Το πως είναι αληθινός φυσιολάτρης ποιητής ο Σικελιανός με πληθωρικό και ζωντανό φυσιολατρικό στοιχείο, μα κάπου σκοτεινό και απροσδιόριστο, δεν θα το αμφισβητήσει κανένας. Είναι φυσιολάτρης ποιητής με τη βαθιά και πλατιά έννοια που δίνουμε. Ωστόσο ο πιο πολύς φυσιολατρικός κόσμος αδιάβαστος φαίνεται και με φανατική προκατάληψη κολλημένος στον Κώστα Κρυστάλλη, δεν το γνωρίζει. Κι όμως, ο Κρυστάλλης δεν έζησε όπως εμείς τα βουνά και δεν τα είδε. Και για νάμαι πιο ειλικρινής, τα έζησε και τα είδε από την παιδική του μνήμη απάνου στην Πίνδο μοναχά, σαν απλός τσοπάνος και τίποτα άλλο. Κι όμως υπάρχει μέσα στο ποιμενικό και βουκολικό έργο του ένα αγνό κι άδολο «βίωμα» βουνίσιο. Μα που δεν θα του σταθεί τυχερό να μείνει ως το τέλος πιστός στα βουνά του. Αλλά δεν αρκεί τούτο, η τέχνη του απλή, αφορμάριστη, χωρίς τη βαθιά ανθρώπινη ουσία και τον έντεχνο λυρισμό. Εκείνο που ξεχωρίζει σα ζωντανό και πηγαίο σ’ αυτόν είναι η ειλικρίνεια κι η αγάπη του στα βουνά, τραγουδάει όπως αισθάνεται και όπως μιλάει με τους συντοπίτες του. Η φυσιολατρική ποίηση του Σικελιανού δένεται γερά με την ψυχή και με τη σκέψη, όπως και του Παλαμά. Είναι βαθιά στοχαστική κι ανθρώπινη. Παντού στο έργο του, συναντάς τη φύση, όπως μάλιστα στον «Αλαφροΐσκιωτο», έργο του νεανικής ακμής, με κάποια σύγνεφα σκοτεινής έκφρασης κι ομίχλης, όπως πάντα. Ο Παλαμάς επίσης έχει άφθονο φυσιολατρικό στοιχείο στην ποίησή του, που γεννήθηκε από αντίδραση της ασάλευτης ασθενικής του ζωής. Φυσιολάτρες είναι κι άλλοι νεοέλληνες ποιητές.

Ορειβασία δεν έκανε ο Σικελιανός, όπως εμείς τη νοούμε. Έζησε όμως τη φύση, γιατί τού δόθηκαν άφθονα τα μέσα απ’ τη θεά τύχη να ταξιδέψει, να ιδεί. Η ορειβασία είναι μια σκληρή άσκηση, που δύσκολα μπορεί κάθε άνθρωπος να υποβληθεί και να πειθαρχήσει. Είναι σκληραγωγία, δεν είναι όπως νομίζεται από πολλούς, διασκέδαση και ξεκούραση. Στα νεανικά του χρόνια ίσως νάκανε μερικές αναβάσεις σε βουνά… μα πολύ λίγες με τα πόδια. Η ορειβατική ποίηση είναι βέβαια η φυσιολατρική που αποδίνει το βουνό και την πορεία. Σαν ερασιτέχνη κάπως ορειβάτη θα τον κρίνουμε από κάποιους στίχους στον «Αλαφροΐσκιωτο» και από τα ποιήματα: «Ανεβαίνοντας στον Όλυμπο» και «Ύμνος στην Ορθία Αρτέμιδα». Τούτο το δεύτερο είναι ένας ύμνος στον Ταΰγετο, θα μιλήσουμε πιο κάτω. Βουλιάει το πόδι στο χώμα λέει στο πρώτο, και φαίνεται πως πήγαινε πεζός, μπορεί όμως νάβλεπε τους άλλους που βούλιαζαν καβάλα απ’ το άτι του. Οι φυσιολάτρες πρέπει να μελετήσουν τη νεοελληνική ποίηση. Έχουν πολλά να διδαχτούν. Θα τους ξεκουράσει και θα τους δώσει φτερά για κάθε δύσκολη ανάβαση.

