Το ποιητικό δοκιμιακό έργο του Παλαιστίνιου θεατρικού συγγραφέα Αμίρ Νιζάρ Ζουάμπι (Amir Nizar Zuabi) «Το υπόγειο γκέτο της Γάζας» αναφέρεται στην επιβίωση στα υπόγεια τούνελ της Γάζας που πριν από μερικές ημέρες φέρεται να δέχτηκαν βαρύ πλήγμα από τις ισραηλινές δυνάμεις. Το έργο του Ζουάμπι πρωτοδημοσιεύτηκε στα αγγλικά στην εφημερίδα Haaretz.

Σαν ένα είδος προλόγου, μεταφράζω το κείμενο της Ρωσίδας ζωγράφου και δοκιμιογράφου Όλγα Ζίτλινα (Olga Jitlina), η οποία βρίσκεται στην ισραηλινή πόλη Γιάφα. Περιγράφει τη δική της εμπειρία του πολεμικού σκηνικού και μάλιστα μεταφράζει επίσης -για το ρωσόφωνο αναγνωστικό κοινό- το αναφερόμενο δοκίμιο του Αμίρ Νιζάρ Ζουάμπι.

Ξ. Κ.

Ένα καρέ από βίντεο του ισραηλινού στρατού πριν από μερικές ημέρες που φέρεται να αποτυπώνει εικόνα από το τούνελ έπειτα από βομβαρδισμό

 

.

Πρόλογος

από την Όλγα Ζίτλινα

«Στην αρχή ο ήχος της σειρήνας σε ξαφνιάζει, αργότερα όμως τον φαντάζεσαι ακόμα και στο άκουσμα της κόρνας του κάθε περαστικού αυτοκινήτου, ενώ ύστερα από λίγο φτάνεις στο σημείο να αντιληφθείς ότι τον περιμένεις με ανυπομονησία: πού είναι; Πού είναι η δόση αδρεναλίνης μου;!», είπε ο γείτονάς μας ο Μπεν, ανάβοντας ένα τσιγαριλίκι και προσφέροντάς το σε μας, την ώρα που καθόμασταν στο πάτωμα στον κοινό διάδρομο του σπιτιού μας στη Γιάφα κατά τη διάρκεια του χθεσινού βομβαρδισμού.

Ήρθα εδώ πριν από ένα χρόνο και κάτι, αφού ο γιος μου διαγνώστηκε με σύνδρομο Down και καρδιακή ανεπάρκεια, η οποία, σύμφωνα με τους Ρώσους καρδιολόγους, έχρηζε επείγουσας χειρουργικής επέμβασης.

Ίσως αναρωτιέστε, ποιες σκέψεις περνούν από το μυαλό κάποιου κατά τη διάρκεια του πρώτου βομβαρδισμού; Για μένα, το σημαντικότερο ήταν να παρουσιάσουμε ό,τι συνέβαινε ως παιχνίδι, ώστε να μην τρομάξουμε τον Νικήτα, τον δεκάχρονο αυτιστικό γείτονά μας. «Μόνο να μη χρειαστεί να πάμε στο γιατρό!» σκεφτόμουν, καθώς ο γιος μου είχε διάρροια μαζί με έμετο. Ίσα ίσα προλάβαινα να τον πάω στην τουαλέτα, να του αλλάξω τις πάνες και να τον πλύνω ανάμεσα στις βολές. Επίσης, η μητέρα του Νικήτα και εγώ δεν μπορούσαμε να συγκρατήσουμε το γέλιο μας όταν, μετά τις πρώτες εκρήξεις, οι συνομιλίες σε τσατ γονέων γέμισαν ερωτήσεις του τύπου «θα ακυρωθεί αύριο το νηπιαγωγείο/σχολείο;» Στη συνέχεια όλοι προσπαθούσαν να υπολογίσουν το σημείο όπου έσκασε η βολή, μη τυχόν υπάρχουν φίλοι ή συγγενείς εκεί. Η πλειοψηφία των ήχων που ακούγαμε ήταν οι ήχοι των πυραύλων που καταρρίπτονταν. Έτσι λειτουργεί το αντιπυραυλικό σύστημα «Σιδηρούς Θόλος». Ακόμη και σε μια τέτοια κατάσταση, όταν υπάρχει πραγματική απειλή για τη ζωή, εμείς που βρισκόμαστε στο έδαφος του Ισραήλ, είμαστε προνομιούχοι. Αναρωτιέμαι πώς νιώθουν άραγε οι άνθρωποι που αγκαλιάζουν τα παιδιά τους στη Λωρίδα της Γάζας, όπου το Ισραήλ αποκρίνεται με βολές με πολύ πιο ισχυρό εξοπλισμό. Οι νεκροί εκεί μετριούνται ήδη σε δεκάδες και οι τραυματίες σε εκατοντάδες. Δεν έχουν κανένα θόλο πάνω από τα κεφάλια τους, ούτε δυνατότητα να φύγουν. Οι πιθανότητες να πεθάνουν σήμερα ή τις επόμενες ημέρες, είναι δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες φορές υψηλότερες. Δεν ξέρω πια πώς να εξηγήσω στους αγαπημένους μου φίλους και συγγενείς ότι είναι άνθρωποι σαν κι εμάς, ότι έχουν ακριβώς το ίδιο δικαίωμα στη ζωή. Ότι ένας κάτοικος της Γάζας δεν είναι ταυτόσημος με τη Χαμάς, όπως και ένας Ρώσος δεν είναι το ίδιο με τον Πούτιν, ούτε ένας Ισραηλινός το ίδιο με τον Νετανιάχου. Ότι το μίσος και η από-ανθρωποποίηση των Παλαιστινίων δεν θα μας προστατεύσουν, σε αντίθεση με τη ριζοσπαστική αλληλεγγύη και ενσυναίσθηση, ένα άμεσο τέλος στη σφαγή και στην έξωση των κατοίκων του Σέιχ Τζαρρά. Και ίσως, έστω και λίγο, τη λογοτεχνία.»

