Μία από τις πιο ιδιάζουσες περιπτώσεις αυτοχειρίας στο Απονενοημένο Σύνταγμα είναι εκείνη του Γερμανού ιστορικού-αρχαιολόγου Χανς φον Προττ, διευθυντή τότε της βιβλιοθήκης στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Αθηνών. Ο Προττ φεύγει από τη ζωή στον απόηχο του θέρους του 1903, εν μέσω μιας επικής δραματουργίας, τοποθετώντας δυο πιστόλια στους κροτάφους του, διακατεχόμενος από συναισθήματα απελπισίας λόγω του ότι δεν μπορεί να ικανοποιήσει το μεγαλειώδες όραμά του και να συγγράψει «την τελειότερη μελέτη περί της Ελληνικής μυθολογίας».

Με την υπόθεση Προττ καταπιάνονται η εικαστικός Χριστίνα Κατσάρη και ο επίκουρος καθηγητής φιλοσοφίας και συγγραφέας Ηλίας Παπαγιαννόπουλος. Η Κατσάρη προσανατολίζεται σε μία σύνθεση της συμμετρίας της αυτοκτονικής πράξης, του αδιέξοδου της αρχαιολογικής έρευνας του Προττ και της παραλληλίας μεταξύ αρχαιολογίας και ψυχανάλυσης. Η ιδέα της λαμβάνει τη μορφή ενός κεραμικού έργου σε επίπεδο ανάπτυγμα, παραπέμποντας στο ψυχομετρικό τεστ Rorschach, αναλογιζόμενη το στρες του Προττ αναφορικά με τις υποχρεώσεις του ως Εφόρου στη Βιβλιοθήκη της Γερμανικής Σχολής. Το έργο θα φανερωθεί στις φθινοπωρινές δράσεις του Ρομαντικού Πανεπιστημίου.

Ο Παπαγιαννόπουλος έρχεται σε επαφή με την πολυσημία του έργου του Προττ, εντός μιας εποχής φορτισμένης με εθνική ένταση και «νοσηρές» προσδοκίες, συγγράφοντας ένα εκτεταμένο δοκίμιο που τοποθετεί τον Γερμανό αυτόχειρα στο στόχαστρο του ιστορικού τραύματος.

Ακολούθως, προδημοσιεύουμε το εισαγωγικό κεφάλαιο του δοκιμίου του Παπαγιαννόπουλου, παίρνοντας μια ιδέα για το βιβλίο που θα κυκλοφορήσει τον χειμώνα με τον τίτλο «Χανς φον Προττ. Ένας άηχος πυροβολισμός (Μολυσματικές Αρχαιολογίες ΙΙ)».

 

 

«Χανς φον Προττ. Ένας άηχος πυροβολισμός»

(Μολυσματικές αρχαιολογίες ΙΙ)

Ηλίας Παπαγιαννόπουλος

 

 

Πρώτο μέρος

Δύο κοινότητες συγκεντρώνονται

 

1ο κεφάλαιο

Στους δρόμους της πόλης

 

Ο ιατροδικαστής απεφάνθη ότι ήταν κοντά στην αλλαγή της ημέρας από την 11η στην 12η Σεπτεμβρίου 1903 όταν το πιστόλι εκπυρσοκρότησε με κατεύθυνση τον εγκέφαλο του αυτόχειρα. Για την ακρίβεια, ένα από τα δύο πιστόλια που κρατούσε στα χέρια του· εκείνο που πρόλαβε πρώτο και έκλεισε βιαστικά το έργο. Έργο, λοιπόν, οπωσδήποτε, και θα δούμε στη συνέχεια με ποιον τρόπο η αυτοχειρία εδώ συνδέεται δομικά με ένα έργο. Ένα που δεν ολοκληρώθηκε, που δεν μπορούσε να ολοκληρωθεί, παρά μόνο έκλεισε βιαστικά αφήνοντας πίσω του τα σημάδια της ημιτελούς χειρονομίας. Ο ίλιγγος, στην περίπτωση αυτή, είχε προκύψει από την ένταση ανάμεσα στη φυσιογνωμία του ανειλημμένου έργου και σε κείνο το φάσμα που το σταμάτησε, που παρέλυσε κάθε προοπτική τελείωσής του. Απειλώντας με κατάρρευση έναν ψυχισμό, η ένταση εκείνη πυροδότησε την απόπειρα μιας ακαριαίας ανάκτησης της κυριαρχίας, που θα ήταν επίλυση όσο και διαφυγή, διαφυγή από το ιλιγγιώδες του ανεπίλυτου. Η μορφή που πήρε, ήταν αυτή της αυτοχειρίας. Όμως και πάλι, η απόπειρα στάθηκε από μια σκοπιά ανεπαρκής, ημιτελής ακόμα και μέσα στο συντελεσμένο του νεκρού σώματος, ιδίως εκεί μάλιστα. Στις σελίδες που ακολουθούν, η προσοχή θα είναι στραμμένη κατά κύριο λόγο σε αυτήν ακριβώς τη μοιραία ανεπάρκεια, που καμιά χειρονομία, ούτε και κείνη που θεωρούμε ως τη ριζικότερη, δεν ήταν ικανή να αντιπαρέλθει· θα είναι στραμμένη στο φάσμα, το ανεπίλυτο, τον ίλιγγο – αυτά που δεν σταματούν, ως μετωνυμίες της ίδιας συνθήκης, να διατρέχουν τον αγωνιώδη βίο όσο και το νεκρό σώμα ενός ορισμένου αυτόχειρα.

