Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος θα οδηγήσει τις παλιές αυτοκρατορίες -αυστροουγγρική, γερμανική και οθωμανική- σε οριστική διάλυση. Το 1921 ο Διονύσιος Κόκκινος γράφει ότι συνήθως σε στιγμές παρακμής είναι μια καλή στιγμή να σκεφτούμε την ακμή περασμένων εποχών και έτσι, με τούτη την αφορμή και διαβάζοντας αφιερώματα για οθωμανίδες ποιήτριες της άλλοτε εξωτικής Ανατολής, μεταφέρει ακολούθως μια όχι ιδιαίτερα γνωστή πτυχή της τουρκικής φιλολογίας.

.

Στην Ευρώπη έχουν αρχίσει να κάνουν τον απολογισμό του βίου και των έργων της τουρκικής ακμής. Είναι η μοίρα όλων των παρακμαζόντων. Το πράγμα ομοιάζει με την καταγραφή των επίπλων, των κοσμημάτων και της περιουσίας από θανόντος. Από τις επιθεωρήσεις των γραμμάτων του Λονδίνου και των Παρισίων δεν λείπει και από μία αναδίφηση της τουρκικής φιλολογίας. Παλαιά χρονικά, ποιητές άγνωστοι, δόξες των τουρκικών γραμμάτων τις οποίες αγνόησε η Ευρώπη. Έφτασαν ν’ αποκαλύψουν και τον Ιμβραήμ Ιμπν Σαν, οθωμανό ποιητή της Μαυριτανικής Ισπανίας (…).

Αλλά το ενδιαφέρον φαινόμενο της τουρκικής ποιήσεως, το μη έχον ανάλογο μεταξύ άλλων σύγχρονών της  φιλολογιών, είναι ο εν συγκρίσει προς τους οθωμανούς ποιητές  πλούσιος αριθμός των οθωμανίδων ποιητριών. Το γεγονός είναι ευεξήγητο. Οι εξαιρετικής διανοητικότητας γυναίκες του Ισλάμ, δεν ήταν δυνατόν να έχουν άλλη εκδήλωση. Η ποίηση ήταν το μόνο που τους επέτρεπε το χαρέμι. Ίσως μάλιστα να την υπέθαλπε και περισσότερο. Διότι καλλιεργεί τον ρεμβασμό, τη διαρκή επιθυμία του αναγνώστη, ένα είδος υποσυνείδητης νοσταλγίας κόσμου που τον έβλεπαν μέσα από το καφάσι ως ιδικόν τους χωρίς να δύνανται να τον θίξουν ποτέ. Έβλεπαν άλλωστε τότε νικητές, που υποδούλωναν αλλοθρήσκους λαούς στην εποχή που το θρησκευτικό τους αίσθημα ήταν ισχυρό ως η μόνη πίστη τους προς τη ζωή, πολεμιστές που παρείχαν το εντονότερο φαινόμενο της νίκης. Γίνονταν οι δεσπότες εκείνων που υπέτασσαν και οι κύριοι των αγαθών τους. Την ηρωική αυτή τουρκική εποχή τραγούδησαν οι ποιήτριες των χαρεμιών.

Η πρώτη χρονολογικώς αναφερόμενη μεταξύ των διασημότερων εκ τούτων ήταν η Ζεϊνέβ [Zeynep Hatun, 15ος αι, †1474], σύγχρονη του Μωάμεθ Β’, περί του οποίου λέγεται ότι γνώριζε να μεταχειρίζεται τόσο καλά τις χορδές της λύρας, όσο και το ακινάκη [είδος ξίφους]. Η ποήτρια είχε γεννηθεί κατ’ άλλους στην Κασταμονή και κατ’ άλλους στην Αμάσεια, κόρη σοφού Ουλεμά. Ήταν οι χρόνοι των λαμπρότερων τουρκικών κατακτήσεων. Ο Μωάμεθ εισήρχετο στην Κωνσταντινούπολη. Η Ζεϊνέβ είχε πηγή εμπνεύσεως αυτήν την τουρκική δόξα. Και τόσο θερμό αίσθημα, λένε, υπήρχε στα ποιήματά της, ώστε ούτε ο περήφανος Σουλτάνος έμεινε ασυγκίνητος. Άλλωστε η ποίηση της δεν πήγαζε μόνο εκ του πατριωτισμού. Έψαλε το λαμπρό πεπρωμένο και τον από του προφήτου μέγα προορισμό του πορθητή του Βυζαντίου, αλλά και τον είχε αγαπήσει. Ο Μωάμεθ ο Β’ στο όνομα του οποίου είναι αφιερωμένο ολόκληρο το έργο της, δεν αγνόησε τον έρωτα της ποιήτριας. Εκ τούτου εξηγείται γιατί η Ζεϊνέβ απέκρουσε πάσα πρόταση γάμου και έμεινε κόρη μέχρι του τέλους της ζωής της. Το γνωστότερο από τα ποιήματά της είναι η ακόλουθος Ωδή προς τον Νικητήν.

.

Η λάμψις της δόξης των Σουλτάνων θα φωτίση τον ουρανόν,

την γην και τάς θαλάσσας, και τα έθνη προσπίπτοντα

θα καταθέσουν τον θαυμασμόν των προ του νεαρού Σουλτάνου.

Επί του ωραίου προσώπου του Μωάμεθ βλέπω την μέλλουσαν λαμπράν τύχην του.

Θα εκστρατεύσει, ως άλλος νέος Αλέξανδρος να εκπορθήσει την Ασίαν,

αναστέλλων την ορμητικήν του πορείαν μόνο προ των ορέων της Κίνας.

Είθε όμως ευτυχέστερος από τον Μακεδόνα Βασιλέα να εύρη

εις τα άκρα του κόσμου την πηγή της αιωνίου νεότητος.

Θα τον ακολουθήσει  η φαντασία μου εις την θριαμβευτική του πορείαν.

Διότι αν και είμαι γυναίκα, η δόξα και τα πολεμικά κατορθώματα συγκινούν την καρδιά μου

και με γοητεύουν περισσότερο από τα μαργαριτάρια και τα περιδέραια.

.

Η Ζεϊνέβ της οποίας η ποίηση συνδέεται με το θρίαμβο του Μωάμεθ του Πορθητή δεν είναι η μεγαλύτερη ποιήτρια. Τη δόξα αυτή την κατέχει η Μιρή [Mihri Hatun, 1460-1506], ζήσασα επί του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς του στερεώσαντος το έργον του Μωάμεθ του Β’ που κατέστησε τον ΙΕ’ αιώνα τον λαμπρότερο της τουρκικής ακμής.

Η Μιρή ορισμένες φορές έχει «εικονογραφηθεί» με τον παραπάνω πίνακα. Δεν πρόκειται για την ίδια. Πρόκειται για ζωγραφικό έργο του 19ου αιώνα του Henri-Guillaume Schlesinger που δείχνει μία Τουρκάλα με ναργιλέ.

Η Μιρή υπήρξε περίφημη τόσο για την ωραιότητά της όσο και για τα ποιήματά της. Ατυχής έρωτας έδωσε περισσότερο πάθος στους στίχους της και αναλογίες της ζωής της προς το δράμα της Σαπφούς. Είχε αγαπήσει τον γιο του μεγάλου βεζίρη Σινάν πασσά, Ιταλού εκ καταγωγής, του οποίου η οικογένεια εξισλαμίσθηκε. Ο ωραίος αυτός ιταλοοθωμανός, αφού καταρχάς προκάλεσε τον έρωτα της ωραίας ποιήτριας, την άφησε να βασανίζεται καθ’ όλην τη ζωή της. Και τόση υπήρξε η επίδραση του ατυχούς της έρωτος επί της ευαισθήτου ψυχής της, ώστε περιφρόνησε το θαυμασμό και αυτού του Σααδή, του μεγάλου Τούρκου ποιητή. Ο Σααδή τής αφιέρωσε πλείστα ποιήματα. Τα αισθήματα που του ενέπνεε η Μιρή, ο θαυμασμός του προ του κάλλους και του πνεύματός της, η ελπίδα ότι θα την κέρδιζε, η απελπισία ότι δεν του επεφυλάσσετο πλέον καμμία ευτυχία, αφού ποτέ δεν θα την εκέρδιζε, υπήρξαν η πηγή μεγάλου μέρους του αισθηματικού και τρυφερότατου έργου του. Σε όλα αυτά η Μιρή απάντησε μ’ ένα ποίημα δια του οποίου τον ευγνωμονεί και του παρέχει τη φιλία της. Διότι ο νους της δεν έπαυσε ποτέ να στρέφεται προς τον άνδρα που την εγκατέλειψε και η ποίησή της ποτέ δεν απολυτρώθηκε από τη μελαγχολική, την αλγεινή διάθεσή στην οποία την άφησε ο ατυχής έρως. Τα ποιήματά της ραίνονται όλα με δάκρυα. Κάπου παραβάλλει εαυτήν με το δροσερό άνθος που το κατεφλόγισε καυστικός ήλιος και αλλού καταριέται την ημέρα που συνάντησε εκείνον τον άνθρωπο. Και είχε γίνει σχεδόν δημώδες στην Τουρκία το ποιήμα που αφήνει να της φύγουν οι παθητικότεροι στεναγμοί δια της αϋπνίας της επί της κλίνης, όπου διατηρεί πάντοτε το εξ ηλέκτρου περιδέραιο, που έφερον πάντοτε οι οθωμανίδες κόρες, γνώρισμα της παρθενίας τους. Και κάθε κομμάτι του υποδειγματικού αυτού αισθηματικού τουρκικού ποιήματος σφραγίζεται με τον στίχο: 

«Και όμως τον αγαπώ πάντοτε».

Επάξια της Μιρή, με λιγότερη και μικρότερη φλόγα πάθους, αλλά με γενικότερο πνεύμα σε έμπνευση είναι η Σίδκη [Sidqi, 16oς αιώνας, †1703], ζήσασα επί του Μωάμεθ του Δ’. Ήταν κόρη του Καμέρ-Μωάμεθ του διασημότερου Ουλεμά της εποχής του, του οποίου η αραβική μόρφωση επέδρασε επί της κόρης του. Η Σίδκη έλκεται από το υπέρτατο μυστήριο της ζωής και προσπαθεί άλλοτε να το εξηγήσει, όταν της προβάλλεται υπό τη μορφή των θεμελιωδών φαινομένων της δημιουργίας, και άλλοτε παραδίδεται σε αυτό όταν της εμφανίζεται ως ευτυχές και ηδύ πάθος. Είναι σοφή, αλλά δεν λησμονεί ότι είναι γυναίκα και μάλιστα γυναίκα για την οποία έχει δώσει τόσα δώρα και τόσες εύνοιες η φύση. Η Σίδκη θα ηδύνατο να ομιλήσει περί εαυτής όπως η Στάελ. «Αγάπησα τον Θεόν, τον πατέρα μου και την ελευθερίαν». Μια κόρη του Ισλάμ και μάλιστα της εποχής της ακμής δεν θα είχε βεβαίως ποτέ συλλάβει την έννοια της ελευθερίας, όπως καλλιεργήθηκε στα χαρέμια του τελευταίου αιώνος, αλλά για τη Σίδκη ελευθερία ήταν η σκέψη της, η διαρκώς εκτεινόμενη προς ευρείες απόψεις της ζωηρής φαντασίας της. Έγραψε το «Διβάνιον», στίχους αφιερωμένους στον πατέρα της, πλησίον του οποίου ζήτησε να ταφεί προ των πυλών της Κωνσταντινούπολης, και τις «Γνώσεις», ποιήματα διαπνεόμενα από μυστικισμό και φιλοσοφική διάθεση.  Αλλά το αποκορύφωμα της ποιήσεώς της είναι ο «Θησαυρός των Φώτων», ποιήματα τέλειας μορφής και μουσικής συνθέσεως, όλα ερωτικά. Η μυστηριώδης θεολατρεία του ισλαμισμού, η αναγνωρίζουσα ως θεία αρετή και ως ευτυχία τη συνεχιζόμενη και μετά θάνατον θεραπεία των ηδονικών γηίνων παθών, ευρίσκει τους ωραιότερους ύμνους της στη συλλογή αυτή της Σίδκης. Η ποιήτρια πιστεύει ότι ο Έρωτας συνήργησε στη δημιουργία του σύμπαντος. Ο αιώνιος Θεός δίδων ζωή εκ του μηδενός στο μεγαλοπρεπή κόσμο, έλαβε τη δημιουργική δύναμη εκ του άναρχου Έρωτος. Νομίζει κανείς ότι διαβάζει Ησίοδο. Η εξουσία του έρωτος επί της φύσεως είναι απόλυτη. Έχει τόση δύναμη, ώστε εκμηδενίζει τον εγωισμό, επιβάλλεται επί του λογικού και ανάπτει εντός μας φλόγα, η οποία μας διαβιβρώσκει παρά τη θέλησή μας για να μας δώσει μια ευτυχία και να μας καταναλώσει, αλλά και για ν’ αναπληρώσει τη θυσία δια της νέας δημιουργίας, η οποία είναι ο αέναος σκοπός του. Οι Ασιανολόγοι παραβάλλουν την Σίδκη με την Γεωργία Σάνδη –με τις αναλογίες πάντοτε της εποχής της και της φυλής στην οποία ανήκει. Και βρίσκουν μάλιστα αρκετές σκέψεις και αντιλήψεις της Σίδκης επί πολλων σημείων των έργων της Σάνδης.

Η πινακοθήκη των εξόχων οθωμανίδων ποιητριών –διότι υπάρχουν και πολλές κατώτερης αξίας- κλείνει με την Ιβετούλ [Hibetullah Sultan, 1879-1841]. Η Ιβετούλ ήταν αδελφή του Μαχμούτ του Β’ και είχε τον τίτλο Σουλτάνας. Η πολιτική στην οποία αναμίχθηκε πάρα πολύ, δεν την εμπόδισε να γράψει ωραία ποιήματα εκ των οποίων η επικήδειος ωδή της θεωρείται υπό των Τούρκων ένα ποίημα πραγματικής συγκινήσεως. Η ιστορία άλλωστε αυτού του ποιήματος, υπάρχοντος εις πάσαν τουρκική ανθολογία, είναι δραματική. Η Ιβετούλ συλληφθείσα ως σκευωρούσα την ανατροπή του Σουλτάνου δια της μεγάλης επιρροής της στα ανάκτορα, φυλακίσθηκε σε υπόγεια ειρκτή,  πρόλογος της αναπόφευκτης σε θάνατο καταδίκης της. Αλλά η υπερήφανη Σουλτάνα φέρουσα πάντοτε μαζί της εντός μικροσκοπικής θήκης δαχτυλιδιού δηλητήριο για τις κρίσιμες περιστάσεις της, προτίμησε την αυτοκτονία κατά τρόπο δραματικότατο και ωραιότερο από εκείνον της Κλεοπάτρας! Αφού ήπιε το δηλητήριο, πριν ακόμη έρθει ο θάνατος, είχε τη δύναμη να γράψει το κύκνειο άσμα της. Αξίζει να το παραθέσουμε εκ της γαλλικής μεταφράσεως του Ντε Σωνύ.

Το φάρμακο που κυκλοφορεί εις τας φλέβας μου, καθαρό, ευεργετικό υγρό,
πόσο αργεί να παύσει τα βάσανά μου.
Ήλθε ο καιρός ν’ αποδημήσεις ψυχή μου.

Στον χαρούμενο κήπο της ζωής ονειρευόμουν μόνον την ηδονή.
Αλλά ευρήκα μονάχα την απάτη.
Ήλθε ο καιρός ν’ αποδημήσεις ψυχή μου.

Όταν μας καταδιώκει το τέλος, τι ωφελούν, αλλοίμονον, οι στεναγμοί;
Ο κόσμος φαίνεται πάντοτε αδυσώπητος.
Ήλθε ο καιρός ν’ αποδημήσεις ψυχή μου.

Ας ζητούν τη ζωή μόνο όσοι έχουν την ευμένεια της τύχης.
Αλλ’ εγώ δεν έχω πλέον καμμία ελπίδα.
Ήλθε ο καιρός ν’ αποδημήσεις ψυχή μου.

Καμμία αφοσίωση δεν μένει εκεί που υπάρχει δυστυχία.
Γελούν και πίνουν, ενώ εγώ κλαίω.
Ήλθε ο καιρός ν’ αποδημήσεις ψυχή μου.

.

Δ. ΚΟΚΚΙΝΟΣ

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ,
το 1921


Ορισμένα στοιχεία δεν είναι απόλυτα ορθά. Ιδιαίτερα η ιστορία της Ιβετούλ μοιάζει περισσότερο με κολάζ διαφορετικών προσώπων και δραμάτων. Ωστόσο, το κείμενο παραμένει μια εντυπωσιακή γνωριμία με τέσσερις οθωμανίδες ποιήτριες, μέσα από τον ελληνικό Τύπο πριν από εκατό χρόνια. 

Κεντρική εικόνα: Giovanni Antonio Guardi – The Greek Favourite of the Harem
.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Πλατφόρμα μάχης για την επανοικειοποίηση του ρεμβασμού.