 

 

Το υπόγειο γκέτο της Γάζας

του Αμίρ Νιζάρ Ζουάμπι

Ύστερα από δέκα χρόνια και επτά επιχειρήσεις, η αποστολή εξετελέσθη. Η άνω Λωρίδα της Γάζας  εγκαταλείφθηκε εντελώς. Όλη η Γάζα έχει μετακινηθεί υπόγεια. Άνδρες, γυναίκες, παιδιά, ένα τεράστιο πλήθος κόσμου.

Σκάψαμε στη γη ολόκληρες γειτονιές, δρόμους, αυτοκινητόδρομους, σχολεία, θέατρα, νοσοκομεία. Σκάψαμε κατοπτρικές εικόνες της περιοχής από πάνω, εκείνης που αφήσαμε. Εγκαταλείψαμε κάθε ελπίδα να δραπετεύσουμε από τη Λωρίδα της Γάζας, εγκαταλείψαμε την προσδοκία για τις υποσχέσεις άρσης του αποκλεισμού, για την επίλυση των προβλημάτων του υπερπληθυσμού και της πείνας, και έτσι πιάσαμε δουλειά. Εμείς, που δεχτήκαμε επίθεση από τον ουρανό, από τη θάλασσα και από τα χωράφια, εμείς που μας σκέπασαν βόμβες που ζυγίζουν έναν τόνο η καθεμία, σε μια δίχως νόημα δίνη του φόνου, απομακρυνθήκαμε από τη ζωή. Εμείς που ο κόσμος μας έχει ξεχάσει, αποφασίσαμε να τον πληρώσουμε με το ίδιο νόμισμα και τον ξεχάσαμε κι εμείς.

Ήμασταν απογοητευμένοι από τον κόσμο, αποκαρδιωμένοι από την φρίκη και το αίμα, και το μόνο μας καταφύγιο ήταν η γη. Έτσι θάψαμε τους εαυτούς μας ζωντανούς.  

Πέρασαν δέκα χρόνια από τότε που αρχίσαμε να σκάβουμε και η αποστολή μας ολοκληρώθηκε. Βαθιά, πολύ βαθιά κάτω από τον κόσμο των ζωντανών, υπάρχει μια ολόκληρη υπόγεια πόλη, το γκέτο της Γάζας. Είναι πιο αργιλώδες, πιο ήσυχο και πολύ μεγαλύτερο από την κανονική πόλη. Εδώ δεν ακούγονται σχεδόν καθόλου οι εκρήξεις των τεράστιων βόμβων και μόνο ένα σχεδόν ανεπαίσθητο τρεμούλιασμα της οροφής μας υπενθυμίζει ότι τα άρματα μάχης καταστρέφουν τους δρόμους. Σκάψαμε βαθιά στο έδαφος της Γάζας μέσα από τα στρώματα του χρόνου. Συναντήσαμε οστά, διάφορα λείψανα, κάποιο δωμάτιο με σαγόνι γαϊδουριού, τη μακριά πλεξούδα του Σαμψών, το μηριαίο οστό της Δαλιδά, αυτό που κάποτε συγκρατούσε τη σάρκα των ανοιχτών της ποδιών. Κι έπειτα βρήκαμε δύο ερειπωμένους κίονες ενός αρχαίου ναού. Σε έναν από αυτούς είδαμε χαραγμένη μια μισοσβησμένη επιγραφή: «Θυμήσου με, σε ικετεύω, για να εκδικηθείς για τα δυο μου μάτια.» Το πήλινο χώμα της Γάζας ήταν πάντα με το μέρος της απελπισίας και των απελπισμένων.