Φέρνω στα μάτια μου την εικόνα της συμμετρίας την οποία δημιουργούν δύο χέρια που κρατούν πιστόλια στραμμένα προς το ίδιο σημείο στο κεφάλι, στο ύψος των κροτάφων, του τριανταπεντάχρονου έφορου της Γερμανικής Αρχαιολογικής Βιβλιοθήκης των Αθηνών. Ως εάν κοιτάζοντας το ένα προς την αντίθετη κατεύθυνση του άλλου, όπως ας πούμε δύο ιστορικοί κόσμοι τη συγκεκριμένη στιγμή, ο γερμανικός και ο ελληνικός, να ήθελαν με τον τρόπο αυτόν να συναντηθούν σε μια νοητή γραμμή, να ορίσουν επιτέλους μια ευθεία, που θα περνούσε μέσα από το κεφάλι. Να μια αρμονία που συστήνει το σώμα σε αυτήν τη μετέωρη στιγμή μεταξύ ζωής και θανάτου ενσαρκώνοντας στιγμιαία το όνειρο ενός έργου ολοκληρωμένου και απόλυτου, οριστικού, το όνειρο του αποκαθαρμένου πνεύματος.

Ο Προττ σε διαφορετικές στιγμές της ζωής του. Στο C.V. Bock, C.M. Stibbe, ‘Stefan George und die Göttervision des Archäologen Hans von Prott’, Castrum Peregrini 145 (1980), σ. 5-34.

Ο πυροβολισμός δεν ακούστηκε, μαθαίνουμε. Γιατί ο κρότος καλύφθηκε από τους ολονύχτιους πανηγυρισμούς των Αθηναίων μετά από μια μέρα δημοτικών εκλογών. Εορταστικοί πυροβολισμοί των ντόπιων, για την ακρίβεια, μιμούνταν ανεπίγνωστα τον πένθιμο ενός ξένου, ως εάν η δική του μοίρα να τους ήταν άγνωστη, απρόσιτη, σχεδόν ανύπαρκτη στο δικό τους ιστορικό αρχείο. Η λεπτομέρεια των διαφορετικών ημερολογίων, Ιουλιανού και Γρηγοριανού, που εντοπίζουν για την ελληνική και τη γερμανική κοινότητα το ίδιο συμβάν σε δύο διακριτούς χρόνους, 31 Αυγούστου ή 12 Σεπτεμβρίου, έχει ειδικό βάρος από μια τέτοια σκοπιά. Θα ήταν, καταρχάς, ως εάν δύο διαφορετικά συμπλέγματα συμβάντων, αποτελούμενα κάθε φορά από μια αυτοχειρία και ταυτόχρονα εορτασμούς, να είχαν λάβει χώρα σε διαφορετικά καθεστώτα χρόνου. Σε αυτά τα διακριτά καθεστώτα, ένα από τα συμβάντα θα ήταν σημαντικό, το άλλο όχι, με αντεστραμμένα τα πρόσημα κάθε φορά, ενώ ό,τι θα τα συνέδεε στο ίδιο σύμπλεγμα θα ήταν πάντα συμπτωματικό, μια αδιάφορη λεπτομέρεια, ένα πλεόνασμα δίχως σημασία. Διότι όσο αδιάφορη μοιάζει να είναι για τους Έλληνες, ειδικά εκείνες τις ημέρες μιας έντονης πολιτικής επικαιρότητας, η αυτοχειρία ενός ξένου, άλλο τόσο αδιάφορος φαίνεται να είναι για τους Γερμανούς ο νεοελληνικός διάκοσμος των υποθέσεών τους. Το γεγονός ότι τα όσα ζωτικά συνδέουν για εκείνους την ιστορική τους μοίρα με την αρχαία Ελλάδα συμβαίνει να εκτυλίσσονται στο ίδιο έδαφος όπου εφεξής κατοικεί μια Ελλάδα αλλιώτικη, σύγχρονη μεν, με τον τρόπο όμως μιας αδιάγνωστης περιφέρειας· αυτό το γεγονός θα ανήκε στην τάξη της τυχαίας περίστασης, όταν δεν συνέβαινε να είναι απλώς δυσάρεστο. Σε αμφότερους, λοιπόν, τους χρόνους, κάτι ελάχιστο και ανεπαίσθητο συνοδεύει την ημερήσια διάταξη σαν παράσιτο, ή σαν σκιά – το δεύτερο συμβάν, αλλά και ένα δεύτερο ημερολόγιο που αναγγέλλεται εκεί.

