Ο Καντίνσκυ (1866-1944) επί το έργον το 1921

Ανταπόκριση από το ΠΑΡΙΣΙ, Δεκέμβριος 1965

του Τώνη Σπητέρη

.

Στη μεταφυσική ερημιά της νυχτερινής πολιτείας τα βήματα αντηχούσαν ρυθμικά και μονότονα. Πετώντας ψηλά, χαιρέτησα το γλυκοχάραμα δίπλα στον Πύργο του Άϊφελ, ενώ συντρόφευε την εαρινή πορεία μου ένα ζευγάρι του Σαγκάλ. Θαρρώ πως ήταν κάποια πρόσωπα από τις τελευταίες του συνθέσεις στο ταβάνι της Όπερας. Με είχαν εντυπωσιάσει το προηγούμενο απόγευμα, ξεφυλλίζοντας το ωραίο βιβλίο του φίλου Ζακ Λασαίν. Ίσως, όμως, να επρόκειτο και για τους «Ερωτευμένους πάνω από την πόλη» του 1913-1914.

Φαινόντουσαν ευτυχισμένοι και μου χαμογέλασαν περνώντας. Δεν σταμάτησα περισσότερο να τους χαρώ, γιατί ήθελα να φτάσω έγκαιρα στη γκαλερί Μαγκ να συναντήσω τον Καντίνσκυ. Χαμογελαστός κι ευδιάθετος με περίμενε. Με καθηγητικό ύφος μ’ εξέτασε κάτω από τα γυαλιά του κι αφού του εξήγησα το σκοπό της επίσκεψής μου, με προθυμία θέλησε να μου μιλήσει.

Άνοιξε πριν από λίγες μέρες στη Γκαλλερί Μάγκ μια έκθεση του πρωτοπόρου της αφηρημένης τέχνης Βασίλη Καντίνσκυ, που αποτελεί ένα από τα κυριότερα καλλιτεχνικά γεγονότα της παρισινής σαιζόν. Η έκθεση περιλαμβάνει 55 έργα αντιπροσωπευτικά της περιόδου 1927-1933, εποχή που δούλεψε και δίδαξε στη σχολή του Μπάουχαουζ δίπλα στο διάσημο αρχιτέκτονα Γκρόπιους και στους ζωγράφους Κλέε, Φάινιγκερ κ.α. Δημοσιεύουμε έργα του, «Ένας κύκλος Β’» του 1928 και «Σύνδεσμος» του 1932, παραδειγματικά της «γεωμετρικής αφαίρεσης» ως και της σημερινής τάσης της «Όπ-αρτ».

Για όσους δεν έχουν πρόχειρη την προσωπικότητά του, κάνω μια παρένθεση πριν επαναλάβω τα όσα μου είπε.

Ο μεγάλος αυτός δάσκαλος, Βασίλη τον λέγανε, γεννήθηκε στα 1866 στη Μόσχα και πέθανε στο Νεγύ στα 1944. Στην αρχή σπούδασε νομικά και πολιτική οικονομία. Τα παράτησε γρήγορα για να επιδοθεί οριστικά στη ζωγραφική. Στα 1896 φεύγει για το Μόναχο και παρακολουθεί μαθήματα στη Βασιλική Ακαδημία. Πριν από τη ρωσική επανάσταση ανακατεύεται σε όλα τα πρωτοποριακά κινήματα στη Γερμανία και γράφει, ανάμεσα στ’ άλλα, ένα βασικό βιβλίο για τη νεωτερική τέχνη («Περί του πνευματικού στοιχείου στην Τέχνη»). Επιστρέφει στη Ρωσία με την επανάσταση, οργανώνει εικοσιδύο μουσεία και ιδρύει την Ακαδημία των Τεχνών και Επιστημών. Το 1921 φεύγει οριστικά από τον τόπο του και πηγαίνει στη Βαϊμάρη, όπου λειτουργούσε η περίφημη σχολή του Μπάουχαουζ, του Γκρόπιους. Διδάσκει εκεί μαζί με τους φίλους του, τον Κλέε, τον Γιαβλένσκυ, τον Φάινιγκερ κ.α. Αφού έκλεισε το Μπάουχαουζ στη Βαϊμάρη ύστερα από την αντίδραση που συνάντησε, πηγαίνουν στο Ντεσσώ. Στα 1933 οι Ναζί κλείνουν τη σχολή, τα έργα του Καντίνσκυ κατάσχονται και πουλιούνται σαν παραδείγματα «έκφυλης τέχνης». Τότε φεύγει από τη Γερμανία κι έρχεται να εγκατασταθεί στο Παρίσι, όπου θα παραμείνει ως το θάνατό του.

Ένας κύκλος Α, 1928
Εύθραυστο, 1931

Οι ιστορικοί χωρίζουν συνήθως τη δουλειά του σε διάφορες περιόδους. Μια ρεαλιστική περίοδος τον οδηγεί γύρω στα 1903 προς τον εμπρεσιονισμό. Στο Παρίσι όμως μεγάλη εντύπωση του προκαλούν οι Φωβ κι ανάμεσα στα 1905 και 1908, τα δυνατά, καθαρά χρώματα αντικαθιστούν τη λεπτή χρωματολογία της προηγούμενης εποχής, ενώ αναμνήσεις από τα λαϊκά ρωσικά μοτίβα παρουσιάζονται μεταπλασμένα στις ονειρικές σχεδόν συνθέσεις που βρίσκουν την πληρότητα τους γύρω στα 1910. Την ίδια χρονιά ζωγραφίζει και την πρώτη υδατογραφία «χωρίς αντικείμενο». Αυτή θεωρείται το πρώτο αφηρημένο έργο που έχει γίνει. Ακολουθεί μια γόνιμη και παραγωγική περίοδος. Ο Καντίνσκυ δουλεύει μέσα στον πυρετό των επαναστατικών ιδεών και συζητήσεων. Ως το 1919 εξακολουθούν οι αναζητήσεις του μέσα σε ξεσπάσματα «βαγκνερικού» μεγαλείου. Από τα 20 η χρωματολογία του γίνεται πιο συγκρατημένη, οι φόρμες του πιο διανοητικές. Η επίδραση των θεωριών της σχολής του Μπάουχαουζ τον οδηγεί σε γεωμετρικές λύσεις. Φτάνουμε έτσι στην παρισινή περίοδο της «Μεγάλης σύνθεσης» καθώς ονομάστηκε. Τα χρώματα ανοίγουν, οι φόρμες ελευθερώνονται και η γραφή φτάνει σε πνευματικότερες επιτεύξεις…

Σύνδεσμος, 1932

Η βροχή πάνω στα τζάμια συνόδευε τη φωνή του σχεδιάζοντας άμορφα σχήματα πάνω στη γυαλιστερή επιφάνεια. Περαστικές άλλες εικόνες επανήλθαν. Τζάμια στα πρωινά του Λονδίνου κρυφή ανησυχία στα νερά της βενετσιάνικης λιμνοθάλασσας. Κύτταζα συγχρόνως τον πίνακά του «Σύνδεσμος» του 1932, τα γεωμετρημένα αυτά σχήματα όπου η λογική φτάνει στην ποίηση. Παρακολούθησε το βλέμμα μου και πρόσθεσε χαμογελώντας: «Θυμάμαι τη συγκίνησή μου όταν πρωτόπιασα τα χρώματα. Θα ήμουν τότε δεκατριών ή δεκατεσσάρων χρόνων. Πόσο με είχε εντυπωσιάσει το χρώμα όταν το πίεζα και πετιώταν από το σωληνάριο! Ενόμιζα πως η ζωντανή ψυχή του έβγαζε μια μουσική κραυγή όταν η θέληση του πινέλου του αφαιρούσε κάτι από τη ζωή του».

Εκεί κάτω (Là-bas), 1932

«Πώς φτάσατε στην αφαίρεση;» τον ρώτησα.

«Η ιστορία μου είναι γνωστή. Οι πρώτες μου σπουδές στη Μόσχα κι ύστερα στο Μόναχο. Πόσο πάλεψα ως ότου καταλάβω πως η Τέχνη είναι μια δύναμη ανυποψίαστη. Έγινε τότε φανερό για μένα πως η ζωγραφική κατείχε εκφραστικά μέσα ισοδύναμα της μουσικής. Είχα ακούσει πως κάποιος γνωστός καλλιτέχνης υποστήριζε πως για να ζωγραφίσεις χειάζεται να ρίξεις μια ματιά στο τελάρο, μισή στην παλέττα και δέκα στο μοντέλο. Για μένα, αντίθετα, χρειαζόταν δέκα ματιές στο τελάρο, μια στην παλέττα και μισή στη φύση. Έμαθα έτσι να μάχομαι με το τελάρο που επαναστατούσε στις επιθυμίες και στα όνειρά μου. Το υποχρέωνα  να υπακούει στη θέληση και στη δύναμή μου. Στην αρχή το τελάρο μοιάζει με μια σεμνή παρθένα γεμάτη θεία χάρη. Μετά έρχεται το πινέλο που το κατακτά, σιγά-σιγά στην αρχή, ύστερα με πάθος. Αργότερα έμαθα να μη βλέπω πια το άσπρο του τελάρου, μα μονάχα τους τόνους που θα το αντικαταστήσουν. Η ζωγραφική είναι η συνάντηση πολλών κόσμων που αφού έδωσαν μάχη μεταξύ τους, κατόρθωσαν να φτιάξουν ένα καινούριο κόσμο που ονομάζεται έργο τέχνης. Έτσι η ανακάλυψη των χρωμάτων που ζουν πάνω στην παλέττα σαν όντα με ψυχή, μεταφράστηκαν για μένα σε πνευματικές εμπειρίες. Όταν με τα χρόνια ωρίμασε η σκέψη και η εμπειρία μου, βγήκε και το βιβλίο μου «περί του πνευματικού στοιχείου στην Τέχνη». Η Τέχνη μ’ έκανε να διαπιστώσω ένα γεγονός που καθόριζε τους νόμους και σε άλλους τομείς: το μεταβλητό της «αλήθειας». Η αλήθεια δεν είναι ένα Χ ακίνητο και αμετάβλητο. Μεταβάλλεται. Το χτεσινό απίθανο γίνεται σημερινή πραγματικότητα και ό,τι ήταν αληθινό χτες γίνεται ψεύτικο σήμερα».

