαγεωργίου, είδε την ταινία κι έγραψε κι ένα μικρό μοτίβο που επαναλαμβάνεται σε κάποια μέρη της, ενώ το τραγούδι του ήταν έτσι κι αλλιώς σχεδιασμενο εξ αρχής ότι θα έκλεινε την ταινια. Και η «Λίλη» έχει έναν κατεστραμμένο Ερίκ Σατί, που παίζει στο πιάνο η μικρή πρωταγωνίστρια.

Η «Maniera» είχε σαρώσει τα βραβεία ε;
Αυτή τη στιγμή τα φεστιβάλ του κόσμου είναι τρεις βασικές κατηγορίες. Η μία είναι τα μαϊμού, νεο-ανύπαρκτα ιντερνετικά φεστιβάλ της τελευταίας εξαετίας, τα οποία εξυπηρετούνε κίβδηλους σκοπούς: να βγάλουν χρήμα από ψεύτικους δημιουργούς που δεν έχουν άλλο τρόπο να εμφανίσουν την ταινία τους ως υπαρκτή παρά πληρώνοντας και μπαίνοντας σε άθλια φεστιβάλ, σχεδόν εξαργυρώνοντας τα στεφανάκια τους – υπάρχουν ακόμα και φεστιβάλ που σου ζητάνε να τους πληρώσεις τα βραβεία που σου δίνουν. Η άλλη κατηγορία είναι τα mainstream – Βενετία, Σαράγεβο κ.λπ… Αυτά είναι ακριβοθώρητες νύφες, τις θέλεις. Η αίσθησή μου όμως είναι ότι εκεί είναι πολύ δύσκολο να βρεις μια ρωγμή να μπεις. Μια ταινία, αν είναι λίγων χρημάτων, δεν έχει παραγωγό και δεν υποστηρίζεται από Κέντρα Κινηματογράφου των εθνικών κινηματογραφιών, αναζητά την εξαίρεση, ένα μικρό θαυματάκι: να πέσει στα σωστά μάτια, τη σωστή στιγμή. Και υπάρχει και η τρίτη κατηγορία: υπάρχουν εραστές του κινηματογράφου που για κάποιο λόγο δε λειτουργούν ως δημιουργοί αλλά αγαπάνε τον κινηματογράφο και έχουν πρόθεση να βοηθήσουν. Υπάρχουν μερικά τέτοια φεστιβάλ που έχουν ιδιαίτερη αξία. Σ` αυτά, η «Maniera» διέπρεψε και πήρε βραβεία, με κορυφαίο αυτό απ΄ το Φεστιβάλ του Λουγκάνο.

Γιατί χρειάζεστε τα βραβεία; Μοιάζετε εσείς οι κινηματογραφιστές να πάσχετε από το σύνδρομο του καλού μαθητή. Θέλετε να παίρνετε άριστα, ν` ακούτε το μπράβο. Στις άλλες τέχνες δε συμβαίνει τόσο. Ένας συγγραφέας, ένας συνθέτης, ένας ζωγράφος, δε δημιουργεί για να διαγωνιστεί. Ενώ εσείς αν δε διαγωνιστείτε, σχεδόν δεν υπάρχετε!
Είδες; Απάντησες μόνος σου. Κατ` αρχάς θα διαφωνήσω μαζί σου, γιατί αγιάζεις λίγο τας υπολοίπας των τεχνών. Δε μπορείς να ασχολείσαι με τις τέχνες και να μην έχεις το μάταιο μέσα σου. Αυτό το ξεπερνάς συν τω χρόνω κι αφού το ταΐσεις. Είναι πολύ σπάνιες οι περιπτώσεις των ανθρώπων που το διαχειριστήκανε αυτό κι ίσως ήταν ευλογημένοι, ήταν άλλες εποχές. Αλλά θα σου μιλήσω προσωπικά. Νομίζω ότι θα μπορούσα να ορκιστώ πως αν ήμουν συγγραφέας ή ζωγράφος και είχα να αντιμετωπίσω μόνο τη γραφίδα μου ή τα πινέλα μου, θα ζωγράφιζα, θα έγραφα, θα έγραφα, θα ζωγράφιζα, μέχρι να έβγαινε η ψυχή μου κι ας ανακάλυπταν τα έργα μου εξήντα χρόνια μετά, όπως – ας πούμε – στην περίπτωση του Πεσσόα. Όμως ο κινηματογράφος είναι άλλη ιστορία. Σε υποχρεώνει σε συναναστροφές και αναζήτηση πόρων… Δεν έχω αυτοσκοπό το βραβείο. Αλλά αν δεν πάω φεστιβάλ, δεν έχω άλλο τρόπο να επικοινωνήσω την ταινία. Πώς θα πάει στο κοινό της; – αν υπάρχει κοινό γι` αυτήν. Δεν έχω άλλες άκρες. Δεν έχει προβληθεί ποτέ ταινία μου στην ελληνική τηλεόραση και δεν ξέρω αν ποτέ θα προβληθεί. Αν δεχτούμε ότι τα βασικά συστατικά τής τέχνης είναι η έμπνευση, η συγκίνηση που μπορεί να επιφέρει και η επικοινωνία, δεν είναι θέμα ματαιότητας η ικανοποίηση από την επιλογή μιας ταινίας σ` ένα φεστιβάλ. Είναι μια επιβράβευση αν τα τρία αυτά βασικά συστατικά τα έχεις πετύχει.
