Το γαλλικό ατμόπλοιο «Μέντωρ», φέρνοντας μεταξύ των επιβατών του τον Μάξιμο Δυκάν (Maxime Du Camp) και τον Γουσταύο Φλωμπέρ (Gustave Flaubert), κατέπλευσε στο λιμένα Πειραιώς μία εκ των τελευταίων ημερών του έτους 1850, έχον ανηρτημένη επί του ιστού την κίτρινη σημαία της καθάρσεως. Εθεωρείτο ως μεμολυσμένο, διότι προσεγγίσαν εις Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη και Δαρδανέλλια, προήρχετο δηλαδή εκ τόπων επιχολέρων (…).

Οι δύο Γάλλοι συγγραφείς, υποχρεωμένοι να υποστούν τη νενομισμένην κάθαρσιν, οδηγήθηκαν στο πρόχειρο λοιμοκαθαρτήριο του Πειραιά, εντός δωματίου προσφάτως ασβεστοχρισμένου και παντελώς γυμνού. Εκεί αφού εκαπνίσθηκαν δεόντως με θείον, το οποίο εθεωρείτο τότε ως το μόνο δραστικό απολυμαντικό μέσο, έμειναν υπό αυστηρό περιορισμό επί τέσσερις μέρες. Ευτυχώς δεν στεναχωρήθηκαν πολύ, επειδή ο Δυκάν είχε προνοήσει να του σταλούν εκ Γαλλίας τα συγγράμματα των αρχαίων συγγραφέων, του Ηροδότου, του Θουκυδίδου, του Πλουτάρχου, του Διοδώρου, του Παυσανίου κ.α. που παραδόθηκαν εις αυτούς άμα τη αφίξει των, στη μελέτη δε αυτών εγκύψαντες για ν’ αναζωογονήσουν τις ιστορικές τους γνώσεις, διήλθον οπωσδήποτε ευχαρίστως τις πληκτικές ώρες της αναγκαστικής τους μονώσεως.

Ευθύς ως ανέπνευσε τον αέρα της Ελλάδας ο Φλωμπέρ φάνηκε δια μιάς τονωθείς υπ’ αυτού στην ψυχήν και το σώμα.

«Αυτός, λέγει ο συνοδοιπόρος του, που διήλθε την Αίγυπτο, την Νουβία, την Παλαιστίνη, την Συρία, τη Ρόδο, την Μικρά Ασία, την Κωνσταντινούπολη απαθής, ενεψυχώθη δια μιάς μόλις επάτησε το έδαφος της Ελλάδος. Οι αναμνήσεις της αρχαιότητος την οποίαν καλώς εγνώριζε, αφυπνίστηκαν εντός του και του υπόσχονταν συγκινήσεις. Η χαρά μου μεγάλη, βλέποντάς τον να ενδιαφέρεται τόσο πολύ για το μέρος τούτο της περιοδείας μας και ανυπομόνως, προσδοκώντας την ημέρα κατά την οποία θα μεταβαίναμε έφιπποι προς επίσκεψιν της Επιδαύρου, της Μαντινείας, του Ορχομενού, των Βασσών, εκεί όπου ελατρεύετο ο Επικούρειος Απόλλων. Ο ζήλος του δε ούτος δεν διαψεύσθηκε, καθ’ εκάστην εσπέραν έγραφε σημειώσεις, πράγμα που δεν είχε ακόμη πράξει πρότερον παρά μόνο κατ’ αραιά διαλείμματα στην Αίγυπτο».