Ήρεμο γεγονός, 1928

Περιδιαβάζαμε στο μεταξύ τις αίθουσες και σταματούσαμε κάθε τόσο μπροστά στα έργα του. «Αντιπροσωπεύουν τη δουλειά μου πέντε χρόνων. Από το 1927 στο 1933. Μια από τις πιο ευτυχισμένες περιόδους της ζωής μου, όταν το Μπάουχαουζ, η περίφημη σχολή του Γκρόπιους, είχε μετατεθεί από τη Βαϊμάρη στο Ντεσσώ. Κατοικούσα πλάι-πλάι με το φίλο μου τον Κλέ κι είχαμε τα βράδια, μετά από τα μαθήματα, ατελείωτες συζητήσεις. Το πνεύμα του και το χιούμορ του επηρέασαν τότε κι ορισμένες μου συνθέσεις, καθώς την «Ένας κύκλος Α‘» του 1928 ή το «Εκεί κάτω» του 1932, ή το «Ήρεμο γεγονός» του 1928. Τα κυττάζω τώρα με ξένα μάτια, αντικειμενικά, σχεδόν αδιάφορα. Κι όμως αντιπροσωπεύουν γεγονότα και καταστάσεις που έπαιρναν για μένα αφάνταστες διαστάσεις. Είναι όπως για σας οι αραδιασμένες λέξεις. Στον αναγνώστη σας διαφεύγουν οι κρυφές προεκτάσεις, το νόημα της επιθυμίας σας και το όνειρο της απραγματοποίητης έμπνευσής σας». «Πιθανόν να αληθεύουν για το γραπτό λόγο» πρόσθεσα, «γιατί λείπει ο τόνος της φωνής και η ζωντανή παρουσία. Στο χρώμα και η ζωντανή παρουσία. Στο χρώμα όμως και στο σχήμα πάλλεται η ανθρώπινη ευαισθησία». «Αυτό προσπάθησα να μεταδώσω σ’ ετούτα εδώ τα έργα», μου αποκρίθηκε. «Μια εφαρμογή της διδασκαλίας μου που κατέληξε στα 1926 στο βιβλίο μου Τελεία και γραμμή σε σχέση με την επιφάνεια. Η τελεία είναι η ζωή, η πρωτόγονη εικόνα της έκφρασης, ο κύκλος στη μικρότερη του απόδοση, το ελάχιστο σχήμα του χρόνου. Η γραμμή είναι η γραφή της τελείας σε κίνηση κάτω από την ενέργεια συγχρόνων ή αντιθέτων δυνάμεων, στην οριζόντια, στην κάθετη, στη διαγώνια, διαμορφώνουν διάφορα σχήματα, τρίγωνα, τετράγωνα, παραλληλεπίπεδα που αντιστοιχούν με τη σειρά τους σε ανάλογα συμβολικά χρώματα, το κίτρινο, το κόκκινο ή το μπλε. Σ’ αυτά όλα όμως, αν θέλετε, θα επανέλθουμε άλλη φορά».

Σοβαρή Διασκέδαση, 1930

Τα τελευταία μου λόγια χάθηκαν στο φως της ημέρας. Η σκιά του αποσύρθηκε διακριτικά. Μια πρωινή υπάλληλος με πλησίασε και μου πρόσφερε τον κατάλογο. Χαιρέτησα και τον φίλο Δανιήλ που ερχόταν να επισκεφθεί την έκθεση, ανυποψίαστος για τα όσα μου είχαν συμβεί. Προχωρούσα, σαν κι απόψε, σ’ άλλο χώρο, ακολουθώντας τη σκιά μου στη μεταφυσική ερημιά της Βενετιάς, αδιάφορος στο χρόνο, στη μέρα ή τη νύχτα. Η βροχή δρόσιζε το πρόσωπό μου. Μια διπλανή έστηνε καυγά στο σύζυγο γιατί είχε αργήσει. Τα λόγια του ξεμάκραιναν. Παρέμεναν στα μάτια, οι «κύκλοι» της ζωής, η «οριζόντια» όπου κινείται η μοίρα, τα άσπρα, τα καφεδιά και κάποια περίλαμπρα νυχτερινά μπλε. Χάιδεψα με ηδονή τη χαρά μου.

ΤΩΝΗΣ Π. ΣΠΗΤΕΡΗΣ

ΣΗΜ. Η «φανταστική» συνομιλία μου με τον Καντίνσκυ βασίζεται στα όσα έχει ο ίδιος γράψει στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Ματιές στο παρελθόν και στο θεωρητικό του δοκίμιο Τελεία και γραμμή και σε σχέση με την επιφάνεια.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, 19.12.1965

.

Κίτρινο Ροζ, 1929

 .

Με εικόνες από το www.wassilykandinsky.net

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Πλατφόρμα μάχης για την επανοικειοποίηση του ρεμβασμού.