«με το πρόσωπο γυρισμένο προς την Ανατολή»

Αριστουργήματα της κινεζικής ποίησης σε μετάφραση Κώστα Τρικογλίδη

 

Ο Κώστας Τρικογλίδης υπήρξε ένας από τους πιο παραγωγικούς μεταφραστές λογοτεχνίας το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα. Το 1921 μεταφράζει μια σειρά από κινέζικα ποιήματα τα οποία δημοσιεύει στον αθηναϊκό τύπο απ’ όπου και τα αποθησαυρίζουμε ακολούθως. Δεν γνωρίζουμε αν τα μετάφρασε από την πρωτότυπη γλώσσα ή κάποια άλλη, με το πρώτο ενδεχόμενο να είναι αρκετά πιθανό καθώς ήταν γλωσσομαθής και είχε εντρυφήσει σε ανατολίτικες γλώσσες. .

 

 


Τού-Φού
(712-770 μ.Χ.)

 

Η ΝΙΟΠΑΝΤΡΗ

Ω! Καλλίτερα, μύριες φορές καλλίτερα για μια μάνα
να πετάξει την κόρη της στο δρόμο μόλις γεννηθεί
παρά να την αναθρέψει για να τη δώσει γυναίκα
σ’ ένα στρατιώτη!

Κύριέ μου, χτένισα και στόλισα τα μαλλιά μου
την ημέρα των αρραβώνων μας,

μα, το κρεβάτι μας δεν πρόφτασε να ζεσταθεί.
Το δειλινό, με τη δύση του ήλιου, έγινα γυναίκα σου
και χωριστήκαμε με τις πρώτες λάμψεις της αυγής.

Τώρα, συλλογίζομαι το θάνατο
που κάθε στιγμή σε κλωθογυρίζει.

Η αγωνία μού σφίγγει την ψυχή.
Η καρδιά μου ξεσκίζεται.

Είχα βάλει στο νου μου να σ’ ακολουθήσω παντού
όπου κι αν πήγαινες…

Μα, αντιλήφθηκα ότι η παρουσία μου
θα πλήθαινε τις έγνοιες σου.

Μην προφέρεις πολύ συχνά
το όνομα της γυναικούλας σου.

Προσπάθα να λησμονείς όλα όσα
δεν είναι για σένα στρατιωτικό καθήκον.

.

ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΛΕΙΠΕΙ

Τώρα που έφυγε, τώρα που λείπει εκείνη, μη μου φέρνετε πια λουλούδια, μα, φέρτε μου κλαδιά πυκνά κυπαρισσιού, όπου θα βυθίσω το πρόσωπό μου.

Όταν ο ήλιος χάνεται πίσω από τα βουνά, βάζω τη γαλάζια μου ρόμπα, με τα ελαφρά μανίκια, και πάω και κοιμούμαι ανάμεσα στα μπαμπού, που τόσο εκείνη αγαπούσε.

.

ΣΤΗ ΣΚΛΑΒΙΑ

Σ’ άλλους καιρούς, σ’ ένα παλάτι στολισμένο με ωραίες ζωγραφιές, γνώρισα την ευτυχία.
Έκαιαν αρώματα στη διάβα μου, κοιμόμουν απάνω σε μεταξωτά μαξιλάρια, οργανοπαίχτρες με περιτριγύριζαν, και τα μάτια μου δεν έβλεπαν τίποτα άλλο παρά κήπους στρωμένους με σκόνη κοραλιών.

Σήμερα, κλεισμένος μέσα σε τούτο το φρούριο, του Κουέι Τσέου, τίποτ’ άλλο δεν ακούω παρά τις απαίσιες κραυγές των φυλάκων που αγρυπνούν, και τις φωνές των μαϊμούδων που μαλώνουν, στο φως του φεγγαριού, ανάμεσα στους βράχους.

