Η Τόνια Κοβαλένκο
μεταφράζει στα αγγλικά
τρεις ποιήτριες γεννημένες τη δεκαετία του ’80:

Βασιλεία Οικονόμου – Κατερίνα Ζησάκη – Δήμητρα Αγγέλου.

 

 

Βασιλεία Οικονόμου
(Πειραιάς, 1983)


 

Μαθήματα γλώσσας

Να μιλάς όμορφα
έλεγε η μάνα μου
Μου μάθαινε να λέω
Ατέρμονος
Ευπροσήγορος
Προσηνής

Είναι δύσκολες αυτές οι λέξεις;

Τώρα, δοκίμασε να πεις

Αντίο

Language lessons

Speak nicely,
my mother used to tell me
She taught me how to say
Fathomless
Congenial
Gracious

Are these words hard to pronounce?

Now, try saying
Goodbye

 

Επίλογος

Θα σου πω προτού φύγω πως
αν ξαναβρώ το φεγγάρι στο δρόμο
δεν το κρεμάω στον ουρανό.
Πλήθυναν οι κρεμασμένοι.

Θα το φάω

Χρειάζομαι λίγο φως

Epilogue

Before leaving let me tell you that
If I find the moon lying in the street again
I’m not hanging it back on the sky
the hanged ones have multiplied.

I’ll eat it

I am in need of light

(Το Υπόλοιπο της Αφαίρεσης, Εκδόσεις Γκοβόστη 2015)

 

Από τότε που έμαθα να μετράω άρχισα να φοβάμαι τους αριθμούς
-οτιδήποτε άπειρο εξαντλείται στον άνθρωπο-
«Σκέτη τρομοκρατία», είπες.

Η άνοιξη με βλέμμα αφέντρας σηκώνει τον κόσμο ψηλά·
ὀμως το χιόνι, έχει αγκαλιά φιλεύσπλαχνη γι’ αυτούς που πέφτουν.

From the moment I learned how to count, I began to fear numbers
-anything infinite runs short in man –
“That’s pure terrorism”, you said.

Spring, with a dominatrix look, raises the world up high
but snow reserves a merciful embrace for those that fall.

(“εφήμερα ζώα”, Εκδόσεις Θράκα, 2018)

 

το λουλούδι της ευτυχίας

Η κυρία Μπάτλερ
πέθανε απόψε
Ξαφνικά, μαράθηκε

Σκέφτεσαι τι έφταιξε
Ίσως που της άλλαξες τη γλάστρα
– τέτοια φυτά θέλουν μια κάποια σταθερότητα –
ή το νερό, είναι αλλιώτικο
στο Παρίσι

Ίσως να πνίγηκε,
πιθανόν αυτό, λες
Όπως τόσοι και τόσοι άλλοι

Ύστερα
την τοποθέτησες προσεκτικά σε μια σακούλα
την έβαλες στον κάδο ανακύκλωσης
και μου είπες
ότι δεν μένει τίποτε άλλο εδώ για εμάς
και είναι ήδη καλοκαίρι
Η θάλασσα έχει φτάσει στο μπαλκόνι
Μπορεί πλέον η καθεμιά
να πνιγεί από μόνη της

the flower of happiness

Mrs. Butler
died tonight
She suddenly withered

You wonder what might have gone wrong
Maybe the fact that you replanted her
– plants like these need a certain stability –
or maybe the water is different
in Paris

Maybe she drowned,

that’s quite probable, you say
like so many others have

You then carefully

place her in a plastic bag,
deposite her in the recycling bin
and tell me there’s nothing left here for us
besides, it’s summer already
The sea has reached the balcony
Each one of us may now drown
by herself

 

Είμαστε σύννεφα απο νεύρα και αίμα
Ρουφάμε λαίμαργα τον καπνό
που αφήνει πίσω της η εξάτμιση
του χρόνου
Θέλουμε
ένα ακριβό αμάξι
να γίνει το σώμα μας
Ένα αυτόματο όπλο
το στόμα μας
Τα χέρια μας δυο γαλλικά κλειδιά
να ξεβιδώνουνε τα μέλη του Θεού

