ΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ

του Νίκου Σκοπλάκη

 

Σύμφωνα με τις επίσημες βιβλιογραφικές καταγραφές, στις 19 Μαρτίου 1825 κυκλοφόρησε το έργο Code des honnêtes gens/Κώδικας των εντίμων ανθρώπων, διαρθρωμένο σε τρία βιβλία. Τυπικά έργο ανωνύμου, στην πραγματικότητα γραμμένο από τον Ονορέ ντε Μπαλζάκ, αποτελεί χρονικό της κοινωνίας, των ηθών και των τάσεων μετά από μια περίπου μια δεκαετία Παλινόρθωσης, πέντε περίπου χρόνια πριν από την καινούρια επαναστατική έκρηξη του 1830.

Κατά την εποχή που γράφεται ο Κώδικας των εντίμων ανθρώπων, η παλιά αριστοκρατία πασχίζει να ανακτήσει ορισμένα από τα προηγούμενα προνόμιά της, η νεότευκτη μεγαλοαστική αριστοκρατία του χρήματος επιχειρεί να εδραιώσει και να διευρύνει τα δικά της∙ κι οι δυο μαζί ομονοούν απέναντι στον κίνδυνο μιας κοινωνικής επανάστασης. Οι κοινωνικές ταραχές που μάστιζαν την Αγγλία εκείνη την περίοδο δεν άγγιζαν τις προνομιούχες τάξεις της Παλινόρθωσης με υλικούς όρους, παρά μόνο ως φάντασμα του ριζοσπαστικού ιακωβινισμού και των Αβράκωτων ενός συγκεκριμένου παρελθόντος και ως αόρατη απειλή. Και αν η βαθιά εξαθλίωση των καταπιεζόμενων τάξεων προκαλούσε κάποια στιγμή επανάσταση;

Στις γραμμές των παλαιών και των νέων αριστοκρατών, το εξαθλιωμένο προλεταριάτο και οι πρώτοι πυρήνες εργατικών διεκδικήσεων μορφοποιούνταν στο σχήμα των «άγριων» του αστικού χώρου. Στη σελίδα 65 (*) του «Κώδικα», ο Μπαλζάκ εξεικονίζει μια διαρκή αίσθηση πολιορκίας των προνομιούχων τάξεων από τους «άγριους» των Παρισίων: «Η ζωή μπορεί να νοηθεί ως ακατάπαυστη πάλη μεταξύ των πλούσιων και των φτωχών. Οι πρώτοι είναι περιχαρακωμένοι μέσα σε μια οχυρή θέση με χάλκινα τείχη, γεμάτη πολεμοφόδια∙ οι άλλοι κλωθογυρίζουν, συστρέφονται, πηδούν, κάνουν επιθέσεις, ροκανίζουν τα τείχη και παρά τους πολιορκητικούς κριούς που κατασκευάζουν, σε πείσμα των πυλών, των ορυγμάτων, των συντονισμένων πυρών, σπανίζουν οι περιπτώσεις κατά τις οποίες τούτοι οι Κοζάκοι του κοινωνικού κράτους κατάγουν κάποια νίκη».  Μέσα στο θεσμικό πλαίσιο της Παλινόρθωσης η μάχη είναι άνιση. Οι «άγριοι», δηλαδή οι «εργατικοί» («industriels»), το προλεταριάτο της ολοένα μεγαλύτερης ένδειας, οδηγούνται συχνά στην αυτοκτονία: «[…] ο Σηκουάνας κατάπινε σε ετήσια βάση, αναλόγως με το περισσότερο ή λιγότερο ευνοϊκό ρεύμα του, μια συγκεκριμένη ποσότητα από αυτούς τους ανθρώπους […], σχηματίζοντας την πλέουσα μάζα ενός αληθινού χρέους της κοινωνίας», αναφέρει ο «Κώδικας των εντίμων ανθρώπων» στη σελίδα 83 της πρώτης έκδοσης.