Περιμένω. Ανατριχίλα μούρχεται. Χάνω το κουράγιο μου. Αχ! Αν μπορούσα ναδώ μόνο μια στιγμή, από μακρυά, τα φώτα της πρωτεύουσάς μας… Μα, αλλοίμονο, οφείλω να ευχαριστούμαι με τη θέα του αστερισμού που λάμπει απάνω από τούτη την απόμακρη πόλη.

Όταν η λύπη μου είναι πολύ βαριά, πηγαίνω και κάθομαι στη βορεινή ταράτσα, όπου τ’ αγέρι φέρνει κι αποθέτει τα λουλούδια μιας αμυγδαλιάς, που δεν τη βλέπω.

.

ΟΙ ΟΧΤΩ ΑΘΑΝΑΤΟΙ ΚΡΑΣΟΠΑΤΕΡΕΣ

Ο Χό-Τσί-Τσάγκ, πάντα καβάλα στο άλογο, φαινόταν σαν να τραβούσε τα κουπιά μέσα σε μια βάρκα. Ένα βράδυ που ήταν περισσότερο μεθυσμένος από κάθε άλλη φορά, έπεσε σ’ ένα πηγάδι, όπου ακόμα κοιμάται, νομίζω.

Ο Γιού-Γιάγκ αδειάζει πάντα τρεις υδρίες πριν πάει στις δουλειές του. Αν συναντήσει ένα αμάξι με κριθάρι, παρατά τις δουλειές του, και τη νύχτα, φλυαρεί με τον επιστάτη του για το ανέβασμα της μπύρας.

Ο υπουργός Λί-Τί-Τσί θα μπορούσε να ρουφήξει εκατό ποτάμια. Ξοδεύει με τη μεγαλυτέρα ευκολία δέκα χιλιάδες «τσιέν» και βγάζει διάταγμα ότι θα αποκεφαλίσει τους εμπόρους που πουλούν νερωμένο κρασί.

Όταν ο Τσούγκ-Τσί γεύεται μια γέρικη μποτίλια, δεν βλέπει πια κανείς παρά το ασπράδι των ματιών του. Ξαφνικά ένας μεγάλος κρότος! Να, ο Τσούγκ-Τσί πεσμένος στη γη, σαν ξεριζωμένος πλάτανος.

Ο σοβαρός Σού-Τσίν δεν πίνει ποτέ μπρος στο άγαλμα του Βούδα. Μα, αν αρχίσει να πίνει, έξω από το μοναστήρι, επιστρέφει σ’ αυτό ανεβασμένος πάντα στους ώμους ενός σπλαχνικού ανθρώπου.

Σαν βρίσκεται κάτω από την επιρροή μιας μόνης μπότσας κρασιού, ο ποιητής Λί-Πό είναι ικανός να γράψει τρακόσους στίχους. Μια μέρα, που κοιμόταν σε μια ταβέρνα του Τσάγκ-Νάν, ο Αυτοκράτωρ τού έστείλε διαταγή να πάει αμέσως στο παλάτι. «Πέστε στον Αυτοκράτορα», είπε, «πως δεν αδειάζω τούτη τη στιγμή. Κουβεντιάζω με τους Θεούς!»

Ο Τσιάγκ Χιό, μόλις πιει τρία ποτήρια, δουλεύει την πέννα του με αφάνταστη δεξιοσύνη. Εκείνην τη στιγμή, όλοι οι βασιληάδες της γης να μπουν στην κατοικία του, αυτός ούτε καν θα κινηθεί.

Πέντε μεγάλες μπότσες φέρνουν στον κατακόρυφό της την ευφράδεια του Τσιάο Σουί. Η ευγλωττία του φίλου μας ρίχνει, τότε, τους συνδαιτυμόνες σε θαυμασμό και κατάπληξη.

Αν και, καμμιά φορά, τους συναγωνίζομαι ως τόσο δεν συγκαταλέγομαι μεταξύ των επιφανών αυτών ανθρώπων. Εγώ, συχνότερα, μεθώ με μιάν ακτίνα του φεγγαριού.

.

 

Ουάγκ-Τσάγκ-Λίγκ
(περίπου 760 μ.Χ.)

