.

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ

ΟΚΤΩ ΙΤΑΛΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής

.

Τα ποιήματα αυτά ανήκουν σε όλες τις εποχές του ιταλόγλωσσου έργου του Σολωμού. Τα δύο τελευταία γράφτηκαν στην ωριμότερη περίοδο του έργου του, αυτήν της τελευταίας δεκαετίας της ζωής του. Ο ποιητής έγραψε στα ιταλικά πολλά σονέτα, ενώ στα ελληνικά δεν έγραψε ούτε ένα. Η μετάφραση έγινε με βάση το εκδεδομένο ιταλόγλωσσο έργο του ποιητή από τον Λίνο Πολίτη.

 

Το σύνολο των ιταλόγλωσσων έργων (ποιημάτων και πεζών) του Σολωμού θα εκδοθεί σε μετάφραση του Γιώργου Κεντρωτή από τις εκδόσεις Gutenberg εντός του Μαρτίου 2021

 

 

ΣΤΟΝ ΚΟΜΗΤΑ ΠΑΥΛΟ ΜΕΡΚΑΤΗ

Την πρώτη μέρα που ο ήλιος μας λαμπρός να βγαίνει
οχ την Ανατολή θα δούμε και να λάμπει,
«Σιωπή!» θα ειπούμε στη φωνή μας που πηγαίνει
εκεί ψηλά στα νιόβγαλτα χορτάρια, θάμπη

να δρέψει. Αγέρι ερωτικό, απαλό ανασαίνει
παράπονά του ώς πέρα, ναν τ’ ακούνε οι κάμποι
και το ρυάκι γάργαρο, γοργό, αχ, ευφραίνει
τ’ αφτιά μου αρμονιζόμενο με του οστριογάρμπη

τις πνοές και του ζεφύρου. Αχ, ο ήλιος πώς ελάλει
παλιά! Και πάλι να λαλήσει το φλουφλούδι
του αγέρα, των νερών με μια μελωδία τους άλλη!

Εκεί κι εμείς να πάμε! Εκεί η χαρά μάς κράζει
να πάμε, να τονίσουμε χρυσό τραγούδι
με αγέρι που φυσάει, νερά να κατεβάζει.

 

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
(με προσυμφωνημένες ομοιοκαταληξίες)

Για να σωθεί ο άνθρωπος οχ την αισχρή αμαρτία,
ιδού! Το αναμενόμενο παιδί θα γίνει
σωτήρας. Με παρειές φλεγόμενο ρουμπίνι
εθώρει παρεκεί πασίγλυκη η Μαρία.

Ω θαύμα αλάλητο! Το κλάμα του Μεσσία
τον κάθε λύκο αμνό θα κάμει, να μη μείνει
κανείς θνητός στη γης το γόνυ του να κλίνει
ομπρός στου φρόνιμου φιδιού τη γοητεία.

Σαν ηλιαχτίδα που τρυπά, για να περάσει,
γλυκά του κοχυλιού τη διάφεγγη γυαλάδα,
χωρίς τα κρούσταλλά του διόλου να χαλάσει,

έτσι ήβγε και το θείον Άνθος απ’ το Σώμα
το αειπάρθενο, κι η φάτνη με άπιαστη γοργάδα
τσ’ αγάπης έγινε του Θεανθρώπου δώμα.

 

Η ΣΤΑΥΡΩΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

Ότι έβγαλε ο Χριστός τον ύστατό του θρήνο
κι από ’ναν σπαραγμό εσείστηκεν η πλάση·
οι τεθνεώτες όλοι ενιώσαν τότε κείνο
τον φόβο, που ξανά μπορεί να σ’ ανεβάσει

στη γη. Άγγελος πεμφθείς εξ ουρανού, απευθύνο-
ντας λόγο ευθύς στους πάντες (σε άστεα, σε δάση
– παντού), φωνάζει για το θεϊκόν εκείνο
ον, που ’χε μόλις στο σταυρό τη ζωή του χάσει.