Μην ξεχνάς ότι δυο λεπτές γραμμές πρέπει να περάσεις για να κάνεις τη ζωή σου πιο εύκολη σα δημιουργός στον κινηματογράφο. Η μία είναι η αποδοχή από τους συνεργάτες σου, που κι αυτή – πίστεψέ με – θέλει κόπο και πολύ χρόνο και πολύ πόνο, και η δεύτερη είναι η αναγνωρισιμότητα. Είσαι πολύ αποδυναμωμένος όταν σε ρωτάνε τι κάνεις και λες «σκηνοθετώ ταινίες» και σε κοιτάνε λοξά, και διαφορετικά να λένε «ααα, είσαι αυτός που σκηνοθέτησε αυτή την ταινία;». Κι εκεί πια γίνεται η ζωή σου πιο εύκολη. Και στην επικοινωνία αυτού που έχεις στον εγκέφαλό σου, με τους τόσους ανθρώπους που πρέπει συχνά πυκνά να το επικοινωνείς μέχρι να μπεις στην παραγωγή, και από την άλλη πιο εύκολα κάποιος παραγωγός ή κάποιος που θα ποντάρει πάνω σου μπορεί να σε εμπιστευτεί βάσει της προϊστορίας σου, της επιτυχίας που είχε μια προηγούμενη ταινία. Γιατί μπορούμε να μιλάμε για ανεξάρτητο κινηματογράφο αλλά δε μπορώ άλλο να κάνω ταινίες με τρία, πέντε, εφτά χιλιάρικα. Εξάντλησα και τον εαυτό μου και τα θέματά μου και τους συνεργάτες – φίλους μου. Έχει έρθει το πλήρωμα του χρόνου. Τώρα οφείλω να περάσω αυτή τη λεπτή γραμμή – αν θέλω να συνεχίσω να υπάρχω.

Δε φοβάσαι μη σ` αλλοιώσει αυτό;
Αν μ` αλλοιώσει, να έρθεις να με πυροβολήσεις, να μου καρφώσεις ένα τσεκούρι στο μέτωπο.

Τι χαρακτηριστικά πρέπει να έχει αυτός που θα γίνει παραγωγός σου;
Να είναι αποδεκτός από μένα, να μπορεί να παίξει το ρόλο που αυτός νομίζει ότι μου προσφέρει αλλά που εγώ στην πραγματικότητα θα του έχω αναθέσει αναβαθμίζοντάς τον ως ανθρώπινη ύπαρξη.