Μερικά χρόνια αργότερα, σε ένα από τα πιο ενδιαφέροντα μυθιστορήματα της Ανθρώπινης Κωμωδίας, τον Ferragus/Φεραγκίς, βρίσκουμε τη φράση: «η μάζα των ηδονών, που πλέουν κάθε στιγμή ανάμεσα στα τείχη του [Παρισιού]»: Αυτό είναι το άψυχο υπόλοιπο, το οποίο πιστώνεται στις κυρίαρχες τάξεις, χάρη σ’ εκείνους που έχουν ξεψυχήσει για το φοβερό χρέος μέσα στην κοίτη του Σηκουάνα. «Le champ de bataille de la civilisation parisienne», «το πεδίο της μάχης του παρισινού πολιτισμού», είναι μια φράση που διαβάζουμε σε ένα άλλο, εμβληματικό, μυθιστόρημα της Ανθρώπινης Κωμωδίας, τον Μπαρμπα-Γκοριό. Ανάμεσα στο 1793, που φαίνεται πια μακρινό, και στο 1871, που είναι ακόμα αδιανόητο, κάποιοι άλλοι «άγριοι» δεν ξέρουν ακόμα πώς να παλέψουν με τη διεκδίκηση, αλλά δεν στρέφονται στην αυτοκτονία. Διεκδικώντας ένα μερίδιο από αυτές τις ξεχειλισμένες ηδονές ή (τις περισσότερες φορές) μερικές μερίδες άρτου, εγγράφονται σε ό, τι ορίζεται ως παραβατικότητα∙ ως «κοινωνικό έγκλημα». Άρρητα, βεβαίως, διότι ακόμα και η απλή αναφορά του όρου θα συνιστούσε ανήκουστη παραχώρηση σε εκείνες τις τάξεις της φτώχειας και της εκμετάλλευσης.

Ο Μπαλζάκ, εντούτοις, κατονομάζει σαφώς το κοινωνικό έγκλημα (crime social), όπως και το γραφικό έγκλημα (crime pittoresque). Διότι, από τη σοφίτα της οδού Λεντιγκέρ, ενδιαφέρεται εξίσου και για τα δύο. Στις εφημερίδες και τα έντυπα της αστικής τάξης, το κοινωνικό έγκλημα μπορεί να «γραφικοποιείται» κιόλας, είτε ως τερατούργημα των «Κοζάκων» που περιζώνουν, κυκλώνουν και συμπιέζουν τις ηδονές των προνομιούχων τάξεων ανάμεσα στα οικονομικά, κοινωνικά και υλικά τείχη του Παρισιού, είτε ως μελοδραματική καρικατούρα των υφιστάμενων σχέσεων μεταξύ της στέρησης, της α – πορίας, και του εγκλήματος.

Τίποτα σχεδόν δεν εξερέθιζε περισσότερο τον Φλομπέρ από την ευτελισμένη επανάληψη στον γραπτό λόγο εκείνου του μοτίβου, σύμφωνα με το οποίο ο φτωχονοικοκύρης, πατέρας οικογενείας, κλέβει «για να ταΐσει τα παιδάκια του». Τίποτα απολύτως, όμως, δεν ήταν πιο επιθυμητό για τον Μπαλζάκ από το να καταστρέψει τον συσχετισμό της αποσιώπησης και της καρικατούρας. «Η κοινωνία δεν δίνει ψωμί σ’ όλους εκείνους που πεινούν∙ κι όταν δεν διαθέτουν κανένα άλλο μέσο για να το κερδίσουν, τι θέλετε να κάνουν;», σχολιάζει στη σελίδα 68 από τον «Κώδικα» του 1825.

Τι σκάνδαλο! Διότι, για ένα σημαντικό κομμάτι του κοινού του (που μπορούσε ν’ αγοράζει βιβλία!) ήταν σκανδαλώδης η θέση του Μπαλζάκ, πως, δηλαδή, η ένδεια, η στέρηση, η α – πορία είναι ζητήματα οικονομικής τάξεως και πως η συναφής παραβατικότητα είναι κι εκείνη, καταρχάς, ζήτημα οικονομικής τάξεως. «Σύμφωνα με υπολογισμούς, υπάρχουν […] είκοσι χιλιάδες άτομα, τα οποία, ξυπνώντας το πρωί, αγνοούν πού και πώς θα δειπνήσουν…». Στον «Κώδικα» του Μπαλζάκ δεν υφίσταται η οπτική του φιλάνθρωπου, του ηθικολόγου, του νομομαθούς, διότι κυριαρχεί η οπτική του ανθρώπου που επερωτά τις κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις της εποχής του. Άραγε, η ευημερία οδηγεί στον δρόμο της αρετής; Ακόμα μια ερώτηση, εκκρεμής, για την Ανθρώπινη Κωμωδία μετά το 1831.

