Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες τα λαχεία έχουν την τιμητική τους. Να που όμως, το «πρωτοχρονιάτικο» εφέτος έπεσε κι αυτό θύμα του κορονοϊού: διαβάζουμε στις ειδήσεις του scroll down ότι οι ιθύνοντες ματαίωσαν την πρωτοχρονιάτικη κλήρωση για πρώτη φορά στην αιωνόβια ιστορία του.

Μήπως ένα λαχείο θα άλλαζε τις ζωές μας δραματικά; Πριν από εκατό χρόνια ο Παύλος Νιρβάνας γράφει για το «εκατομμύριον» του τότε εορταστικού λαχείου και μοιράζεται μαζί μας τα σκιρτήματα της σκέψης του.

 

ΤΟ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΟΝ

.

Συλλογίζομαι ότι αυτήν τη στιγμήν κάποιος δυστυχής άνθρωπος εκεραυνοβολήθη από ένα εκατομμύριον. Και δεν εγνώσθη μεν ακόμη ποιος είναι ο κεραυνόπληκτος. Κάποια όμως εφημερίς μας  πληροφορεί ότι η κερδίσασα τον πρώτον λαχνόν του Δανείου των 300.000.000 ομολογία επωλήθη εις το Ηράκλειον. Και, επειδή εις το Ηράκλειον οι εκατομμυριούχοι δεν τρέχουν στους δρόμους, όπως εις τας Αθήνας, δικαιούμεθα να υποθέσωμεν ότι το εκατομμύριον του λαχείου δεν επήγε, κατά τη συνήθειάν του, να συναντήσει άλλα εκατομμύρια, οπότε το πράγμα θα ήταν θλιβερό μεν, αλλά χωρίς σπουδαίες συνέπειες. Το πιθανότερο είναι ότι το εκατομμύριον εκτύπησε κατακέφαλα κάποιον Χριστιανόν, ο οποίος δεν εμέτρησε ίσως ποτέ την περιουσίαν του με μονάδα μεγαλειτέραν του εκατόδραχμου και ο οποίος το ολιγώτερον που κινδυνεύει να πάθει από την κατακεφαλιάν αυτήν, είναι μια διάσεισις του εγκεφάλου.

Τι τα θέλετε, κύριοι! Ένα αιφνίδιον εκατομμύριον είναι μια μεγάλη συμφορά εις την ζωή ενός πτωχού ανθρώπου. Διότι εάν για κάθε τι χρειάζεται μια προπαρασκευή, μια προπόνησις, μια εξοικείωσις εκ των προτέρων, χρειάζεται ακόμη περισσότερον δια την υπόθεσιν ενός εκατομμυρίου. Δεν ημπορεί κανείς να γίνει ατιμωρητί εκατομμυριούχος από την μιαν στιγμήν εις την άλλην. Ο νους του ανθρώπου είναι συνηθισμένος να χωρεί σκέψεις, ιδέες, πιθανότητες βιωτικές και αριθμούς ακόμη, που έχουν κάποιαν σχέσιν με την προσωπικότητά του και την βιογραφίαν του. Και οι ελπίδες ακόμη, τα πλέον τολμηρά πτηνά, που κελαηδούν εις το κλουβί ενός ανθρώπινου κρανίου, κελαηδούν και αυτές κατά τρόπον γνώριμον προς τον άνθρωπο του τις τρέφει. Κανείς δεν περιμένει να ξυπνήσει το άλλο πρωί Πάπας της Ρώμης. Και όμως η πιθανότης ενός αφάνταστου αξιώματος είναι μια πιθανότης μεγαλειτέρα για τον κοινόν θνητόν, από την πιθανότητα του εκατομμυρίου για τον άνθρωπον που έχει ένα τάλληρον εις την τσέπην του.