Πράγματι, οι ενθουσιώδεις διαθέσεις του Φλωμπέρ εκδηλώθηκαν από την πρώτη μέρα της αφίξεώς του. Από το λοιμοκαθαρτήριο έγραφε προς τον φίλο του ποιητή Μπουγιέ τα εξής:

«Ευρισκόμεθα περιορισμένοι στο λοιμοκαθαρτήριο μέχρι Κυριακής. Διαβάζω τον Ηρόδοτο και τον Thirwall […] Βρέχει ραγδαίως· αλλά τουλάχιστον η ατμόσφαιρα είναι εδώ περισσότερο θερμή απ’ ό,τι στην Κωνσταντινούπολη, όπου προ μερικών ημερών το χιόνι εσκέπαζε τις στέγες των οικιών. Αισθάνθηκα χαρά αληθινή όταν διέκρινα την Ακρόπολη, η οποία έλαμπε λευκή, αγλαϊζομένη εκ των ηλιακών ακτίνων λοξώς, υπό ουρανόν νεφελώδη. Φτάνοντας προ του Σουνίου, είχαμε την Αίγινα προς αριστερά και τη Σαλαμίνα απέναντί μας. Ο Μάξιμος, πάσχων εκ ναυτίας, εγόγγυζε ξαπλωμένος στην καμπίνα του. Ο καιρός ήταν άσχημος· έστεκα παρά τη πλώρη με τις διόπτρες καρφωμένες στους οφθαλμούς μου κοντά εις τον κλωβόν των ορνίθων, όρθιος και βλέπων προς τα εμπρός, βυθισμένος στις «υψηλάς μου σκέψεις». Σε διαβεβαιώ χωρίς καμμία προσποίηση ότι αισθανόμουν συγκίνηση σφοδροτέρα παρ’ όσην εδοκίμασα στην Ιερουσαλήμ – δεν διστάζω καθόλου να το ομολογήσω· ή τουλάχιστον η συγκίνησις μου αυτή ήταν πλέον άδολη και μάλλον απηλλαγμένη της προκαταλήψεως. Εδώ ευρισκόμουν εγγύτερα στον εαυτό μου, εγγύτερα στα οικεία μου».

Αφού έληξε η κάθαρσις, επιβιβάσθηκαν σε άμαξα για ν’ ανέλθουν στην Αθήνα. Εστάθμευσαν αναγκαστικώς στις Παράγκες, όπου θα εγεύθησαν το απαραίτητο λουκούμι με το νερό και εθαύμασαν επί των ξύλινων εκείνων παραπηγμάτων περίεργες λαϊκές τοιχογραφίες, που βεβαίως δεν ήσαν έργα του Απελλού ή του Ζεύξιδος, εξακολούθησαν το δρόμο τους και φθάσαντες κατέλυσαν εις το μόνο σχετικώς τότε ευπρόσωπον ξενοδοχείο, το της Αγγλίας, κείμενον στην οδό Αιόλου, παραπλεύρως του αρχικού ταπεινού κτιρίου της Εθνικής Τραπέζης. [1]

Ίσως σε αυτό το ξενοδοχείο να έγραψε και τα περίφημα λόγια του:

«Εδώ ξαναβρήκαμε τις μυρτιές και τα λιόδεντρα που μας θυμίζουν την καλή μας Συρία. – Και κατόπι τα ερείπια! Τα ερείπια! Τι ερείπια! Τι άνθρωποι αυτοί οι Eλληνες! Τι καλλιτέχνες! Διαβάζουμε, κρατούμε σημειώσεις. Οσο για μένα, βρίσκομαι σε ολύμπια κατάσταση, ρουφώ την αρχαία τέχνη μ’ όλο μου το νου. Η θέα του Παρθενώνα είναι ένα απ’ τα λίγα πράγματα σε τούτη τη ζωή που χαράχτηκαν τόσο βαθιά μέσα μου. – Δεν πα να λένε, η Τέχνη δεν είναι ψέμα». [2]

 

 


[1] Το παραπάνω κείμενο προέρχεται από το βιβλίο του Μπάμπη Αννίνου, Αι Αθήναι κατά το 1850, όπως δημοσιεύτηκε κατά ένα μέρος του στο περιοδικό «Επιφυλλίδες» το 1926. Όπου κρίθηκε απαραίτητο η γλώσσα του Αννίνου απλουστεύτηκε πλησιέστερα προς τη σημερινή δημοτική.

[2]  «Γράμματα του Φλωμπέρ απ’ την Ελλάδα» (μετάφραση Νίκος Αλιφέρης, εκδόσεις Άγρα, 1984).