Ανιψιός του Oscar Wilde, διάσημος μποξέρ, ποιητής, προβοκάτορας, άμεσος πρόδρομος του ντανταϊσμού και του υπερρεαλισμού, εκδότης του περιοδικού Maintenant (1912-1915), που έγραφε και εξέδιδε μόνος, κάτω από μια σειρά ψευδωνύμων. Οι συστάσεις αυτές μας δίνουν μια ιδέα του Arthur Cravan (1887-1918, ψευδώνυμο του Fabian Avenarius Lloyd), έστω σύντομη, ενός ανθρώπου του οποίου αν παραθέταμε περισσότερα βιογραφικά στοιχεία, ο βίος του θα έμοιαζε με λαχανιασμένο αγώνα δρόμου «που δεν προορίζεται για κάποιο τέρμα, αλλά για μιαν έκρηξη, όπως στα καρτούν, ή μια φαντασμαγορική σύγκρουση ανάμεσα σε σακαράκες (…)», όπως σημειώνει ο Νίκος Σταμπάκης που καταπιάστηκε με τη μετάφραση του Maintenant στα ελληνικά*.

Στο τρίτο τεύχος του περιοδικού, τον Οκτώβριο-Νοέμβριο του 1913, ο Cravan δημοσιεύει ένα κείμενο με τον τίτλο «Ο Oscar Wilde ζει!», στο οποίο περιγράφει μια φανταστική συνάντηση με τον θείο του. Η αδελφή του πατέρα του Cravan, η συγγραφέας Constance Mary LLoyd Wilde (1858-1898), υπήρξε σύζυγος του Wilde. Πιο συγκεκριμένα, στο κείμενο ο Cravan φαίνεται να περιγράφει ένα όνειρο της νύχτας της 23ης Μαρτίου 1913 στο Παρίσι, όταν ο θείος του τον επισκέφθηκε στο δωμάτιο όπου κοιμόταν για να του φανερώσει έτσι ότι ακόμα ζούσε: ο νεκραναστημένος Oscar Wilde, εάν δεν είχε πεθάνει το 1900, θα ήταν τότε στο όνειρο 59 χρόνων. Και έτσι, ο Cravan που υποτίθεται ότι ξυπνάει από τον ύπνο του, αντικρίζει έναν ώριμο άντρα με γένια λευκά και αραιά μαλλιά.

Ακολουθεί, λοιπόν, ένα παράθεμα από τη συνάντηση αυτή μέσω της οποίας γινόμαστε κι εμείς μάρτυρες ενός φανταστικού Oscal Wilde. Βρισκόμαστε στο σημείο όπου ο Wilde έχει θρονιαστεί σε μια πολυθρόνα και ο ανιψιός του τον παρατηρεί…

 

[O Oscar Wilde ζει!]

 

… Άρχισα έτσι να τον μελετώ. Κατ’ αρχάς, εξήτασα το κεφάλι, που ήταν μαυρισμένο, με βαθειές ρυτίδες, και σχεδόν φαλακρό. Η σκέψη που με κυρίευσε  ήταν ότι ο Wilde έμοιαζε πιο πολύ μουσικός παρά πλαστικός, δίχως να σκεφθώ να δώσω μια πιο ακριβή έννοια σ’ αυτόν τον ορισμό· τω όντι, πιο πολύ μουσικός παρά πλαστικός. Προπάντων, τον έβλεπα ως σύνολο. Ήταν ωραίος. Όπως καθόταν στην πολυθρόνα του, είχε κάτι από ελέφαντα· ο κώλος συνέθλιβε το κάθισμα που τον στένευε· εμπρός σ’ αυτά τα πελώρια μπράτσα και μπούτια προσπαθούσα πλήρης θαυμασμού να φαντασθώ τα θεία αισθήματα που θα έπρεπε να διακατέχουν τέτοια μέλη. Παρατήρησα τον όγκο του παπουτσιού του· το πόδι ήταν σχετικά μικρό, λιγάκι πλατύ, κάτι που θα πρέπει να προσέδιδε στον κάτοχό του τ’ ονειροπόλο και ρυθμικό βάδισμα των παχυδέρμων, και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να τον μετέτρεπε μυστηριωδώς σε ποιητή. Τον λάτρευα επειδή έμοιαζε με πελώριο κτήνος· τον φανταζόμουν να χέζει απλά, σαν ιπποπόταμος· και η εικόνα με σαγήνευε, λόγω της αγνότητας και ακριβείας της· διότι, δίχως φίλους με κακές επιρροές, θα πρέπει να τις περίμενε όλες από τα ολέθρια κλίματα, και τώρα μάλλον επέστρεφε από τις Ινδίες, τη Σουμάτρα, ή αλλού. Ήταν βέβαιο ότι επιθυμούσε να καταλήξει κάπου με ήλιο –ίσως στο Ομπόκ- και σ’ ένα τέτοιο μέρος τον φανταζόμουν ποιητικά, στο οργιώδες πράσινο της Αφρικής, εν μέσω της μουσικής των μυγών, να κάνει ολόκληρα βουνά περιττωμάτων.

