Σαν πρωταπριλιάτικο αστείο θα ακουγόταν αν την ημέρα εκείνη που γεννήθηκε η Μαρία Πολυδούρη στην Καλαμάτα, την 1η Απρίλη 1902, θα ξεστόμιζε κανείς την πρόβλεψη ότι πρόκειται να γίνει ποιήτρια (και δη… νεορομαντική), σε μια εποχή που η ποίηση ήταν ανδροκρατούμενη υπόθεση. Κι όμως, μπροστάρισσες Ελληνίδες ποιήτριες από τα τέλη του 19ου αιώνα άνοιξαν το δρόμο για τις ποιήτριες της επόμενης γενιάς προκειμένου να βρουν ένα έδαφος φροντισμένο για να φυτέψουν τους σπόρους τους. Εξάλλου, η Μαρία θα μεγάλωνε σε ένα ευνοϊκό περιβάλλον για να αγαπήσει τα γράμματα, με πατέρα φιλόλογο και μητέρα με φεμινιστικές ανησυχίες.

Η Μαρία, ή αλλιώς «Μαρίκα» όπως τη φώναζε ο Καρυωτάκης, «το 1920 πήγε στην Αθήνα και σπούδασε Νομικά. Κατά τη διάρκεια των σπουδών της εργαζόταν υπάλληλος στη Νομαρχία. Ποιήματα δημοσίευσε για πρώτη φορά στον «Έσπερο» της Σύρου το 1922 και έπειτα το 1928. Στα 1926 πήγε στο Παρίσι όπου έμεινε ενάμιση χρόνο ως τον Ιούνιο του 1928 οπότε αναγκάστηκε να γυρίσει στην Αθήνα για λόγους υγείας. Λίγους μήνες μετά την επιστροφή της εξέδωσε ένα τόμο ποιημάτων της, «Οι τρίλλιες που σβύνουν», και μετά ένα χρόνο νέα συλλογή με τον τίτλο «Ηχώ στο χάος».  Με το έργο αυτό έκανε εξαιρετική εντύπωση για την ειλικρίνεια και το βάθος των αισθημάτων και σχολιάστηκε ευρύτατα στους λογοτεχνικούς κύκλους» (περ. ΠΝΟΗ, τχ. 16-17, 1930).

Δεν είχε ακόμη μυθοποιηθεί ο έρωτάς της με τον ποιητή Κώστα Καρυωτάκη στο σημερινό βαθμό. Ούτε γίνονταν γνωστές λεπτομέρειες που αναδείχτηκαν αργότερα από φίλους και μελετητές της Πολυδούρη, με έμφαση στην αντισυμβατική της φύση, αφηγούμενοι επεισόδια όπως η παραίτηση από τη δουλειά της στη Νομαρχία για να γίνει ηθοποιός και έπειτα η απόφασή της να φύγει στο Παρίσι για να σπουδάσει υψηλή ραπτική. Όμως, η κατάσταση της υγείας της επιφύλασσε άλλα σχέδια και επέστρεψε στην Ελλάδα. 

Έναν Απρίλη ήρθε στη ζωή, έναν Απρίλη έμελε να φύγει. Θα έλεγε κανείς ότι το είχε προβλέψει στο ποίημά της «Σαν πεθάνω» που ξεκινούσε με τους στίχους:

Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη,
όταν αντικρύ θ’ ανοίγει μέσ’ στη γάστρα μου δειλά
ένα ρόδο – μια ζωούλα. Και θα μου κλειστούν τα χείλη
και θα μου κλειστούν τα μάτια μοναχά τους, σιωπηλά.

Η φυματίωση θα την οδηγούσε από το 1928 στο νοσοκομείο «Σωτηρία». Ήταν μια μη προβλεπόμενη ασθενής καθώς λέγεται ότι ορισμένες φορές έβγαινε, έπινε και παραμελούσε τις συμβουλές των γιατρών, ιδιαίτερα αφότου έμαθε ότι ο Καρυωτάκης αυτοκτόνησε. Το 1930 η κατάστασή της επιδεινώθηκε και μεταφέρθηκε στην κλινική Χρηστομάνου στα Πατήσια όπου ο καθαρός αέρας της περιοχής μπορεί να την ωφελούσε. Όμως, δεν θα άντεχε για πολύ ακόμη. Πεθαίνει την αυγή της 29ης Απριλίου 1930 και ο θάνατός της τράνταξε τον πνευματικό κόσμο. Στην κηδεία στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών παρέστησαν δεκαπέντε άτομα. 

Αξίζει να αποθησαυρίσουμε ένα κείμενο-ντοκουμέντο που μέσα στην κλινική παγωμάρα και ευαισθησία του, μας μεταδίδει ευκρινώς το κλίμα της κηδείας της, καθώς μας κάνει μάρτυρες ενός ψυχικού γεγονότος που κουβαλά το συλλογικό ασυνείδητο αυτού του τόπου.