Κι εμείς συνεχίζαμε να σκάβουμε, με γυμνά χέρια και σπασμένα νύχια. Σκάψαμε τόσο βαθιά και τόσο μακριά που φτάσαμε στο σημείο να άρουμε τον αποκλεισμό, τα σύνορα, τις έννοιες του άνω κόσμου. Σκάψαμε κάτω από όλες αυτές τις ανοησίες, εμείς, οι πρόσφυγες αυτής της γης, συνεχίσαμε να τη σκάβουμε σε όλο της το βάθος και το πλάτος. Επιστρέψαμε στη γη, στα βάθη της γης. Έτσι ασκήσαμε το υπόγειο δικαίωμα επιστροφής [1].

Αρχικά, μπορούσαμε να ακούσουμε τον θόρυβο του Τελ Αβίβ εκεί ψηλά. Ακούσαμε τις κραυγές των οδηγούμενων από την προπαγάνδα κοπαδιών «Θάνατος στη Γάζα!», «Θάνατος στους καλλιτέχνες!», «Θάνατος σε όσους δεν χειροκροτούν!», «Θάνατος σε όσους δεν ακολουθούν τους κανόνες!», «Θάνατος στη ζωή!». Μπορούσαμε επίσης να ακούσουμε τους ήχους των βημάτων να συγχωνεύονται και να προχωρούν εν χορώ ώσπου να γίνουν μια στρατιωτική πορεία, η οποία συνέτριψε τα πάντα.

Βουλώσαμε τα αυτιά μας και συνεχίσαμε να σκάβουμε. Δεν θέλαμε να ακούσουμε τίποτα, θέλαμε μόνο να δραπετεύσουμε. Σκάψαμε τόσο βαθιά που φτάσαμε στη Στύγα, το ποτάμι των νεκρών. Ο γέρος βαρκάρης μας έριξε μια απεγνωσμένη ματιά και έκανε αναστροφή για να φύγει. Σε τι να χρησιμέψει το μικρό του σκάφος στα ποτάμια του αίματος, στην ανθρωποθάλασσα, τον λαό της Γάζας; Διασχίσαμε κολυμπώντας τα παγωμένα νερά, φτάσαμε στην κρύα βραχώδη ακτή και συνεχίσαμε πάλι να σκάβουμε στην άλλη πλευρά της ζωής και πολύ πέρα από το χρόνο.

Έχουμε γίνει τυφλοί. Αλλά τι να την κάνεις την όραση στο απόλυτο σκοτάδι; Μέρα με τη μέρα γινόμαστε όλο και πιο άσπροι, σχεδόν διαφανείς, σαν το κερί. Χους ει και εις χουν απελεύσει, έλεγε αθόρυβα η προσευχή σε κάθε στόμα· δεν ακούμε τίποτα πια. Ούτε τη φλυαρία των ίσων αποστάσεων, ούτε τις χιλιάδες βόμβες, ούτε τις θλιβερές κραυγές των επιτιθέμενων. Εδώ ακούμε μονάχα ένα σταθερό μηχανικό ροκάνισμα της γης. Εδώ, στο σκοτάδι, υπάρχει μόνο καθαρή απόλυτη απελπισία, μια απελπισία που μας αναγκάζει να σκάβουμε όλο και περισσότερο.