Τα λίγα αυτά ορειβατικά τραγούδια δεν είναι ολότελα έξω απ’ το πνεύμα της σημερινής ορειβασίας-πάλης, για την κατάκτηση του βουνού. Μα στα ορειβατικά αυτά τραγούδια, αν θεωρηθούν τέτοια, λείπει ο αληθινός ορειβάτης, τα πόδια και τα φτερά, ο αγώνας. Είναι περισσότερο φιλολογικά τραγούδια που τα ζωντανεύει η φύση. Με την ιστορία, δεν μας δίνει το ποθούμενο αποτέλεσμα της χαράς-λύτρωσης απ’ την νικημένη κορφή, και μας δίνει την τέτοια εντύπωση κάπως κομματιαστή κι αοριστόλογα, που χαλνά όλο το τραγούδι με τις δυσανολογίες του. Με μεγάλο δισταγμό θα έδινα στον Σικελιανό το χαρακτηρισμό του πρώτου νεοέλληνα ορειβάτη ποιητή. Το ίδιο και στον Πέτρο Βλαστό κι ας γύρισαν οι δύο τούτοι οι τυχεροί σχεδόν όλη την Ελλάδα. Έκαναν πιο πολύ φυσιολατρεία και τουρισμό-φιλολογίας, ιστορία. Κι όχι ορειβασία με το ποδάρι. Αυτό φαίνεται κι από τους στίχους που άφησαν. Πάντως άθελά τους κι ασυνείδητα ορειβατικά αυτοί οι δύο ανοίγουν το δρόμο προς μια νεώτερη ορειβατική, αγωνιστική ποίηση, χωρίς να θέλουν να διεκδικήσουν τον τίτλο του πρωτοπόρου, γιατί δεν τους ανήκει. Τώρα (ας δούμε) σαν παράδειγμα λίγους στίχους απ’ το πρώτο τραγούδι «Ανεβαίνοντας τον Όλυμπο»:

(…)

Όλυμπε, ανήφορε του Δία,
το χώμα σου είναι μαύρο
ζυμωμένο μ’ όλα τα χινόπωρα
των καστανιών και των πλατάνων,
και το πόδι χώνεται βαθύτερα απ’ το  στραγάλι
για να σ’ ανεβεί!

Αδιάκοπα
με το μαχαίρι-
δαφνοτόμος,
κισσοτόμος –
πρέπει να κόβει το στενό του μονοπάτι
μεσ’απ’ τα παλιούρια
όποιος γυρέψει να σε ιδεί!
Κι απάνωθέ του, σα λυροχορδές,
οι κληματίδες αμποδάνε να διαβεί!

(…)

Κι αϊτός σου,
το φτεράτο και νυχάτο σου λαγωνικό,
πριν το γνωρίσω μ’ επερίμενεν ασάλευτο,
καθώς ο αϊτός όπου, ένα δειλινό,
ανεβαίνοντας γραμμή στα Σταυρωτά
με τους χωριάτες
και με τα μουλάρια,
που εβογκούσαν τα κουδούνια τους στην άσπιλη ησυχία
σένα βράχο καθιστός,
μ’ όλα τα νύχια -αγγίστρια απάνου του –
όπως είχε γυρισμένο το λαιμό σε μια μεριά,
όχι ως να φύλαε σε καρτέρι
αλλ’ όλος αλησμονημένος στην καθάρια δύναμη
και στη γαλήνη της ελευτεριάς του, που δε γνώριζε,

δε σάλεψε καθόλου,
μ’ όλο που περάσαμε από κάτου του λίγες οργιές
με γέλια και φωνές!

(…)

.

Από τούτους τους στίχους φαίνεται πως ανέβαιναν τον Όλυμπο καβαλαρία. Και να μερικές στροφές τώρα απ’ τον «Ύμνο στην Ορθία Αρτέμιδα»:

.