Ο Ηλίας Πετρόπουλος όλα αυτά περίπου που περιγράφεις τόση ώρα τα αναγνωρίζει ως ιδιότητες του «ελεύθερου στοχαστή,» ο οποίος «δεν παίρνει λεφτά ούτε από τη Μελίνα Μερκούρη ούτε από το Ford Fundation ούτε από το ηλίθιο Ίδρυμα Ωνάση». Κινδυνεύει να χάσει την ελευθερία του ο ελεύθερος στοχαστής αν πάρει λεφτά; Μήπως πάψει να είναι ελεύθερος; Μήπως πάψει να είναι στοχαστής;
Δε θα πάψει να είναι τίποτα από τα δύο αν είναι και τα δύο. Θα το καταλάβεις πόσο απλό είναι: Ο Μπέργκμαν έπαψε να είναι ελεύθερος στοχαστής ενώ οι ταινίες του ήταν επιχορηγούμενες πανάκριβα; Ο Ταρκόφσκι είχε ένα ολόκληρο κράτος από πίσω του. Ο Μπέλα Ταρ έπαψε να είναι ελεύθερος στοχαστής; Οι άνθρωποι αυτοί είχαν ακριβώς τις οικονομικές και τις τεχνικές υποδομές που χρειαζόντουσαν για να καταφέρουν να ολοκληρώσουν το όραμά τους. Ο κινηματογράφος σε βάζει στη διαδικασία να βρεις αυτά τα γαμημένα τα λεφτά που χρειάζονται για να κάνεις αυτό το πανάκριβο χόμπυ, αυτή την πανάκριβη τέχνη.
Στο Φεστιβάλ Δράμας έχω γνωρίσει τα μεγαλύτερα τρεντοπούτανα κινηματογραφιστές που υπάρχουνε, τα οποία από τα γεννοφάσκια τους, απ` τα βρακιά τους, είναι ρουφιάνοι και γλείφτες και ατάλαντοι και δε θα άλλαζε αυτό, είχαν – δεν είχαν λεφτά. Η αλήθεια είναι ότι αυτοί περιμένουνε δεκαετίες για να κάνουνε μια ταινία με επιχορήγηση. Αυτό που ψέγω μερικές φορές σε ανθρώπους είναι ότι τώρα πια, με τα ψηφιακά μέσα μπορείς να κάνεις μια ταινία και με ένα χιλιάρικο. Μια ιδέα θέλεις, δυο ωραίους ανθρώπους μπροστά στο φακό, ένα καταπληκτικό χώρο. Αν σε καίει, κάθε χρόνο, κάθε δύο χρόνια, όλο και κάποιο δείγμα δουλειάς θα δείχνεις. Όλο και θα αποπειράσαι να ψάχνεις τα εκφραστικά σου μέσα. Όλο και θα ταΐζεις τη βαθιά σου ανάγκη για έκφραση και δημιουργία. Αλλά έρχεται κάποια στιγμή που θα περάσεις στην αντίπερα όχθη – γιατί αν μιλάμε για μεγάλου μήκους, αυτή η όχθη είναι σίγουρα από την άλλη μεριά – κι αν έχεις παλέψει κι έχεις μεγαλώσει λίγο έρχεται η στιγμή που θα πεις ότι αυτό το συγκεκριμένο πραγματάκι έχει αυτές τις ανάγκες και οφείλουν να βρεθούνε τα λεφτά. Αν έχεις μέταλλο γνήσιου ανθρώπου, αν εννοείς λίγο απ` την ύπαρξή σου και δεν είσαι κίβδηλος, δε θα πάθεις τίποτα φίλε, ίσα ίσα: θα το διασκεδάσεις πάρα πολύ.
Σε σχέση με τη μικρού μήκους ταινία υπάρχει μια παρανόηση σ` όλο τον κόσμο αλλά και ίσως λίγο παραπάνω στην Ελλάδα. Οι περισσότεροι κάνουν μικρού μήκους σαν πέρασμα στη μεγάλου και τη θεωρούν λίγο πάρεργο, λίγο δοκιμαστικό, σαν το αγροτικό τους, και μικρότερης καλλιτεχνικής αξίας. Σα να θεωρείς έναν διηγηματογράφο κατώτερο ενός μυθιστοριογράφου. Καμία σχέση. Υπάρχουν σκηνοθέτες που κάνουν υπέροχες ταινίες μικρού μήκους. Εγώ αν μπορούσα να εκφράζομαι μέχρι τα βαθιά μου γεράματα κάνοντας μόνο ταινίες μικρού μήκους, θα`μουν ευτυχής.