Ιδού όμως ότι εφευρέθησαν τα λαχεία για να κάμουν και από την χίμαιραν αυτήν μίαν πραγματικότητα. Οι άνθρωποι, ως να μη τους έφθανεν η μία τυφλή θεότης, η Τύχη, η οποία επιτέλους φαίνεται ότι έχει κάποιαν αμυδράν όρασιν, εδημιούργησαν και μίαν άλλην, εντελώς θεόστραβην: το Λαχείον. Αλλά τα λαχεία λέγουν οι επιστήμονες της Πολιτικής Οικονομίας, είναι μια ανηθικότης. Ας μου επιτρέψουν να διαφωνήσω εις τον χαρακτηρισμόν. Τα λαχεία είναι, απλούστατα, μια ηλιθιότης. Διότι δεν υπάρχει ηλιθιώτερον πράγμα από το να καλείς έναν άνθρωπον, ο οποίος εσυνήθισε να μετρά την ημέραν του με τον λιμοκοντόρον, να το καλείς αιφνιδίως να την μετρήσει με το χιλιόδραχμον. Είναι το ίδιον ως να τον ρίψεις εις τον Τάμεσιν, με την ωραίαν προϋπόθεσιν ότι θ’ αναπλεύσει το ρεύμα του. Το ολιγώτερον, που έχει να πάθει ο άνθρωπος, είναι να πνιγεί, ενδόξως μεν, αλλά να πνιγεί οπωσδήποτε.

Το εκατομμύριον, αναμφιβόλως, είναι μια μεγάλη χαρά. Αλλά και η επιστήμη της χαράς είναι μια επίσης μεγάλη και δυσκολωτάτη επιστήμη. Τι να κάνει από το εκατομμύριον ένας άνθρωπος, ο οποίος δεν γνωρίζει ούτε το Άλφα της επιστήμης αυτής; Θα του έφθαναν απείρως ολιγώτερα για την χαράν την ιδικήν του, μίαν χαράν του αλφαβητάριου. Τα επιπλέον κόπος και μόχθος και περιττότης.

Ας είχα ένα εκατομμύριο και σού δειχνα πώς το τρώνε.

Ο άνθρωπος που ήταν έτοιμος να δείξει πώς τρώγεται ένα εκατομμύριον, ήταν ένας αγαθός χωρικός, ο οποίος μας έκαμε την δήλωσιν αυτήν μέσα εις την ταβέρναν του χωριού του.

Άλλοι μιλούσαν περί ταξιδιών, περιηγήσεων, κυνηγητών της ευτυχίας πέραν ορέων και θαλασσών. Αυτός ήταν πεπεισμένος ότι ήξευρε τον τρόπο ν’ απολαύσει όλες τις ευτυχίες του κόσμου, χωρίς ν’ απομακρυνθεί όχι μόνον από το χωριό του, αλλά και από την ταβέρνα του.

Δώσε μου το εκατομμύριο και σου λέω εγώ! επέμενεν.

Το βέβαιον είναι, ότι συνελάμβανε την έννοιαν του εκατομμυρίου, όπως συνελάμβανε και την έννοια του απείρου. Το σύμπαν δι’ αυτόν ευρίσκετο εις τον πάτον του ποτηριού του, εις τον πάτον της χύτρας του και εις τον πάτον της νταμιτζάνας, όπου εφυλάσσετο το ανεξάντλητον νέκταρ του συζυγικού του έρωτος. Πέραν του μαπαμόνδου αυτού δεν υπήρχε γι’ αυτόν άλλος κόσμος και άλλο ηλιακό σύστημα. Και όμως δεν είναι καθόλου απίθανον το εκατομμύριο να έλαβε τη διεύθυνσίν του ή να την λάβει αύριον. Και είναι τρομερόν. Υπάρχουν, αυτήν την στιγμήν, εις την Ελλάδα τόσοι εκατομμυριούχοι, που ροχαλίζουν επάνω εις τα εκατομμύριά των, ενώ θα ημπορούσαν αξιόλογα να ροχαλίζουν και επάνω εις ένα στρώμα από άχυρα, ώστε δεν μου φαίνεται ότι υπήρχε μεγάλη ανάγκη να δημιουργήσουμε και μερικούς άλλους. Διότι βεβαίως κανένας ποιητής της ζωής και κανένας επιστήμων της χαράς, δεν θα λάβει ποτέ από το χέρι της θεόστραβης θεότητος, την οποία εδημιούργησε το Κράτος, το μυστικόν χρυσό κλειδί των επιγείων Παραδείσων. Θα το παίρνουν πάντοτε οι άνθρωποι που δεν έμαθαν ποτέ τον δρόμο των Παραδείσων. Και θα το χρησιμοποιούν για ν’ ανοίξουν το πολύ, με αυτό τη θύρα του κελλαριού τους, η οποία ανοίγει με όλα τα σκουριασμένα κλειδιά των λουκέτων.

Καϋμένο εκατομμύριον!

ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ

Δημοσιεύτηκε στις 24.12.1920 στην εφημερίδα «ΕΣΤΙΑ»

.