Με τον Μεγαλέξανδρο στην λιμνοθάλασσα

Ο Ανδρέας Τύρος γράφει για τα 9 χρόνια απουσίας του Θόδωρου Αγγελόπουλου και καταθέτει το επιμύθιο μιας ολόκληρης εποχής

 

ΚΑΝΝΕΣ, 1984. Το «Παρίσι,Τέξας» μόλις τέλειωσε. Κατεβαίνω τις σκάλες του PALAIS, σκοντάφτω πάνω στο ελληνικό πηγαδάκι. Πρωτάρης ακόμα στο «ΒΗΜΑ», ακούω τους δημογέροντες (Β. Ραφαηλίδης, Κ. Σταματίου, Μπακό) του επαγγέλματος να σχολιάζουν. Πριν βιαστώ να διαφωνήσω, ξεπροβάλλει ο Τεό. Απ` την πρώτη κιόλας ερώτηση («Τι λέει ο μικρός Γερμανός;»), είναι φανερό πως μόνο τον Βιμ Βέντερς υπολογίζει ως αντίπαλο σοβαρό. Όλοι εκθειάζουν την ταινία, δίχως υποτίθεται ν` απειλεί το «Ταξίδι στα Κύθηρα». Δεν τον πείθουν. Με κοιτάζει εξεταστικά, σα να εκμαιεύει τον αντίλογο. Πες κι εσύ. Λέω. Δεν μου άρεσε ιδιαίτερα το φαβορί, όμως παραμένει τέτοιο. Στην αρχή της φράσης, σχηματίζεται στα χείλη του μισό χαμόγελο, που σβήνει αμέσως. Τότε, επιμένει, πώς θεωρείται φαβορί; Μα, η αίθουσα σειόταν στο φινάλε, απαντώ αναζητώντας τη συναίνεση των υπόλοιπων μαρτύρων. Οι τρεις τους είχαν πρωταγωνιστήσει, απ` το ξεκίνημα, στην επιχείρηση υποστήριξης και καθιέρωσής του. Ο Τεό, εξάλλου, υπήρξε για ένα διάστημα «συνάδελφος», δουλεύοντας ως κριτικός πριν φύγει για το Παρίσι. Η υποστήριξη ήταν και διεθνής και μεγάλης διάρκειας. Τελικά, τιμήθηκε μ` ένα ακόμα βραβείο FIPRESCI (και σεναρίου), ενώ κέρδισε το φαβορί. Στην επιστροφή, δεν ένιωσα ακριβώς ως μάντης κακών. Απρόσεκτος, περισσότερο. Αντίθετα μ` ό,τι θα περίμενε κανείς, όχι μόνο δεν μ` απέφευγε στις επόμενες διοργανώσεις αλλ` επιζητούσε την πρόβλεψή μου, σε καιρούς που ο καλλιτεχνικός στοιχηματισμός όντως εμπεριείχε υψηλά ποσοστά κινδύνου.

