Στις αρχές του 1922 στη Θεσσαλονίκη, λίγους μήνες πριν κορυφωθεί η τραγωδία στην Μικρασία, συνεχίζουν να καταφθάνουν τραυματίες από το μέτωπο. Σκηνικό απόγνωσης ξεπροβάλλει στον ελληνικό ουρανό χωρίς όμως να έχουν τελεσιδικίσει εντελώς και όλες οι ελπίδες της Μεγάλης Ιδέας. Ένα στιγμιότυπο ένδοξης απελπισίας από την ελληνική καθημερινότητα μάς παραδίδεται μέσα από την περιγραφή της εφημερίδας «Ταχυδρόμος Βορείου Ελλάδος». Βρισκόμαστε στο πρωινό της 3ης Γενάρη στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Το πλωτό νοσοκομείο «Αμφιτρίτη» καταφθάνει από το μέτωπο πραγματοποιώντας τη διακομιδή 160 Ελλήνων τραυματιών, μαζί με λίγους Τούρκους αιχμαλώτους. Πολίτες, πολιτικές αρχές και στρατιωτικοί τούς επιφυλάσσουν υποδοχή ηρώων καθώς «η μουσική της φρουράς κατά την αποβίβασή τους επαιάνιζε πατριωτικά θούρια [ενώ] οι κυρίες του Πατριωτικού Συνδέσμου προσέφεραν στους τραυματίες και ασθενείς αξιωματικούς και οπλίτες αναψυκτικά και τσιγάρα».  

Η βασιλική θαλαμηγός «Αμφιτρίτη» εναυπηγήθη το 1876 . Κατά την περίοδο 1917 – 1934 χρησιμοποιήθηκε διαδοχικώς ως πλωτό νοσοκομείο, ως βοηθητικό υποβρυχίων, ως βοηθητικό Στόλου, ως εκπαιδευτικό Ναυτικών Δοκίμων, ως εκπαιδευτικό Δοκίμων Υπαξιωματικών.

Ένας από τους στρατιώτες που επέστρεψαν από το μέτωπο εκείνη την περίοδο επισκέφθηκε την αναφερόμενη εφημερίδα. Όπως μαθαίνουμε, από το γραφείο σύνταξης, επρόκειτο για στρατιώτη «ψηλό, με μούσι οξύ, με ένα τικ. Διαρκώς μισοκλείνει το μάτι. Μάς βεβαίωσε ότι είναι ποιητής, ότι έχει ζήσει στην Ευρώπη, ότι είναι πολύγλωσσος και πολλά άλλα. Κατάγεται από την Πάτρα και λέγεται Κ. Θεοδωρίδης».

Ο άγνωστος Θεοδωρίδης λοιπόν παραδίδει στον «Ταχυδρόμο» το ακόλουθο ποίημα το οποίο και σύντομα δημοσιεύεται¹. Το αποθησαυρίζουμε εδώ με όλη του την ένταση:

 

Διασκέλισε τα μνήματα, του χάρου τα Κρεββάτια,
όπου χιλιάδες έπνιξε χωρίς να τα σκεπάση,
χωρίς οι μάνες των παιδιών να κλείσουνε τα μάτια,
χωρίς παππάς με θυμιατό, τρισάγιο να διαβάση.

Δεν έκαιε της Εκκλησιάς κανδύλι, για κεράκι,
μόνο σαν μαύρο σύννεφο πτερύγιζαν κοράκοι.
Σαν ίσκιος κάποια πέρασε μ’ ολόχρυσα ντυμένη,
Βαστούσε και στο χέρι της ένα κλαδί από δάφνη.

Γονάτισε στα μνήματα, φίλησε τα κουφάρια
κι είπε με δυνατή φωνή: -Τιμή στα παλληκάρια.

 

Την επόμενη μέρα, σε έτερη εφημερίδα της Θεσσαλονίκης², δημοσιεύεται και ένα ακόμη ποίημα, που έλαβε συντάκτης της δια αλληλογραφίας. Το στέλνει ένας ερωτευμένος στρατιώτης, με την παράκληση να δημοσιευθεί – δεν μαθαίνουμε το όνομά του. Το αποκαλεί «Παραγγελία» και ζητάει από έναν συμπολεμιστή που επιστρέφει στον κοινό τόπο καταγωγής τους, ενώ ο ίδιος παραμένει στον αγώνα, να ψάξει να βρει τί απέγινε η καλή του. Το αποθησαυρίζουμε εδώ με όλο του το παράπονο:

 

Κάτω κει στη γλυκειά μας πατρίδα,
στη μυροβόλο Κασσάνδρα μας με τις ανθισμένες πορτοκαλιές,
καλέ μου φίλε, άνθισε κάποτε για μένα μια αγάπη.

Όταν περάσεις απ’ το χωριό ζήτησέ την για την αγάπη τής πατρίδας
που μαζί γι’ αυτήνε πολεμάμε.

Ξέρεις τη μεγάλη δημοσιά που πάει γιαλό γιαλό
κ’ ύστερα χάνεται πίσω στο βουνό
χωρίζοντας στα δυο το χωριό μας;

Περνάει μεσ’ απ’ την πλατεία στον ίδιο δρόμο κοντά στην Εκκλησιά,
μια ιτιά ανθίζει στην πόρτα της.

Έμπα μέσα και κάλεσέ την στ’ όνομά της
την λένε Κασσάνδρα κ’ είναι σωστό Κασσανδρινό λουλούδι…

Αν κανένας δεν απαντήσει πάρε και ρίξε λίγο νεράκι στις ρίζες των πορτοκαλιών
πού ‘ναι γύρω απ’όνα μάρμαρο απ’ τα ίδια χέρια μας φυτεμένες.

Αν νυφιάτικα δεν μας στολίσουν τ’ ανθάκια τους
ας μη παύσουν ν’ ανθίζουν κάθε καλοκαίρι.

Θα βρεθούν δυο άλλα χέρια ερωτευμένων μ’ αγάπη να τα κόψουν,
να τα πλέξουν ανθοστέφανα για τη νυφιάτική τους ώρα
και να μιλήσουν με συμπόνια για την αγάπη μας.

Για την αγάπη μας που δεν πέθανε μόν ζη
στης λεμονιάς τ’ ανθόκλαδο όταν γλυκολαλεί τ’αηδόνι
κι ας έχει φύγει η καλή μου,
κι ας έχω ταφεί στον άξενο άμμο ενός ποταμού
για την πατρίδα και για κείνην.

.

Οι επιστολές στρατιωτών από το μέτωπο δίνουν μια ζωντανή ιστορία των μαχών από την πλευρά των συναισθημάτων που επικρατούν, με χαρακτηριστικό το μεγαλείο απλότητας στην έκφραση. Οι πολεμιστές νοσταλγούν τις πόλεις, τα χωριά τους και αγαπημένα πρόσωπα. Γίνονται ποιητές για λίγο, κατέχονται από υπέρμετρο ρομαντισμό, «αποπνέουν όλο το άρωμα των παρθένων λουλουδιών του βουνού και του κάμπου, αναμεμιγμένο με την οσμή της πυρίτιδος». Έτσι φαίνονται τα γράμματα αυτά στον χρονικογράφο της «Εσπερινής», ο οποίος ενδιαφέρεται για την ιστορική τους αξία και έπειτα φανερώνει το ακόλουθο ποίημα που έλαβε. Πρόκειται για το στιχούργημα ενός στρατιώτη ονόματι Ι. Τσαλπατούρος. Πριν φύγει για τον πόλεμο δούλεψε στην υπηρεσία των Εκπαιδευτηρίων Μεγαρέως (οδός Πατησίων 132) και αφιέρωσε το ποίημα που έγραψε στην Ηρώ, τη μικρή κόρη του προϊσταμένου του, Ιωάννη Μεγαρέως ο οποίος είχε διατελέσει επίσης τμηματάρχης Δημοτικής Εκπαιδεύσεως του υπουργείου Παιδείας3

 

Να ήσουν εδώ Ηρώ μου
σ’ αυτά τα ωραία μέρη
Να τάφτιανες εργόχειρο
με το χρυσό σου χέρι.

Να έβλεπες δένδρων δάκρυα
που είναι καταχνιασμένα
Και στάζουν σαν ανθόνερο
σε άνθη ματωμένα

Να χύνουνε το μύρο τους
με των πουλιών τραγούδια
Στους τάφους πούνε γύρω τους
Στης νίκης τ’ αγγελούδια.

Αυτό θάν το καλλίτερο
της τέχνης σου στολίδι
Και ζωντανό τεκμήριον
μιας μάχης το κεντίδι.

.

.


¹Εφημερίδα ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ, Θεσσαλονίκη, 4.1.1922

²Εφημερίδα ΤΗΛΕΓΡΑΦΟΣ, Θεσσαλονίκη, 5.1.1922

3Εφημερίδα ΕΣΠΕΡΙΝΗ, Αθήνα, 5.8.1921

 

Κεντρική εικόνα επάνω: Μικρασιατική Εκστρατεία. Στρατιώτες αλέθουν σιτάρι στην Αλμυρά Έρημο, πέρα από τον Σαγγάριο ποταμό. Αύγουστος 1921. Φωτογραφική Υπηρεσία Στρατού. Από το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.