Αλλά ας πάμε στην ελληνική πραγματικότητα. Είναι ωραίο πράμα οι παρέες; Δεν είναι ωραίο πράμα. Γιατί στην Ελλάδα οι παρέες που ελέγχουν τα πράγματα είναι παρέες που προσκολλώνται πολλά χρόνια και στις θέσεις εξουσίας και στις θέσεις ελέγχου γενικότερα. Αυτό σημαίνει ότι αλλοτριώνονται, και καλές προθέσεις να είχαν αρχικά. Έχουμε φτάσει σε πολύ βαλτωμένα νερά σε όλο αυτό το μηχανισμό που λέγεται ελληνικός κινηματογράφος σε σχέση με τη μικρού μήκους. Είσαι ένας νέος κινηματογραφιστής και θες να κάνεις μια μικρού μήκους. Κι αναρωτιέσαι: τι πρέπει να κάνω πρώτα; Χρειάζομαι μια βοήθεια υλικοτεχνική. Και οικονομική. Να στείλω το σενάριό μου μήπως λάβει μια επιχορήγηση από τα δύο θεσμικά όργανα, το Κέντρο Ελληνικού Κινηματογράφου και το Μικροφίλμ. Λοιπόν: πλήρες σεταρισματάκι. Απ΄ όσο θυμάμαι από τότε που ήμουν πιτσιρικάς, οι ίδιοι άνθρωποι με τους διαδόχους τους. Πραγματικά οι γνωριμίες τους, οι γλείφτες τους, οι ρουφιάνοι τους. Οι ατάλαντοι – γιατί οι ατάλαντοι προωθούν τους ατάλαντους. Μιλάω χωρίς να μπορώ να αποδείξω πολλά, γνωρίζοντας όμως πολλά και επίσης διαισθητικά – και για μένα η διαίσθηση είναι η μέγιστη αίσθηση που καθορίζει την ύπαρξή μου.
Πάμε στις επιχορηγήσεις: ελάχιστες, στους ίδιους και στους ίδιους ανθρώπους. Και πού είναι το λάθος: δε μπορείς να μην έχεις στις επιχορηγήσεις μια επετηρίδα. Αυτός που πήρε πέρυσι δε μπορεί να πάρει και του χρόνου. Όταν έχεις πενήντα ανθρώπους που αιτούνται κάτι, δε μπορούν να παίρνουν οι δέκα, για τρία χρόνια συνέχεια. Κάτι βρωμάει.
Δεύτερον: ξαναεπιχορηγείς κάποιον. Πού πατάς; Στην επιτυχία της προηγούμενης ταινίας, δηλαδή στο ότι πραγματικά η ταινία μίλησε, συγκίνησε, ταξίδεψε στο εξωτερικό. Οι εννιά στις δέκα επιχορηγούμενες ταινίες είναι πατάτες απίστευτες, αισχρά συνονθυλεύματα αβιωματικών ανθρώπων, ταινίες ανύπαρκτες, και το κέρδος είναι ότι θα επιχορηγηθούν και την επόμενη χρονιά. Άρα αν έχεις λίγη αξιοπρέπεια δε μπορείς να δεχτείς να στηθείς σε μια ουρά αναμονής για μια επιχορήγηση από ανθρώπους που δε σέβεσαι, δεν εκτιμάς και δεν εμπιστεύεσαι.
Δεν πήρες την επιχορήγηση, κατάφερες κι έκανες την ταινία μόνος σου και την έστειλες στη Δράμα. Αυτό είναι το φεστιβάλ το βασικό. Το πιο πιθανό είναι το ότι δε θα σε πάρουνε. Πες όμως ότι σε πήρανε. Με την εμπειρία μου, γιατί πια τα τελευταία χρόνια έχω ταξιδέψει σε πολλά διεθνή φεστιβάλ, μπορώ μετά βεβαιότητας να πω ότι το χειρότερο φεστιβάλ του κόσμου είναι αυτό της Δράμας. Είναι ένα φεστιβάλ που δεν τηρεί τίποτα από την επικοινωνία των δημιουργών. Βλέπεις ματαιόδοξα και άδεια πρόσωπα να διεκδικούν ένα βραβείο και το μόνο μέλημά τους να είναι αυτό – κι ο νοών νοείτω. Πραγματικά νιώθεις άδειος. Εγώ όταν έστειλα τη «Maniera Greca», ένιωσα τύψεις για τη συμμετοχή μου σ` αυτό το φεστιβάλ, πήρα το τρένο και την κοπάνησα βράδυ και γι` αυτό δεν τους έστειλα τη νέα μου ταινία. Κι όσο οι συνθήκες αυτές ισχύουν, ποτέ ταινία μου δε θα πάει ξανά σ` αυτό το φεστιβάλ. Δεν τους αναγνωρίζω πλέον, δεν υπάρχουν. Το μόνο που θα συμβεί εκεί είναι να δεις πώς μοιράζουν την πίτα στα αποπαίδια τους και να ακούσεις την τελευταία μέρα τις επιχορηγήσεις που θα δοθούν σε κάποιους που θα έχεις συναντήσει εκεί ή που θα είναι την επόμενη χρονιά, από την ίδια παρεούλα.
