«ο Ήχος σαν πλήρωση κάθε μοναδικής στιγμής των Ανθρώπων, τόσο ευαίσθητος και χυμώδης σαν το μωρουδίστικο δάκρυ»

.

Θρυλώδης και με διάχυτη επήρεια στα μουσικά και καλλιτεχνικά γούστα του διαδικτυακού και όχι μόνον underground της δικής μας επικράτειας, ο Μιχάλης Κοκολόγος θα χαρακτηριστεί, αναπόφευκτα μα και δικαιωμένα, ως ένα μοναδικό φαινόμενο έκφρασης και απορρόφησης μιας ανεπανάληπτης γκάμας αισθήσεων και πνευματικών δρόμων. Γνωστός κατεξοχήν για τον μουσικόφιλο λόγο του και επιλογές, τον αξιοσημείωτο εκλεκτισμό του πάνω σε είδη και κατηγορίες που καταφέρνει με μια πνοή να συνενώσει, ο Κοκολόγος συστήνει με τα κείμενα και επιλογές του ένα απάνθισμα του κάλλους της καλλιτεχνίας, όπως τον διαπέρασε και αναταράσσει μέχρι σήμερα.

Πάνκης της παλιάς εποχής που μεγάλωσε και καλλιέργησε μέσα στο πάθος του μια ασυγκράτητη έλξη για ό,τι τον απελευθερώνει, ο Κοκολόγος είναι κάτοχος ενός λόγου ορμητικού όσο κι ακριβή επί της κορύφωσής του· η καρδιά της μουσικής, της μουσικής με τη βαθύτερη, αρχαία σημασία, του συνταιριάσματος θυελλωδών στοιχείων για την επίτευξη μιας μεταλλαγής προς νέες, ενθουσιώδεις μορφές, είναι ένας τόπος όπου φτάνεις μες απ’ τη δική σου πανόμοια τρικυμία.

Στα βάθη της αχανούς έκτασης των αναμνήσεων και σταθμών του στέκει εν τέλει ένας ακλόνητος, θορυβώδης ανθρωπισμός. Το γράπωμά του επί της ανθρώπινης κατάστασης, ο τρόπος του να συμπλέκει την ατομική και συλλογική φουρτούνα με τις εκλεκτότερες, εξοχότερες στιγμές της ανθρώπινης βούλησης κι αισθήματος, βαδίζει χέρι-χέρι με κάθε ξεδίπλωμα του πυριφλεγή του στοχασμού.

Κι όλα αυτά, φυσικά, εκτίθενται απρόσκοπτα μπροστά στο φάσμα της περιώνυμης Δισκοθήκης του, που δεν είναι τίποτε λιγότερο απ’ την αδιάσειστη απόδειξη πως το ανθρώπινο αισθητήριο παραμένει ακόπαστο κι ακόρεστο παρά και πλάι των παθών του, ιδιόρρυθμο μέχρι τέλους και ακατανίκητο.

 

Το πρόβλημα δεν είναι πλέον να κάνουμε τους ανθρώπους να εκφραστούν, αλλά να παρέχουμε μικρά κενά μοναξιάς και σιωπής στα οποία θα μπορούσαν τελικά να βρουν κάτι να πουν.
Οι δυνάμεις καταστολής δεν εμποδίζουν τους ανθρώπους να εκφραστούν, αλλά μάλλον τους αναγκάζουν να εκφραστούν.

Τι ανακούφιση να μην έχεις τίποτα να πεις.
Το δικαίωμα να μην πεις τίποτα, όπου μόνον τότε υπάρχει η πιθανότητα να πλαισιώσεις το σπάνιο
ή, ακόμα σημαντικότερα, αυτό που ίσως αξίζει να πεις.

Albert Ayler: Music Is the Healing Force of the Universe (Impulse!, 1969)

Η Ζωή του υπήρξε πολυτάραχη, αιρετική και καθόλου αναγνώσιμη, κάτι σαν το εξαίσιο πτώμα του Σάτυρου.

Ο ίδιος για μένα θα στέκει σαν φωτεινός φάρος στο μέσον μιας καταιγίδας που δεν τελειώνει ποτέ και θα ’ναι ανεκτίμητος γιατί από μόνος του ήταν η φθορά της αυταπάτης και το ράγισμα του Ήχου.

Έφτιαχνε ήχους μέσα απ’ τα φαντάσματά του και τους ένωνε με τα πληγωμένα του λαρύγγια με τρόπο συγκλονιστικό.
Η Μουσική του ήταν γεμάτη Αγάπη, μόνο που ηχούσε τόσο πονεμένη και τόσο σκοτεινή που σε καθιστούσε συνένοχο.
Κάθε ήχος διαπερνούσε τα εσωτερικά σου τύμπανα, διέλυε κάθε αντίσταση και δονούσε με τρομακτική ένταση κάθε αυταπάτη, αλλά στο βάθος της ήταν ένας θρήνος που αφορούσε τον Άνθρωπο, εκείνο τον Άνθρωπο που αλέθεται καθημερινά στη μηχανή του κιμά με το όποιο κόστος.

Το γιατί τον δολοφόνησαν, όπως και τον Farina, παραμένει σε όλους γνωστό, έτσι δολοφονούν όσους αντιστέκονται, βλέπετε τα σκουπίδια και τους τζουτζέδες ποτέ κανείς δεν τους βλάπτει.

Το τέλος του κατ’ εμέ σήμανε το Τέλος της Jazz σαν εγχειρίδιο Αντίστασης σε καιρούς σκοτεινούς και σε μηχανισμούς σάπιους, σαν πυροδοτικό μηχανισμό ή σαν κακό σπυρί στα κωλομέρια της Μουσικής Βιομηχανίας.