Η παλιά αριστοκρατία και η νεότευκτη αριστοκρατία του χρήματος έχουν καταστήσει πιο λειτουργική την πολιτεία – σε σχέση με τους φόβους, αλλά και με τις προσδοκίες τους: «Δεν υπάρχουν φανοστάτες, είναι αλήθεια, αλλά οι χωροφύλακες κι οι σπιούνοι είναι, βέβαια, με αλλιώτικο τρόπο διαφωτιστές», σχολιάζει ο Μπαλζάκ στη σελίδα 65 του «Κώδικα». Το 1825, ο αστικός διαφωτισμός υφίσταται ως αυτοπαρωδία στη συνδιαλλαγή της Παλινόρθωσης, για να προστατεύει το αναδυόμενο αστυνομικό κράτος και να προστατεύεται από αυτό.

Κι αν η βάναυση εγκληματικότητα προσγράφεται στους «άγριους» της μεγαλούπολης, η επιτηδείως εκλεπτυσμένη εγκληματικότητα του υπό διαμόρφωση καπιταλιστικού κράτους είναι το άρρητο (ή υπόρρητο) προνόμιο των κυρίαρχων τάξεων. Εν πρώτοις, ο Μπαλζάκ αντιμετωπίζει όλων των ειδών τους κλέφτες με διάθεση ισοτιμίας: Στη σελίδα 70 του «Κώδικα», διαβάζουμε πως οι κλέφτες προσφέρουν εξαιρετικές υπηρεσίες στους ανθρώπους των γραμμάτων, αφότου «εγγράφονται στην πλοκή πληθώρας μυθιστορημάτων». Πράγματι, οι μυθιστορηματικοί κλέφτες δυσχεραίνουν το άρρητο ή υπόρρητο προνόμιο της διφυούς αριστοκρατίας στο πεδίο της λογοτεχνίας.

«Ένας έμπορος που έχει εκατό τοις εκατό κέρδος, κλέβει», γράφει ο Μπαλζάκ στη σελίδα 69 του «Κώδικα». Στη συνέχεια, αναφέρει πως κι ο προμηθευτής, που αναλαμβάνει τη διατροφή 30.000 ανθρώπων για δέκα λεπτά του φράγκου ημερησίως, κλέβει νοθεύοντας τα άλευρα και παραδίδοντας τρόφιμα κακής ποιότητας∙ κλέβει κι εκείνος που καίει μια διαθήκη∙ κλέβει, ασφαλώς, κι εκείνος που επινοεί μια χρηματιστική πυραμίδα: Ήδη από το 1825, προβάλλει το ευθύγραμμο τμήμα μιας διαδρομής από τη μελλοντική Ανθρώπινη Κωμωδία, με το οποίο διασυνδέονται οι εκλεκτοί Ντι Μπουσκιέ, Μινορέ, Νουσινγκέν (ο χρηματιστής βαρόνος!). «Και το αληθινό ταλέντο συνίσταται στο να κρύβεται η κλοπή κάτω από μια επίφαση νομιμότητας: Νιώθουμε φρικτά να παίρνουμε το βιός του αλλουνού, αυτό πρέπει να έρχεται από μόνο του σε μας. Οι επιδέξιοι κλέφτες γίνονται αποδεκτοί στον καλό κόσμο, περνούν για αξιαγάπητοι άνθρωποι».

Στο περιθώριο αυτού του κραταιού (και κρατικού, μ’ έναν τρόπο) εγκλήματος, μορφοποιούνται εκείνοι οι «περικλεείς λωποδύτες», «les fameux flibustiers»∙ η «αγριότητα» της καταγωγής προσδιορίζει και τη «βαναυσότητα» των πρώτων εγκλημάτων τους. Καταγγέλλουν τον κόσμο του εκλεπτυσμένου εγκλήματος που τους έστειλε στα κάτεργα, αλλά θέλουν και να του μοιάσουν. Ο Βοτρέν αναρωτιέται στον Μπαρμπα-Γκοριό: «Γιατί μονάχα δυο μήνες κάθειρξη στον δανδή, ο οποίος μέσα σε μια νύχτα αποσπά από ένα παιδί το ήμισυ της περιουσίας του και γιατί το κάτεργο δίχως ελαφρυντικά για τον φτωχοδιάβολο, ο οποίος κλέβει ένα χαρτονόμισμα των χιλίων φράγκων;». Ωστόσο, στο ίδιο μυθιστόρημα, ο Βοτρέν υπόσχεται να δείξει στον φέρελπι Ραστινιάκ «τα διάκενα απ’ όπου μπορούμε να περάσουμε μέσα από το δίχτυ του Κώδικα», δηλαδή του ποινικού ή του αστικού κώδικα, αλλά και του μπαλζακικού «Κώδικα», καθ’ οδόν προς την Ανθρώπινη Κωμωδία.