Κλαίμε
που είμαστε ζεστοί
Θα θέλαμε βεβαίως να είμαστε κάτι
που δεν εξατμίζεται

Μα όλο νερό και σάρκα εντέλει
Κι ένα περίπτερο στο στήθος μας
που ανοιγοκλείνει

Ήρθες εσύ, πήρες τσιγάρα

Κάηκε ο τόπος

We are clouds made of nerves and blood
We greedily inhale the smoke
left behind by the exhaust
of time
We want
our body to become
an expensive car
our mouth
an automatic gun
our hands two adjustable spanners
that unscrew God’s limbs
We weep
for being so warm
we would of course prefer to be something
that does not evaporate

Yet we’re all water and flesh

and there’s a kiosk
opening and closing
in our chest

You came, bought some cigarettes
the place went up in flames

 

Θυμάμαι πως κάποτε
έκανα έρωτα σε μια γυναίκα
στο ίδιο στρώμα που εγκατέλειψε
το σώμα του
ο πατέρας μου

Κοιμηθήκαμε έτσι όλοι μαζί
και μοιραστήκαμε πρώτη φορά
το ίδιο όνειρο

I remember I once
made love to a woman
on the same mattress
my father abandoned
his body forever

Thus all three of us
slept together
and shared the same dream
for the very first time

(*τα τελευταία τρία ποιήματα είναι ανέκδοτα)

.

.

.

Κατερίνα Ζησάκη
(Λάρισα, 1984)

 

σελίδα 23

αν είχαμε δυο τρεις ώρες στη διάθεσή μας
θα μπορούσα να σου ζωγραφίσω
όπως ζωγραφίζουν τα παιδιά στις μανάδες τους
χωρίς να ξέρουν τι είναι μάνα
θα σου έφτιαχνα νερό με λεμόνι και δυόσμο
και θα φιλούσα τον αφαλό σου καθώς θα ανέλυες
την ενδέκατη θέση για τον Φόυερμπαχ
ύστερα θα μ’ έβγαζες φωτογραφίες
ενώ θα’ ψαχνα επίμονα να βρω ορίζοντα
απ’ το παράθυρο που βλέπει στον ακάλυπτο
-τα στήθη μου στο κρύο τζάμι –
αν είχαμε δυο τρεις ώρες θα προσπαθούσα
να σ’ αγαπήσω περισσότερο από μένα
όμως η επανάσταση στην ημερήσια διάταξη είπες
αυτά μπορούν και οφείλουν ν’ αναμείνουν
σκουπίζεσαι και φεύγεις
σου στρίβω τσιγάρο
να το καπνίσεις στο δρόμο

page 23

if we had a couple of hours to spare
I could paint for you
like children paint for their mothers
without even knowing what a mother is
I’d bring you water with lemon and mint
and kiss your bellybutton while you’d be explaining
the eleventh thesis on Foyerbach
then you would take pictures of me
while I’d be insistently looking for a piece of sky
through the window facing the backyard
– my breasts pressed on the cold glass –
if we had a couple of hours I would try
to love you more than I love myself
but the revolution is on the agenda you said
all the rest can and ought to wait
you wipe yourself and go
I roll a cigarette for you
to smoke on the way

(Ιστορίες απ’ το Ονειροσφαγείο, Μανδραγόρας, 2014)

 

ό,τι είναι ας γίνει

θα ήθελα η ποίησή μου
να είναι ελεύθερη
όπως εκείνη τη φορά στη
θάλασσα χωρίς τα ρούχα
όχι – καλύτερα

όπως μια νύχτα απα-
γορευμένα στο ασανσέρ

ή πιό καλύτερα όπως τότε που
το σκάσαμε απ’ τη μάντρα
κι όπως εκείνη τη φορά που
σκέφτηκα πως θα σας χαιρετούσα