 

ΚΟΡΕΣ ΤΟΥ ΠΕΡΑΣΜΕΝΟΥ ΚΑΙΡΟΥ

Οι κόρες του περασμένου καιρού κάθισαν σ’ ένα άλσος ανάμεσα στα λουλούδια.

Λένε:

-Νομίζουμε πως είμαστε γρηές, πως τα μαλλιά μας είναι λευκά, και πως τα μάτια μας δεν έχουν πια τη λάμψη του νέου φεγγαριού, μα δεν συμβαίνει τίποτα απ’ όλα αυτά. Ο μόνος που φταίει είναι ο καθρέφτης μας, που έχει μουσκέψει απ’ το χειμώνα, κι έχει θολώσει. Αυτός βάζει χιόνια στα μαλλιά μας. Αυτός παραμορφώνει τα χαρακτηριστικά μας! Ο χειμώνας, ο κακός, βασιλεύει μόνο στον καθρέφτη μας.

.

.

Πό-Κιού-Γί
(772-846 μ.Χ.)

 

Η ΠΙΟ ΕΞΑΙΣΙΑ ΣΤΙΓΜΗ

Τα πουλάκια που κελαϊδούνε μέσα στα δένδρα, με ξυπνούνε. Ο ήλιος ζεσταίνει κιόλας το περβάζι του παραθυριού μου. Τεντώνομαι, ύστερα κλείνω πάλι τα μάτια. Το βάρος της κουβέρτας μου είναι όπως το θέλω. Το μαξιλάρι μου είναι μαλακό, μια χαρά!

Είναι η στιγμή, η πιο εξαίσια απ’ όλες, η στιγμή που είμαι ανίκανος να σχηματίσω μια σκέψη. Δεν ξέρω πια αν είμαι γέρος, αν είμαι νέος. Δεν ξέρω, ακόμα, κατά πού πέφτει το κρεβάτι μου.

Μου φαίνεται, τότε, πως οι εφτά τρύπες της κεφαλής μου δεν υπάρχουν, και πως η γυναίκα μου, ξαφνικά, θα με πάρει για ένα μεγάλο κουκούλι πεταλούδας που προσμένει την Άνοιξη.

.

ΕΡΓΑΣΙΑ

Κάθε μέρα, ύστερα από το μεσημεριάτικο ύπνο μου, πίνω δυο φλυτζάνια τσάι. Ύστερα, πηγαίνω και κάνω έναν περίπατο στον κήπο μου.

Την Άνοιξη, κουβεντιάζω με τις κοπελούδες που μαζεύουν ασπρολούλουδα στο γειτονικό λιβάδι. Το καλοκαίρι, κοιτάζω τα χελιδόνια, που λούζονται στο ποτάμι, ενώ πετούν. Το φθινόπωρο, προστατεύω απ’ την ομίχλη τα χρυσάνθεμά μου. Το χειμώνα, μ’ έναν καθρέφτη, στέλνω μια ακτίνα του ήλιου, στις ανυπόμονες ανεμώνες που βιάστηκαν (ή γελάστηκαν) κι άνθισαν πριν την ώρα τους.

Κάποτε, αποθέτω τη λύρα μου ανάμεσα σε δυο κλώνους, και κάθομαι, αφήνοντας στην αύρα τη φροντίδα να δονήσει τις χορδές της. Τότε απλώνεται μια μουσική γλυκειά που δεν μου στοιχίζει κανέναν κόπο.

 

 

Λί-Πό
(702-762 μ.Χ.)

 

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΡΟΔΟ

Η γυναίκα ενός πολεμιστή κάθεται κοντά στο παράθυρό της.
Με την καρδιά βαριά, κεντάει ένα λευκό ρόδο απάνω σ’ ένα μεταξωτό μαξιλάρι.
Γκυλώθηκε το δάχτυλό της με τη βελόνα.
Το αίμα της ρέει απάνω στο λευκό ρόδο, που γίνεται ένα κόκκινο ρόδο.