Τι άλλο έχεις να κάνεις στην Ελλάδα πια; Να ζητήσεις μια προβολή της από ένα κρατικό κανάλι. Εδώ να αναφέρω ότι δεν τους χαρίζομαι: την αίτησή μου για να προβληθεί μια ταινία μου σε δημόσια συχνότητα θα την κάνω. Η πιο ανώδυνη απάντηση που πήρα είναι ότι η ταινία μου δεν είναι επιχορηγούμενη από το Κέντρο κι απ` το Μικροφίλμ, άρα δε δικαιούνται να την παίξουν στο κρατικό κανάλι. Πρόσεξε λοιπόν πώς λειτουργεί το συστηματάκι, πώς αποκλείεσαι.
Περνάει κι αυτό και φτάνουμε στα Βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου – φοβερός τίτλος! – στα οποία δεν ξέρεις ποιοι βλέπουν, ποιοι ψηφίζουν, και παίρνεις μια απόρριψη χωρίς να ξέρεις πόσοι από τα 200 τόσα μέλη της Ακαδημίας είδαν την ταινία σου. Απ` όπου κι αν το πιάσεις, είναι στημένο ολοκληρωτικά. Γι` αυτό έχω στρέψει την πλάτη μου σ` αυτό το κολπάκι. Δεν τους χρειάζομαι, δεν τους αναγνωρίζω, έχω καταφέρει να υπάρχω ως κινηματογραφιστής στην Ελλάδα ερήμην τους κι εν αγνοία τους. Γι` αυτό και απευθύνθηκα στη μεγάλη κολυμπήθρα κι όχι αυτή της Ελλάδας. Στον υπόλοιπο πλανήτη, όπου προσδοκάς εκεί να είναι κάτι πιο όρθιο απ` ό,τι εδώ. Και είναι!
Κι αφού σου είπα για το χειρότερο φεστιβάλ του κόσμου, ας μιλήσουμε και για το καλύτερο. Την πιο συγκλονιστική εμπειρία μου μέχρι τώρα την βίωσα στο Short Movie Club, στο Μινσκ, στη Λευκορωσία, όπου εκτός των άλλων είχα την ευκαιρία να γνωρίσω ένα συγκλονιστικό άνθρωπο, τον Aliaksandr Martyniuk. Και για να τελειώνουμε, θα πρότεινα στους υπεύθυνους του Φεστιβάλ Δράμας να κάνουν τον κόπο να επισκεφτούν αυτό το φεστιβάλ και γυρίζοντας πίσω να δώσουν τις παραιτήσεις τους, ευγνωμονώντας την τύχη τους που δεν υπάρχει πολιτισμική αστυνομία για να τους συλλάβει και να φάνε τουλάχιστον τρις ισόβια. Είτε θα αποσυρθούν στο Άγιο Όρος είτε θα κάνουν χαρακίρι.

Έχεις δεχτεί ποτέ βοήθεια από κάποιον άλλο χρηματοδότη, μη θεσμικό;
Εννοείται! Μόνο βοήθεια έχω δεχτεί από φίλους, που συχνά προέκυψαν από τις προηγούμενες ταινίες. Κι εδώ να δηλώσω ευγνώμων σε αυτούς που υπηρετούν αμετανόητα την ελληνική πραγματικότητα γιατί όλες αυτές οι δυσκολίες σε διασώζουν από το να πέσεις στη λούμπα να έχεις πιο εύκολα τα πράγματα και πιο γρήγορα να παράγεις ταινίες. Όσο σφυρηλατείσαι σ` αυτή τη διαδικασία, τόσο και η θεματολογία σου αναπτύσσεται σε υψηλότερο επίπεδο και το βίωμά σου είναι πραγματικά πιο κοντά στην αυτογνωσία και στην ελευθερία που χρειάζεσαι ως δημιουργός. Αν δεν υπάρχει το βίωμα, δεν υπάρχει και η ταινία. Μόνο ευγνωμοσύνη λοιπον τούς χρωστώ.