Ωστόσο, θα μπορούσε ίσως να σκεφτεί κανείς στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Να σκεφτεί, δηλαδή, πως αυτή η διπλή σκηνή, μια κατάμονη και μια δημόσια, ασφυξίας η πρώτη, εκτόνωσης η δεύτερη, συντριβής ή επικράτησης, δίδυμοι ήχοι σε παράλληλα κι αντεστραμμένα σύμπαντα· πως αυτή η διπλή ηχητική σκηνή υποδηλώνει το σημείο όπου δύο κόσμοι ξαφνικά εισέρχονται ο ένας μέσα στον άλλο, δύο ημερολόγια επικαλύπτονται στιγμιαία, για να ανακαλύψουν ότι βρίσκονταν ήδη εκεί κατά τρόπο τρομακτικό. Εκεί – για την ακρίβεια: στην αδιάφορη λεπτομέρεια, στο πλεόνασμα, στη σκιά ο ένας του άλλου.

Από μια τέτοια σκοπιά, αν για το γερμανικό ημερολόγιο, το ελληνικό μοιάζει με μια προαναγγελία του (αφού ό,τι για το πρώτο συμβαίνει στις 12 Σεπτεμβρίου, για το δεύτερο συμβαίνει ήδη στις 31 Αυγούστου), για το ελληνικό, πάλι, το γερμανικό μοιάζει με μια έλευση του μέλλοντος εντός του παρόντος του ή, ίσως, με έναν καθυστερημένο απόηχο του ίδιου παρόντος. Σε αμφότερες όμως τις περιπτώσεις, το παρόν αδυνατεί να συμπέσει με τον εαυτό του και αφήνει έναν δεύτερο χρόνο, που προηγείται ή έπεται, να αναδυθεί στο εσωτερικό του. Τότε οι εορτασμοί (στο γερμανικό ημερολόγιο) και, αντίστοιχα, η αυτοχειρία (στο ελληνικό) θα ήταν ακριβώς το σήμα του δεύτερου χρόνου εντός.

Έτσι η σκηνή εκείνη θα υπέδειχνε εντέλει μια κρυφή συνάφεια: όχι μια ευτυχή σύμπτωση αλλά, απεναντίας, μια αμοιβαία μόλυνση, μια εξάρθρωση του ενός από τον άλλο, που απαιτεί ως αντίδραση ένα είδος εξορκισμού και μάλιστα μιμητικού. Το ενδεχόμενο που λανθάνει τότε εδώ είναι πως, ανεξάρτητα από τις προθέσεις των ίδιων των δρώντων, πέρα από τα όρια της συνείδησής τους, μια οδυνηρή κι ωστόσο προνομιακή ιστορική συγκυρία, αυτή που κάποτε αποκαλούμε σύμπτωση, έφερνε τα πράγματα μέχρι το κατώφλι μιας κρίσιμης αναγνώρισης.

Ο τάφος του Προττ στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Στο C.V. Bock, C.M. Stibbe, ‘Stefan George und die Göttervision des Archäologen Hans von Prott’, Castrum Peregrini 145 (1980), σ. 5-34.

Στις εφημερίδες των ημερών εκείνων βλέπει κανείς να επανέρχεται σε παραλλαγές το ερώτημα των αιτίων της αυτοχειρίας. Ποίοι οι λόγοι; αναρωτιέται για παράδειγμα το φύλλο του Σκριπ της 2ας Σεπτεμβρίου 1903, ηυτοκτόνησε δι’ αγνώστους λόγους γράφει η Ακρόπολη μια μέρα νωρίτερα, ενώ ούτε τα στοιχεία που παρατίθενται στο σχετικό ρεπορτάζ του Εμπρός την ίδια ημερομηνία, μαζί με ορισμένες κρίσιμες κουβέντες από τις επιστολές που βρέθηκαν, δεν μοιάζουν ικανά να προσφέρουν επαρκείς απαντήσεις – κάθε άλλο. Ίσως πρόκειται απλώς για περιέργεια, αναμενόμενη έτσι κι αλλιώς σε αυτή την κάπως εξωτική περίπτωση. Αλλά καθώς όλες οι αναφορές αναπαράγουν εκείνη τη φράση από τις δύο επιστολές που άφησε ο έφορος όπου, εξηγώντας την πράξη του, έκανε λόγο για την παραφροσύνη που τον απειλούσε καθώς είχεν επιδοθεί εις την συγγραφήν μιάς πραγματείας περί Μυθολογίας, όπως διαβάζουμε στο άρθρο του Εμπρός, το ζήτημα αποκτά ξαφνικά άλλες διαστάσεις. Ήταν πιθανώς ένεκα της επιπόνου εργασίας που ο έφορος, ένας φιλόδοξος και πολλά υποσχόμενος ιστορικός κι αρχαιολόγος, έφτασε να διετέλει εν νευρικώ παροξυσμώ. Το γεγονός, ωστόσο, ότι μια τέτοια εργασία, που εξώθησε τις ψυχικές δυνάμεις πέρα από τα όριά τους, αφορά κάτι οικείο και πολύτιμο στο εθνικό φαντασιακό, αφήνει μια ανεπαίσθητη ανησυχία να συνοδεύσει την είδηση. Ειδικά μάλιστα διότι επρόκειτο για κάποιον από εκείνους που ήταν κατεξοχήν επιφορτισμένοι με την ευθύνη να μεσολαβούν ανάμεσα στο έθνος και την Ιστορία του, ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, εντέλει δε, και κυρίως, ανάμεσα στο έδαφος και το υπέδαφος των πραγμάτων. Επρόκειτο, με άλλα λόγια, για κάποιον που εξασφάλιζε κρίσιμες κατοπτρικές λειτουργίες επιτρέποντας σε έναν εαυτό να αποκτήσει μια αναγνωρίσιμη κληρονομιά όσο και μια ευρωπαϊκή προοπτική – να ριζώσει δηλαδή στην Ιστορία.

Τι είδε, λοιπόν, στο σπίτι μας, στα θεμέλια ή στο υπέδαφός του, αυτός ο ξένος που τον τρόμαξε τόσο; Και πόσο θα πρέπει άραγε να τρομάξει εμάς τους ίδιους ένα τέτοιο συμβάν; Ένα που, ως εάν για να υπογραμμίσει τον ειρωνικό του χαρακτήρα, λαμβάνει χώρα τη μέρα μιας πολιτικής απόφασης, μιας «λαϊκής ετυμηγορίας», η οποία διακηρύττει τη συλλογική αυτοθέσμιση. Ποια σχέση έχουμε εμείς με τέτοιους ξένους και το βλέμμα τους, με τις υποσχέσεις και τις διαψεύσεις τους, τα όνειρα, εντέλει, και τους εφιάλτες τους; Από πού έρχεται, επομένως, αυτή η διπλή σκιά που πέφτει πάνω στην ελεύθερη βούληση μιας κοινότητας όσο και στη σχέση της με το παρελθόν της – από έξω, από μέσα, ή ποια είναι η γεωγραφία της πηγής της; Αν ό,τι διαγράφεται εδώ αχνά είναι ο κόμβος βούλησης και μνήμης, δηλαδή επιτέλεσης του συλλογικού εαυτού κι ανάδειξης όσων εντός του νεύουν από άλλες όχθες του ιστορικού χρόνου, πως να αντιμετωπίσουμε την παραμορφωμένη όψη αυτού του κόμβου, που ξαφνικά αντικρίζουμε τώρα σε μια ξένη γωνιά της αθηναϊκής νύχτας; Ή απλούστερα, αν θελήσουμε να παραμείνουμε στο ιατρικό ιδίωμα που χρησιμοποιήθηκε: ποια σημασία να αποδώσει κανείς στο γεγονός πως ό,τι είναι για εμάς καταφύγιο κι ελπίδα, φτάνει να αρρωστήσει κάποτε έναν άλλο;

 

[Ηλίας Παπαγιαννόπουλος – ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ] 

.

 


Η κεντρική εικόνα του άρθρου είναι του εικονογράφου Βασίλη Κουτσογιάννη

.

.