Ώ Ταΰγετε,
χαλκό βουνό,
ως μέ δέχτης τέλος ασκητή!

Ώ σκισμένα όρη,
όταν εκλείσατε από πίσω μου,
αφήνοντας με ολόμονο
όπως, σαν ένα κριάρι κατεβεί
απ’ ορτή πλαγιά σ’ ένα πετρόλακο
και ξαφνικά γυρίζοντας να φύγει,
νιώθει πώς δεν είναι δυνατό
γιατί οι ίδιοι βράχοι
που το βοήθησαν να κατεβεί
τώρα γλιστράνε στο ανηφόρι,
απάτητοι,
παντού!

Ολόμονο με κλείσατε
μεσ’ την ακρότατη ερημιά,
μονάχα να σαλεύω ολόγυρα στη φτέρνα μου
να σε κυτάζω, κάστρο ατέλιωτο χαλκό!

Ούτε μπροστά, ούτε πίσω!
αλλά κεί, στον ίδιο τόπο απάνου,
δίχως σπιθαμή τριγύρα ν’ ακουμπήσω ή ν’ απλωθώ,
αλλά και, στον ίδιο πάντα τόπο,
ορτός!

Ώ πυροδότη των ανθρώπων,
δεν άκουσα ν’ ανεβαίνει κάτουθε,
από τον τραχύ γκρεμό,
η παρηγοριά των Ωκεανίδων!
αλλ’ απ’ ολούθε ο βράχος,
η καρδιά της γης,
το χώμα πού καθ’ ώρα ανάδινε
μια μυρουδιά ψηλότερη από πελαγίσια τρικυμιά,
βουλιάζοντας και παίζοντας στα κύματά της
άπλερο ένα σκάφος,
τη μικρή μου αναπνοή!

Κι όλο μου το αίμα ήταν βοή στ’ αυτιά μου,
και στα μάτια μου μια ανάβρα σπίθες,
όπως η πρωτάναφτη φωτιά μεσ’ το καμίνι,
εμπρός στο φυσερό!

Αλλ’ όταν τέλος απιθώθηκε η ψυχή μου
στην αδάμαστη σου, Ταΰγετε, ευωδιά

(…)

Ώ  νέες πνοές
πού εθρέψατε τη δύναμή μου αδάμαστη και σιωπηλή,
πέπλα της βοής στις πέντε σου βουνοκορφές
που σιγολιώνανε τα χιόνια,
ανάεροι καταρράχτες
της μπουμπουκιασμένης ροδοδάφνης
στα γκρεμνά,
στα γκρεμνά,
ανατολή του Δώριου Απόλλωνα
στα μάτια μου μπροστά,
η όψη σκληρή και σκαλιστή
στον κόκκινον αμάλαγο χαλκό!

Ώ μάτια μου, θρεμμένα τέλος σαν του λιονταριού
μες στο άπαρτο σκοτάδι του βουνού!
σιωπή βαθιά,
που δεν εσάλευε μια πνοή,
και τα ίδια χέρια μου ήταν άφαντα
στην πίσσα της βουβής βραδιάς,
ώ στοχασμοί!
σα νυχτερίδες κυκλοφέρνονται στη σκιά,
σαν άξαφνα απ’ τη Σπάρτη
επρόβαλε κατάνακρα,
ορθία Αρτέμιδα

(…)

Τα πρώτα βέλη Σου
άρχισαν δονώντας τη σιγή!
Γύρω απ’ τ’ αυτιά μου εσούριζαν,
ανάρια σταφνισμένα,
ως σε σημάδι μες στα σκότη
όπου Σύ μόνον έβλεπες ψηλά!

Λαμπρίζαν χαμηλά στρωμένα
τα πλεχτά καλάμια
απ’ τη δροσιά του Ευρώτα.