Εκείνο που ενίσχυε την ιδέα μου αυτή, είναι ότι ο νέος Wilde ήταν σιωπηλός, κι ότι είχα γνωρίσει έναν ταχυδρόμο, εξ ίσου σιωπηλό, που θα είχε καταλήξει ηλίθιος, αλλά έμοιαζε να έχει σωθεί, επειδή είχε πάει να μείνει στη Σαϊγκόν.

Εν τέλει, τον παρατήρησα καλύτερα (…) και πάλι δεν μπορούσα ν’ αποφύγω τη σκέψη ότι ήταν πιο πολύ μουσικός παρά πλαστικός· ότι, με τέτοιο παρουσιαστικό, δεν μπορούσε να είναι μήτε ηθικός μήτε ανήθικος· κι ήμουν έκπληκτος που ο κόσμος δεν είχε διαμορφώσει πιο νωρίς την άποψη ότι είχε ενώπιόν του έναν απολωλότα.

Η πρησμένη μορφή ήταν νοσηρή· τα χείλη χοντρά, αναιμικά, απεκάλυπταν πότε-πότε δόντια σάπια και χοιραδικά, ντυμένα με χρυσό· μια μακριά καστανόλευκη γενειάδα –αντιλαμβανόμουν σχεδόν πάντα το καστανό, μην μπορώντας ν’ αποδεχθώ το λευκό –σκέπαζε το πηγούνι του. Έλεγα πως οι τρίχες ήσαν ασημιές, ενώ δεν ήσαν, γιατί είχαν κατιτί το καβουρδισμένο, η τούφα που σχημάτιζαν έμοιαζε σαν βαμμένη από τη θερμή απόχρωση του δέρματος. Είχε φυτρώσει, έτσι ανέμελα, όπως μακραίνει ο χρόνος, ή η ανατολίτικη ανία.

Μόλις αργότερα πήρα είδηση ότι ο επισκέπτης μου γελούσε συνεχώς, όχι μ’ εκείνη τη νευρική σύσπαση των Ευρωπαίων, αλλά κανονικά. Εν τέλει, πρόσεξα το ντύσιμό του· πρόσεξα ότι φορούσε κουστούμι μαύρο και μάλλον παλιό, κι αισθάνθηκα την αδιαφορία του για την ενδυμασία.

Ένα λαμπρό μονόπετρο, που δεν μπορούσα να μην ζηλέψω, άστραφτε στο μικρό δάχτυλο του αριστερού του χεριού, κι ο Wilde καμάρωνε πολύ γι’ αυτό.

Είχα βρει μια μποτίλια τσέρρυ-μπράντυ στην κουζίνα, κι είχα ήδη βάλει κάμποσα ποτήρια. Καπνίζαμε επίσης του σκοτωμού. Είχα αρχίσει να χάνω τη συστολή μου και να γίνομαι θορυβώδης· τότε επέτρεψα στον εαυτό μου να του θέσω τούτη τη χυδαία ερώτηση:

«Δεν σας ανεγνώρισαν ποτέ;»

«Βεβαίως, πολλές φορές, προπάντων στην αρχή, στην Ιταλία. Μια μέρα μάλιστα, στο τραίνο, ένας άνδρας που καθόταν απέναντί μου με κοιτούσε τόσο έντονα που ήθελα να κρυφτώ πίσω από την εφημερίδα μου, για να ξεφύγω απ’ την περιέργειά του· γιατί δεν αγνοούσε διόλου ότι εκείνος ο άνδρας ήξερε πως ήμουν ο Sebastian Melmoth[1]». O Wilde επέμενε ν’ αυτοαποκαλείται έτσι. «Και το πιο τρομερό είναι ότι ο άνδρας με ακολούθησε, όταν κατέβηκα απ’ το τραίνο –θαρρώ πως ήταν στην Πάδοβα-, κάθισε απέναντί μου στο εστιατόριο· κι αφού μάζεψε διάφορους γνωστούς του, κάτι που αγνοώ πώς το κατάφερε, γιατί έμοιαζε να είναι ξένος, σαν κι εμένα, επεδόθη στον απαίσιο αστεϊσμό να εκστομίζει μεγαλόφωνα το όνομα με το οποίο υπέγραφα, ως ποιητής, υποκρινόμενος ότι συζητούσε περί του έργου μου. Κι όλοι με διαπερνούσαν με τα βλέμματά τους, για να ιδούν αν έμοιαζα ενοχλημένος. Δεν είχα άλλη διέξοδο από το να εγκαταλείψω αμέσως την πόλη. Συνάντησα επίσης κάποιους που είχαν μάτια πιο βαθειά από τους άλλους ανθρώπους, και που μου έλεγαν σαφώς, δια τον βλεμμάτων τους: ‘Σας χαιρετώ, Sebastian Melmoth!’ ».

Αισθάνθηκα εξαιρετικό ενδιαφέρον, και προσέθεσα:

«Ήσασταν εν ζωή, ενώ όλος ο κόσμος σάς νομίζει νεκρό· ο κ. Davray[2], φερ’ ειπείν, με έχει διαβεβαίωσει ότι σας άγγιξε κι είχατε πεθάνει».

«Θαρρώ ότι όντως είχα πεθάνει», απάντησε ο επισκέπτης μου, με μια φριχτή φυσικότητα, που μ’ έκαμε να φοβηθώ για το λογικό του.

«Όσο για μένα, η φαντασία μου σας έβλεπε πάντοτε στον τάφο, μεταξύ δύο ληστών, σαν τον Χριστό!».

Κατόπιν ρώτησα κάποιες λεπτομέρειες σχετικά μ’ ένα μπρελόκ που κρεμόταν στην αλυσίδα του ρολογιού του, το οποίο, καθώς μου είπε, δεν ήταν άλλο από το χρυσό κλειδί της Μαρίας Αντουανέττας, που άνοιγε τη μυστική πόρτα του Μικρού Τριανόν.

Συνεχίζαμε να πίνουμε, κι εγώ, παρατηρώντας ότι ο Wilde είχε παραζωηρέψει, έβαλα σκοπό να τον μεθύσω· γιατί είχε πλέον μεγάλες εκρήξεις γέλωτος, και χτυπιόταν πάνω στην πολυθρόνα του.

Ξανάρχισα:

«Έχετε ιδεί μήπως το φυλλάδιο που ο André Gide –τι ζώον!- δημοσίευσε για σας; Δεν κατάλαβε ότι τον εμπαίζατε στην παραβολή εκείνη, που η κατακλείδα της θα πρέπει να είναι: ‘Οπαδός να σου πετύχει!’. Ο καημένος, δεν το πήρε προσωπικά! Και, πιο κάτω, εκεί που λέει για τη συνάντησή σας στην ταράτσα ενός καφέ, το είδατε εκείνο το χωρίο, όπου αυτός ο σπαγγοραμμένος υπαινίσσεται ότι σας έδωσε κι ελεημοσύνη; Πόσα σας έδωσε; Ένα λουδοβίκι;»

«Εκατό πεντάρες», δήλωσε ο θείος μου με ακαταμάχητη κωμικότητα.

Συνέχισα:

«Έχετε διακόψει εντελώς την παραγωγή σας;»

«Ω! όχι! Ολοκλήρωσα τα Απομνημονεύματά μου. Θεέ μου! τι αστείο! Ετοιμάζω έναν ακόμη τόμο ποίησης, κι έχω γράψει τέσσερα θεατρικά έργα… για τη Sarah Bernhardt!» ανεφώνησε, μ’ ένα πολύ ηχηρό γέλιο. «Αγαπώ πολύ το θέατρο, αλλά δεν αισθάνομαι άνετα μέχρι να καθίσουν όλοι οι χαρακτήρες μου και να πιάσουν κουβέντα».

«Ακούστε, γέρο μου» -είχα αρχίσει τις οικειότητες- «θα σας κάμω μια μικρή πρόταση, και συνάμα θ’ αποδείξω ότι είμαι γνωστικός διευθυντής. Ιδού λοιπόν: εκδίδω μια μικρή λογοτεχνική επιθεώρηση, όπου σας έχω ήδη εκμεταλλευθεί –είπαμε, λογοτεχνική επιθεώρηση-, και θα σας ζητήσω ένα βιβλίο σας που θα το εκδώσω ως μεταθανάτιο έργο· εάν όμως προτιμάτε, μπορώ να γίνω και ιμπρεσάριός σας· θα σας υπογράψω αμέσως ένα συμβόλαιο για μια σειρά ομιλιών περί της σκηνής των μιούζικ χωλ. Αν βαριέστε να μιλάτε, μπορώ να σας βάλω σ’ έναν εξωτικό χορό, ή μια παντομίμα, με μικρόσωμες γυναίκες».

Ο Wilde το διασκέδαζε ολοένα και περισσότερο. Κατόπιν, άξαφνα και μελαγχολικά, είπε: «Και η Nelly;» (Είναι η μητέρα μου). Αυτή η ερώτηση μου προξένησε μιαν ιδιάζουσα φυσική επίπτωση, καθώς, πολλές φορές, μου είχαν πει μισόλογα σχετικά με τη μυστηριώδη γέννησή μου· και με είχαν διαφωτίσει ελάχιστα, αφήνοντάς με να υποθέσω ότι ίσως ο Oscar Wilde να ήταν ο πατέρας μου. Του αφηγήθηκα όλα όσα ήξερα για εκείνη· προσέθεσε ακόμη κι ότι η κυρία Wilde, πριν πεθάνει, την είχε επισκεφθεί, στην Ελβετία. Του μίλησα για τον κύριο Lloyd –τον πατέρα μου;- θυμίζοντάς του αυτό που είχε πει ο ίδιος κάποτε για εκείνον: ‘Είναι ο πλέον επίπεδος άνθρωπος που έχω γνωρίσει ποτέ’. Διαψεύδοντας τις προβλέψεις μου, ο Wilde έμοιασε να θλίβεται σ’ αυτήν την ανάμνηση.

Περιορίστηκα να πω, σχετικά με το γιο του τον Vyvyan και την οικογένειά του, ό,τι φαινόταν πιθανό να τον ενδιαφέρει· όμως σύντομα κατάλαβα ότι δεν μπορούσα πλέον να κινήσω το ενδιαφέρον του.
(…)

Η μποτίλια του τσέρρυ-μπράντυ είχε αδειάσει, και ξυπνούσε ο αλήτης εντός μου.

Έφερα τρία λίτρα κοινό κρασί, το μόνο πιοτό που είχε μείνει· όταν όμως το προσέφερα στον νέο μου φίλο, εκείνος, με το πρόσωπο κατακόκκινο, έκαμε μια χειρονομία άρνησης.

«Come on! have a bloody drink», ανεφώνησα με προσφορά Αμερικανού μπόξερ, κάτι που φάνηκε να τον σκανδαλίζει.

«Τον Θεό μου! σκότωσα την αξιοπρέπειά σας».

Πάντως δέχτηκε, άδειασε το ποτήρι του με μια ρουφηξιά, κι αναστέναξε:

«Όλη μου τη ζωή, δεν έχω πιει έτσι».

«Πρόσεχε τι λες, γερο-μπέκρο!» φώναξα, βάζοντας κι άλλο πιοτό. Τότε πια, ξεπερνώντας κάθε όριο, βάλθηκα να τον ανακρίνω ως εξής: «Γέρικο ψοφίμι! Πες μου αμέσως πούθε έρχεσαι· πώς έμαθες τον όροφό μου;» Και φώναξα: «Άπαντα, άπαντα γρήγορα· δεν τέλειωσε η παράστασή σου. Α, όλα κι όλα! Δεν είμαι μπαμπάς σου!» Και, εν μέσω πελωρίων ρεψιμάτων, συνέχισα να τον προσβάλλω: «Ε! για πες! Αλητάμπουρα, άχρηστε, παλιόφατσα, σκατό ξυσμένο με το φτυάρι, κάρδαμο αποπάτου, τεμπελόσκυλο, γρια-θείτσα, χοντρο-γελάδα!».

Αγνοώ εάν ο Wilde απήλαυσε αυτόν τον πελώριο αστεϊσμό, όπου το πνεύμα είχε διαγράψει πλήρη κύκλο, εύκολος γύρος όταν είσαι μεθυσμένος, ο οποίος επιτρέπει να διατηρείς, εν μέσω των πλέον εμφανών κοινοτοπιών, όλη σου την αξιοπρέπεια.

(…)

 

.

[1] Ψευδώνυμο του Oscar Wilde όταν ταξίδευε ινκόγκνιτο. Ο «Περιπλανώμενος Μέλμοθ» είναι ο βρυκόλακας-ήρωας του διάσημου ομώνυμου γοτθικού μυθιστορήματος του Charles Robert Maturin, μακρινού συγγενούς του Wilde.

[2] Henry-D. Davray (1873-1944): Γάλλος δημοσιογράφος και μεταφραστής αγγλικής λογοτεχνίας.

 

.


*Απόσπασμα από το βιβλίο Arthur Cravan, Ο Oscar Wilde ζει! και άλλα κείμενα, σε εισαγωγή και μετάφραση του Νίκου Σταμπάκη, εκδόσεις Φαρφουλάς, 2009