Είδα το θάνατο στα χρώματα της φλόγας
που έσβησε με νερό και με κρασί ξεπλύθη.
Κι έπεσε η στάχτη απ’ την πλώρη της πιρόγας
στα κύματα σαν άπλωσα ν’ αδράξω το κορύφι.

Οι αστραπές να μαχαιρώνουν την Αστάρτη
κι ο αχός της θάλασσας παρόμοιαζε να κλαίει
κι από βροχή μαστιγωμένη στο κατάρτι
κάποια μορφή των βράχων έμεινε να λέει
Τι κρίμα κι άδικο να γνέθει το αδράχτι
και να κεντά η κλωστή του θαύματα ως τα χίλια
για να τα πνίξει ο ίσκιος κάποιου νεκροθάφτη
δυο μέτρα μες στη γη μα στ’ άγνωστο δυο μίλια

Χώμα το χώμα η πυρά έγινε λόφος
που ο πόντος δέχεται τις γκρίζες προσφορές του.
Μπήκαμε λάθρα την αυγή κι ανέτειλε λυκόφως
θα φύγουμε όταν σωθεί το φως του σπαρματσέτου.

Ξεπλέκουν όμως οι στιγμές οι τελευταίες
κάθε παλιό και πρόχειρα θαμμένο γαϊτανάκι
πρόσωπα και γνωστές σκηνές και ιστορίες αρχαίες
που η Σεχραζάντ ξεδίπλωνε, πεσμένη μπρος στο τζάκι
Σταχτί το ρούχο πια κι αλάβαστρος το δέρμα
το μέσα έξω γύρισε, γυμνώθηκε κι αφέθη
τη λάθος όψη διάλεξα σαν έστρεφε το κέρμα
φταίει για το σφάλμα ο θυμός ή φταίει μήπως η μέθη;

Μια ευχή που πήγε και γαντζώθηκε σ’ αστέρι
αναμασάς ψιθυριστά σαν κατακάθι
μη μείνει τ’ όνομα σου στο τεφτέρι
ν’ αργοπεθαίνει σκονισμένο σ’ ένα ράφι.
Μα ως να ξεφτίσουν τα κατάστιχα της μνήμης,
η γη τα έργα θα παλεύει να σκεπάσει
σκόνη της λήθης να σκορπά σ’ ό,τι απομείνει
κι έτσι της φήμης τον αχό ν’ αποτινάξει.

Όλα είναι ήρεμα τριγύρω όσο και μέσα
κι η επιφάνεια ακούνητη σαν τάφος
τα χέρια που έσφιγγαν το ξάρτι παραπέσαν
τώρα που η προσευχή τα γύμνωσε απ’ το πάθος
Όλα είναι ένα – έλεγε δίχως μια στάλα φόβο –
και τόσο αλλιώτικα απ’ το χθες όσο απ’ το τώρα
για τ’ αύριο, βέβαια, δεν κάνουμε ούτε λόγο
σε τούτη εδώ, της λησμονιάς τη χώρα.

Μαρία Σ. Μπλάνα

 

Εικόνα: Χρυσοκέντητος ενεπίγραφος επιτάφιος, εργασμένος από τη φημισμένη κεντήστρα Δεσποινέτα στην Κωνσταντινούπολη το 1682, με προορισμό το μητροπολητικό ναό της ελληνικής κοινότητας στην Άγκυρα | Πηγή: Μουσείο Μπενάκη |

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Η Μαρία Σ. Μπλάνα γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Βόλο. Σπούδασε Νομική καθώς και Αγγλική Γλώσσα, Λογοτεχνία & Πολιτισμό στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ποιήματα, άρθρα και μεταφράσεις της έχουν δημοσιευτεί σε ελληνικά και ξένα λογοτεχνικά περιοδικά, ενώ έχει λάβει βραβεία σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Το Νοέμβρη του 2018 εκδόθηκε σε δική της μετάφραση και σημειώσεις η νουβέλα του Καρόλου Ντίκενς «Μια Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» (εκδ. Κουκούτσι), πάνω στην οποία βασίστηκε και η μεταφορά της νουβέλας σε κεντρική Αθηναϊκή θεατρική σκηνή για τρεις συνεχείς χρονιές. Τον Ιούλιο του 2020 κυκλοφόρησε η πρώτη της ποιητική συλλογή αστικών χάικου (urban haiku), με τίτλο «Στη Ρωγμή του Τσιμέντου – Η Πόλη με τον Τρόπο του Χάικου», από τις εκδόσεις Σμίλη. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.