 

 

Η ΚΗΔΕΙΑ ΤΗΣ

Είναι στο τρίτο πάτωμα. Η πλατειά σκάλα ανεβαίνει στριφτή, μέσα στο μεγάλο οικοδόμημα και τα βήματά μας αντηχούνε μοναχικά, φοβισμένα. Απομεσήμερο ανοιξιάτικο. Ο διάδρομος είναι ευρύχωρος καλοφωτισμένος. Ένας-δυο φίλοι, σπιτικοί που μας υποδέχονται. Στεκόμαστε λίγα λεπτά. Σιωπή. Το μεγάλο κτίριο της κλινικής είναι βουβό, σαν ακατοίκητο. Ψυχή στις σκάλες, στους διαδρόμους. Μεσημεριάτικη γαλήνη. Και κάτι πνιχτικό βαρύ, σαν αναπνοή συγκρατημένη. Μια μυστηριώδης επισημότητα. Στον αέρα θαρρείς πως ακούς ακόμη τα τελευταία χτυπήματα κάποιων μεγάλων αόρατων φτερών.

Σιωπή. Ανάλαφρα σαν ίσκιοι, βηματίζουνε οι φίλοι γύρω, στις μύτες, σαν να φοβούνται μη ξυπνήσουν κάποιον. Ο καπνός των τσιγάρων ανεβαίνει γαλάζιος, αργός στο ψηλό ταβάνι. Μια πόρτα ανοίγει αντίκρυ και δυο νοσοκόμες προβάλλουν μ’ ένα φορείο. Η πρώτη βαδίζει ανάποδα και το βάδισμά της είναι βαρύ. Στέκονται κι αποθέτουν το φορείο χάμω. Η δεύτερη κλείνει την πόρτα.

Στο φορείο είναι ένα μακρύ αντικείμενο τυλιγμένο σε κάτασπρο σεντόνι. Κάτι σαν κορμί ανθρώπου. Πάλι οι νοσοκόμες υψώνουν το φορείο και προχωρούν στη σκάλα. Το άσπρο αντικείμενο λικνίζεται, ταλαντεύεται, άψυχο, μ’ ένα ασήμαντο βάρος.

Κάποιος ψιθυρίζει:

-Αυτή είναι.

Και πάλι η σιωπή, πιο βαρειά, πιο πιεστική.  

Το εκκλησάκι της κλινικής είναι χωμένο μέσα στην πρασινάδα, στα λουλούδια. Γύρω η απέραντη άνοιξη, ο κήπος ανθισμένος, τα ψηλά δέντρα εύρωστα, ζωηρά.

Στο μισόφωτο της μικρής εκκλησίας το ίδιο φορείο κι απάνω ένα κορμί κοριτσίστικο, μαυροντυμένο. Το πρόσωπο βλέπει προς το ιερό, μα από την πόρτα το πρόσωπο αυτό δεν φαίνεται όλο. Μονάχα το μέτωπο, μεγάλο, φωτεινό κι η ίσια γραμμή της μύτης. Κοιτάζει σοβαρό, αυστηρό προς τις εικόνες. Δεξιά, σ’ ένα στασίδι, κάποιος γυναικείος λυγμός.

Από την πόρτα της μικρής εκκλησίας, φαίνεται ο κήπος, και η άνοιξη, η οργιαστική άνοιξη. Το φως κάνει να εισορμήσει βίαιο, χαρούμενο στη μικρή πόρτα. Μα στο κατώφλι σταματάει ξαφνιασμένο με παιδιάτικη έκπληξη. Μέσα είναι η σκιά, ένα κομμάτι σκιάς από την ατέρμονη νύχτα.

Και μόνον ένα κομμάτι μικρό από φως θαμπό, μαρμαρωμένο, εκεί, πάνω στο ευρύ μέτωπο. Αγρυπνάει στη σκιά σαν καντήλι.

Το απόγευμα είναι συννεφιασμένο. Δεν προμηνάει βροχή μα μια γάζα ετύλιξε την όψη του ουρανού και φαίνεται θολός, βουρκωμένος. Κάποτε η φύση ζητάει να μιμηθεί την τέχνη σε υποβλητικότητα…

Η λιγάνθρωπη συνοδεία προχωρεί μπαίνει στην μεγάλη πόρτα. Ένας-δυο διαβάτες σταυροκοπιούνται. Μπροστά ο μαυροφόρος με το σταυρό και το στέφανο. Η περιττή του, παράφωνη επισημότητα…

Η συνοδεία στρίβει αργά στα φυτεμένα δρομαλάκια. Στέκεται σε κάποιο σημείο στον τοίχο, ανάμεσα σε δυο κυπαρίσσια, μια γούβα ανοιχτή. Κατεβάζουν την βαρειά κάσσα. Έπειτα το χώμα, τα βολαράκια που αναπηδούν, ο κούφιος ήχος της φτυαριάς πάνω στο ξύλο. Ανάμεσα στα χώματα, ανακατωμένα κόκκαλα παληά που προβάλλουν με χρώμα γκρίζο από την πολυκαιρία. Βραδυάζει.

Ο λάκκος εγέμισε γρήγορα. Πάνω ένα μακρόστενο εξόγκωμα από χώμα, κάτι σαν το σχήμα ενός ανθρώπινου κορμιού που ανασηκώνει το σκέπασμα της γης, μια ανάσα που δεν πρόφθασε να τελειώσει. Η γαλήνια, ξεκουραστική έκταση του ύπνου.

Και στην κορυφή ό,τι απόμεινε ακόμη όρθιο, ό,τι μένει από την Μαρία Πολυδούρη. Ένας σταυρός


Περιοδικό ΠΝΟΗ, τχ. 16-17, 1930
.


 

Διαβάστε περισσότερα για τη ζωή και το έργο της Μαρίας Πολυδούρη εδώ: