«Η δουλειά του καλλιτέχνη μοιάζει πολύ με της πόρνης»

Όταν ο διάσημος Έλληνας αρχιμουσικός Δημήτρης Μητρόπουλος σόκαρε τον κόσμο

Το αμερικάνικο περιοδικό LIFE δημοσιεύει, στις 18 Φεβρουαρίου 1946, ένα διθυραμβικό πορτρέτο του Έλληνα συνθέτη και διευθυντή ορχήστρας Δημήτριου Μητρόπουλου (1896-1960). Υπογράφεται από τον κριτικό Winthrop Sargeant και συνοδεύεται από φωτογραφίες. Μία εξ αυτών δείχνει τον Μητρόπουλο ημίγυμνο με μαγιό, κάτι που ενόχλησε τα συντηρητικά πλήθη και εξόργισε τον διευθυντή της ορχήστρας της Βοστώνης Serge Koussevitzky που αποφάσισε έτσι να μην τον χρίσει διάδοχό του. Επιπλέον η φράση του συνθέτη-ασκητή Μητρόπουλου ότι η δουλειά του καλλιτέχνη μοιάζει πολύ με αυτή της πόρνης σόκαρε ιδιαίτερα. Γενικά, στο κείμενο του Winthrop Sargeant διακρίνει κανείς την αφηγηματική ροή του αμερικάνικου success story, διαβάζοντας για τον μουσικό που φθάνει στην αμερικανική Γη της Επαγγελίας και τα στάδια της ζωής του, χωρίς να λείπει ένα «μυστήριο ερωτικό αίσθημα» που σημαδεύει την προσωπική του ζωή. Όπως και να έχει, η σκιαγραφία αυτή, στο συγκεκριμένο ευρείας κυκλοφορίας έντυπο, αποτελεί τεκμήριο της σημαντικής του σταδιοδρομίας. Στη χώρα καταγωγής του, η αθηναϊκή εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ καμαρώνει μεταφράζοντας και δημοσιεύοντας περίπου δυο μήνες μετά, ένα μέρος του εν λόγω άρθρου στο περιοδικό LIFE. Ενισχύουμε σημαντικά την αναφερόμενη μετάφραση, και το παραδίδουμε ακολούθως:

Ο ΣΥΝΘΕΤΗΣ – ΑΣΚΗΤΗΣ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΠΩΣ ΤΟΝ ΠΕΡΙΓΡΑΦΟΥΝ ΟΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ

Ακριβώς πριν από δέκα χρόνια, ένας λιπόσαρκος και φαλακρός Έλληνας έφθασε –ταξιδεύοντας ως επιβάτης τρίτης θέσεως- στην αποβάθρα της Νέας Υόρκης και από εκεί συνέχισε για τη Βοστώνη όπου τον είχαν καλέσει για να διευθύνει μια συναυλία της περίφημης Συμφωνικής Ορχήστρας της Βοστώνης. Το όνομα αυτού ηχούσε «ελληνικότατο»: λεγόταν Δημήτρης Μητρόπουλος. Οι κάτοικοι της Βοστώνης, οι οποίοι πίστευαν πως οι Έλληνες είναι συνήθως «μαγαζάτορες εστίασης», δεν είχαν ποτέ ακούσει το όνομά του. Αλλά κατόπιν συμβουλής του συνθέτη της Συμφωνικής τους, του Serge Koussevitzky, εδέχθησαν να προκαταβάλουν 500 δολάρια για να τον φέρουν από την Ευρώπη στη Βοστώνη για μια εμφάνιση.

Όταν εδόθη η συναυλία και ο Μητρόπουλος ανέβηκε επί σκηνής, οι θεατές παρέστησαν στις πλέον εξωφρενικές κινήσεις και στα πλέον περίεργα πηδήματα. Νόμιζε κανείς ότι ο Μητρόπουλος έπαιζε «μποξ». Αλλά η Συμφωνική Ορχήστρα έπαιξε εκείνη την ημέρα όπως δεν είναι παίξει ποτέ προηγουμένως. Η συναυλία τελείωσε εν μέσω κραυγών ενθουσιασμού και φρενητιωδών χειροκροτημάτων.