θα ήθελα να είναι ελεύθερη
να κάνει ό,τι θέλει
όχι
θα ήθελα
όπως εκείνη τη φορά
που απο ντροπή κρατήθηκα
κι έτρεχα και βιαζόμουν
όμως στο τέλος μ’ ένα
απλό ό,τι είναι ας γίνει
το κάτουρο ζεστό
πλημμύρισε τα πόδια μου
έτσι ελεύθερη θα ήθελα τὴν ποίηση
και τη δική μου

let it happen

What I want is for my
poetry to be free
like that time in the sea
without our clothes
no – better still

like a night un-
lawfully in the elevator

or better still like the time

we escaped from the yard
and that other time when
I thought I was bidding you farewell

I’d like it to be free
to do whatever it pleases
no
I’d like it to be
like that time
when I held it in, out of shame
and ran in haste
but finally,
with a simple let it happen
the hot urine
flooded my legs
that’s how very free
I’d like my poetry to be

 

Waltzing Matilda

δε γίνεται να ευτυχήσουμε ποτέ
είπε η Ματίλντα
και έσπρωξε την πόρτα από το πόμολο
κι εκείνο έπεσε
διόλου καλά στερεωμένο καθώς ήταν
όπως όλα τα πόμολα
όπως όλα τα πράγματα
διόλου καλά στερεωμένα
ετοιμόρροπη ζωή είπε η Ματίλντα
πέρασε πάνω από το πόμολο
και έφυγε
πήγε να βάλει ένα κομμάτι μουσική
ενώ το πόμολο περίμενε στο πάτωμα
κάποιον να το στερώνει σταθερά μετά τις πτώσεις
δε γίνεται να ευτυχήσουμε ποτέ
ακούστηκε στο διάδρομο η Ματίλντα
Waltzing Matilda
Waltzing Matilda
You’ll come a-waltzing Matilda with me

Waltzing Matilda

we can never be happy
Matilda said
and pushed the door from its knob
and the knob fell
loosely attached as it was
like all knobs
like all things
ramshackle life Matilda said
she stepped over it
and left
went to put a piece of music on
while the knob waited on the floor
for someone to tightly attach it after every fall
we can never be happy
came Matilda’s voice from the corridor
Waltzing Matilda
Waltzing Matilda
You’ll come a-waltzing Matilda with me

(‘μισέρημος’, Μανδραγόρας, 2018)

 



    λεπρός μεσσίας

κάνω μια λίστα με τ’ άγρια ζώα της περιοχής μου
φοβάμαι πώς να πάω ως την κουζινα
κατασπαράσσουν

μην κλαις
θα πεθάνουμε

είναι συνήθεια που αποκτά κανείς παιδί
δε θέλω να’σαι δυνατός μα να φοβάσαι
να πάω εγώ για να σου φέρω το νερό
να πρέπει να διασχίσω το διάδρομο
να σώσω κάποιον

leprous Messiah

I make a list of the wild animals in my area
I’m afraid to walk to the kitchen
they devour you

don’t cry
we’ re gonna die

it’s a habit one develops in childhood
I don’t want you to be brave but to be scared
let me fetch the water for you
so that I have to cross the corridor
and save someone

 

καμιά φορά στα όνειρα
αρπάζω το κεφάλι μου
κομμένο απ’ τα μαλλιά
το φέρνω απέναντι
βλέπω
τα μάτια απροσδιόριστα
το ίδιο κεφάλι
στους ώμους ύστερα
σκέφτεται αν
μπορεί να κοιτάξει

in dreams sometimes
I grab my severed head
from the hair
I hold it facing me
I look into
the eyes obscurely
back on the shoulders afterwards
the same head
wonders if
it can see

(τα δύο τελευταία από ανέκδοτη συλλογή)

 

 

Δήμητρα Αγγέλου
(Αθήνα, 1984)

 

 

Είχε συσσωρευτεί γύρω απ΄ τα μάτια της
λίγος χρόνος από τα πριν
και λίγος χώρος από τα μετά
Βύθιζε μέσα τους το κουταλάκι του γλυκού
και του πικρού
τα δοκίμαζε
κι έριχνε κλεφτές ματιές
στο υπέροχο σερβίτσιο της
Ήθελε η ζωή να της πει ένα παραμύθι
Μετά
Θα έπεφτε για ύπνο