Η σκέψις της πάει και ξαναβρίσκει τον πολυαγαπημένο της που είναι στο πόλεμο,
και που το αίμα του, ίσως, βάφει κόκκινο το χιόνι.

Ακούει τον καλπασμό ενός αλόγου…
Ο αγαπημένος της έρχεται, τέλος πάντων;
-Δεν είναι παρά η καρδιά της που χτυπά με μεγάλους παλμούς στο στήθος της.

Σκύβει περισσότερο απάνω στο μαξιλάρι και κεντάει μ’ ασημένια κλωστή τα δάκρυά της που τριγυρίζουν το κόκκινο ρόδο.

.

 

Τσάγκ-Γού-Κιών
(19ος αιώνας)

 

Η ΘΥΕΛΛΑ

Καταριόμουν τη βροχή,
που κροτούσε τη στέγη μου
και μ’ εμπόδιζε να κοιμηθώ.
Καταριόμουν τον άνεμο
που ρήμαζε τον κήπο μου.
Μα, ήρθες!
Κι ευχαρίστησα τη βροχή,
αφού αναγκάστηκες να βγάλεις
τη μουσκεμένη ρόμπα σου,
κι ευχαρίστησα τον άνεμο
που έσβησε το λύχνο μου…

 

 

Κομφούκιος
(551-479 π.Χ.)
.

 

Η ΜΟΙΡΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Ύστερα από τις πυράδες του καλοκαιριού έρχονται οι ατονίες του φθινοπώρου.

Μετά τους χιονισμένους κάμπους έρχονται οι κάμποι οι ανθισμένοι.

Μα, είτε ανατέλλει, είτε βασιλεύει, ο ήλιος είναι ένα μεγάλο ρόδο.

Ο θάνατος κάνει τον άνθρωπο ένα σβώλο χώμα, όπου φυτρώνει η χλόη.

Και ξέρω γιατί η αναπνοή μας είναι ένας διαρκής στεναγμός…

 

.

Ουάγκ-Πό
(550-618 μ.Χ.)

 

ΣΤΟ ΒΟΥΝΟ

Με τη ζώνη ξεκουμπωμένη, με τη ρόμπα ανοιχτή στο δροσερό αεράκι, ανεβήκαμε το μονοπάτι, το χαλικοστρωμένο που πάει ίσια στην Πηγή της Άνοιξης.

Καθίσαμε στις ψάθες που μας είχαν στρώσει οι δούλοι κοντά στην Πηγή και πρώτα-πρώτα αφουγκραστήκαμε το μουρμουρητό των πεύκων. Η ευωδιά του κρίνου αρωμάτιζε το κρασί που έρεε με αφθονία.

Όταν οι σκιές μάκρυναν και όταν η καταχνιά της βραδιάς άρχισε να γλυστρά ανάμεσα στα δένδρα, οι κουβέντες μας είχαν πια τελειώσει, γιατί οι φλογέρες των τσομπάνων απαντούσαν, η μία στην άλλη, απάνω στο βουνό.

 

 

Γιάγκ-Κιόγκ
(621-690 μ.Χ.)

.

ΠΟΛΕΜΟΣ

Οι φωτιές του στρατοπέδου φωτίζουν τον ουρανό.
Το χιόνι βαραίνει τις παγωμένες σημαίες.
Καβαλλάρηδες, ντυμένοι με βαριές σιδερένιες αρματωσιές,
περνούν με καλπασμό τον κάμπο.
Ο αρχιστράτηγος πήρε τη φιλντισένια πλάκα
κι αποχαιρέτησε τον Αυτοκράτορα.
Ήρθε ο καιρός που κι ο ελάχιστος πολεμιστής
θεωρείται πιο σπουδαίος κι από έναν επιφανή γραμματισμένο!
Ήρθε ο καιρός που οι μητέρες και οι νεαρές σύζυγοι κοιμούνται,
κάθε βράδυ, με το πρόσωπο γυρισμένο προς την Ανατολή.

.

 

.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Κ. Τρικογλίδης (1921) 

.