Ο Έλληνας αυτός θα συνέχιζε στη Νέα Υόρκη και στη Φιλαδέλφεια όπου τον κάλεσαν σε μια σειρά εμφανίσεων να διευθύνει και άλλες ορχήστρες. Παντού είχε απίστευτη επιτυχία. Οι κριτικοί παίνεψαν τη δυναμικότητα και τη μελωδία την οποία οι μουσικοί ανέπτυξαν υπό τη διεύθυνσή του. Ο Μητρόπουλος πολύ σύντομα έγινε το πρόσωπο για το οποίο μιλούσε όλος ο μουσικός κόσμος της Αμερικής. Οι μουσικοί επισήμαναν την εξαιρετική μνήμη του, η οποία, όπως είπαν, υπερβαίνει και τη μνήμη του Τοσκανίνι. Μίλησαν επίσης για τον εξαίρετο χαρακτήρα του. Δεν έμοιαζε με άλλους μαέστρους. Δεν έχανε στιγμή το πάθος του ενώ διηύθυνε.

Η επίμαχη φωτογραφία του Δημήτρη Μητρόπουλου

Ο μύθος πέριξ του Μητρόπουλου γρήγορα έλαβε τεράστιες διαστάσεις και έξω από τις μουσικές αίθουσες. Οι τρόποι του, το ασκητικό είδος της ζωής του, δημιούργησαν τη φήμη ότι είναι πραγματικά  ένας «καλόγηρος». Ο γυναικόκοσμος, τον οποίο με πολλή ευγένεια, αγνοεί και αποφεύγει, τον ονομάζει «Ελ Γκρέκο» και διηγείται διάφορες ιστορίες πέριξ μιας «αισθηματικής υποθέσεως» η οποία συνέβη στην Ελλάδα. Οι γυναίκες λένε ότι το «αίσθημα» αυτό τον καταδίκασε στο να μη θελήσει ποτέ να παντρευτεί. Διαδόθηκε (και το επιβεβαίωσαν πολλοί μουσικοί) ότι ο Δημήτρης Μητρόπουλος συχνά προσευχόταν στο καμαρίνι του, πριν από τις συναυλίες, και ότι φορούσε στο λαιμό ένα μεγάλο σταυρό, κάτω από το πουκάμισό του. Λίγοι μπόρεσαν να τον γνωρίσουν καλύτερα, αυτόν τον μοναχικό και χαρισματικό Έλληνα. Αγνοούσε όλες τις προσκλήσεις. Είχε ανύπαρκτη κοινωνική ζωή. Έξω από την επικράτεια της μουσικής του, ο ίδιος αποτέλεσε αίνιγμα.  

Σήμερα ο Μητρόπουλος βρίσκεται στη Μινεάπολη όπου διευθύνει –βάσει μόνιμου συμβολαίου- τη συμφωνική ορχήστρα της πόλεως. Εκεί ο μελαγχολικός Μητρόπουλος είναι πασίγνωστος, μέρος της ζωής του τόπου, όπως είναι και το χιόνι που κάθε χειμώνα κρυσταλλώνει τους δρόμους. Τον γνωρίζει και ο τελευταίος ταξιτζής, τον γνωρίζουν και οι σερβιτόροι. Τον συναντά κανείς στους κινηματογράφους της πόλης να περνά πολλές ώρες, προτιμώντας ιδιαίτερα τις ταινίες γουέστερν. Μια φορά το χρόνο η Μινεάπολη «δανείζει» τον Μητρόπουλο στη Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης ή στη συμφωνική της Φιλαδέλφειας. Αλλά χάρη στο Μητρόπουλο, η Μινεάπολη έγινε μια από τις πλέον σημαντικές –από απόψεως μουσικής- πρωτεύουσες του κόσμου.