Αγίων απάντων τότε αναχεντρώθη η κόμη
και τα χλωμά τους μάγουλα μεμιάς γουβιάναν,
καθώς μπροστά τους ορθωθήκαν πλήθος τρόμοι.

Τον πόνο στην καρδιά του ο κόσμος βάναν
και νόμιζες ότι εθρήνουν τα βουνά, κι ακόμη οι
λειμώνες, που το θέατρο της θανής Του φτιάναν.

 

Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

Φως υπερούσιον ο Χριστός περιενδεδυμένος
σηκώθηκε απ’ το μνήμα του τον θάνατο πατώντας
θανάτω. Αθάνατος, υπέροχος, πανάγιος όντας
σαν κέδρος έστεκε σε ωριά βουνοκορφή υψωμένος.

Φτερά υπερούσια ετάνυζε ένας άγγελος σταλμένος
και «Ηγέρθη!» ανέκραζε περήφανα φωνοκοπώντας·
η όψη του, πυρή και ωσάν σμάλτο αστραποβολώντας,
εξάναβε στο βλέμμα του το φως με κάθε σθένος

νοητό οπλισμένο. Αστράφτουν κι άλλο τότε οι ουρανοί – αιώνια
μες στων ψυχών τα μάτια τη χαρά έχουνε σφαλίσει
κι οι κόρες όλες στεφανώθηκαν με χρυσοκλώνια.

Η χάρις του Θεού δεν αναβλύζει οχ κάποια φλέβα
και γλώσσα ανθρώπου δεν μπορεί το βάθος να λαλήσει,
το δε κατέβα στη γαλήνη της δεν έχει ανέβα.

 

ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΓΕΩΡΓΙΟΝ ΔΕ ΡΩΣΣΗΝ, ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΟΥ ΦΙΛΟΝ

Τα μεσημέρια, οπού του θέρους η άγρια λαύρα ψήνει
και γέρνουν τα λούλουδα οχ τον καψώνα χτυπημένα
κι οπού τα μυρωμένα του φτερά τ’ αγέρι κλείνει
κι αδρόσιστα τα χόρτα μνέσκουνε και μαραμένα,

και μόλις που τη σιγαλιά της φύσεως ξελύνει
του ρυακιού νερό ασημί που τρέχει ώσμε τα ’μένα
κελαρυστά, στο ξέθωρο χορτάρι, να καλλύνει
τσι πρασινάδες πώχουν μείνει, πές μου, Γιώργο: εμένα

το φίλο σου, μες στα χαριτωμένα τούτ’ απόσκια
θα τον αφήνεις, πές μου, νά ’ρχεται ολιγάκι… λίγο…
και να τρυγά το πράσινο και των μοσκιώ’ τα μόσκια;

Στα χόρτα τούτα ’δώ να κάθουμαι την άδεια δώ’ μου,
και δίπλα μου να κάθεσαι κι εσύ, σ’ αυτόν τον τρύγο,
τους ήχους να ρουφάς των εμπνευσμένων τραγουδιώ’ μου.

 

 

ΣΟΝΕΤΤΟ ΕΓΚΩΜΙΑΣΤΙΚΟ ΣΤΟΝ ΠΕΤΡΑΡΧΗ
(με ομοιοκαταληξίες προσυμφωνημένες)

Λάουρα ίσον Δάφνη… Άλλου ποιανού οι σκοποί, έτσι, την ψυχή
θλίβουν, αν μη τα μινυρίσματα του Υμνωδού Εκείνης;…
(Σκοποί όπου κλείνουν αιώνων πέντε ζωή και όπου διακρίνεις
ιστορημένα μύχια πάθη – πέλαγο, βροχή!…)

Τον φέρνει ο νους μου να βαδίζει σκεφτικός… Παχύ
στα πόδια του λιβάδι ασφόδελοι και τση γαλήνης
βιολέτες… Μόνο η Δάφνη ήταν γι’ αυτόν… Κι αν τες συγκρίνεις,
ούτε Ρόζα και ούτε Κρινιώ φτουράν εδώ… Αντηχεί