Από ψηλά

Around her eyes it gathered
a slice of time from the past
and a slice of space from the future
She dipped the teaspoon
of sweet and sour inside
and tasted it
while throwing glances at
her lovely chinaware
She wanted life to tell her a tale
Then she would go lie down

From up high

 

Σε λίγο η αγάπη μου θα μεγαλώσει τόσο
Που θα μαζεύει απ’ τον τάφο της λουλούδια

My love will soon have grown so much
it will start picking flowers from its grave

 

Σκορπισμένα τα μέλη μας στο δωμάτιο
χέρια κομμένα, μάτια δεμένα
αστράγαλοι και ώμοι πεταμένοι στο πάτωμα 

Θέλουν άλλαγμα τα σεντόνια
Θέλει άλλαγμα ο χρόνος
Κι εγώ δεν μπορώ…

Από την άλλη
μου αρέσει να κάθομαι να μας κοιτώ
μέσα στην τόση εγκατάλειψη

Our limbs scattered around the room
severed arms, blindfolded eyes
ankles, shoulder blades thrown on the floor

The sheets need changing
Time needs to be changed too
And I am unable to…

On the other hand,
It pleases me to sit and look at us
amidst all this neglect

 

Παλιά είχα ένα όνειρο ζωντανό
Είχα ένα μικρό παιδί, δικό μου
Μα δεν το μεγάλωνα όπως έπρεπε
Το άφηνα ελεύθερο
να πηγαίνει όπου θέλει
να παίζει μ’ ό,τι θέλει
να βάζει τα χέρια στη φωτιά
τα μάτια του στο φως
να τρώει χώμα – και μάλλον
πρέπει να έλεγα πολλά παραμύθια
Παίζαμε μαζί κρυφτό
τρομάζαμε τον Θεό στις εκκλησίες
Μια μέρα έπεσε απ’ τις σκάλες του σπιτιού
σκοτώθηκε
Κάναμε τα αεροπλάνα
Είχε το γέλιο σου
κι όταν έπεφτε ακόμη
είχε το γέλιο σου
Πήρα για πάντα την ηλικία του
ήταν το μόνο που μου άφησε
Έτσι τιμώ τη μνήμη του παιδιού μου
Και γερνάνε και πεθαίνουν
περιμένοντας να μεγαλώσω
με αυτό το γέλιο σου

I once had a vivid dream
I had my own small child,
but I wasn’t raising it as I should
I let it run free
to  go wherever it pleased
to play with whatever it wanted
to place its hands on fire
stare at the sun
eat soil from the ground – and I guess
I must have told lots of fairytales
We played hide and seek together
We made God take fright in churches
One day the child fell from the stairs
and died
We used to imitate flying aeroplanes
It laughed like you
Even as it fell
it had your laugh
I adopted the child’s age forever
it was the only thing it left me with
That’s how I honor my child’s memory
While they grow old and die
waiting for me to grow up
with that laugh of yours.

(Χέρια Παλίρροιας, Γαβριηλίδης, 2015)

 

Είμαι το άλλο μισό
ενός ποιητή που έχω επινοήσει

Για να μην κάνει το λάθος
και νιώσει ολόκληρος ποτέ

I am the other half
of a poet I have invented

In case he makes the mistake
of ever feeling whole

               (Σπασμένα Άλογα, Γαβριηλίδης, 2017)

 

στον Άγγελο

η μνήμη του παίζει με τα σαλιγκάρια
αυτός που δεν πρόλαβε να μετανιώσει για τίποτε 

οι άγγελοι είναι πλάσματα που δεν ξεχνούν
έτσι κάθε νύχτα κατεβαίνουν στον τάφο του
με τα φτερά τους χαράζουν απαλά το πρόσωπό του
σχηματίζοντας ρυτίδες
αφήνουν λίγα λευκά πούπουλα στα μαλλιά του
να μεγαλώνει μέσα στον χρόνο και αυτός

for Angelos

his memory plays with snails
he who didn’t get to regret for anything

since angels are creatures that don’t forget
they descent every night to his grave
and with their wings they gently carve
wrinkles on his face
they leave a few white feathers on his hair
so that he too can grow old over time

(Ημερολόγια μελισσιού, Σμίλη 2020)