Στην κόκκινη πεδιάδα
ούρλιασαν τότε oι Λάκαινες oι σκύλες…

Δεν έσκυψες να οργώσεις με γενί τη γην,
αλλά εμαστίγωνες ως το αίμα
τους εφήβους σιωπηλή,
κι απάνω τους σκυμμένη η παρθενιά Σου,
που ιδρωμένη εμυροβόλα
πιότερο απ’ του δάσου τη καρδιά,
τούς κέντριζε
ως με τη στερνήν ανάπνοια
στην ανηφοριά,
στο στεγνωμένο τους λαρύγγι τάζονται,
πηγή μονάχη,
την κορφή!

(…)

Οι στίχοι αυτοί είναι βέβαια ορειβατικοί, έχουν αυτό που λέγεται συνείδηση, βίωμα του βουνού. Ωστόσο δεν είναι απαλλαγμένο από τη φιλολογική φλυαρία, αν κι είναι το ωραιότερο τραγούδι για τον Ταΰγετο.

Και λίγοι στίχοι από την «Κρυφή Ιλιάδα», το γλυκό Πήλιο, που είναι απ’ τους ωραιότερους πούχω διαβάσει:

.

Ώ φύσημα ορθρινό,
χλοερή ευωδιά του Πηλίου,
που από τα ολάνυχτα ρουθούνια
σταματάς στο νιό ουρανίσκο
κι ωσά ρυάκι γάργαρο
κυλάς στα σπλάχνα μου βαθιά!
Μέλι στη δρόσο του βουνού
πιο κρύο
από τον κλώνο νιόφλουδο του πλατάνου
το πρωί.

Να
η αλαφράδα έγινε σάρκα,
κι η δροσιά σαλεύει στην αμάλαγη καρδιά,
σαν το μελίσσι
που με το φτερό του, καθώς πίνει,
κάνει ανάλαφρα να κυματίζει
το μεγάλο μάτι της πηγής !

Πού ‘ναι το εμπόδιο;
που ο βαρύς αγώνας;
Η φτέρνα χαίρεται το χώμα
δροσερή σαν αυγινός καρπός,
και το κορμί αναπαύεται
στην ίδια του αρμονία,
αιώνια εαρινή!

.

Οι τελευταίοι στίχοι κι όσοι ανάφερα μπορούν να κατατάξουν τον ποιητή, στη χωρίς να το θέλει ορειβατική ποίηση. Μάλιστα τούτοι οι τελευταίοι, είναι η απολύτρωση της σάρκας απ’ το βάρος της, η εξαΰλωση της ψυχής απάνω στην ύλη, π’ ούτε είναι εμπόδιο, μήτε βαρύς αγώνας. Νιώθεις την αλαφράδα της ύλης-σάρκας να περνά, να σηκώνεται σα φτερό.

Θυμίζουν τους Ψαλμούς του Δαβίδ. Και τους ζει και τους χαίρεται ο γνήσιος κι αληθινός ορειβάτης. Ο Σικελιανός λοιπόν ένας απ’ τους καλύτερους φυσιολάτρες, χωρίς να είναι ορειβάτης αληθινός, μας δίνει κάποτε κάποιες αληθινές ορειβατικές στροφές. Χαράζει το δρόμο προς την αληθινή, συνειδητή, ορειβατική ποίηση του καιρού μας.

ΦΟΙΒΟΣ ΔΕΛΦΗΣ*

 

Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Φιλολογική Πρωτοχρονιά» του έτους 1948 (ετήσια λογοτεχνική και καλλιτεχνική έκδοση Α. Μαυρίδη)

 

*Ο ποιητής Φοίβος Δέλφης (1909-1988) υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών το 1934. Το πραγματικό του όνομα ήταν Γιώργος Κανέλλος. Γεννημένος στους Δελφούς, ακολούθησε φιλολογικές σπουδές στο Πανεπιτήμιο Αθηνών και έγραψε πολλά ποιητικά έργα. Διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον Άγγελο Σικελιανό (1884-1951).

φωτογραφία εξωφύλλου: Μουσείο Μπενάκη