δε ο στίχους του και, μέσα, νιώθω ανέγνωρη λαχτάρα,
και όσο κι αν είν’ το είναι μου αδρό… μιλάει!… και αναστενάζει!…
ως απόκριση στην πολλά τερπνή αρμονία… Και, έτσι, άρα,

τον Υμνωδό για να εξυμνήσω δεν μου αρκούν οι τόνοι.
Ψελλίζει ο νους θαμάσματα με των νηπίων το νάζι
και γλύκασμα πολύπηκτο τα στήθη μου μαργώνει.

 

ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΛΟΙΑΡΙΟ

Απ’ τα μικρά πλοιάρια, οπού ’ταν καθισμένη
η νίκη, βγαίναν οι ανδρειωμένοι μας, κι εβρόντουν
στο στέριο χώμα τ’ άρματα, στο χώμα εκείνο
που ολίγο πιο μπροστά συθέμελά του εσειότουν.
Στα «χαίρε» που άκουγαν εκεί, οι φωνές εκάναν
σα θάλασσα μες στη μπουράσκα, άμα ξάφνου
η γης κι ο κουρνιαχτός υψώθηκαν κι εγίναν
σαν Όλυμπος χαράς· μες στες κραυγές, στο κλάμα
στα θεϊκά κεφάλια των ηρώων τότε
απλώνουνταν τα χέρια, λόγια να τονίσουν
σαν από πένες ποιητών, γιατί ο καθείς τους
ενόει την ψυχή του με ψυχές γιομάτη.
Παιδάκια και σεμνές κυράδες ελληνίδες
που οχ τα μάτια εκρύβουνταν κι από τον ήλιο,
στα παρεθύρια εβγήκανε κι επέτααν άνθη
με χέρια οπού σαν της Αυγής θε νά ’ταν χέρια.
Τη νίκη, Ποιητή, έτσι την εστεφανώναν
παλιά· μα τώρα εσύ έλα και με το τραγούδι
σε μι’ άλλη νίκη πλέξ’ εδώ στεφάνι άλλο.

Μεγάλη κι όμορφη είναι, Αοιδέ, η ψυχή του ανθρώπου.
Σ’ ανέφελου ουρανού αποκάτω το αίθριο γέλιο
για να συναντηθούν κοντοσταθήκαν ένα
σκαρί βρετανικό κι ελληνική μια πλώρη.
«Πού πάς;» ρωτάει το πάνοπλο άρμενο, το ξένο·
«Απ’ τό ’να πέλαγο τραβώ γραμμή για τ’ άλλο»,
του είπε το ξαρμάτωτο δικό μας πλοίο.
«Σταμάτα κι ακολούθα με όπου εγώ σε πάω,
εσύ που απ’ τό ’να πέλαγο τραβάς για τ’ άλλο».
Μονάχα μια στιγμή ήταν, μόνο μια στιγμούλα
κι ευθύς γης, θάλασσα και ουράνια πια δεν ήσαν,
αλλ’ ούτε και Θεός, μα η Λευτεριά μονάχα
στα στήθη μέσα εκείνα ολόκορμη εστήθη
και μ’ ένα πλήθος λογισμούς παντοδυνάμους
’κεί μέσα εστοχαζότουν μ’ αναγάλλια τόση,
που θά ’λεγες πως λούζετ’ ο ήλιος στα πελάγη.
Και κίνηση άλλη δεν εγίνη – πάρεξ μία.
Σε λίγο, τότε, ομόθυμοι όλοι εμαζωχτήκαν,
αμίλητοι όλοι και προσηλωμένοι όλοι
–με μάτια π’ άστραφταν– στην ορθωμένη δάδα
και στην πλατιά τη θάλασσα που θε να χάψει
νεκρά κορμιά που ορκίστηκαν τιμή στην πίστη.
Και ιδού, κοντά είναι στο μπαρούτι τώρα η σπίθα,
μα ο Εγγλέζος τρέχει και με μια κραυγή τη σβήνει.

Αν τώρα βγεις και την ευγένεια εκείνου ψάλεις,
που δεν ετρόμαξ’ η καρδιά του, ή την ευγένεια
του Άγγλου, που την καρδιά του στην ωραία ορμή της
ωθεί κι εχάρη για τη θεϊκή της πράξη,
θε να υψωθεί λαλιά καλή να τραγουδήσει:
Αιώνιας χώρας χαίρε, ω, το τρανό της τέκνο!
Κεί πάντα μέγα εστάθη το άσμα, μέγα το έργο,
και στην καλή και στην ανάποδή της τύχη,
στην πέτρα τη καλή και στο ξερό χορτάρι,
που επήγα βάρβαρος και βάρβαρος δεν είμαι

(1851)

 

ΣΑΠΦΩ

Γης δοξασμένης τέκνο εσύ, όπου ο κάθε ξένος
πατρίδα βρίσκει και θεούς η βαρβαρότης,
εδώ, αχ, σ’ αυτήν την πολυτάραχη ολιγόζωη
του χρόνου ακτή, όπου βρεθήκαμε, άκουσέ με
από τη σφαίρα των ασμάτων που ’χεις θρόνο.

Τη νύχτα ετούτη μ’ επισκέφτηκεν η κόρη –
της Λέσβου η Μούσα που είτονε. Κι είχε τον νου της
στην άβυσσο της ειμαρμένης, μην ιδώντας
τες θάλασσες, τους κάμπους γύρω ή τα βουνάκια,
σαν να της στάθηκε η χτίσις όλη ξένη.
Μα οχ τους πλησίον ουρανούς και οχ τους αλλάργα
τ’ αστέρια σύμπαντα και μ’ όλες τους τις χάρες
θωρούσαν τη Σαπφώ στη γης να βάνει πόδι
και δύστηνη και θεϊκή· κι από τον κόσμο
του αιθέρος τον ψηλό ένα γέλιο ωσάν βροχούλα
αγάπης άφραστης την κεφαλή τής λούζει,
τις δάφνες και τους στοχασμούς, και το παρθένο
στήθος που τό ’χουνε συντρίμμια κάμει οι πόνοι,
κι ελπίδα μόνη και θεός τού απόμεινεν ο βράχος.
Μα ομπρός της όντες μ’ είδε ολοξαφνίς η κόρη,
το βλέμμα μού γυρνά, το χέρι και το λόγο.

Γιομάτη που ’ναι, φευ, η γης από μυστήρια,
και τίποτα δεν ξεδιαλύνει ο τόπος που ’ρθα!
Στου τρίτου μου τ’ Απρίλη τ’ άνθισμα μια μέρα,
στο δώμα όπου το φως (κακή μου τύχη) είδα
κι ενόσω εθαύμαζα την –που τρικυμισμένη
εχόρευε– καρδιά μου, στην παλάμη μέσα
κρατώντας την, εβγήκε ο ίσκιος μιας γυναίκας
και μ’ ήχους άγνωστους στη γλώσσα μας μού είπε:
«Να ζήσεις πάρε λίγα χρόνια μες στες θλίψες
στης γης τη ράχη που θα σε θαυμάζει» – μου είπε
και αθάνατο κλωνάρι μού ’βαλε στην κόμη.
Εις όνειρο, εισέ όραμα ή κι αν αλλού συνέβη,
ο νους μου ’κείνη τη μορφή δεν ξαστοχάει,
οπού είτον τρομερή, κι ας βάσταε στην ειδή της
το κάλλος οπού ίδρυσε στο μάρμαρο ο Φειδίας.
Ποιός τώρα μα και πότε θα μου φανερώσει
εν τέλει την αλήθεια που όλο μου γυρεύω
σε τόσες διάνοιες, τόσες σφαίρες; – πλην ματαίως!…
Αυτά είπε και άλλα που αθετώ και δεν τα λέγω.