Ο Γιάννης ο Ρούσσος και το φίδι

Μια παλιά ιστορία από την Κέρκυρα

Η απόσταση από του Τσάκη στο χωριό είναι εφτά μίλια και κερδίζεται από καλό πεζοπόρο σε μία ώρα γιατ’ είναι κι ο ανήφορος. Ο Γιάννης ο Ρούσσος με το αργό, συρτό, βήμα του, έκανε τρεις ολάκερες ώρες. ‘Εφτανε στη Μπινίτσα κι από κει τώρα έπερνε τον ανήφορο και νύχτωνε στου Γιοσούα. Γύριζε στις γκόγκλες του δρόμου, δεν μπόραε να πάρει τα μονοπάτια, για να συντομέψει, γιατ’ είχαν σκαλιά απότομα, γλιστερά περάσματα, ή και πέτρες φυτεμένες στη γης, που θα σκόνταβε, νύχτα τώρα, απάνω, και θα σκοτωνόντανε. Όσοι τύχαινε να βρίσκονται στο ψήλωμα μέσα στο σκοτάδι, ξεφώνιζαν, έστω και μονολογώντας, όταν άκουγαν το συρτό του περπάτημα: «Έρχεται ο μπάρμπα Γιάννης ο Ρούσσος…». Έφτανε τέλος στο ξενοδοχείο του Σταύρου, άφηνε δεξιά το παλάτι της Αυτοκράτειρας Ελισάβετ και πατούσε στο σιάδι (…) έκανε το σταυρό του  κοιτάζοντας ψηλά την εκκλησία του Ταξιάρχου και βρισκόντανε μπροστά στο πορτόνι του σπιτιού του Γληγόρη. 

-Νάρχεσαι, μπάρμπα Γιάννη, κάθε βράδυ, να σε βλέπουμε και να μας λες ιστορίες, τον παρακάλαγαν τα παιδιά (…)

Όλοι στο χωριό τον παρανόμαζαν Ρούσσο. Γιατί; Σήμερα με τους Τούρκους γινήκαμε κάτι περισσότερο απ’ αδέλφια κι ενωμένοι βαδίζουμε στα πεπρωμένα μας. Δεν συνέβαινε όμως το ίδιο τη μακρυνή εκείνη εποχή, που η Τουρκιά, απλωμένη στην Ευρώπη, έκανε άγριο κυνηγητό των σκλάβων στη Μακεδονία. Πολλές φορές στην πρωτεύουσα και στις επαρχίες γινόντανε φιλοπόλεμα συλλαλητήρια. Σε τέτοιες στιγμές του μπάρμπα Γιάννη τα στήθια έβραζαν. Αιστανόντανε μεγάλη συμπόνια για τους σκλάβους. Πίστευε πως η Αγία Ρουσσία των Τσάρων, το ξανθό γένος που εξυμνεί ο Αγαθάγγελος, θα τους βοήθαε στα φοβερά τους μαρτύρια.

Ο μπαρμπά Γιάννης δεν είχε κάμει ποτέ του κακό ούτε της μυίγας. Τι άλλο δείγμα θέλετε της αγαθότητας του άγιου αυτού ανθρώπου;

Στου Τσάκη, όπως διηγούνται οι γεροντότεροι, στα νιάτα του, όταν πήγαινε με τη δίκοπη και ξεφάλιζε, μια μέρα του καλοκαιριού, πετάχτηκε ένα φίδι μπροστά του. Ήτανε τα πάντα γύρω φρυμένα από την κάψα και το φίδι διψούσε. Ο μπάρμπα Γιάννης το ένιωσε, έτρεξε και τούφερε νερό και τ’ απόθωσε σιμά του. Αυτό βούτησε το στόμα του στο νερό και χόρτασε. Την άλλη μέρα πλάι στην ελιά, ο μπάρμπα Γιάννης έβαλε δυό αγγεία. Στο ένα είχε νερό και στο άλλο γάλα. Το φίδι κατά το μεσημέρι ερχόντανε, έτρωγε κι έπινε. Ο μπάρμπας Γιάννης, την άλλη μέρα, τα ξαναγέμιζε. Το φίδι, χορτασμένο, ύστερα από μέρες, αφού συνήθισε, έριχνε περίεργες ματιές, μ’ ανασηκωμένο το κεφάλι, σα να ήθελε να ευχαριστήσει τον ευεργέτη του. Δεν φτάνει αυτό μα κι ο πιστός σκύλος του μπάρμπα Γιάννη, που έβλεπε τόσες περιποιήσεις από τον κύριό του στο φίδι, άρχιζε κι αυτός να δείχνει ενδιαφέρο κι αγάπη γι’ αυτό, και το συνόδευε κάθε μέρα όσομε το βουνό, που ανέβαινε για να χωθεί στην τρύπα του. Κατάφερνε με τον άκακο χαρακτήρα του να ημερεύει το φίδι και να παραδειγματίζει κι αυτό το σκυλί ακόμα.

.

Πηγή: από τον «Λιούς», νουβέλα του Μιχαήλ Κοντού, που τυπώθηκε στην Αθήνα το 1940. Έχει γίνει επιλογή και σύντμηση σελίδων του πρώτου κεφαλαίου.  Δεν γνωρίζουμε τίποτα για τον συγγραφέα πέρα από μια υπόθεση ότι καταγόταν από τα Ιωάννινα και είχε σχέσεις με την Κέρκυρα. Στον «Λιούς» περιγράφει τον καθημερινό μόχθο και το δράμα ενός ψαρά στην Κέρκυρα -τον φώναζαν ο Κώστας ο Λιούς- για να ζήσει την οικογένειά του. Ο μπαρμπά Γιάννης της παραπάνω ιστορίας με το φίδι επρόκειτο για τον ηλικιωμένο θείο του. Στην αφήγηση του Μ. Κοντού υποφώσκει ένας διδακτισμός για τα ήθη μιας άλλης εποχής, για έναν κόσμο που βιοπορίζεται από τη γη, τη θάλασσα και το μικροεμπόριο και στηρίζεται ώστε να αντιμετωπίσει τη φτώχεια και κάθε δυσκολία στην οικογένεια, το θρησκευτικό αίσθημα, την τιμιότητα και την κοινότητα.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Πλατφόρμα μάχης για την επανοικειοποίηση του ρεμβασμού.