Μέσα στα χρόνια είναι πάρα πολλοί οι σύντροφοι και συνδημιουργοί που έχουν σταθεί δίπλα μου σε όλα τα πόστα. Κάποιοι έχουν χαθεί μες στο χρόνο, όπως συμβαίνει, και ποτέ δεν ξέρεις αν θα επανέρθουν ή όχι. Αλλά ελάχιστες είναι οι κακοτοπιές μου σε σχέση με τους ανθρώπους, γιατί πάντα προσέχω την επιλογή των ανθρώπων που έχω δίπλα μου. Είναι μεγάλο μέλημά μου και ανάγκη μου. Και όσον αφορά το οικονομικό: η Ράνια Μανιάτη, μια καλή φίλη, όπως εξελίχτηκε, είδε τον «Πάολο» και με βοηθησε στη «Maniera» οικονομικά. Τώρα στο «Πράγμα» έχω παραγωγό την Κάρεν Σόλομον – φύλακας άγγελός μου, αμερικανίδα τραγουδοποιός, υπέροχη, μου `δωσε τα μισά λεφτά που χρειάστηκα για την ταινία. Ακόμα, ένα σεβαστό ποσό συγκεντρώθηκε από τις χορηγίες φίλων και γνωστών στην πλατφόρμα που άνοιξα.
Και οι συνεργάτες μου, ηθοποιοί – τεχνικοί, έρχονται με τα ελάχιστα. Υπάρχουν αυτά τα ελάχιστα, έχω ένα ηθικό χρέος να τα εξασφαλίζω.
Κι εδώ θέλω να συμπληρώσω γιατί απεχθάνομαι – και να απεχθάνεσαι κι εσύ όταν ακούς ένα σκηνοθέτη να μιλάει για την ταινία τ ο υ, να γελάς κάτω απ` τα μουστάκια σου. Ο κινηματογράφος είναι ομαδικό άθλημα και μπορεί εσύ να έχεις διεκδικήσει και να έχεις κατακτήσει το δικαίωμα και να σ` έχουν αποδεχτεί ως διευθυντή ορχήστρας, αλλά η σημαντικότητα αυτών των ανθρώπων, η συμβολή τους, είναι τεράστια. Δεν είναι η ταινία μ ο υ, είναι η ταινία μ α ς. Επίτρεψέ μου να αναφερθώ ονομαστικά και επιγραμματικά σε κάποιους από αυτούς.
Για τον Βασίλη Μπισμπίκη, όσοι έζησαν το γύρισμα, κατάλαβαν ότι δεν είναι γίγαντας επειδή είναι πάνω από 1,90 μ.
Ο Κώστας Ξυκομηνός, εκτός από το ιδιαίτερο ταλέντο του, είναι και ένας εργάτης της Τέχνης. Αλλάζει πόστα, δίχως να τον καταλαβαίνει κανείς και πολλές φορές νιώθεις ότι έχει την απάντηση στο αίνιγμα.
Τον Γιώργο Σταυριανό είχα την τύχη να τον δω επί σκηνής αρκετές φορές και γνωρίζω το «γκελ» του. (Γιώργο, σου χρωστάω κάτι ακόμα…)
Η Φαίδρα Σούτου είναι από τις καλύτερες κινησιολόγους που διαθέτουμε. Το να την βάλεις και μπροστά από την κάμερα, είναι απόλαυση.
Ο Στέλιος Δημόπουλος είναι πλέον ο μικρός μου αδερφός. Όσο περνάει ο χρόνος στην κλεψύδρα, τόσο αυτή γεμίζει με την τρέλα μας. Μακάρι να έχουμε και τον αντίστοιχο χρόνο να την αδειάσουμε.
Ο Ηλίας Κουνέλας είναι πνεύμα.
Το δίδυμο Κωνσταντίνος Λούκας και Βασίλης Οικονόμου, δε χωράει σε μια γραμμή. Η απαγγελία του Τειρεσία, σε παράσταση της ομάδας ΘΕΑΜΑ, με στοίχειωσε για καιρό.
Η Μαρία Καραθάνου είναι μάγισσα, πολλαπλασιάζει τον άρτο. Δεν μπορώ να φανταστώ τον φωτογράφο να πατάει το rec, χωρίς πριν να έχουμε κοιταχτεί επιδοκιμαστικά.
Η Λίλη Κοντοδήμα είναι η καλύτερη μοντέζα της πόλης. Όποιος αντέχει, ας αναμετρηθεί μαζί της στο ψυχοκρέβατο του μοντάζ.
Ο Χρήστος Παπαδόπουλος είναι από τους τελευταίους παλαιάς κοπής υπέροχους ηχολήπτες. Αν δεν έχετε το χρόνο στο γύρισμα που χρειάζεται για τον ήχο, μην μπείτε στον κόπο να του τηλεφωνήσετε.
Ακούγοντας τη μουσική του Ηλία Κουρτπαρασίδη, διαισθάνθηκα ότι αυτός ήταν ο μουσικός που έψαχνα και δεν με διέψευσε. Μουσικό μέταλλο από κούνια.
Ο Ντίνος Βαμβακούσης δεν έκανε απλά color correction στην ταινία, τη ζωγράφισε. Ακόμα η ταινία νιώθει το χάδι του.
Η Ακριβή Κόλλια στο γύρισμα κατέληξε πανάκριβη. Αδημονώ να βρεθώ βοηθός της, αν και είναι αδύνατον να τα καταφέρω τόσο καλά, όσο αυτή.
Και η Αννίτα μου, η «αφανής» ηρωίδα μου..

Τι περιμένεις απ το «Πράγμα»; Τι προσδοκίες έχεις;
Το «Πράγμα» έχει προσθέσει σφαίρες στη θαλάμη του όπλου μου – σε αυτό το δυστοπικό περιβάλλον που βιώνουμε σήμερα μετράει ήδη 15 μεγάλα διεθνή φεστιβάλ, ανάμεσά τους δύο Bafta και European Qualified Awards και νιώθω περήφανος γιατί δεν το έχουμε πετύχει εμείς οι συντελεστές της αλλά η ίδια η ταινία – και θα πατήσω την σκανδάλη όταν έρθει η ώρα, για να το διασκεδάσω κιόλας.

Κι απ` το μέλλον; Τι περιμένεις;
Σκοπεύω να περάσω όσο πιο σύντομα και ανώδυνα γίνεται αυτό το μεσοβέζικο στάδιο που περνάω αυτή τη στιγμή λόγω της φύσης τού να κάνω κινηματογράφο με τις ανάγκες που δυστυχώς ο κινηματογράφος σού δημιουργεί. Έχω μια αίσθηση ότι αυτή η ταινία ίσως με βοηθήσει σ` αυτή την κατεύθυνση. Να εξομολογηθώ σ` έναν ανύπαρκτο παπά και σ` έναν δικό μου θεό την αμαρτία μου, ταΐζοντας ανεπιστρεπτί τη ματαιότητα που φέρει αυτή η κατάσταση. Σκοπεύω στο μέλλον να γίνω ο ίδιος δημιουργός, παραγωγός, και σινεμά των ταινιών μας, μαζί με φίλους μου και μόνο φίλους μου συνδημιουργούς. Σκοπεύω να φτιάξω ένα χώρο δικό μου μέσα σ` αυτή την ψευδοπραγματικότητα. Δεν είναι της ώρας να απαντηθεί το πώς, έχω σίγουρα όμως κάτι πολύ συγκεκριμένο στο κεφάλι μου για το πώς αυτό θα μπορούσε να γίνει. Αυτή είναι η φιλοδοξία μου. Ν` αφήσω πίσω μου αυτή τη συναναστροφή και να περάσω στο τελικό στάδιο, που θα είναι πιο κοντά στη φύση μου και δε θα μου δημιουργεί το βράδυ τύψεις στον ύπνο μου.


Ηθοποιοί: Βασίλης Μπισμπίκης, Κώστας Ξυκομηνός, Γιώργος Σταυριανός, Φαίδρα Σούτου, Στέλιος Δημόπουλος, Ηλίας Κουνελλας, Βασίλης Οικονόμου, Κωνσταντίνος Λουκας
Σενάριο – σκηνοθεσία: Κυρηναίος Παπαδημάτος
Σκηνογραφία – ενδυματολογία: Μαρία Καραθάνου
Διεύθυνση φωτογραφίας: Ραμόν Μαλαπέτσας
ηχοληψία: Χρήστος Παπαδόλουλος
μοντάζ: Λίλη Κοντοδήμα

https://www.facebook.com/Take-it-and-End-it-105881461006703