ΒΕΝΕΤΙΑ, 1988. Η πρεμιέρα πήγε καλά για το «Τοπίο στην ομίχλη» (βραβείο σκηνοθεσίας). Την προηγουμένη, μ` όλη την ελληνική ομάδα των παρευρισκομένων στη Μόστρα, καλεσμένοι στο Βυζαντινό Ινστιτούτο της πόλης. Καταμεσίς της λιμνοθάλασσας, κίτρινοι φανοί σαν κεριά, το Λίντο ν` απομακρύνεται, αεράκι φθινοπωρινό, βαπορέτο λικνιστό. Έχω προετοιμάσει τα προγνωστικά αλλά μ` αιφνιδιάζει. Εσύ, μου λέει, που αγαπάς το Βερολίνο και τους εξπρεσσιονιστές, γιατί νομίζεις ότι στην Γερμανία θαυμάζουν τοσο πολύ τον «Μεγαλέξαντρο»; Λόγω Μπρεχτ, υποψιάζομαι. Το επικό θέατρο και οι εκλεκτικές συγγένειες. Ο Ζύμπερμπεργκ κι ο Χάιντεγκερ, ο τρόπος που η θεατρική σύμβαση σμίγει με την κινηματογραφική ψευδαίσθηση. Ας προσθέσουμε και ολίγη αρχαιοπληξία, καθώς δύσκολο να ενσωματώσουν τη «Φυλλάδα». Μας διέκοψε η αποβίβαση. Όμως, θαρρείς εκείνο το ημίωρο αποδείχτηκε ο πρόλογος μιας ατέλειωτης, διακοπτόμενης συνομιλίας, που συμπληρωνόταν από φεστιβάλ σε φεστιβάλ ανεξαρτήτως ωραρίων και αφορμών, μακριά από περίεργα βλέμματα κι ακόμα πιο περίεργες συνθήκες. Σαν «εκτός πεδίου» υλικό, όχι κινηματογραφικό αν και μ` αφετηρία το σινεμά, ούτε εξομολογητικό αν κι οι προσωπικές αναφορές δεν απουσίαζαν. Παρέλασαν πολλοί και πολλά. Από τους πνευματικούς του πατέρες (Αντονιόνι, Όμηρος, Σεφέρης) και το Κατηχητικό ως τους συγχρόνους του («δεν τον έχετε υπερτιμήσει τον Κισλόφσκι;»), από τον εμφύλιο και τους τραγωδούς μέχρι την παρακμή των ιδεολογιών και των αισθητικών προτύπων.

ΒΕΡΟΛΙΝΟ, 2004. Στο καφέ Einstein, δεξίωση μ` αφορμή το «Λιβάδι που δακρύζει». Μόνος αναγνωρισμένος, ανάμεσα σε δεκαεπτά πρωτοεμφανιζόμενους σκηνοθέτες. Στην Αθήνα στήνουν «κλίμα» πανηγυρικό, ένα μήνα πριν παραδώσει ο Σημίτης στον Καραμανλή. Μες στην παγωνιά, καταφθάνουν τηλεοπτικοί αστέρες και πολιτικοί εκπρόσωποι της συμπολίτευσης. Εθνική αυτοπεποίθηση, κι ας βρίσκεται ήδη σ` εξέλιξη η μετάβαση σε μιαν υπερ-εθνική θεματολογία κι αναζήτηση. Η ουσιαστική μετάβαση κρύβεται αλλού κι έχει να κάνει με την εκδίκηση των μικρών ιστοριών, εις βάρος των μύθων και της μελαγχολίας του λήξαντος αιώνα. Πάλι Κασσάνδρα; Στο παρασκήνιο, διακινούνται κάποιες διαβεβαιώσεις. Είσαι σαν τη μύγα μες στο γάλα, προσπαθώ να περιγράψω όταν έρχεται η ώρα. Δυστυχώς, δεν πέφτω έξω. Ο ίδιος μού αποκαλύπτει αργότερα ότι του είχαν προτείνει μια τιμητική Χρυσή Άρκτο για το έργο του αλλ` αρνήθηκε, αρνούμενος ουσιαστικά να μεταβληθεί σε βετεράνο. Τη συμμετοχή στα διαγωνιστικά προγράμματα, το κυνήγι των διακρίσεων, μέχρι τέλους ο Αγγελόπουλος τ` αντιμετώπιζε ως αναπόσπαστα στοιχεία του αθλήματος. Τον έτρεφε ο ανταγωνισμός. Σεβαστό.