Κάποια στιγμή αρχίσαμε να ελπίζουμε ότι αν συνεχίζαμε να σκάβουμε βαθιά προς τον ίδιο τον πυρήνα χωρίς σταματημό, αν τρυπούσαμε τη γη σαν διατρητικές μηχανές, κάνοντάς την να μοιάζει με κηρήθρα, αν την εκλεπτύναμε ώστε να γίνει σαν μετάξι, ίσως κάποια στιγμή ξαφνικά θα διαλυόταν μόνη της καταρρέοντας. Κι ίσως τότε, όλα θα ανακατεύονταν και θα γίνονταν ένα, όπως όταν ένας δίσκος γεμάτος από φλιτζάνια καφέ και μπισκότα πέφτει στο πάτωμα, αφήνει ένα σωρό ψίχουλα και θραύσματα γυαλιού. Δεν θα υπήρχε ούτε το πάνω ούτε το κάτω μέρος. Οι κανόνες θα άλλαζαν. Θα μπορούσαμε τότε να πούμε με έναν αναστεναγμό ανακούφισης: ιδού ένα κομμάτι ουρανού αναμιγμένο με ένα κομμάτι θάλασσας, ιδού η Shujaya [2] μπερδεμένη με το Sderot [3], ιδού η Zeitoun [4] μαζί με το Όρος των Ελαιών [5], ιδού η συμπόνια ανάκατη με την απελευθέρωση, ιδού τα ανθρώπινα πλάσματα ανακατεμένα μεταξύ τους. Και έτσι θα μαθαίναμε ότι λυτρωθήκαμε από την ανάγκη να ζούμε σαν νεκροί, στην οποία ήμασταν παγιδευμένοι, και μπορούσαμε τώρα πια να ενταχθούμε στη ζωή των επίγειων και να χτίσουμε μαζί τους μια νέα χώρα.

Τότε όλος ο λαός μας θα είχε ανέβει στην επιφάνεια, χλωμός και αφαιμαγμένος, τυφλωμένος από τον ήλιο που βάλλει στη γη. Θα στεκόμασταν ήσυχα, περιμένοντας τα μάτια μας να συνηθίσουν στο φως. Όμως, καθώς στεκόμασταν σιωπηλοί, τις καρδιές μας θα καταλάμβανε σιγά σιγά ο φόβος και το άγχος, ότι ενόσω βρισκόμασταν στο καταφύγιο της υπόγειας Γάζας, η γη από πάνω πήρε τη ζωή της, εγκαταλείφθηκε αβοήθητη και ερήμωσε.

 

μτφρ: Ξένια Καλαϊτζίδου

 


[1] το μη εφαρμόσιμο για τους Παλαιστίνιους δικαίωμα επιστροφής αντιπαρατίθεται στον ισραηλινό Νόμο περί Επαναπατρισμού, σύμφωνα με τον οποίο οι Εβραίοι έχουν το δικαίωμα να μεταναστεύσουν στο Ισραήλ και να αποκτήσουν την ιθαγένειά του· πρόκειται για αναφορά στη Γένεση 3: 19: «Με τον ιδρώτα του προσώπου σου θα τρως το ψωμί σου, ώσπου να ξαναγυρίσεις στη γη από την οποία προήλθες…»

[2] περιοχή της Γάζας που καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς το καλοκαίρι του 2014 από τις ισραηλινές δυνάμεις

[3] πόλη στο νότιο Ισραήλ που υπήρξε σημαντικός στόχος των επιθέσεων με πυραύλους Qassam από τη Χαμάς

[4] περιοχή της Γάζας, το όνομα της οποίας κυριολεκτικά σημαίνει «ελιά»

[5] ορεινή ράχη που βρίσκεται ανατολικά και ακριβώς δίπλα στην παλαιά πόλη της Ιερουσαλήμ, καλυμμένη κάποτε από ελαιώνες

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Η Ξένια Καλαϊτζίδου γεννήθηκε το 1989 στην Πένζα της Ρωσίας. Έχει σπουδάσει στο Πολυτεχνείο του Α.Π.Θ. και είναι πτυχιούχος του ινστιτούτου ρώσικης γλώσσας Αθηνών Πούσκιν. Το 2015 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις "Ένεκεν" η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο "Ήρωες άχαρων πόλεων", ενώ το 2019 κυκλοφόρησε η μικρή ποιητική συλλογή της "Τα ψυχομετρικά" (αυτοέκδοση) η οποία και διανεμήθηκε δωρεάν σε μορφή ζιν. Ποιήματά της έχουν συμπεριληφθεί στην "Ανθολογία 77 βραβευμένων ποιητών" στα φεστιβάλ ποίησης Θεσσαλονίκης 2000-2005 της Ε.Σ.Λ.Ε. και σε άλλα έντυπα. Υπήρξε για δέκα περίπου χρόνια τακτική συνεργάτιδα του λογοτεχνικού περιοδικού "Ένεκεν", ενώ, άρθρα, μεταφράσεις και ποιήματα της έχουν δημοσιευτεί επίσης σε λογοτεχνικά ηλεκτρονικά περιοδικά και ιστολόγια. Ζει στη Θεσσαλονίκη όπου το προηγούμενο διάστημα εργάστηκε ως καθηγήτρια ρωσικής γλώσσας και διατηρεί συνεργασίες με διάφορα μεταφραστικά γραφεία.