100 χρόνια μετά, αναστοχαζόμαστε τι ήταν μαγευτικό και τι προβληματικό στις σοβιετικές ουτοπίες της πρώτης δεκαετίας. Από το 1917 μέχρι το 1929 τρεις αρχιτέκτονες σημάδεψαν την αιχμή της σχεδιαστικής πρωτοπορίας της ΕΣΣΔ. Ο Ivan Leonidov με την “πόλη του Ήλιου”, ο Georgy Krutikov με την “Ιπτάμενη πόλη” και ο Nikolay Kuzmin με “Κομμούνα για τους εργάτες ορυχείων της Σιβηρίας”. Και τα τρία εγχειρήματα παρουσίαζαν μια ουτοπική ή καλύτερα ιδεατή διάσταση για την πόλη και τον χώρο. Παρακινούμενοι από την αισιοδοξία που επικρατούσε, ότι η σοβιετική κοινωνία σύντομα θα έφτανε στον κομμουνισμό μέσα στις επόμενες δεκαετίες, σχεδίασαν σχέδια τα οποία κατά τη γνώμη τους αντιπροσώπευαν την νέα χωρική οργάνωση που θα αντιστοιχούσε στον κομμουνισμό. Βέβαια, καθώς εδώ ο λόγος δεν γίνεται τόσο για πολιτικούς θεωρητικούς αλλά για πολιτικοποιημένους αρχιτέκτονες, το πώς κατανοούσε ο καθένας τον κομμουνισμό ήταν κάτι πολύ πολύπλοκο μα όχι αναγκαία μια συμπαγώς διαμορφωμένη ιδέα. Αυτό βέβαια κάθε άλλο παρά αρνητικό είναι για εμάς σήμερα. Αντιθέτως μας βοηθά να κατανοήσουμε πως η κομμουνιστική ιδέα έτσι όπως είχε διαμορφωθεί εν τέλει από τους μπολσεβίκους, φιλτράρονταν και γειωνόταν σε επιμέρους άτομα. Εμφανίζονται έτσι τάσεις, πολλές φορές αντιδραστικές ή κυριαρχικές, της νεοτερικής κοινωνίας εν γένει, οι οποίες υπήρχαν και στο μπολσεβικικό εγχείρημα, αλλά στην ευρύτερη ρητορική πολλές φορές χάνονται και δεν τις παρατηρούμε.

Ξεκινώντας από τον Kuzmin, ο Kuzmin παρουσιάζει την πρότασή του το 1928. Ο Κuzmin ήταν βαθιά πεπεισμένος για τον φιλεργατικό χαρακτήρα της ΕΣΣΔ αλλά και για την αξία της εργασίας ως ανθρωπολογικής κατηγορίας. Για αυτόν η εργασία ήταν η αξιοπρέπεια του ανθρώπου, γιατί έτσι ο άνθρωπος συνεισφέρει στο κοινωνικό σύνολο μέσα στο οποίο δύνανται να υπάρχει. Φυσικά, αυτή η ιδέα δεν είχε στον πυρήνα της και μεγάλες διαφορές από τη μεσοαστική λογική του φορντισμού της Δύσης. Ο εργάτης έχει αξιοπρέπεια, και αυτή η αξιοπρέπεια πρέπει να αντικατοπτρίζεται στο πώς αμείβεται και ζει. Παρ’ όλα αυτά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η αξιοπρέπεια πηγάζει από την εργασία, η οποία γινόταν κατανοητή ως άνευ όρων θετική, συνεπώς αυτό που είχε αξία ήταν η εργασία που υποστασιοποιούταν στον εργάτη, όχι ο εργάτης ως πρόσωπο. Έτσι, ενώ στην μεσοαστική δυτική λογική, η αξιοπρέπεια της εργασίας εμφανιζόταν ως προσωπική ικανότητα του εργάτη για κατανάλωση, στο σχέδιο του Kuzmin η έννοια του προσώπου δεν υπήρχε, καθώς θεωρούταν αστική, και η εργασία αποκτούσε τη γυμνή της αξία. Ο Kuzmin στο σχέδιο του αρνήθηκε τον ατομικό-ιδιωτικό χώρο, ο οποίος αντικαταστάθηκε με εργατικούς κοιτώνες. Μάλιστα μελέτησε κάθε στάδιο της ζωής και της ανάπτυξης του ατόμου και μέσα οι κοιτώνες είχαν ειδικά δωμάτια που αντιστοιχούσαν σε στάδια της ζωής. Έτσι η κομμούνα, πέρα από ειδικά κοινοτικά κτήρια για ύπνο, ξεκούραση και ψυχαγωγία των εργατών, είχε και ένα μέρος στο οποίο νέοι εργάτες και εργάτριες γεννιόντουσαν και ένα μέρος (στο τέλος) που πέθαιναν. Κάθε κτήριο προοριζόταν αυστηρά για μία λειτουργία και για ένα στάδιο και σκοπός ήταν ο εργάτης να έχει τη μέγιστη αποτελεσματικότητα στη συνολική του ανάπτυξη πριν πάει στην εργασία, ενώ η εργασία έπρεπε να είναι βέλτιστα οργανωμένη. Στο σχέδιο του μπορεί να βρει κανείς μια ιδέα του βιομηχανικού μοντερνισμού που προερχόταν από την «φιλανθρωπική» αριστερά της Γαλλίας και της Αγγλίας, σαν τις βιομηχανικές κωμοπόλεις του Jean Baptiste Andre Gobin. Αντί όμως για έναν «φιλάνθρωπο» ατομικό βιομήχανο σε τοπικό επίπεδο, η περίκλειστη εργατική πόλη τώρα οργανωνόταν από το κράτος. Η απόπειρα να φτιαχτεί το ακριβές σχέδιο της “εργασιακής ουτοπίας” του Kuzmin απέτυχε, αλλά οι ιδέες του μετά τον πόλεμο εφαρμόστηκαν στον αστικό σχεδιασμό των βιομηχανικών πόλεων της Σιβηρίας, όπου η εργασιακή δύναμη γεννιόταν, εκπαιδευόταν, δούλευε και πέθαινε σε κλειστές και αποκομμένες βιομηχανικές πόλεις. Η ουτοπία του Kuzmin αντιπροσωπεύει ακριβώς τις βαθύτερες αντιδραστικές τάσεις της ΕΣΣΔ, την σκληρή καθήλωση στην εργατική ταυτότητα και την οικοδόμηση μιας συνολικά εργασιακής κοινωνίας σε βιομηχανικά πλαίσια.

Τα ρασιοναλιστικά σχέδια του Kuzmin για την «εργασιακή ουτοπία»:

Ο Krutikov υπήρξε διαφορετική περίπτωση. Μέλος των πιο πρωτοπόρων αρχιτεκτονικών σχημάτων της Μόσχας, θα φοιτήσει υπό έναν άλλο μεγάλο αρχιτέκτονα τον Ladovky. Όμως η λογική του διέφερε πολύ από του δασκάλου του. Ο Krutikov ενδιαφερόταν λίγο για την ψυχολογία της πόλης. Αντιθέτως, θεωρούσε καθήκον του αρχιτέκτονα να σχεδιάζει απραγματοποίητα σχέδια, καθώς αυτά τα κυριολεκτικά ουτοπικά σχέδια θα πιέσουν σαν οράματα έμπνευσης τις σοσιαλιστικές δυνάμεις παραγωγής προς τα εμπρός. Έτσι το 1926 θα παρουσιάσει την διδακτορική του εργασία με τίτλο “Η ιπτάμενη πόλη”. Ο Kurtikov είχε εκπλήξει τους πάντες, μερικούς μάλιστα δυσάρεστα, σχεδιάζοντας μια πόλη που ήταν ολοκληρωτικά στον αέρα σε μια εποχή που η ΕΣΣΔ ουσιαστικά δεν είχε αεροπορία σε σχέση με άλλες χώρες. Η ιπτάμενη πόλη χαρακτηριζόταν από ένα σύνολο κατασκευών σε αερόστατα τα οποία ίπτανται σε ακτίνα ενός χιλιομέτρου πάνω από την επιφάνεια της γης. Εκεί πάνω σε μια κυκλική βάση υπήρχαν κατασκευές σαν πολυκατοικίες με ατομικά διαμερίσματα τα οποία είχαν την ικανότητα να αποκόπτονται από την κατασκευή και σαν πύραυλοι να πηγαίνουν σε άλλες “γειτονιές”. Επίσης μεταξύ των γειτονιών προβλεπόταν και η τακτική κυκλοφορία Ζέπελιν. Η όλη κατασκευή ήταν αγκυροβολημένη στη γη, σε μια μονάδα παραγωγής. Οι κάτοικοι της ιπτάμενης πόλης κατέβαιναν στη γη μόνο για να δουλέψουν. Η λογική του Krutikov, πέρα από την διακηρυγμένη ουτοπικότητά της είχε και άλλους στόχους. Ο Krutikov ήταν φοβισμένος από την περιβαλλοντική καταστροφή που προκαλούσε η βιομηχανία και από τους κινδύνους του υπερπληθυσμού. Θεωρούσε, όπως και πολλοί ακόμα σοβιετικοί και δυτικοί αρχιτέκτονες, όπως ο Le Corbusie και ο Lizzinsky, ότι η λύση ήταν η φυγή προς τα επάνω. Όμως το επάνω για τον Krutikov δεν ήταν οι πολυόροφες πολυκατοικίες μα κυριολεκτικά η φυγή στον Ουρανό. Βλέπουμε έτσι στον Krutikon κάτι το οποίο διαφαινόταν και στον δυτικό μοντερνισμό, ο άκρατος φουτουρισμός και η εκ πρώτης όψεως πίστη στην βιομηχανική κοινωνία και τις τεχνολογικές της δυνάμεις κινητοποιούταν από ένα συντηρητικό σχετικά ρομαντικό άγχος να μη χαθεί η παραδοσιακή ρωσική φύση. Επιπρόσθετα, ο Krutikov παρά την τεράστια φαντασία και ελευθερία με την οποία στοχάστηκε την πόλη δεν μπορούσε να ξεφύγει από την εδαφικοποίηση της εργασίας: κυριολεκτικά, όταν δουλεύεις, δεν πετάς, και στη δουλειά θα πρέπει να κατέβεις στην βρώμικη γη. Και μάλιστα όλο το εγχείρημα είχε σαν στόχο την αποσυμφόρηση της βιομηχανικής εργασίας στο έδαφος. Όπως και άλλοι μοντερνιστές θεωρούσε ότι η πόλη πρέπει να χωρίζεται σε “λειτουργικές ζώνες” αποκλειστικά ενός και μόνο σκοπού. Όμως αντί να τοποθετήσει τις κατοικίες στα προάστια τις έβαλε στα σύννεφα, θεωρώντας ότι έτσι θα έδινε παράταση και στην ρομαντικοποιημένη φύση και στην βιομηχανία. Ο Krutikov λάτρευε κυριολεκτικά τα χειρότερα από τους κόσμους, και όχι τυχαία, σπάνια στα έργα του αναφέρει ζητήματα όπως το κράτος ή οι σχέσεις ιδιοκτησίας.

Η Ιπτάμενη πόλη:

Η πιο ιδιαίτερη περίπτωση ήταν αυτή του Leonidov. Ο Leonidov σχεδίασε αρκετά κτήρια, ιδιαίτερα μνημειακού τύπου, με το γνωστότερο να είναι το μαυσωλείο του ίδιου του Λένιν. Πολύ πριν από αυτό όμως, είχε γίνει γνωστός από την εμμονή του σε μια περίεργη ιδέα, την πόλη του Ήλιου. Η πόλη του Ήλιου δεν ήταν ένα μόνο αρχιτεκτονικό project. Αντιθέτως ήταν κάτι πολύ παραπάνω. Εκπροσωπούσε την εμμονή του Leonidov με το βιβλίο Civitas Solis του ιταλού αναγεννησιακού καθολικού μοναχού Tommaso Campanela, ο οποίος είχε γράψει το ουτοπικό του μυθιστόρημα το 1602. Το έργο εκπροσωπούσε μια από τις πρώτες απόπειρες να εκφραστούν ιδέες χειραφέτησης με τη μορφή ουτοπικής λογοτεχνίας. Η πόλη του Ήλιου ήταν μια μεγάλη πολιτεία, η οποία υμνούσε την επιστήμη ως θεό, και είχε κατανοήσει ότι το περιεχόμενο του θεού ήταν η Γνώση. Έτσι όλη η πόλη ήταν διακοσμημένη με αγάλματα συγγραφέων και επιστημόνων, ενώ ο Χριστός και οι απόστολοι του θεωρούταν και αυτοί κομμάτια της μακράς ανθρώπινης ιστορίας της γνώσης που συνεισέφεραν στην άνοδο του ανθρωπισμού. Αυτή η αναγεννησιακή εικόνα συμπληρωνόταν από στοιχεία τα οποία ήταν κοινά στον μοναστικό και τον “κομμουνιστικό βίο” η κοινοκτημοσύνη και η κοινότητα, ενώ υπήρχε και το στοιχείο του ολοκληρωτισμού: την πόλη κυβερνούσε μια ομάδα σοφών, κατά το πλατωνικό πρότυπο, η οποία υποστασιοποιούσε όλη τη γνώση της ανθρωπότητας και διαχειριζόταν την εργασία και την σεξουαλική ζωή των κατοίκων κατά τον βέλτιστα οργανωμένο τρόπο. Αυτοί σοφοί κατοικούσαν στο κέντρο της πόλης και λατρεύονταν οι ίδιοι ως υποστασιοποιήσεις του Θεού-Γνώση. Υπάρχουν ενδείξεις, καθώς ο Leonidov δεν άφησε κείμενα πίσω του, ότι ο ίδιος πίστευε ότι η ΕΣΣΔ ήταν η ιστορική εφαρμογή του μοντέλου του Campanela. Μάλιστα ο Leonidov διατήρησε αυτή την ιδέα για πολλά χρόνια, με σειρά σκίτσων μέχρι την δεκαετία του ’50. Έτσι στοχάστηκε μια ενοποιημένη ανθρωπότητα, υπό το άγρυπνο βλέμμα μιας σοφής, ανθρωπιστικής ελίτ. Όμως στα σχέδια του αυτό δεν εμφανίζεται άμεσα. Αντιθέτως, επηρεασμένος επίσης από τον ρωσικό κοσμισμό και την ρωσική “διαστημική φιλοσοφία” θεωρούσε ότι η γνώση αντιπροσωπεύεται σε μια κατασκευή που η ίδια θα ομοιάζει με τον Ήλιο και η οποία θα περιφέρεται από πόλη σε πόλη ανά τον κόσμο ως σύμβολο ενότητας της γης. Οι άνθρωποι θα λατρεύουν την σφαίρα, την γνώση που λάμπει, και ο κομμουνιστικός διεθνισμός εδώ γινόταν κατανοητός αφενός ως μια ημι-θρησκευτική ενοποίηση του κόσμου υπό την πίστη στην γνώση του κόμματος, αφετέρου στο αρχιτεκτονικό κομμάτι, ως μια μεγαδομή. Οι εικόνες του Leonidov έχουν κάτι το υπνωτιστικό, προκαλούν δέος και ζάλη, και εμπεριέχουν αυτή τη σαγήνη του σαμάνου που εκστασιάζεται με τα ουράνια σώματα. Ο Leonidov υπήρξε μάλλον από τους πρώτους που στοχάστηκαν την παγκόσμια πόλη, μια συνεχή αστική περιοχή που ενοποιεί όλη την υδρόγειο και όχι μόνο υπερβαίνει τα κράτη, αλλά αποτελεί η ίδια την κατεξοχήν πολιτική οντότητα. Ο Leonidov είναι ίσως το σαγηνευτικότερο παράδειγμα της θρησκευτικοποίησης της τεχνικής γνώσης και της οργανωτικής μανίας του κράτους. Μια τάση αδιαμφισβήτητα έντονη στην ευρύτερη σοβιετική ρητορική.

Η πόλη του Ήλιου:

Οι πρώιμες σοβιετικές ουτοπίες όμως, παρά το προβληματικό τους περιεχόμενο εξακολουθούν να μαγεύουν. Η μαγεία τους δεν έχει να κάνει με τους στόχους τους, που αν δεν φαντάζουν ξεπερασμένοι μας φαντάζουν αντιδραστικοί πολλές φορές από τη σκοπιά της ριζοσπαστικής κριτικής. Η ίδια η ριζοσπαστική κριτική που απορρίπτει αυτές τις ουτοπίες, ταυτόχρονα μαγεύεται από αυτές καθώς βλέπει εκεί κάτι δικό της: την αδάμαστη ικανότητα αυτής της εποχής να ονειρεύεται αβίαστα, σχεδόν χωρίς ενοχές, τον κόσμο που θα έρθει. Σήμερα η ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο βρίσκεται με το πρόσωπο κολλημένο σε μια κλειστή πόρτα, σε έναν ορίζοντα πολύ στενό. Εκείνη η εποχή, παρά τα αδιανόητα αδιέξοδά της, επιδείκνυε ακόμα έναν ανθρωπότυπο που είχε την πίστη ότι μια μαζική ελευθερία είναι δυνατή και ότι η ανθρώπινη ζωή δεν θα είναι έρμαιο ανεξέλεγκτων δυνάμεων. Σήμερα, μαζί με το δίκαιο γύμνωμα αυτών των αδιέξοδων εγχειρημάτων, γυμνώθηκε και η πίστη σε μια κλίμακα που να φτάνει στον ουρανό.

συνεργασία με το ourbabadoesntsayfairytales

.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Πλατφόρμα μάχης για την επανοικειοποίηση του ρεμβασμού.