ΑΤΤΙΚΗ, 2012. Στο λυκόφως των Ιδεολογιών και των Μύθων, όταν καλπάζουν το ανιστόρητο, το ευτελές κι ο αφελληνισμός, ο πρωταγωνιστής της Μεταπολίτευσης αντιμετωπίζεται περίπου ως παραφωνία, προορισμένη σ` αναγκαστική απόσυρση. Το έργο του, ωστόσο, πλήρες στοχασμού, ποιητικής χειρονομίας και ιστορικής συνείδησης, δικαιώνεται ως προαναγγελία διαυγής της αναπόφευκτης κατάρρευσης. Ο κόσμος σε αργή κίνηση, από τη μια, το ανυπόμονο και τυφλό τροχοφόρο, από την άλλη. Ιερή προετοιμασία και αυθάδης σύμπτωση, σ` αδιάσπαστη ενότητα. Μην έχοντας σκηνοθετήσει το φινάλε, ξεπαγώνει άθελά του την δημόσια συγκίνηση, ανατρέποντας προσωρινά την τηλεοπτική μακαριότητα και τις συνήθειες των μαϊντανών. Στην κηδεία του Ντίνου Κατσουρίδη, σιωπηλός κι αφηρημένος. Νιώθεις λίγο αθάνατος προετοιμάζοντας κι άλλη ταινία, περιφρονείς τον συνωμότη Χρόνο. Τον έπαινο του ιερατείου τον απέσπασε, απ` το σινάφι όμως δεν αγαπήθηκε (φθόνος και εναντίωση στο «σύστημα Αγγελόπουλου»). Όσο υπάρχει μνήμη υπάρχει και Ιστορία, όσο υπάρχει φαντασία θεριεύει και η Ουτοπία. Πρόσφυγες, εξόριστοι, κουρελήδες, λείψανα και φαντάσματα τον συνοδεύουν στα Κύθηρα, εκεί όπου οι επιζήσαντες του αδελφοκτόνου σπαραγμού ομολογούν πως «χάσαμε κι οι δυο», μαζί και η κοινή πατρίδα.

ΕΛΛΑΔΑ, 2021. Αν ο Καβάφης μιλούσε σαν εραστής για την Ιστορία και, αντίστροφα, σαν ιστορικός για τον Έρωτα, ο Αγγελόπουλος γίνεται ποιητής όταν πρόκειται για το παρελθόν και χρυσοθήρας όταν πλησιάζει την Υπερβατικότητα. Έτσι κι αλλιώς, κι αν τα πλοία έγιναν διαστημόπλοια, δεν αλλάζει η ανθρώπινη περιπέτεια. Εναγώνια η αναζήτηση του Άλλου ως Εαυτού, κατακερματισμένο στην καρδιά της παγκόσμιας περιδίνησης το Βλέμμα του Οδυσσέα. Δύσκολοι καιροί για τα τέκνα και τους εκδρομείς του `60. Πριν απ` τον ίδιο, οι κλασσικοί. Μετά, οι επίγονοι. Κι αυτός, μετέωρος, σαν κάθε κλασσικό του μοντερνισμού, στριμωγμένος ανάμεσα στη γενιά των Ταρκόφσκι, Φελίνι και Γκοντάρ και στους μεταμοντέρνους δήθεν του νέου αιώνα. Ατάλαντοι και καταρτισμένοι ή, καλύτερα, ταλαντούχοι και απαίδευτοι; Ο Αγγελόπουλος δεν είναι ο Κολόμβος, δεν βρέθηκε σε μιαν στεριά δίχως να ξέρει για ποιαν πρόκειται ακριβώς. Αναβάθμισε θεαματικά τις προδιαγραφές, το επίπεδο και την διεθνή εικόνα του ελληνικού σινεμά, υποτάσσοντας ως αφοσιωμένος ιερουργός της τέχνης του τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα στην υπηρεσία ενός Ελληνικού Ελληνισμού.