Στις πρόβες των κονσέρτων, ο Μητρόπουλος θυμίζει περισσότερο μαζορέτα παρά συμφωνικό μαέστρο. Σχεδόν ποτέ δεν κοιτάζει τις παρτιτούρες της μουσικής που προβάρουν. Τις γνωρίζει με τέτοια λεπτομέρεια που αντιλαμβάνεται στη στιγμή το παραμικρότερο λάθος με μεγαλύτερη ακρίβεια από τους μουσικούς του που παίζουν με τις παρτιτούρες μπροστά. Παρά τη μεγάλη φυσική ζωτικότητα που επιδεικνύει ποτέ δεν ιδρώνει ή γκρινιάζει. Μιλάει στην ορχήστρα σαν να είναι οι πιο κοντινοί του φίλοι, που πράγματι πολλοί είναι, εξηγώντας με υπομονή και ενθαρρύνοντάς τους μέχρι να παίξουν ακριβώς με τον τρόπο που επιθυμεί. Ποτέ δεν ξεκινάει μια ορχήστρα χωρίς πρώτα να έχει μάθει απέξω τα ονόματα όλων των συμμετεχόντων σε αυτή. Σε κουβέντες του, παραδέχεται ότι δεν του αρέσει να χρησιμοποιεί τη μπαγκέτα επειδή είναι σύμβολο εξουσιαστικό. «Δεν θέλω να κάνω το αφεντικό», λέει, «μου αρέσει να είμαι σύμβουλος και βοηθός».  

Όταν ο Μητρόπουλος πρωτοέφτασε στη Μινεάπολη, αμέσως τράβηξε την προσοχή επειδή έμεινε σ’ ένα φοιτητικό δώμα της σπουδαστικής εστίας του πανεπιστημίου. Ίσα που χωρούσε μέσα ένα πιάνο, μερικά μπαούλα και ένα παλιό στρώμα όπου κοιμόταν. Η τοπική κοινωνία που είχε άλλη εικόνα για τους συνθέτες ως ανθρώπους που μεγαλοπιάνονται, σάστισε. Με χαρακτηριστική απλότητα –που μπορεί να πηγαίνει πίσω στο συμπατριώτη του τον Διογένη- ο Μητρόπουλος εξηγούσε ότι 3.000 δολάρια το χρόνο ήταν αρκετά για να ζήσει. Τα υπόλοιπα από τα 25.000 δολάρια που ήταν το ετήσιο του εισόδημα, φημολογήθηκε ότι το διαθέτει σε φιλανθρωπίες χωρίς να το λέει. Ορισμένες εξ αυτών έγιναν γνωστές.  Ο Μητρόπουλος βοηθά και υποστηρίζει φοιτητές και μουσικούς.

Μόλις πρόσφατα μονάχα μετακόμισε σ’ ένα ήσυχο πανδοχείο διαμονής, πλησιέστερα στο κέντρο της πόλης, σ’ ένα μικρό διαμέρισμα δυο δωματίων που διαρρύθμισε και πάλι με το λιτό σπαρτιάτικο ύφος του. Ξυπνά κάθε πρωί στις πέντε ακριβώς, ετοιμάζει το πρωινό του που αποτελείται από δυο ωμά αυγά που ρουφάει από το κέλυφος, και ένα φλιτζάνι καφέ. Ακολουθεί η ρουτίνα της ημέρας. Τα βράδια όταν δεν έχει συναυλίες πηγαίνει κινηματογράφο ή διαβάζει στο σπίτι τους αγαπημένους του συγγραφείς (Πλάτων και Κίρκεγκωρ).   

Ο Δημήτρης Μητρόπουλος σηκώνεται κάθε πρωί στις πέντε και ετοιμάζει το πρωινό του: δυο αυγά ωμά που ρουφάει από το κέλυφος και ένα φλιτζάνι καφές.

Ένα καλοκαίρι, κατά τη διάρκεια του πολέμου, έγινε εθελοντής σε μια κινητή μονάδα αιμοδοσίας του Ερυθρού Σταυρού, που ταξίδευε στις αγροτικές περιοχές της πολιτείας της Μινεσότα. Όταν δεν απολύμαινε δοκιμαστικούς σωλήνες, για να αλλάξει λίγο τη ρουτίνα του, έπαιζε boogie-woogie σε αγροτόσπιτα που είχαν πιάνο ενώσω οι ιδιοκτήτες της φάρμας έδιναν το αίμα τους.

