Η «Παληά Αθήνα» μέσα από εικόνες

Νοερή επίσκεψη σε μια ιστορική έκθεση στο Άσυλον Τέχνης το 1929

 

Οι εκθέσεις του «Ασύλου Τέχνης» που οργάνωσε ο Νίκος Βέλμος στο σπίτι του την περίοδο 1928-1930, στην οδό Νικοδήμου 21 στην Πλάκα, στο χώρο που διαμόρφωσε ως κέντρο ποικίλων καλλιτεχνικών δράσεων, άφησαν εποχή. Η επιτυχία τους επρόκειτο για αναμφισβήτητο γεγονός που αποτυπώθηκε στον ελληνικό Τύπο του Μεσοπολέμου. Μία εξ αυτών ήταν και η «Παληά Αθήνα» την οποία επισκεπτόμαστε σήμερα νοερά. Από τον Μάρτιο του 1929 ο Βέλμος απηύθυνε κάλεσμα προς καλλιτέχνες, φιλότεχνους και όλους τους πολίτες να τού εμπιστευθούν ό,τι ιστορικό κειμήλιο έχουν, οποιασδήποτε τέχνης, για να συνδράμουν στο εγχείρημα.

Εdward Dodwell (1767–1832), Η Αγορά των Αθηνών (παζάρι) κατά τα τελευταία έτη της Τουρκοκρατίας, 1821
M. Le Roy, Το Γυμνάσιο του Αδριανού, Από το έργο του με σχέδια της Αθήνας που εκδόθηκε το 1758 στο βιβλίο του Les Ruines Des Plus Beaux Monuments De La Grèce [].

Η «Παληά Αθήνα» αφιερώθηκε στον ιστοριοδίφη Δημήτρη Καμπούρογλου (1852-1942) -φίλο και συνεργάτη του οικοδεσπότη της οδού Νικοδήμου 21- και είχε «καθαρώς ιστορικό και μορφωτικό χαρακτήρα». Σύμφωνα με την αναζήτησή μου στην έντυπη δημόσια σφαίρα της περιόδου, εγκαινιάστηκε στις 7 Απριλίου 1929 με διάρκεια έως τα τέλη Ιουνίου 1929 και άτυπη παράταση. Απευθυνόταν σε «μαθητές και εις τον λαό» ευελπιστώντας ότι μέσα από την έκθεση αυτή θα αντιληφθούν με ζωντανό τρόπο την ιστορία της Αθήνας. Θεωρήθηκε ένα «νέο είδος εκθέσεων» που χρειαζόταν το κοινό για τη μόρφωσή του. Με δωρεάν είσοδο, ανακοινώθηκε ότι «θα παραμείνει για πολύ καιρό ανοικτή για να τη δουν, αν είναι δυνατόν, όλοι». Εξαρχής χαρακτηρίστηκε «μεγίστου ενδιαφέροντος». Σχεδιάστηκε να εκτεθούν «περί τις δύο χιλιάδες εικόνες πάσης φύσεως τέχνης, γενικών πραγμάτων, προσώπων, ναών, μη εξαιρουμένων και των εκκλησιών των προαστίων των Αθηνών»[1]. Για να συλλέξει τις εικόνες αυτές ο Βέλμος ανέτρεξε σε πολλά έντυπα, βιβλία και περιοδικά, αναζήτησε εικόνες έργων παλαιότερων περιηγητών της Αθήνας, φωτογραφίες και σχέδια που χρησιμοποίησε αυτούσια ή αναπαρήγαγε. Το «ανοιχτό κάλεσμα» συνδρομής στη συγκέντρωση τεκμηρίων ήταν κάτι που θα επαναλάμβανε και σε άλλες περιστάσεις. Ορισμένες εικόνες της Αθήνας των προηγούμενων αιώνων φαίνονται πια γνωστές σε εμάς σήμερα, κάτι τέτοιο όμως δεν ίσχυε και τότε.

Ο Παρθενώνας και τα μνημεία της πόλης πρωταγωνιστούν στους παλαιότερους καιρούς, καθώς αποτελούσαν ανέκαθεν αγαπημένα θέματα αναπαράστασης των περιηγητών, ενώ η σύγχρονη παραγωγή που προωθεί ο Βέλμος ανοίγεται και σε πιο λαϊκά θέματα όπως αυλές αθηναϊκών σπιτιών και καφενεία.

Η Αθήνα, θέα στην Ακρόπολη. Λιθογραφία, π. 1670 του Felix Périn, πριν από τον βομβαρδισμό του Μοροζίνι το 1687. Από την έκδοση περιηγητικού λευκώματος του Henri Auguste Omont το 1898.
Ο βομβαρδισμός του Παρθενώνα υπό του Μοροζίνη το 1687. Στην ίδια έκδοση του Henri Auguste Omont το 1898.

Λόγω των δύο μικρών αιθουσών το περιεχόμενο της έκθεσης ανανεωνόταν συχνά, στη δε ανανέωση εκθεμάτων πρέπει να συνέδραμαν και οι πωλήσεις. Η έκθεση «Παληά Αθήνα» ήταν λοιπόν δυναμική σε περιεχόμενο και συμπληρώθηκε κατά τη διάρκειά της με ποικίλα εκθέματα, όπως γκραβούρες της Δημαρά και του Αννίνου, καθώς και χαλκογραφίες «αναφερόμενες στην ελληνική ιστορία μετά την Άλωση»[2]. Ενθαρρύνθηκε η νέα θεματική καλλιτεχνική παραγωγή. Φερειπείν ο Κώστας Χέλμης ανάμεσα σε άλλα σχέδια που φιλοτέχνησε όπως παλαιές εκκλησίες, αναζήτησε και παραδοσιακά κουδούνια σε αθηναϊκά σπίτια της περιόδου 1800-1870 και τα αποτύπωσε:

Κώστας Χέλμης, Κουδούνια παλαιών σπιτιών της Αθήνας, (Λεπτομέρεια έργου), 1929. Το έργο εκτέθηκε πρόσφατα (2019) στην έκθεση «Εξαιρέσεις–Όψεις του Εξπρεσιονισμού στην Ελλάδα» στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων.

Στον ημερήσιο Τύπο του 1929 ένα πλήθος δημοσιευμάτων ανέδειξαν ποικίλες όψεις της έκθεσης στο Άσυλον Τέχνης. Έγινε λόγος για μία άγνωστη Αθήνα του χθες που αποκαλύπτει ο Βέλμος, ενώ ο Δήμος Αθηναίων θα έπρεπε να συγκεντρώσει ό,τι μπορεί από αυτή τη συλλογή που εκτίθεται, οι δε αρμόδιες αρχές όφειλαν να φροντίσουν για την ύπαρξη ενός μουσείου των Αθηνών[3]. Ο φτωχός Βέλμος χωρίς οικονομικά μέσα κατόρθωσε να οργανώσει μια σημαντική μεγάλη έκθεση που όμοιά της δεν είχαν ξαναδεί οι Αθηναίοι. Το Άσυλον Τέχνης βρισκόταν μπροστά από την εποχή του: ένα «επίσημο» μουσείο της πόλεως των Αθηνών ιδρύθηκε πολύ αργότερα το 1973 και άνοιξε για το κοινό το 1980 (Ίδρυμα Βούρου-Ευταξία, στην οδό Παπαρρηγόπουλου 5 και 7). Το γυναικείο περιοδικό ΕΛΛΗΝΙΣ αναφέρθηκε στις γυναίκες καλλιτέχνες που συμμετείχαν με έργα τους στην «Παληά Αθήνα», τις κ.κ. Ταρσούλη, Δημαρά, Γεωργιάδη[4]. Άλλοι μίλησαν για το πλήθος κόσμου που συνέρρεε στην έκθεση και ανέφεραν ονομαστικά αγοραστές έργων[5].   

Αθηνά Ταρσούλη, Η πόρτα του Μεντρεσέ, 1929. Βρίσκεται πίσω από τους «Αέρηδες» (Ωρολόγιο του Κυρρήστου) στην Πλάκα. Επί Τουρκοκρατίας ο Μεντρεσές λειτούργησε ως μουσουλμανικό ιεροσπουδαστήριο. Από τη βασιλεία του Όθωνα τη δεκαετία του 1830 μετατράπηκε σε φυλακή.
Πολυξένη Δημαρά, Η πόρτα του Σχολείου Χιλλ, 1929. Η Σχολή Χιλλ ιδρύθηκε το 1831 στην Πλάκα -τρία χρόνια πριν η Αθήνα γίνει πρωτεύουσα- και είναι το παλαιότερο σχολείο στην Ελλάδα που εξακολουθεί να λειτουργεί αδιάκοπα μέχρι και σήμερα. Αρχικά περιλάμβανε «σχολείον κορασίδων», «σχολείον απόρων παίδων» και «διδασκαλείον θηλέων».
Ο Αη-Γιάννης της Κολώνας – Σκίτσο του αρχιτέκτονα Ντίνου Φωτόπουλου. Σώζεται μέχρι σήμερα στην οδό Ευριπίδου 70. Προξενεί εντύπωση ο κορινθιακός κίονας που προεξέχει. Καλεί κάθε φιλοπερίεργο να αναζητήσει την ιστορία του μικρού ναού, ένα σχεδόν κρυμμένο εκκλησάκι στο κέντρο της Αθήνας.

Μια περιγραφή μάς βάζει στο εσωτερικό της έκθεσης:

«Ο Βέλμος μάζεψε υπομονετικά και επίμονα χίλια τόσα ντοκουμέντα για την παληά Αθήνα, από τα βυζαντινά χρόνια ίσα με χθες, ίσα με “σήμερα” ακόμη, που δυστυχώς δεν θα είναι “αύριον”, γιατί η πρόοδος την σβήνει ολοένα, παληές χαλκογραφίες, ξυλογραφίες, φωτογραφίες, σκίτσα, ελαιογραφίες, γλυπτά, παρμένα από παληά βιβλία, φτιαγμένα από καλλιτέχνες και ερασιχτέχνες, παλαιότερους και συγχρόνους, από τον Ρούμπο, τον Κόντογλου, την Ταρσούλη, την Δημαρά, τον Φ. Γιοφύλλη, τον κ. Γ. Αννίνο, τον Χέλμη, που θέλησαν να διασώσουν κάτι από τη μορφή κι από τα μνημεία της παληάς Αθήνα που σβήνει. Πολλές από τις παληές εικονογραφήσεις είναι άγνωστες απόψεις της Αθήνας, σχεδιάσματα παληών περιηγητών, όπως του Σπον και άλλων, εικόνες ιστορικών προσώπων που εσχετίστηκαν με την Αθήνα, και ιδιαιτέρως μια εικόνα των Αθηνών από ένα Γερμανό περιηγητή του 15ου αιώνα, λιγάκι ίσως φανταστική, αλλά με πολύ ενδιαφέρον. Εξαιρετικό ενδιαφέρον και σπουδαιότητα έχουν οι χαλκογραφίες από τη συλλογή του αρχαιολόγου και ακαδημαϊκού κ. Α. Ορλάνδου, που μας δίνουν παληές εκκλησίες της Αθήνας, σωζόμενες ως τα 1836 κι αργότερα, και που δεν σώζονται πια!… Ο Βέλμος επίσης, με μια ωραία τεχνοτροπία, γεμάτη αφέλεια, αλλά και ζωή, μας δείχνει τύπους της παληάς Αθήνας, γλυπτά απάνω σε πουρί, βερνικωμένο»[6].

Η εικόνα στην οποία αναφέρεται ο αρθρογράφος στο πάνω παράθεμα πρόκειται για χαρακτικό σε έργο του Laborde που εκδόθηκε το 1854 με θέμα την Αθήνα. Το χαρακτικό βασίστηκε στην εικόνα χειρογράφου του 1493,  γνωστό ως «Χρονικό της Νυρεμβέργης», και αποδίδεται στον Michael Wolgemut, δάσκαλο του Albrecht Dürer κατά τα έτη 1486-90. Αρχικά θεωρήθηκε ότι αποτύπωσε την Αθήνα με «γερμανική ματιά», με βάση τη γνώριμη του τεχνοτροπία, το εικαστικό λεξιλόγιο και περιβάλλον από το οποίο προερχόταν ο ίδιος. Αργότερα φανερώθηκε ότι εξαρχής η σύνδεση της εικόνας του «Χρονικού» με την πόλη της Αθήνας ήταν αυθαίρετη.
Theodore du Moncel, Ο Άγιος Ελευθέριος (Γοργοεπήκοος) ως Μητρόπολις των Αθηνών, δεκαετία 1830
Edward Dodwell, Ο ποταμός Ιλισός και οι Στύλοι Ολυμπίου Διός, π. 1819
Δημήτριος Κωνσταντίνου, Άποψη της Ακρόπολης, 1865 – Ο Κωνσταντίνου υπήρξε ιστορικά ένας από τους πρώτους φωτογράφους στην Αθήνα. Για την «Παληά Αθήνα» στο Άσυλον Τέχνης έγιναν ορισμένα σχέδια βασισμένα σε φωτογραφίες. Παρομοίως κάτω: Κ. Δημητρίου, Η Αθήνα γύρω στα 1880.

Ο Άγγελος Σγουρός επισκεπτόμενος την έκθεση σ’ ένα άρθρο του στην εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ βλέπει την ιστορία της πόλης -από το 13ο αιώνα μέχρι πρόσφατα- που ζωντανεύει με αφορμή τις εικόνες που περνούν μπροστά στα μάτια του:

«Η ιστορία τρέχει από την εποχή του μεγάλου Κύρη των Αθηνών Όθωνος Ντελαρός στα 1205, ως τους Φράγκους και Καταλανούς δούκες, από την εποχή που το πυροβολικό του Θωμά Μοροζίνη μετέβαλε στα 1687 σε ερείπια τον Παρθενώνα ως τους Τούρκους Βοεβόδες που διόριζε ο αρχιευνούχος του Σουλτάνικου χαρεμιού (…) Και σταματάμε στις εικόνες του Βύρωνος και της ωραίας κόρης των Αθηνών. Ήταν τον Ιανουάριο του 1810 που πρωτοήλθε εδώ ο λόρδος Βύρων… μέσα από τα διάφορα καδράκια της Μονής των Καπουτσίνων, όπου διέμεινε ο λόρδος και του σπιτιού της κόρης των Αθηνών, ξεχύνεται ολόκληρη η ιστορία του ωραιότερου ειδυλλίου του Μπάυρον (…)».

Ζωγράφος A.E. Chalon – χαράκτης H. T. Ryall, Η Θηρεσία Μακρή, η «Κόρη των Αθηνών» που ερωτεύτηκε ο Φιλέλληνας, πολιτικός και ποιητής, Λόρδος Byron όταν ήρθε στην Αθήνα στα 1809-1810. Έγραψε γι’ αυτήν και της αφιέρωσε ένα από τα πιο γνωστά ποιήματά του.
Louis Dupré (1789 – 1837), Αρχοντοπούλα Αθηναία, π.1809. Κάτω του ιδίου – Γάμος Αθηναίας, π. 1809:

Είναι αξιοσημείωτο –όπως διαφάνηκε— ότι πέρα από «ιστορικές εικόνες» που εντόπισε ο Βέλμος για την έκθεση της «Παληάς Αθήνας», κάλεσε φίλους καλλιτέχνες σύγχρονούς του να καταγράψουν σε εικόνες την Αθήνα που χάνεται –ερείπια, ναούς, σπίτια- όπως την έβλεπαν εκείνα τα χρόνια του Ελληνικού Μεσοπολέμου. Δεν έκαναν σχέδια ή τοπία της φύσης –όπως οι άλλοι ζωγράφοι τότε- αλλά της κουλτούρας με διάθεση ερευνητική και έναν ακτιβιστικό ρομαντισμό. Δεν θα έλειπαν και ολίγες εικόνες  όπως του Σπύρου Παλιούρα όπου πέραν της καταγραφής δοκιμάζονται συνθέσεις ακόμη πιο ευφάνταστες που αναφέρονται σε μια χρυσή εποχή (βλ. εικόνα πιο κάτω). Η ερευνητική χροιά μοιάζει με πρακτική της σύγχρονης τέχνης. Ακόμη, το ότι ο Βέλμος δεν δίστασε να εκθέσει και «ψαλιδισμένες» σελίδες από βιβλία και εφημερίδες, πράγμα που τότε φάνηκε ξένο ως εκθεσιακή πρακτική, επικρίθηκε από μια μικρή μειοψηφία για λόγους μάλλον προσωπικής αντιζηλίας.

«Στους δρόμους σου, ω Παληά Αθήνα σέρνουμαι -και περίεργο- θαρρώ πώς δεν είμαι στην Αθήνα! Αισθάνουμαι για σένα ό,τι για τους φημισμένους που πεθάνανε τώρα και πολλά χρόνια…» Ν.Β.

Γιάννης Τσαρούχης, Άνοιγμα αθηναϊκής αυλής επί της οδού Καλλιφρονά, 1929. Στα «ζωγραφικά ταλέντα» της εποχής του που ανακάλυψε ο Βέλμος ήταν και ο νεαρός Γιάννης Τσαρούχης. Έδειξε για πρώτη φορά έργα του στο κοινό στις εκθέσεις του Άσυλου Τέχνης.
Κ. Χέλμης, Ο Άγιος Δημήτριος ο Λουμπαρδιάρης και ο Βέλμος, ο ποιητής της Παληάς Αθήνας, 1929

Προς το τέλος της εκθεσιακής περιόδου, προ της θερινής ανάπαυλας το καλοκαίρι του 1929, ο οικοδεσπότης ανακοίνωσε την τρίμηνη διακοπή εργασιών του Ασύλου, ευχαρίστησε τον Τύπο, τους καλλιτέχνες, τους φιλότεχνους, τους επισκέπτες του και υποσχέθηκε να προσπαθήσει προσεχώς να οργανώσει ακόμη καλύτερες εκθέσεις[7]. Το ενδιαφέρον του στο εξής θα στρεφόταν ιδιαίτερα σε εκδηλώσεις που δείχνουν την ιστορία του «Ελληνισμού», θα έλεγε. Επιθυμούσε να εκδώσει ένα πολυσέλιδο και πολυτελές λεύκωμα για την παλιά Αθήνα με πολλές εικόνες της έκθεσης (αποτέλεσε οδηγό μας για τις εικόνες του παρόντος άρθρου), το οποίο ετοίμαζε τουλάχιστον δυο χρόνια [8]. Το λεύκωμα θα ήταν πολύ ακριβό στην παραγωγή του. Όσο ζούσε τύπωσε ένα φυλλάδιο «Παληά Αθήνα» μερικών σελίδων. Η μεγάλη έκδοση που ονειρεύτηκε πραγματοποιήθηκε εις μνήμην του, με τη συνδρομή πολλών ανθρώπων, μετά τον απροσδόκητο θάνατό του το 1930 σε ηλικία σαράντα ετών.

Σπύρος Παλιούρας – Η Ακρόπολη με το κεφάλι του Περικλή, π. 1929.

.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ
..
.

Παραπομπές

[1] «Άσυλον Τέχνης», ΠΡΩΙΑ, 7.4.1929 /«Άσυλον Τέχνης», ΒΡΑΔΥΝΗ, 7.4.1929 / «Άσυλον Τέχνης» (Έκθεση Παληά Αθήνα), ΕΣΠΕΡΙΝΗ, 6.4.1929 / «Η έκθεση των Παλαιών Αθηνών», ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΤΥΠΟΣ, 7.4.1929  / «Άσυλον Τέχνης – Η έκθεσις των Παλαιών Αθηνών», ΕΣΠΕΡΙΝΗ, 8.4.1929  

[2] «Άσυλον Τέχνης», ΠΡΩΙΑ, 30.4.1929/ «Άσυλον Τέχνης», ΠΡΩΙΑ, 11.4.1929 / «Η έκθεση των Παλαιών Αθηνών», ΕΣΠΕΡΙΝΗ, 1.5.1929       

[3] «Εκθεσις η Παληά Αθήνα», ΒΡΑΔΥΝΗ, 1.6.1929

[4] «Εκθέσεις», ΕΛΛΗΝΙΣ, Έτος Θ’, τ.5, Μάιος 1929

[5] «Εις το Άσυλον Τέχνης», ΕΣΠΕΡΙΝΗ, 27.5.1929

[6] Α., «Η Παληά Αθήνα», ΠΡΩΙΑ, 5.5.1929

[7] «Το Άσυλον Τέχνης», ΒΡΑΔΥΝΗ, 17.6.1929

[8] Νίκου Βέλμου, ΠΑΛΗΑ ΑΘΗΝΑ, πρώτη έκδοση: 1931. Επανεκδόθηκε το 2002 από τις εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ.

Βλ. επίσης: Κίμων Θεοδώρου, Ο Βέλμος και οι εκθέσεις στο Άσυλον Τέχνης, εκδόσεις Φαρφουλάς 2021

.

.

Κεντρική εικόνα: Edward Dodwell, Ο Παρθενώνας, 1821

.