Σ` αντάλλαγμα, σίγουρα δεν θα γινόταν Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Κι όπως δεν ήταν ο σκηνοθέτης του 2004, ούτε ως πρόεδρο του 2021 τολμώ να τον φανταστώ. Στα φεστιβάλ, αντιμετώπιζε τους Κουστουρίτσα, Νταρντέν, Ταβιάνι, Σκολιμόφσκι, Αλμοδόβαρ, Λόουτς, Γιμού, Βέντερς, Κόπολα, Ολιβέιρα. Στο εγχώριο περιβάλλον, ωστόσο, το επίθετο μετατρέπεται σ` άτυπο, καθημερινό δημοψήφισμα και, πιο πέρα, σε κρίσιμο ερωτηματικό για την αξία του ζητούμενου, συνεκτικού βλέμματος, καταδικασμένου ν` αποκαταστήσει την χαμένη ενότητα. Τρία πρόσωπα, ισάριθμα βλέμματα. Του Μανώλη Αγγελόπουλου να στρέφεται στην Ανατολή. Της Γιάννας, προς την Άγρια Δύση. Και του Θόδωρου, στο ελληνικό κέντρο. Όχι στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, του οποίου οι νεαροί πελάτες κι οι χρεωκοπημένες διοικήσεις του νόμιζαν πως θα εξαργύρωναν ωφελιμιστικά το κενό που άφησε, αλλά σ` εκείνο της πνευματικής παρακαταθήκης. Χθεσινοί οπαδοί και χειροκροτητές, είτε παριστάνουν ότι δεν τους λείπει, είτε άλλαξαν στρατόπεδο. Δεν προλάβαμε να γίνουμε φίλοι αλλά παραμείναμε συνομιλητές σε στέρεη βάση («εκτιμώ την σκέψη σου κι ας μην συμφωνώ πάντοτε μαζί σου»). Το σινεμά του ταίριαζε σ’ όσους ήξεραν να βλέπουν, ενώ σήμερα οι περισσότεροι κοιτάζουν απλώς όταν δεν χαζεύουν. Δεν ξέρω αν το alter ego του είναι ο Μελισσοκόμος, ο Οδυσσέας, ο Μεγαλέξαντρος, ο Χάρβεϊ, ο Ομέρο, ο Μαρτσέλο, ο Θανάσης, ο Γουίλεμ, ο Διονύσης, ο Βαγγέλης, ο Μάνος. Κι αν ξαναζούσε, ως ταινία αυτήν την φορά, θα ήταν «Στο πέρασμα του χρόνου».

ΛΙΝΤΟ, 2046; Του πήγαινε η Μόστρα περισσότερο απ` όλα τα φεστιβάλ. Λιγότερο γκλάμουρ, εσπρεσάκι και ήπιος ρυθμός. Αυτήν αγαπώ κι εγώ, μου έλειψε φέτος πιο πολύ. Τα τρία Πι (πανδημία, πειρατεία, πλατφόρμες ταινιών) ανατρέπουν άρδην την κατάσταση των (κινηματογραφικών) πραγμάτων, παγκοσμίως. Θα επιβιώσουν τα φεστιβάλ, άραγε; Μες στον θόρυβο, ένα βαλσάκι πλησιάζει, δειλό που δυναμώνει. Το στροβίλισμα των ήχων στον αέρα οδηγεί στα δένδρα, μεταξύ Καζινό και EXCELSIOR. Νομίζω πως διακρίνω το μισοχαραγμένο του χαμόγελο. Ασκεπής, με καινούρια γυαλιά, πιο ελαφρά κι ανοιχτόχρωμα, με παραμονεύει. Θα κερδίσουμε το χρυσό; Κανονικά, δια περιπάτου. Μόνο που έγιναν πλημμύρα οι σκοπιμότητες. Για ένα βραβείο αδειανό, για μιαν αιωνιότητα ξελογιασμένη; Θόδωρε, ορεβουάρ.

Ανδρέας Τύρος

 

Λίντο 1932 – το αρχαιότερο φεστιβάλ του κόσμου γεννήθηκε στην ταράτσα ενός ξενοδοχείου με ήρωες τον δρ. Τζέκυλ και τον κ. Χάιντ. Ο Μεγαλέξανδρος και ο Μελισσοκόμος θα τους συναντήσουν πέντε δεκαετίες αργότερα.

.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Πλατφόρμα μάχης για την επανοικειοποίηση του ρεμβασμού.