Στη σελίδα 93 αυτού του «Κώδικα» διαβάζουμε ότι «οι άγνωστοι πράκτορες της αστυνομίας σχηματίζουν έναν κόσμο χωριστά, για τον οποίο κανείς δεν θα μάθει, εκτός εάν ο κύριος Βιντόκ δημοσιεύσει τα Απομνημονεύματά του». Ο «κύριος Βιντόκ» δημοσίευσε τα Απομνημονεύματά του το 1828-1829, ωστόσο μια αναφορά ενός διευθυντή της αστυνομίας, του Ζαν Ανρί, από το 1814 είναι ιδιαιτέρως κατατοπιστική για το πώς ο βαρυποινίτης Βιντόκ βρέθηκε από τα κάτεργα του 1796 διευθυντής της Ασφάλειας το 1832, χρονιά κατά την οποία ακόμα μία εξέγερση πνίγηκε στο αίμα. «Τέτοια άτομα έχουν τη μεγαλύτερη χρησιμότητα για την Ασφάλεια στο Παρίσι», έγραφε ο Ανρί 18 χρόνια νωρίτερα: Κλέφτες και δολοφόνοι αναλάμβαναν να καταδιώξουν κλέφτες και δολοφόνους∙ λίγο αργότερα, ήταν εξουσιοδοτημένοι να κάνουν το ίδιο με όποιον ανακηρυσσόταν εχθρός του καθεστώτος εντός των τειχών. «Ο Βιντόκ», γράφει ο παλιός προϊστάμενος αυτού του βασιλιά των χαφιέδων, «εμφανίζεται με πολλά κοστούμια».

Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και με τον μυθιστορηματικό βαρυποινίτη Βοτρέν, ο οποίος, επίσης, από το κάτεργο και το περιθώριο αναδεικνύεται εγγυητής της Ασφάλειας στο κράτος της Ανθρώπινης Κωμωδίας. «Η ακατανόητη επίφαση του Παρισιού» (φράση από τον Μπάρμπα-Γκοριό) γίνεται πιο κατανοητή, όταν αντιληφθούμε πόση ανάγκη έχει το εκλεπτυσμένο έγκλημα της κυριαρχίας από μία συγκεκριμένη όψη της εγκληματικότητας των βάναυσων, πώς ο συγκερασμός τους γίνεται «το νόμισμα μιας καινούριας βασιλείας», «la monnaie d’un nouveau règne».

Η ένδεια, η στέρηση και η α – πορία μπορούν να πυροδοτήσουν τη «μακρινή» κοινωνική επανάσταση∙ συγχρόνως, όμως, μπορούν να προμηθεύσουν τον ιστορικό Βιντόκ και τον μυθιστορηματικό Βοτρέν, τον οποίο χρειάζονται ο Ραστινιάκ και ο Νουσινγκέν, επομένως και τα πρότυπά τους στην «πραγματική πραγματικότητα». Είναι, μήπως, τυχαίο πως όταν ο Βιντόκ πήρε τη σύνταξή του από τον δρόμο της κρατικής αρετής, ίδρυσε στο Παρίσι ένα γραφείο οικονομικών πληροφοριών;

Το Παρίσι του Κώδικα των εντίμων ανθρώπων και της Ανθρώπινης Κωμωδίας, εν γένει, δεν είναι ένα αδιατάρακτο ταξινομικό σύστημα, αλλά μια δυσαρμονική σύγκραση ανταγωνιστικών προοπτικών. Ή, με τις διατυπώσεις του Λούκατς, «απότομη συρροή», «εκρήξεις», «κατακλυσμός συμβάντων», «τρομακτικά ακριβής και τυπική εικόνα της αστικής κοινωνίας» – και των εγκλημάτων της.

Νίκος Σκοπλάκης

(*) Οι σελίδες όπως παραδίδονται στον τόμο «Œuvres diverses».

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Πλατφόρμα μάχης για την επανοικειοποίηση του ρεμβασμού.