Άνθρωποι σαν τον Ayler θα συνοψίζουν όλα εκείνα που ποτέ κανείς δεν τολμάει ν’ αντικρίσει, πόσο μάλλον να πει σε καιρούς θλίψης.

Το να νιώθεις Αγάπη για τους Άλλους,
μίσος για εσένα.

 

Λατρεύω εκείνους τους Ανθρώπους που γράφουν Ιστορία δίχως να είναι πρωταγωνιστές.

Captain Beefheart and his Magic Band: Safe as Milk (Buddah, 1967)

Όλα όσα είπα ή δεν είπα, όλα εκείνα που κουβάλαγα σαν σταλαγμίτες στο κεφάλι μου και αυτά που στοίχειωσαν κάθε μου επαφή με τον έξω κόσμο, η μικροψυχία ή η μεγαλοκαρδία ενός ανθρώπου που σιχαίνεται το μπετόν και λατρεύει το χώμα, που ζει στη λάσπη και βιώνει την ανικανότητα επαφής σαν πρώτο μέγεθος ηδονιστικής απόλαυσης, που αγαπά τα ζώα περισσότερο απ’ την ανθρώπινη διασκέδαση και τη φθορά περισσότερο απ’ το πέρας του χρόνου, που πληγώνει αλλά πάντα πληγώνεται περισσότερο και συνομιλεί με ό,τι του διαφεύγει, κάθε ηχητική παρεκτροπή που συνωμότησα για να μείνει ζωντανή και ν’ αδράξει φως απ’ το σκοτάδι και κάθε μικρή απόλαυση που έγινε μέσα μου όχημα επιβίωσης σε χρόνια ασχήμιας.

Θα συνεχίσω να συνομιλώ μαζί του σ’ αυτή την αυθεντική ιερογλυφικότητα που θέσπισε κι ας αγνοώ την αλφαβήτα, γιατί οι λέξεις δεν ανήκουν πια σε κανένα σύμπαν και δεν φυλακίζουν την ηχώ της μουσικής του, αυτή την τρομακτική ιερότητα της σύναξης Τοτέμ, σε υπονόμους ή σε Υπόγειες Πινακοθήκες, εκεί που τα πνεύματα ανταλλάσουν γροθιές-συναίσθηματα και σπάνια αγγεία, από τον Leadbelly και τον Robert Johnson στον Ηowlin’ Wolf και τον Dr. John, απ’ τον Vincent Willem van Gogh στον Mark Twain, στον Αlbert Ayler και τον Eric Dolphy…

Όλα αυτά και άλλα τόσα είναι για μένα ο Captan Beefheart.

 

Τι μας έμαθε το Rock ‘n’ Roll;
Ότι η κάβλα έρχεται και παρέρχεται.
Τι μας έμαθε το Punk;
Ότι η εκσπερμάτωση μένει.

 

The Fall: Bend Sinister (Beggars Banquet, 1986)

Κι έχω εδώ έναν κακότροπο τσιρκολάνο, έναν φλογισμένο Εωσφόρο που φοράει τη σήψη της σάρκας του και τα σκατά του μυαλού του σαν τήβεννο στο διάβα του χρόνου, τον αγγελιοφόρο του κακού που συλλέγει συλλήβδην σκαλπ, ένα κυνικό ερείπιο που αφοδεύει ενώ πεθαίνει, ένα παρανοϊκό μανιχαϊστικό σκιάχτρο, τόσο μοναχικό που φοβάται οποιαδήποτε συναισθηματική επαφή πέρα απ’ την πορνική του σχέση με το πιοτό και έρπει κάθε μέρα όλο και πιο βαθιά στον λάκκο της αυτοχειρίας του με τέτοια αυθάδεια που σε ματώνει.

Γιατί δεν αντέχεις να βλέπεις Ανθρώπους που μεγάλωσες μαζί τους να μηδενίζουν τον χρόνο, να ακροβατούν στο κενό και να ετοιμάζονται να κάνουν βουτιά θανάτου στη λάσπη.

Γιατί δεν αντέχεις όλον αυτόν τον βόρβορο της ηλεκτρικής παράνοιας που τυλίγει με πόνο τις αρθρώσεις και με μολυσμένο αίμα κάθε στιγμή λίγο πριν, ίσως λίγο μετά το τέλος.

Έχω εδώ ένα εμμονικό και χυδαίο κάθαρμα που οδήγησε το Rock ‘n’ Roll σ’ ένα σύντομο Τέλος.

 

Το συμπέρασμά μου απ’ όσα έζησα, άκουσα ή είδα είναι

βάλε ακόμη έναν δίσκο στο πικ-απ,
η Μουσική ποτέ δεν λέει ψέματα κι ας θέλει.


 

Ο Μιχάλης Κοκολόγος γεννήθηκε το 1963 στην Άμφισσα, πόλη όπου και διαμένει. Έχει ασχοληθεί με τη ραδιοφωνική παραγωγή (Η Σκοτεινή Πλευρά του Ζαρατούστρα, Movement Radio), τη μουσικοκριτική και τη λειτουργία δισκάδικου, και υπήρξε βασικό μέλος της μεταπάνκ μπάντας Baader Meinhof (1980 – 1987).

Όλα τα κείμενα και αποσπάσματα, καθώς και οι αναφορές σε όλα τα άλμπουμ και κομμάτια, ανήκουν στον ίδιο. Η εικόνα εξωφύλλου είναι του Αμερικανού ζωγράφου Michael Mazur («Η Κόλαση του Δάντη : Άσμα Δέκατο Πέμπτο», περί το 1992).

Την επιλογή και επιμέλεια του αφιερώματος έκανε ο Σάββας Κοκκινίδης.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Πλατφόρμα μάχης για την επανοικειοποίηση του ρεμβασμού.