Ά λ τ α μ ο ν τ

Ένα θραύσμα από τη «σχάση» (σελ. 83-86)

 

Αυτοέκδοση του Χορόνζον | Download

 

Θέλησα νυστέρι κατά μήκος μιας δρακόντειας αφήγησης. Το βάζω λοιπόν στην κορυφή του μετώπου μου και σκίζω το δέρμα προς τα κάτω. Ανοίγομαι σα φερμουάρ. Πόδι-πόδι βηματίζω εκτός μου. Νιώθω τη σάρκα του πέλματος μου αθήκωτη πάνω στη γη. 

Πονάει τώρα ο αέρας πάνω μου και η γη κάτω μου, χύνεται λιμνώδες το αίμα μου στην καμένη χλόη. Κάτι κροταλίζει στον αέρα και εντείνεται. Είναι τα φάσματα των ποδοβολητών αυτών που χόρεψαν με το στοιχειό του αγέννητου κόσμου τους, αυτών που διατράνωσαν το λόγο του αφέντη σε δάδινη πορεία, αυτών που λούστηκαν με αίμα χοίρου στις αρχαίες πόλεις. Φτάνει το γέλιο τους σαρδόνιο και σπαρταριστό.

Θέλησα να σπάσω την καρδιά μου στα δύο. Βάζω λοιπόν το χέρι μέσα και τραβάω το υγρό, σακουλιασμένο πράγμα. Κόβεται σα τσαμπί, κι είναι μαύρο και σκληρό. Τέμνω κατά μήκος. Ανοίγει απότομα μ’ένα συριστικό θόρυβο, σα νά’ταν τόσο καιρό πιεσμένο σα κάρβουνο. Καπνός τσιγάρου αναδύεται από τα σάπια σωθικά του. Φουντώνει γύρω μου ο χορός. 

Δεν υπάρχει μουσική, μουσική είναι τα ίδια τα γυμνά τους πέλματα στην καμένη χλόη, ένας άλογος χαλασμός. Όσο σουρουπώνει βλέπω και τα περιγράμματα τους. Κάθαρση ή καταποντισμός; Μα τότε σωπαίνουν όλα, και υπάρχει μια φιγούρα στο βάθος.

Είναι επίπονο να περπατήσει κανείς χωρίς δέρμα, αλλά δεν έχω επιλογή. Σέρνω το αίμα μου μέχρι να τον φτάσω. Αργά αργά αρχίζουν να διακρίνονται οι ακμές που εκτείνονται γύρω απ’το πρόσωπο του.

Με βλέπω στα δεκαεπτά. Πελώριες βελόνες τρυπάνε τα μάγουλα μου και το σαγόνι μου, το κρατάνε ανοιχτό. Μου μιλάω σε νοηματική:

Κοίταξε με. 

Μόλις δεκαεπτά κι έχω κάνει την καρδιά μου εργαστήριο. Ποτέ προφανής, ποτέ μαζί. Μόνο ξύπνιος ως άυπνος. Κατοικώ ξαφνικά σκοτάδια. Νοσταλγώ το αδύνατο. 

Πρήστηκαν τα πόδια μου να γυρίζω σπίτι μόνος. Χύθηκαν τα φώτα της λεωφόρου μέσα μου. Ούτε μοναξιά ούτε αγάπη. Αυτές οι λέξεις δεν εφευρέθηκαν ακόμα. 

Μόνο θέλω, μα δεν το ξέρω. Δαγκώνω τη γλώσσα μου να μη γλωσσολαλήσω. Εδώ έχει πάντα συννεφόκαμμα.  

Βάζω τα χέρια μου στα μάγουλα μου, αίματα παντού. Προσεκτικά τραβάω τις βελόνες, κάνω αντίσταση με το άλλο χέρι, πονάω καθώς σέρνεται το μέταλλο μέσα στη σάρκα. Πονάω, δακρύζω.

Με κοιτάω μια τελευταία φορά κι εξαφανίζομαι. Μένουν μια στιγμή παραπάνω τα δακρυσμένα μάτια στον αέρα.

Ολόκληρος, λοιπόν; 

Όπως και νά’χει. Ίσως τώρα μπορώ να σου μιλήσω ευθέως. Αυτό αρκεί – πάει ο καιρός που με ενδιέφεραν οι τελεολογίες. Η αφήγηση τελειώνει εκεί που αρχίζει ο άλλος. Ας συνηθίσουμε στην ιδέα ότι πάντα ξεκινάμε, μόνο ξεκινάμε. 

Μα αυτούς που χόρεψαν πάνω σε αίμα αθώου, ας τους συγχωρήσουμε – παίζανε μόνο με τις καρδιές τους, δεν ξέρανε ότι οι καρδιές τους είναι ατομικές βόμβες. Ακούστε τη φωνή του αθώου που σεργιανίζει στον αέρα. Ακούστε πως άβυσσος είναι ένα ξεροχώραφο που το λένε Άλταμοντ, πως εκεί που πεθαίνουν τα όνειρα το λένε Άλταμοντ.

 

Χορόνζον | «σχάση» [σ. 83-86]

 

 

 

Ολόκληρο το βιβλίο
για κατέβασμα
εδώ

 

 



Ο Χορόνζον είναι δαίμονας αμμοστρόβιλος, που αλλάζει συνεχώς μορφές και φλυαρεί αδυνατώντας να συγκεντρωθεί σε κάποιο σημείο. Παρότι φαίνεται για κάτι έμβιο, ο δαίμονας δεν αποτελεί οντότητα παρά κυκλώνα ενός εκατομμυρίου φωνών.

 

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Πλατφόρμα μάχης για την επανοικειοποίηση του ρεμβασμού.