Στο πανεπιστήμιο, στον Μητρόπουλο άρεσε να εξηγεί τη μουσική του φιλοσοφία με μεταφορές παραστατικές. Στους έκπληκτους ακροατές του έλεγε  ότι η δουλειά του καλλιτέχνη μοιάζει πολύ με της πόρνης. Πρέπει να κάνεις τους άλλους ανθρώπους να αισθάνονται καλά, ανεξάρτητα από το πώς νιώθεις ο ίδιος, ενώ φεύγοντας πληρώνουν το λογαριασμό.

Συχνά οι φοιτητές ρωτούν τον Μητρόπουλο γιατί δεν παντρεύεται: «Η δουλειά μου δεν μου αφήνει αρκετό χρόνο για να γίνω ένας καλός σύζυγος». Έπειτα συνέχιζε: «Υποθέτω, πως είμαι ένας μοναχικός λύκος».

Η προσωπικότητα του Δημήτρη Μητρόπουλου, όπως γνωρίζουν οι κοντινοί του φίλοι,  διέπεται από έναν θρησκευτικό μυστικισμό που επιδρά στις σκέψεις και πράξεις μιας παράξενης βιβλικής ύπαρξης. Παρά τις μάλλον εκκεντρικές της εκδηλώσεις, δεν έχει ίχνος επίδειξης. Ο Μητρόπουλος απλά παίρνει τη θρησκεία πιο σοβαρά απ’ ό,τι οι περισσότεροι άνθρωποι. Μάλιστα, έτσι έκαμνε από την παιδική του ηλικία στην Αθήνα. Γιος ενός όχι πολύ πετυχημένου έμπορα δερμάτινων, ανεψιός δυο μοναχών και ενός αρχιμανδρίτη της Ελληνικής Εκκλησίας, μεγάλωσε με την ιδέα ότι θα γίνει και ο ίδιος μοναχός και θα ζήσει σ’ ένα εκ των περίφημων μοναστηριών του Αγίου Όρους. Το γεγονός ότι δεν έγινε, οφείλεται στην έμφυτη αντίθεσή του εναντίον κάθε δόγματος και την μεγάλη αγάπη του στην ορχηστρική μουσική, η οποία δεν επιτρεπόταν στις πρακτικές της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.  

Η πρώτη του δημόσια επιτυχία δεν ήταν ως διευθυντής ορχήστρας, αλλά ως συνθέτης του μελοδράματος «Βεατρική», που βασίστηκε σ’ ένα έργο του ποιητή Maeterlinck. Ανέβηκε στην Αθήνα από το θίασο της Κατίνας Παξινού, που πρόσφατα έγινε διάσημη [στην Αμερική] από την ταινία For Whom The Bell Tolls.

Ο Μητρόπουλος σπούδασε στο Βέλγιο. Το 1934 ήταν το έτος της μεγαλύτερης επιτυχίας του και η απαρχή της καταπληκτικής του σταδιοδρομίας. Διηύθυνε τότε τη Φιλαρμονική του Βερολίνου.

Η πραγματική θρησκεία του Δημήτρη Μητρόπουλου είναι η μουσική. Όταν διευθύνει την ορχήστρα, ή όταν πλησιάζει τη σκηνή, καταλαμβάνεται από μια καταφανή κατάνυξη.

Ο Μητρόπουλος εξακολουθεί να εργάζεται ενταντικά. Ίσως στις προσπάθειες να κατακτήσει την τελειότητα στη μουσική να οφείλεται το γεγονός ότι είναι ένας μεγάλος καλλιτέχνης.

 

 

Πηγή: Περιοδικό LIFE, 18.2.1946
Μετάφραση: Εφημ. ΕΜΠΡΟΣ 4.5.1946
Προσθήκες με βάση το αρχικό κείμενο: ΑΣΣΟΔΥΟ

 

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: